Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 4 Μαρτίου
Στίχ. Ὑπηρέτης θὴρ τῷ Γερασίμῳ γέρας, Θῆρας παθῶν κτείναντι πρὶν λῆξαι βίου. Τῇ δὲ τετάρτῃ Γεράσιμος βιότοιο ἀπέπτη. |
Στὰ πολὺ παλιὰ χρόνια, πρὶν περάσουν τετρακόσια χρόνια ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γεννήθηκε στὰ Μύρα τῆς Λυκίας ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἁγίους τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης.
Τὰ Μύρα ἦταν ἀρχαῖα πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ποὺ ἦταν Ἑλληνικὴ ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Βυζαντίου τὰ Μύρα ἔγιναν πρωτεύουσα τῆς ἐπαρχίας τῆς Λυκίας καὶ μέχρι τὸν 17ο αἰώνα ἦταν ἕδρα ἐπισκόπου. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους των Μύρων, ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ προστάτης τῶν θαλασσῶν. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος λάμπρυνε μὲ τὴν παρουσία του τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῶν Μύρων κατὰ τὸν 4ο αἰώνα καὶ πέθανε λίγα χρόνια πρὶν γεννηθεῖ ὁ Ὅσιος Γεράσιμος. Τὰ ἐρείπια ποὺ σώζονται δείχνουν ὅτι τὰ Μύρα βρίσκονται τέσσερα χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν θάλασσα.
Ὁ εὐλογημένος Γεράσιμος γεννήθηκε ὅταν αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου ἦταν ὁ Ζήνων, μεταξὺ 376 καὶ 391 μ.Χ. Οἱ γονεῖς του ἦσαν πλούσιοι, εὐσεβεῖς καὶ εὐλαβεῖς χριστιανοί. Τὰ ἄφθονα ὑλικὰ ἀγαθὰ δὲν τοὺς ἐμπόδισαν νὰ ἔχουν αὐστηρὲς ἠθικὲς ἀρχές. Τὸν πολυαγαπημένο τους γιὸ τὸν ἀνάθρεψαν σύμφωνα μὲ τὰ ἀθάνατα διδάγματα τῆς Ἁγίας μας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τοῦ ἔδωσαν μιὰ τέλεια χριστιανικὴ ἀνατροφή.
Ὅσο μεγάλωνε ὁ χαριτωμένος Γεράσιμος, τόσο πιὸ πολὺ πλουτιζόταν μὲ ἄφθονες ἀρετές, ποὺ τοῦ χάριζε ὁ φωτοδότης Χριστός. Δὲν ἤθελε νὰ ζεῖ ὅπως οἱ πιὸ πολλοὶ νέοι της ἐποχῆς του καὶ νὰ φροντίζει μόνο τὸ σῶμα του, παραμελώντας τὴν ἀθάνατη ψυχή του. Ἦταν φρόνιμος καὶ προσεκτικός. Καταλάβαινε πὼς ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὴν γῆ εἶναι προσωρινή, ἐνῶ ὁ Παράδεισος εἶναι παντοτινὸς καὶ αἰώνιος. Ὁ μεγάλος σεβασμὸς στὸ Θεὸ ριζώθηκε γιὰ καλὰ στὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς του ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια. Οἱ γονεῖς του τὸν ἀφιέρωσαν ἀπὸ βρέφος στὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ παιδὶ ζοῦσε τὴν μοναχικὴ ζωὴ σὲ κοινόβιο μοναστήρι.
Ἡ ἀκλόνητη πίστη τοῦ γνωστικοῦ Γερασίμου καὶ ὁ διακαής του πόθος νὰ γίνει μοναχὸς τὸν ὁδήγησαν στὴν ἀπόφαση νὰ ἐγκαταλείψει ὁριστικὰ τὴν κοσμικὴ ζωή. Ἀφοῦ μοίρασε τὰ πλούσια ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχούς, ἀφιερώθηκε στὴν ἤρεμη καὶ ἁπλὴ ζωὴ τῶν καλογήρων. Ἔγινε ἐπίσημα μοναχός, ἔδιωξε κάθε κοσμικὴ φροντίδα καὶ ἀφοσιώθηκε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς του, στὴν ἀπόκτηση τῶν γνήσιων ἀρετῶν. Στὴν ἀρχὴ ἔγινε μοναχὸς σὲ κοινόβιο μοναστήρι.
Κοινόβιο λέγεται τὸ μοναστήρι στὸ ὁποῖο ζοῦν μαζὶ πολλοὶ μοναχοί, ἐκκλησιάζονται ὅλοι μαζί, ὑπακούουν καὶ ἐξομολογοῦνται στὸν ἴδιο ἡγούμενο, τὸ γέροντά τους, τρῶνε σὲ κοινὸ τραπέζι, καθένας τους κάνει κάποια ἐργασία, τὸ διακόνημα, καὶ δὲν ἔχουν δικά τους χρήματα ἢ ὁποιαδήποτε περιουσία.
Ἀφοῦ πέρασε ἀρκετὸ καιρὸ στὸ κοινόβιο, ὁ ἐνάρετος Γεράσιμος ἀπόκτησε πείρα τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ προόδευσε περισσότερο στὶς ἀσκητικὲς ἀρετές. Τότε, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ γέροντά του, ἔφυγε ἀπὸ τὸ κοινόβιο καὶ ζοῦσε μόνος του, σὰν ἀσκητής, στοὺς πιὸ ἀπρόσιτους καὶ ἔρημους τόπους τῆς Λυκίας.
Ὁ καλοκάγαθος Γεράσιμος δὲν ἀγαποῦσε νὰ ζεῖ ὅπως οἱ περισσότεροι νέοι τῆς ἐποχῆς του, ποὺ φρόντιζαν μόνο τὸ σῶμα τους καὶ ἀδιαφοροῦσαν γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς τους. Ἤξερε ὅτι ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ προσευχή, μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες ἀρετὲς ποὺ καλλιεργοῦσε συστηματικά, ἦταν τὰ σκαλοπάτια ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσαν στὴν Αἰώνιο Βασιλεία.
Ἀγωνιζόταν συνέχεια γιὰ νὰ καθαρίσει τὴν ψυχή του ἀπὸ κάθε πάθος καὶ ἀκαθαρσία κι ἔτσι νὰ φωτισθεῖ ὁ νοῦς του ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μὲ εὐχαρίστηση ἀπέφευγε τὰ πολλὰ καὶ νόστιμα φαγητὰ καὶ καθετὶ ποὺ βάραινε τὴν κοιλιὰ τὸ θεωροῦσε βάρος καὶ ἐνόχληση γιὰ τὴ φύση. Ἔτσι ὁ νοῦς του διατηροῦνταν καθαρὸς καὶ ἥσυχος. Κοιμόταν πολὺ λίγο, ὅσο χρειαζόταν γιὰ νὰ διατηρεῖται στὴ ζωὴ καὶ δὲν ἀπέφευγε τοὺς κόπους καὶ τοὺς μόχθους. Ἀγαποῦσε ν᾿ ἀσχολεῖται μὲ τὶς ἀγρυπνίες, τὶς προσευχὲς καὶ τὴ μελέτη τῶν ἁγίων πατέρων. Γιὰ τὸ θέμα τοῦ ὕπνου ἔλεγε: «Ὅποιος θέλει νὰ ζήσει περισσότερο, πρέπει νὰ κοιμᾶται λιγότερο. Ὁ πολὺς ὕπνος κάνει τὸ σῶμα ἀδύναμο καὶ ἀσθενικό. Ζωὴ εἶναι κυρίως τὸ μέρος τοῦ χρόνου κατὰ τὸ ὁποῖο εἴμαστε ξύπνιοι. Γι᾿ αὐτὸ οἱ παλιοὶ σοφοὶ ἔλεγαν τὸν ὕπνο ἀδελφὸ τοῦ θανάτου. Τὸ κρεβάτι εἶναι ἕνα εἶδος φερέτρου, διότι μᾶς ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν ἐνέργεια, ποὺ εἶναι ἡ βάση τῆς ζωῆς».
Ὁ γενναῖος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, ἐφαρμόζοντας ὅσα πίστευε, κοιμόταν μόνο ὅσο τοῦ ἦταν ἀναγκαῖο, ὅσο τοῦ χρειαζόταν γιὰ νὰ ζεῖ. Τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του τὸν ἐξόδευε σὲ προσευχή, σὲ μελέτη, σὲ αὐτοεξέταση, σὲ ἀγαθοεργίες καὶ σὲ ἄλλο Θεάρεστο ἔργο. Μὲ τοὺς πολύμοχθους ἀγῶνες του στὴν ἔρημο τῆς πατρίδας του, τῆς Λυκίας, ὁ μακάριος Γεράσιμος ἔδειξε στοὺς μοναχοὺς τὸν ὀρθόδοξο δρόμο τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Πάλεψε σκληρὰ ἐναντίον τῶν δαιμόνων, ἀσκήτευε γιὰ ἀρκετὸ χρόνο μὲ ἱδρῶτες, πόνους καὶ μόχθους καὶ στὸ τέλος ἀναδείχθηκε νικητής.
Ἀπὸ μικρὸς ὁ Ἀββὰς Γεράσιμος εἶχε μεγάλο πόθο νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ὁ σκοπὸς τῆς σφοδρῆς αὐτῆς ἐπιθυμίας του ἦταν διπλός. Ἤθελε νὰ προσκυνήσει τὰ μέρη ποὺ ἁγίασε μὲ τὸν παρουσία Του ὁ Πανάγιος Θεάνθρωπος Χριστὸς καὶ νὰ ἀσκητεύσει στὰ θεοβάδιστα μέρη τῆς ἐρήμου τοῦ Ἰορδάνου. Θεωροῦσε τὴν ἔρημο καταλληλότερη γιὰ τοὺς μεγαλύτερους ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, τοὺς ὁποίους πάντοτε ἀγαποῦσε.
Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ πολλοὶ διαλεχτοὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση, ἔπαιρναν τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν Ἁγία Πόλη, τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἀρκετοὶ ἀπ᾿ αὐτούς, ἀφοῦ προσκυνοῦσαν τοὺς Ἁγίους Τόπους, ἐπέστρεφαν χαρούμενοι στὶς πατρίδες τους. Ἄλλοι πάλι ἀφιέρωναν τὸν ἑαυτό τους στὸ Θεὸ καὶ ἔμεναν μόνιμα στὰ ἁγιασμένα αὐτὰ μέρη καὶ γίνονταν μοναχοί. Μερικοὶ ἐγκαταστάθηκαν στὶς ἐρήμους καὶ ἵδρυσαν μοναστήρια. Τέτοιοι ἦσαν ὁ Μέγας Εὐθύμιος, ὁ Θεόκτιστος, ὁ Κυριακὸς ὁ Ἀναχωρητὴς καὶ ἄλλοι.
Ἐπιτέλους ὁ εὐσεβὴς πόθος τοῦ Ὁσίου Γερασίμου νὰ προσκυνήσει τοὺς τόπους ποὺ ἁγίασε μὲ τὴν παρουσία Του ὁ Κύριος μας πραγματοποιεῖται. Τὸ 451 μ.Χ. φτάνει στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ προσκυνεῖ τὸν Πανάγιο Τάφο καὶ τὰ ἄλλα ἱερὰ προσκυνήματα. Τὸ ἴδιο ἔτος εἶχε φτάσει ἐκεῖ καὶ ὁ Ἀββὰς Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης.
Ἀλλὰ καὶ ἡ ἄλλη, μεγάλη του ἐπιθυμία πραγματοποιεῖται. Ὁ πανάγαθος Θεὸς στέλνει πλούσια τὴν εὐλογία Του στοὺς γνήσιους στρατιῶτες Του. Μετὰ τὴν προσκύνηση στὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ Γεράσιμος καταφεύγει στὴν ἔρημο τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης γιὰ νὰ ἀσκητεύσει. Ἀφοῦ ἄκουσε γιὰ τὴ φήμη τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου, ποὺ ἀσκήτευε τότε στὴ γειτονικὴ ἔρημο τοῦ Ρουβᾶ, πῆγε κοντά του γιὰ λίγο καιρὸ καὶ τὸν συμβουλεύτηκε. Πολὺ ὠφελημένος ἀπὸ τὴν πείρα καὶ τὶς συμβουλὲς τοῦ γίγαντα αὐτοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, φτάνει στὴ γειτονικὴ ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου ἀποφασίζει νὰ ἐγκατασταθεῖ μόνιμα καὶ νὰ περάσει μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τοῦ ἐπιγείου βίου του.
Μετὰ τὴν ἐγκατάστασή του στὴν περιοχὴ τοῦ Ἰορδάνου, ὁ Ὅσιος συνέχισε τοὺς σκληροὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες του. Ὁ ἀγώνας του ἦταν πολὺ δύσκολος καὶ κουραστικός, διότι γινόταν ἐναντίον τοῦ σατανᾶ, ποὺ μισεῖ πολὺ τοὺς ἀνθρώπους καὶ θέλει τὴν καταστροφή τους, ὀδηγώντας τους μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, στὴν αἰώνια κόλαση. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων δυσκολιῶν ἐδῶ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ τὸν ἀφόρητο καύσωνα, διότι ἡ περιοχὴ εἶναι ἔρημος καὶ βρίσκεται σχεδὸν τετρακόσια μέτρα κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς Μεσογείου.
Τέτοιους σκληροὺς ἀγῶνες ἔκανε ὁ Γεράσιμος σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρημη περιοχή. Ἡ θεία χάρις ὅμως τὸν ἐνδυνάμωνε καὶ μὲ ἀκαταμάχητα ὅπλα τὴ βαθιὰ πίστη, τὴν ἐπιμονὴ καὶ ὑπομονὴ ἔφτασε στὴν τελικὴ νίκη. Ἔτσι μετὰ τὸ θάνατό του ἡ Ἐκκλησία μας τὸν ἀνακήρυξε ἅγιο. Εἶναι γνωστὸς ὡς ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης καὶ τὸν τιμοῦμε στὶς τέσσερις Μαρτίου. (Ὅσιοι λέγονται οἱ ἅγιοι ποὺ πεθαίνουν εἰρηνικά, εἴτε στὰ γεράματά τους, εἴτε ἀπὸ κάποια ἀρρώστια. Οἱ ἅγιοι ποὺ θανατώνονται βίαια καὶ ὑποφέρουν πολλὰ βάσανα, διότι δὲν ἀρνοῦνται τὸ Χριστό, λέγονται μάρτυρες.)
Τώρα ὁ Ἅγιος ζεῖ μέσα στὴν ἀγαπημένη του ἔρημο. Ἀγωνίζεται ἀδιάκοπα γιὰ ν᾿ ἀποκτήσει μεγαλύτερες ἀρετές. Δὲν ἤθελε νὰ μένει στάσιμος, ἀλλὰ ἤθελε κάθε μέρα νὰ ξεπερνᾶ τὸν ἑαυτό του στοὺς κόπους καὶ τοὺς μόχθους τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. Ποτέ του δὲν ἐκοίταζε πίσω ἀλλὰ μπροστά. Ὁπλισμένος μὲ τὰ ἀνίκητα ὅπλα τῆς ἀρετῆς καὶ δυναμωμένος μὲ τὴ Θεία Χάρη, νικᾷ τοὺς δαίμονες καὶ τοὺς ἀναγκάζει νὰ τραποῦν σὲ ἄτακτη φυγή.
Ἡ φωνή του ἕλκει σὰν μαγνήτης κοντά του πολλοὺς μοναχοὺς καὶ ἀσκητές, ἀπὸ διάφορα μέρη, ποὺ ἤθελαν νὰ τὸν ἔχουν ὁδηγὸ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἤθελαν νὰ γίνουν μαθητές του ἦσαν καὶ ὁρισμένοι ξακουστοὶ μοναχοὶ καὶ μεγάλοι ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου.
Βλέποντας ὁ Ὅσιος τόσους ἀσκητὲς νὰ τὸν περιτριγυρίζουν, ὅπως οἱ μέλισσες κυκλώνουν τὴν κηρήθρα, ἀποφασίζει νὰ ἱδρύσει κοινόβιο μοναστήρι καὶ λαύρα ἕνα περίπου μίλι μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμό.
Ἡ λαύρα ἀποτελεῖται ἀπὸ σπηλιές, σὲ καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες μένει μόνος του ἕνας μοναχός. Στὴ λαύρα ἔμεναν οἱ μεγαλύτεροι μοναχοὶ κι αὐτοὶ ποὺ εἶχαν πείρα στὴ μοναχικὴ ζωή. Στὸ κοινόβιο ζοῦσαν οἱ νεότεροι καὶ οἱ ἀρχάριοι.
Ἐπειδὴ ὁ θεοφόρος Γεράσιμος εἶχε φήμη σπουδαίου ἀσκητή, ἡ λαύρα του γέμισε γρήγορα μὲ μοναχούς, ποὺ ζοῦσαν σκορπισμένοι στὴν περιοχὴ τῆς Ἱεριχοῦς καὶ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνου. Ἔτσι δίκαια ὁ Ἅγιος ὀνομάστηκε Ἰορδανίτης, διότι ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ κατοίκησε συστηματικὰ σ᾿ αὐτὴν τὴν ἔρημο καὶ συγκέντρωσε ἐδῶ μοναχούς.
Τὸ κοινόβιο μοναστήρι βρισκόταν στὴ μέση της λαύρας. Ὅσοι ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τοῦ κοινοβίου τηροῦσαν τοὺς κανόνες ποὺ ἔβαζε ὁ Ἅγιος καὶ ἔκαναν ἀσκητικὴ ζωή, μετὰ ἀπὸ μακροχρονίους ἀγῶνες, μποροῦσαν νὰ ἐγκατασταθοῦν σὲ ξεχωριστὰ κελιά, στὴ λαύρα.
Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος εἶναι ὁ πρῶτος ἱδρυτὴς τοῦ κοινοβιακοῦ καὶ τοῦ ἀναχωρητικοῦ βίου. Ἀναχωρητὲς λέγονταν οἱ μοναχοὶ ποὺ ζοῦσαν στὴ λαύρα.
Ὁ Ὅσιος μᾶς ἀγαποῦσε πολὺ τὴ ζωὴ τῶν ἀναχωρητῶν. Γι᾿ αὐτὸ περνοῦσε μέρος τῆς μοναχικῆς του ζωῆς στὴν ἔρημο. Κατοικοῦσε κοντὰ στοὺς μαθητές του καὶ ἀναγνωρίστηκε ὡς μέγας καθηγητὴς τῆς ἐρήμου, ὅπως ὁ Ἀββὰς Ἀντώνιος, ὁ Σάββας ὁ Ἡγιασμένος, ὁ Μέγας Εὐθύμιος, ὁ Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης καὶ ἄλλοι.
Οἱ μοναχοὶ ποὺ ζοῦσαν στὴ λαύρα λέγονταν ἀναχωρητές, διότι ἔφευγαν (ἀναχωροῦσαν) ἀπὸ τὸ κοινόβιο καὶ ζοῦσαν μόνοι στὶς σπηλιὲς τῆς ἐρήμου. Ἀργότερα πολλοὶ μοναχοὶ ἀπὸ ὅλα σχεδὸν τὰ μοναστήρια ἔφευγαν στὴν ἔρημο, στὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ ἐπέστρεφαν τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου.
Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Ἀββὰς Ζωσιμᾶς ποὺ ἐξομολόγησε, κοινώνησε καὶ ἔθαψε, μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς λιονταριοῦ, τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία. Αὐτὴ ἔζησε 47 χρόνια στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου, κοντὰ στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀββᾶ Γερασίμου. Μάλιστα κοντὰ στὸ μοναστήρι σώζεται μιὰ σπηλιὰ ἀπόκρημνη, ὅπου ἡ παράδοση λέει ὅτι κατοικοῦσε ἡ Ὁσία γιὰ ἀρκετὸ καιρό.
Στοὺς μοναχοὺς ποὺ ζοῦσαν στὴ λαύρα ὁ Γεράσιμος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τοὺς πιὸ κάτω αὐστηροὺς κανόνες:
Τὶς πέντε ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας ὁ καθένας νὰ ἡσυχάζει στὸ κελί του. Νὰ τρώει μόνο ψωμὶ καὶ φοινίκια καὶ νὰ πίνει νερό. Τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ νὰ πηγαίνουν στὸ ναὸ τοῦ μοναστηριοῦ, νὰ ψάλλουν, νὰ ἐξομολογοῦνται, νὰ συμμετέχουν στὴ Θεία Λειτουργία καὶ Θεία Κοινωνία καὶ μετὰ νὰ τρῶνε στὸ Κοινόβιο μαγειρεμένο φαγητὸ καὶ νὰ πίνουν καὶ λίγο κρασί.
Πρόσταξε στὰ κελιά τους νὰ μὴν ἔχουν τίποτε ἄλλο, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα, νὰ μὴν ἀνάβουν λυχνάρι ἢ φωτιὰ καὶ νὰ μὴν τρῶνε μαγειρεμένο φαγητό. Ἀπέφευγαν ἐπίσης τὴν γαστριμαργία καὶ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, ὅπως τὴν λύπη, τὴν ὀργή, τὴν δειλία καὶ τὴν λήθη.
Καθένας ἦταν ὑπόχρεος νὰ συνεισφέρει στὸ Κοινόβιο ἀπὸ τὸ ἐργόχειρό του, κάθε Σάββατο, ποὺ θὰ ἐρχόταν σ᾿ αὐτό. Τὸ δειλινὸ τῆς Κυριακῆς, ἀφοῦ θὰ ἔπαιρνε τὸ ἐφόδιό του γιὰ ὅλη τὴν ἑβδομάδα, δηλαδὴ ψωμί, καρποὺς φοινικιᾶς, νερὸ καὶ κλαδιά, ἀναχωροῦσε γιὰ τὸ κελί του.
Δὲν εἶχαν ἄλλη ἐνδυμασία, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνη ποὺ φοροῦσαν. Ὡς στρῶμα εἶχαν ψαθὶ ἢ κάποιο ἐλαφρὸ σκέπασμα. Εἶχαν ἕνα πήλινο ἀγγεῖο γιὰ νερό, γιὰ νὰ πίνουν καὶ γιὰ νὰ διατηροῦν φρέσκα τὰ κλαδιὰ ποὺ θὰ ἔπλεκαν. Ὅταν ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ κελιά τους ἔπρεπε νὰ τὰ ἀφήνουν ἀνοικτά, ὥστε ὅποιος ἤθελε νὰ μπορεῖ νὰ μπαίνει σ᾿ αὐτὰ καὶ νὰ παίρνει ὅ,τι χρειάζεται. Ὅλα τὰ πράγματα ἦσαν κοινά.
Ὁρισμένοι κάτοικοι τῆς Ἱεριχοῦς, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Γερασίμου, λυποῦνταν τοὺς ἀσκητὲς καὶ τοὺς πήγαιναν κάθε Σάββατο καὶ Κυριακὴ λιτὰ φαγητὰ καὶ τρόφιμα. Αὐτοὶ ὅμως δὲν τὰ δέχονταν καὶ γιὰ νὰ τοὺς ἀποφύγουν ἔφευγαν μακριά.
Ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος τηροῦσε ὅλους αὐτοὺς τοὺς κανόνες καὶ ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς δὲν ἔτρωγε τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Θεία Κοινωνία, ποὺ ἔπαιρνε τὴν Κυριακή.
Ἀφοῦ ἔζησε μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ Ἀναχωρητής, δικαίως ἔγινε πρότυπο ἀρετῆς καὶ σωτηρίας.
Φρόντιζε περισσότερο γιὰ τὴν πνευματικὴ ἐργασία, ἀλλὰ δὲν παραμελοῦσε τελείως καὶ τὴν πρακτική. Ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε μεγάλη χάρη. Τέτοια χάρη εἶχε ὅπως ὁ Ἀδάμ, πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοή.
Σὲ τέτοια πνευματικὰ ὕψη εἶχε φτάσει ὁ Ὅσιος Γεράσιμος, ὥστε καὶ αὐτὰ τὰ ἄγρια θηρία ἀκόμη τὸν σέβονταν, τὸν ὑπάκουαν καὶ τὸν ὑπηρετοῦσαν. Ἡ μεγάλη χάρη ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ὁ Θεὸς φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ Ὁσίου μὲ τὸ λιοντάρι.
Ὁ Γεράσιμος εἰκονίζεται πάντοτε μὲ ἕνα λιοντάρι. Γιατί ἄραγε; Διότι αὐτὸ ἔζησε κοντὰ στὸν Ὅσιο καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε μὲ θαυμαστὸ τρόπο, ὅσο καιρὸ ζοῦσε. Ἀλλὰ καὶ ὅταν κοιμήθηκε ὁ Γεράσιμος, τὸν ἀκολούθησε μὲ παράδοξο τρόπο, ἀφοῦ πέθανε πάνω στὸν τάφο του ἀπὸ ὑπερβολικὴ λύπη.
Κάποια ἡμέρα, ἐνῶ ὁ Ἅγιος περπατοῦσε στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνου, συναντήθηκε μὲ ἕνα λιοντάρι. Μόλις τὸ θηρίο τὸν ἀντίκρισε, ἄρχισε νὰ βρυχᾶται μὲ παρακλητικὸ τρόπο καὶ νὰ ἀνασηκώνει μὲ δυσκολία τὸ ἕνα του πόδι.
Τί εἶχε συμβεῖ; Ἕνα μυτερὸ κομμάτι καλαμιοῦ τοῦ εἶχε μπηχθεῖ στὸ πόδι μὲ ἀποτέλεσμα αὐτὸ νὰ πρησθεῖ, νὰ γεμίσει πύον καὶ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ περπατήσει ἀπὸ τοὺς πόνους.
Ὅταν ὁ Ἀββὰς εἶδε τὴ δύσκολη θέση στὴν ὁποία βρισκόταν τὸ λιοντάρι, τὸ λυπήθηκε. Ἀφοῦ τὸ πλησίασε, κάθισε σὲ μιὰ πέτρα, πῆρε τὸ πόδι τοῦ λιονταριοῦ καὶ τὸ ἐξέτασε προσεκτικά. Τὸ ἔσχισε μὲ ἕνα σουγιά, ἔβγαλε τὸ καλάμι μὲ πολλὰ ὑγρὰ καὶ πύο καὶ καθάρισε καλὰ τὴν πληγή. Μετὰ τὴν ἔδεσε καλὰ μὲ ἕνα πανὶ καὶ ἔδιωξε τὸ λιοντάρι. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἔφευγε. Ἀφοῦ θεραπεύτηκε, ἔμεινε κοντὰ στὸν Ὅσιο, δὲν τὸν ἄφησε ποτὲ πιά, ἡμέρεψε σὰν πρόβατο καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε σὰν γνήσιος μαθητής του. Ὁ Γεράσιμος θαύμαζε τὴ μεγάλη εὐγνωμοσύνη τοῦ θηρίου, ποὺ σπανιότατα τὴ συναντᾶς στοὺς ἀνθρώπους.
Ἀπὸ τότε ὁ γέροντας ἔτρεφε τὸ λιοντάρι, δίνοντάς του ψωμὶ καὶ βρεγμένα ὄσπρια. Στὴ Λαύρα, δηλαδὴ στὶς σπηλιές, ὑπῆρχε ἕνα γαϊδούρι ποὺ ἔφερνε νερὸ ἀπὸ τὸν ποταμὸ Ἰορδάνη γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἀσκητῶν. Ὁ Ἅγιος ἀνέθεσε τὴ φύλαξη αὐτοῦ του ζώου στὸ λιοντάρι. Ἦταν ὑπεύθυνο νὰ τὸ βόσκει κοντὰ στὸν ποταμὸ καὶ νὰ τὸ προσέχει κατὰ τὴ διαδρομή του. Ὁ γέροντας ἐμπιστεύθηκε στὸ θηρίο τὸ γαϊδούρι, ὅπως σὲ μικρὸ βοσκὸ ἕνα πρόβατο. Τὸ λιοντάρι ἔκανε αὐτὴ τὴν ὑπηρεσία γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Ἄλλοτε ἀκολουθοῦσε τὸ γαϊδούρι, περιτριγυρίζοντας τὸ προστατευτικὰ σὰν σκύλος, ἄλλοτε καθόταν κοντά του, ἢ πρόσεχε τοὺς γύρω δρόμους, ὅταν ἐκεῖνο ἔβοσκε. Ὅσοι τὸ ἔβλεπαν ἀποροῦσαν, σταυροκοπιοῦνταν καὶ θαύμαζαν γιὰ τὸ παράξενο αὐτὸ θέαμα.
Κάποτε τὸ λιοντάρι καὶ τὸ γαϊδούρι χώρισαν γιὰ λίγη ὥρα. Αὐτὸ ἔγινε εἴτε διότι τὸ λιοντάρι ἀποκοιμήθηκε εἴτε διότι ἀπομακρύνθηκε γιὰ λίγο, γιὰ νὰ βρεῖ τροφή. Κάποιοι Ἄραβες ἔμποροι καμηλιέρηδες ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ βρῆκαν τὸ γαϊδούρι μονάχο του καὶ τὸ ἔκλεψαν. Ὅταν τὸ λιοντάρι ἀναζήτησε παντοῦ τὸν «φίλο» του καὶ δὲν τὸν βρῆκε, γύρισε στὴ Λαύρα σκυθρωπὸ καὶ λυπημένο.
Ὁ Ὅσιος, μόλις εἶδε τὸ λιοντάρι μόνο του καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση, ὑποψιάστηκε ὅτι θὰ ἔφαγε τὸ γαϊδούρι καὶ μὲ ὕφος γεμάτο σοβαρότητα τοῦ εἶπε:
- Τί συμβαίνει λιοντάρι; Ἔφαγες τὸ γαϊδούρι; Φαίνεται λοιπὸν ὅτι ξαναγύρισες στὴν προηγούμενή σου φύση, ἂν καὶ δοκίμασες νὰ μεταμορφωθεῖς σὲ πρόβατο καὶ ν᾿ ἀποκτήσεις τὴν ἰδιότητα τοῦ σκύλου. Ἀλλὰ ἡ φύση νίκησε. Θυμήθηκες τὴν προηγούμενη ὑπερηφάνεια καὶ τὴ βασιλική σου κυριαρχία πάνω στὰ ἄλλα ζῶα, ἐσὺ ὁ φονιὰς καὶ πεθύμησες πάλι νὰ εἶσαι ἀρχηγός. Ἀλλὰ ἐγὼ θὰ σὲ ταπεινώσω καὶ θὰ γκρεμίσω τὸν ἐγωισμό σου. Νὰ εἶσαι λοιπόν, ὄχι λιοντάρι, ὅπως πεθύμησες, ἀλλὰ γάϊδαρος κουβαλητής.
Πραγματικὰ τὸ λιοντάρι γίνεται τώρα γαϊδούρι. Ὁ Ὅσιος τὸ διατάζει μὲ ἁπλότητα νὰ ἀναλάβει τὴν ὑπηρεσία τοῦ γαϊδάρου. Φορτωμένο τὶς στάμνες νὰ μεταφέρει τὸ νερὸ στοὺς μοναχοὺς ἀπὸ τὸν ποταμό. Ὑποτάσσεται στὸν Ἅγιο καὶ ἐκτελεῖ τὴν ἐργασία τοῦ γαϊδάρου, ὅπως ἀκριβῶς καὶ προηγουμένως συμπεριφερόταν πρῶτα σὰν ἀρνὶ καὶ μετὰ σὰν ἔμπιστος σκύλος.
Ἀπὸ τότε ποὺ κλέψανε τὸ γαϊδουράκι πέρασε ἀρκετὸς καιρός. Τὸ λιοντάρι ἐκτελοῦσε τὴ νέα του ὑπηρεσία εὐχάριστα, ἀκούραστα καὶ πρόθυμα.
Μερικοὶ ἀναφέρουν καὶ τὸ παρακάτω περιστατικό: Κάποτε ἕνας στρατιωτικὸς πῆγε νὰ δεῖ τὸ γέροντα. Εἶδε τὸ λιοντάρι νὰ μεταφέρει νερὸ καὶ ἔμεινε ἔκπληκτος ἀπὸ τὸ παράξενο αὐτὸ θαῦμα. Τότε ἔδωσε στὸν Ὅσιο τρία χρυσὰ νομίσματα - τόση ἦταν τότε ἡ τιμὴ ἑνὸς γαϊδάρου - καὶ ἀπάλλαξε τὸ λιοντάρι ἀπὸ τὴ δύσκολη δουλειά.
Μιὰ μέρα οἱ Ἄραβες ἔμποροι, ποὺ εἶχαν κλέψει τὸ γαϊδούρι, περνοῦσαν καὶ πάλι ἀπὸ τὸν ἴδιο δρόμο, κοντὰ στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου, ἔχοντας μαζί τους καὶ τὸ κλεμμένο ζῶο. Τὸ λιοντάρι βρισκόταν τὴν ὥρα ἐκείνη σ᾿ αὐτὸ τὸ ἴδιο μέρος, γιὰ νὰ μεταφέρει νερό. Εἶδε τὸ γαϊδουράκι, τὸ ἀναγνώρισε καὶ ἀφήνοντας τὴν ἰδιότητα τοῦ γαϊδάρου, παρουσιάζεται σὰν λιοντάρι καὶ ἀρχίζει νὰ βρυχᾶται καὶ νὰ στρέφεται ἐναντίον τῶν ἐμπόρων. Αὐτοὶ φοβήθηκαν καὶ τὸ ἔβαλαν στὰ πόδια, ἀφήνοντας μόνα τους τὰ ζῶα.
Τὸ λιοντάρι ἔπιασε μὲ τὰ δόντια του τὸ σχοινὶ καὶ τράβηξε μαζὶ μὲ τὸ γαϊδουράκι καὶ ὅλες τὶς καμῆλες κατὰ τὸ μοναστήρι. Ὅταν ἔφτασαν στὸ μοναστήρι τὸ λιοντάρι ὁδήγησε ὅλα τὰ ζῶα ἔξω ἀπὸ τὸ κελὶ τοῦ Ὁσίου, γεμάτο χαρά. Ἦταν πολὺ χαρούμενο, ἔκανε διάφορα πηδήματα καὶ κινήσεις καὶ φαινόταν σὰν ἕνας γενναῖος στρατιώτης ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸν πόλεμο φορτωμένος μὲ λάφυρα.
Ὅταν ὁ Ἀββὰς εἶδε τὸ πρωτοφανὲς αὐτὸ θέαμα, χαμογέλασε, κατάλαβε ὅτι ἄδικα κατηγόρησε τὸ λιοντάρι, τὸ ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ δύσκολη ἐργασία του καὶ τοῦ ἔδωσε καὶ ὄνομα. Τὸ ὀνόμασε λοιπὸν Ἰορδάνη. Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἄλλο σημάδι τῆς μεγάλης χάρης ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὁ Ἅγιός μας. Ἔδινε ὀνόματα στὰ ἄγρια θηρία καὶ στὰ ἄλλα ζῶα, συνομιλοῦσε μαζί τους, ἦσαν ἥμερα μαζί του καὶ τὸν ὑπάκουαν, ὅπως στὸν Ἀδάμ, πρὶν ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα.
Μερικοὶ ἀναφέρουν ὅτι ὁ Ὅσιος ἐλευθέρωσε τελείως τὸ λιοντάρι καὶ αὐτὸ τὸν ἀποχαιρέτισε κλίνοντας κεφάλι, καὶ χάθηκε στὴν ἀπέραντη ἔρημο. Ὅμως μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα ἐρχόταν στὴ Λαύρα καὶ τὸν προσκυνοῦσε. Ἄλλοι λέγουν ὅτι ὁ Ἰορδάνης ἔμεινε μὲ τὸν Ὅσιο ἐπὶ πέντε χρόνια, καὶ ἄλλοι λέγουν ὅτι δὲν τὸν ἀποχωρίστηκε ποτέ. Ἄλλοι πάλι ἀναφέρουν ὅτι γύριζε μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Λαύρα γιὰ ἄλλα τρία χρόνια, μέχρι ποὺ ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος.
Στὸ μεταξύ, οἱ ἔμποροι, ἀφοῦ ξεφοβήθηκαν καὶ θαύμασαν, βλέποντας τὸ λιοντάρι νὰ τραβάει τὸ γαϊδούρι ἀπὸ τὸ σχοινί, ἀκολούθησαν ἀπὸ μακριὰ τὸ θηρίο μὲ τὴ συνοδεία του. Ἔφτασαν καὶ αὐτοὶ στὴ Λαύρα καὶ παρακολούθησαν ὅσα ἔγιναν. Ἔνιωσαν μεγάλη ντροπὴ γιὰ τὴν κακή τους πράξη, γονάτισαν καὶ ἔπεσαν μπρούμυτα στὰ πόδια τοῦ Ὁσίου καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς συγχωρέσει. Ζήτησαν τὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία του καὶ τοῦ πρόσφεραν πολλὰ δῶρα, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶχαν μεγάλη ἀξία.
Ὁ Ἀββὰς δέχτηκε μερικὰ ἀπὸ τὰ δῶρα τῶν ἐμπόρων, τοὺς ἔδωσε χρήσιμες συμβουλὲς καὶ ὁρισμένα δῶρα ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Τοὺς εὐχήθηκε καὶ τοὺς ἔστειλε στὰ σπίτια τους, μαζὶ μὲ τὶς καμῆλες καὶ τὰ ἐμπορεύματά τους. Ἐκεῖνοι ἔφυγαν, εὐχαριστώντας τον. Ἀπὸ τότε ἔρχονταν συχνὰ στὸ μοναστήρι καὶ ἔφερναν μαζί τους πολλὰ δῶρα.
Ὅταν ὁ Ὅσιος Γεράσιμος Ἅγιος ἐκοιμήθη, ὁ Ἰορδάνης ἔτυχε νὰ μὴν εἶναι στὴ Λαύρα. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἦρθε καὶ ζητοῦσε νὰ βρεῖ τὸ γέροντα καὶ νὰ τὸν προσκυνήσει. Μάταια ὅμως. Ὁ μεγάλος εὐεργέτης του δὲ φαινόταν πουθενά.
Μόλις ὁ Ὅσιος Σαββάτιος, ὁ μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Γερασίμου, εἶδε τὸ λιοντάρι νὰ ψάχνει τοῦ εἶπε:
- Ἰορδάνη, ὁ Γέροντάς μας, μᾶς ἄφησε ὀρφανοὺς καὶ ἔφυγε καὶ πῆγε στοὺς οὐρανούς, κοντὰ στὸν Κύριο. Ἀλλὰ πάρε τροφὴ καὶ φάγε.
Τὸ λιοντάρι ὅμως δὲν ἤθελε νὰ φάει. Ἐξακολουθοῦσε νὰ κοιτάζει ἀνήσυχα ἐδῶ κι ἐκεῖ. Ἤθελε νὰ δεῖ τὸν Γεράσιμο καὶ βρυχοῦνταν δυνατά, χωρὶς νὰ σιωπᾶ οὔτε γιὰ μιὰ στιγμή. Μάταια ὁ Σαββάτιος καὶ οἱ ἄλλοι μοναχοὶ τὸ χάϊδευαν στὴ ράχη καὶ τοῦ ἔλεγαν νὰ φάει καὶ νὰ ἡσυχάσει. Ὅσο προσπαθοῦσαν νὰ τὸν παρηγορήσουν μὲ λόγια, τόσο δυνατότερα φώναζε. Οἱ μοναχοὶ συγκινήθηκαν καὶ δάκρυσαν, βλέποντας τὴ μεγάλη λύπη ποὺ ἔνιωθε τὸ λιοντάρι, ἐπειδὴ δὲν ἔβλεπε τὸν ἅγιο Γέροντα.
Ὁ Σαββάτιος μὲ νοήματα προσπαθοῦσε νὰ τοῦ δώσει νὰ καταλάβει ὅτι ὁ Ἅγιος πέθανε. Αὐτὸ ὅμως συνέχιζε νὰ βρυχᾶται λυπημένο καὶ ἀγανακτισμένο. Στὸ τέλος ὁ γέροντας τοῦ εἶπε:
- Ἔλα μαζί μου καὶ θὰ δεῖς τὸν τάφο του.
Ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτὰ ἄρχισε νὰ προχωρεῖ καὶ ὁ Ἰορδάνης τὸν ἀκολουθοῦσε. Ὅταν ἔφτασαν καὶ οἱ δύο στὸν τάφο τοῦ Ὁσίου σταμάτησαν.
Ὁ Σαββάτιος τότε εἶπε:
- Ἐδῶ εἶναι θαμμένος, Ἰορδάνη, ὁ Γέροντας Γεράσιμος.
Στάθηκε ὁ Σαββάτιος κοντὰ στὸν τάφο τοῦ Ὁσίου Γερασίμου, δάκρυσε καὶ ἔβαλε μετάνοια.
Ὅταν τὸν εἶδε τὸ λιοντάρι, ἔκαμε καὶ αὐτὸ μετάνοια. Μετὰ ἔπεσε πάνω στὸν τάφο τοῦ Ὁσίου, κτυποῦσε τὸ κεφάλι του καὶ βρυχήθηκε δυνατά.
Ἀπὸ τὸν πολὺ πόνο ποὺ ἔνιωσε, ἐπειδὴ ἔχασε τὸν Ὅσιο, ψόφησε ἀμέσως. Τόσο πολὺ ἀγαποῦσε τὸν Γεράσιμο.
Αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς ἔγινε ὄχι διότι τὸ λιοντάρι εἶχε λογικὴ ψυχή, ἀλλὰ διότι ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ δοξάσει ἔτσι τὸν μεγάλο αὐτὸν πατέρα καὶ μετὰ τὸ θάνατό του.
Ἀφοῦ ἔζησε ζωὴ ἀγγελική, μετὰ τοὺς σκληροὺς ἀγῶνες του καὶ τὴ μεγάλη προσφορά του στὸ μοναχισμό, εἶχε ἕνα ἥσυχο, ὁσιακὸ τέλος, σὲ ἡλικία περίπου ἑκατὸ χρονῶν ὁ Ἀββὰς Γεράσιμος. Ἐκοιμήθη στὶς τέσσερις Μαρτίου τοῦ ἔτους 475. Ἀπὸ τότε ποὺ ἀνακηρύχθηκε ἅγιος γιορτάζουμε τὴ μνήμη του αὐτὴ τὴν ἡμέρα καὶ πανηγυρίζει τὸ μοναστήρι του, ποὺ βρίσκεται στοὺς Ἁγίους Τόπους, στὴν ἔρημο τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνου, κοντὰ στὴν Ἱεριχώ.
Ἡ ἑορτή του ἔρχεται, σχεδὸν πάντοτε, μέσα στὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Εἶναι ἡ περίοδος τοῦ πένθους καὶ τῆς προσευχῆς, ποὺ τόσο ἀγαποῦσε ὁ Ἅγιος ὅσο καιρὸ ζοῦσε.
Πολλοὶ δέχονται ὅτι ὁ Ὅσιος θάφτηκε μισὸ μίλι μακριὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι του.
Μετὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ μοναστηριοῦ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες, τὸ λείψανο τοῦ μεταφέρθηκε στὴ Μονὴ Καλαμῶνος, στὸ μέρος ποὺ εἶναι σήμερα τὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου.
Μέχρι σήμερα κανένας δὲν ξέρει τὸ ἀκριβὲς μέρος, ὅπου βρίσκεται τὸ ἅγιο λείψανό του. Ἴσως μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ Ἅγιος νὰ ἀποφεύγει τὶς πολλὲς τιμές, πρᾶγμα ποὺ ἔκανε καὶ ὅταν ἦταν στὴ ζωή.
Γύρω στὰ τέλη Ἰουνίου τοῦ 2002, ὁ ἡγούμενος τοῦ Ὁσίου Γερασίμου, ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος, μετὰ ἀπὸ ἀνασκαφές, βρῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι τάφους μὲ λείψανα. Ἐδῶ ὑπολογίζεται νὰ ἦταν τὸ κοιμητήριο τοῦ μοναστηριοῦ. Ἴσως κάπου κοντὰ νὰ βρίσκεται καὶ τὸ πολύτιμο λείψανο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ὁσίου.
Τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γερασίμου βρίσκεται στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου. Εἶναι κοντὰ στὴν Ἱεριχώ, ποὺ κατοικεῖται σήμερα κυρίως ἀπὸ Ἄραβες Παλαιστίνιους. Σὲ μικρὴ ἀπόσταση βρίσκεται μισογκρεμισμένο τὸ μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ἐκεῖ κοντὰ εἶναι τὸ ἀκριβὲς σημεῖο τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνου, ὅπου βαφτίστηκε ὁ Χριστός. Λίγα χιλιόμετρα πιὸ κάτω ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ Ἀββᾶ Γερασίμου, εἶναι ἡ Νεκρὰ Θάλασσα, στὸ μέρος ποὺ βρίσκονταν οἱ ἀρχαῖες πόλεις Σόδομα καὶ Γόμορρα.
Τὸ μοναστήρι βρίσκεται τετρακόσια περίπου μέτρα κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς Μεσογείου. Γι᾿ αὐτὸ ἐδῶ ἡ ζέστη εἶναι ἀφόρητη τὸ καλοκαίρι καὶ οἱ βροχὲς τὸ χειμώνα ἐλάχιστες. Τὸ μοναστήρι ὑψώνεται μεγαλόπρεπο. Εἶναι σήμερα μιὰ ὄαση, ποὺ διακόπτει τὸ μονότονο καὶ ἄχαρο τοπίο τῆς ἀπέραντης ἐρήμου. Ὁ προσκυνητὴς ξεκουράζεται στοὺς φιλόξενους χώρους του, ξεχνᾶ τὴν ἄμμο καὶ τὶς πέτρες τῆς ἐρήμου καὶ φέρνει στὸ νοῦ τοῦ τὰ ἔνδοξα χρόνια του μοναχισμοῦ, τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, πάνω σε ἀμμόλοφους, ὑπάρχουν μερικὲς σπηλιές. Σὲ μιὰ ἀπ᾿ αὐτὲς λέγεται ὅτι ἔζησε ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἢ ἡ Ἁγία Φωτεινή.
Τὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Γερασίμου δὲν ἔχει βρεθεῖ ἀκόμη. Αὐτὲς τὶς ἡμέρες (2002) ὁ Ἡγούμενος Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος ἀνακάλυψε πολλοὺς τάφους μὲ ἀκέραια λείψανα, ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Πιστεύει πὼς κάπου κοντὰ θὰ εἶναι καὶ τὸ πολύτιμο λείψανο τοῦ Ἁγίου καὶ ἴσως βρεθεῖ σύντομα.
Τὸ μοναστήρι περιτριγυρίζεται ἀπὸ πανύψηλα τείχη καὶ μεγάλη σιδερένια πόρτα. Μπαίνοντας στὸ μοναστήρι, στὰ ἀριστερά, βρίσκεται μικρὴ ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὴ φυγὴ στὴν Αἴγυπτο. Εἶναι ἡ σπηλιὰ ὅπου, κατὰ τὴν παράδοση, φιλοξενήθηκε ἡ Παναγία μὲ τὸ Χριστὸ βρέφος καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωσήφ, ὅταν ἔφευγαν στὴν Αἴγυπτο.
Ἡ παράδοση λέει ὅτι ἡ ἁγία οἰκογένεια ἔμεινε σ᾿ αὐτὴ τὴ σπηλιὰ μιὰ νύχτα. Ἐδῶ εἶχε τὸ λημέρι του ἕνας ἀρχιληστής. Αὐτὸς εἶπε στοὺς ἄλλους ληστὲς νὰ μὴν πειράξουν αὐτὴ τὴν οἰκογένεια, διαφορετικὰ θὰ εἶχαν νὰ κάνουν μαζί του. Τὴ νύχτα ἡ Παναγία ἔλουσε τὸ Χριστό. Τὸ νερὸ ποὺ ἔμεινε, ποὺ ἦταν πεντακάθαρο, τὸ πῆρε ἡ γυναίκα τοῦ ληστῆ καὶ ἔλουσε τὸ ἄρρωστο παιδί της. Ἀμέσως τὸ παιδὶ ἔγινε καλά. Λέγεται ὅτι αὐτὸ τὸ ἀγόρι ἦταν ὁ ληστὴς ποὺ σταυρώθηκε στὰ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ πῆγε στὸν Παράδεισο…
Ἡ περιοχὴ αὐτὴ λέγεται καὶ περιοχὴ τῆς πέρδικας.
Πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὴν Παναγία. Ὅταν τὴ βλέπανε νὰ περνᾶ ἔλεγαν ὅτι ἔμοιαζε μὲ πέρδικα. Μάλιστα κάποιος εἶπε:
- Αὐτὴ ἡ γυναίκα εἶναι τόσο ὄμορφη! Ἂν ὑπάρχει μητέρα τοῦ Θεοῦ αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι.
Ὁ χῶρος γύρω ἀπὸ τὸ μοναστήρι εἶναι μιὰ ὄαση. Χάρη στὶς ἄοκνες προσπάθειες τοῦ ἡγουμένου καὶ τὴ βοήθεια τῶν πιστῶν, ἡ μονότονη καὶ κατάξερη ἔρημος παραχωρεῖ τὴ θέση της στὸ πράσινο. Ἔτσι ἐδῶ ξεκουράζεται καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Πρὶν δεκαπέντε χρόνια περίπου, ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι ὑπῆρχαν μόνο λίγες φοινικιές. Σήμερα ὅλος ὁ χῶρος σφύζει ἀπὸ ζωὴ καὶ ξεκουράζει τὸν κουρασμένο ἐπισκέπτη.
Τὸ βόρειο μέρος, ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, εἶναι περιφραγμένο μὲ ψηλὸ τοῖχο. Ἐδῶ ὑπάρχουν πολλὲς ἐλιές, φοινικιὲς καὶ χαρουπιές. Κάτω ἀπὸ μιὰ ἀπ᾿ αὐτὲς κοιμᾶται ἥσυχα τὸν ὕπνο τοῦ δικαίου ἡ μοναχὴ Χριστοδούλη, ποὺ ἔζησε τὰ τελευταῖα της χρόνια σ᾿ ἕνα μικρὸ δωμάτιο. Κοιμήθηκε σὲ ἡλικία 104 χρόνων. Ἡ μοναχὴ αὐτὴ ἀγαποῦσε πολὺ τὰ ζῶα, κυρίως τὶς γάτες, τοὺς σκύλους καὶ τὶς κατσίκες. Ἡ ἁγιότητά της φαίνεται ἀπὸ τὸ πιὸ κάτω γεγονός:
Μετὰ τὴν κηδεία, τὴν ὥρα ποὺ τὴν κατέβαζαν ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ Ὁσίου Γερασίμου καὶ τὴν ἔπαιρναν νὰ τὴ θάψουν, ὁ πολὺ λίγος κόσμος ποὺ παρευρέθηκε, διαπίστωσαν ὅτι δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἀπὸ τὸ φέρετρο στέκονταν τὰ ἀγαπημένα της ζῶα, σκύλοι καὶ γάτες καὶ πάνω ψηλὰ στοὺς τοίχους παρατάχθηκαν πολλὰ πουλιά. Ἦταν ὅλα αὐτὰ τὰ ζῶα ποὺ τάϊζε μὲ τὸ δικό της φαγητό.
Στὰ ἀνατολικὰ τοῦ μοναστηριοῦ ὑπάρχει ἕνα περιφραγμένο κτῆμα μὲ φραγκοσυκιὲς καὶ ἐλιές. Ἐδῶ ὁ ἡγούμενος εἶχε μεταφέρει καὶ τὰ ζῶα, ἀλλὰ τὰ σήκωσε, μετὰ ἀπὸ τὸ ἑξῆς παράξενο γεγονός: Ὁ κηπουρὸς μπαρμπα-Μιχάλης, ποὺ βοηθοῦσε κάποτε στοὺς κήπους τῆς Μονῆς, ἐνῶ βρισκόταν σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος ἄκουε μιὰ παράξενη φωνὴ νὰ λέει: «Δὲν φτάνει ποὺ μᾶς ἔφερε τὰ ἄλλα ζῶα, τώρα μᾶς κουβάλησε καὶ τὶς κατσίκες ἀπὸ πάνω μας». Τὸν τελευταῖο καιρὸ ὁ γέροντας εἶχε πάρει ἐκεῖ τὶς κατσίκες. Παρόμοιες φωνὲς ἄκουγαν καὶ ἄλλοι. Ἔτσι ὁ ἡγούμενος ἀναγκάστηκε νὰ μεταφέρει ὅλα τὰ ζῶα σὲ ἄλλους χώρους.
Στὸ νότιο μέρος τοῦ μοναστηριοῦ ὑπάρχουν τρεῖς ξενῶνες. Ἐδῶ μποροῦν νὰ φιλοξενηθοῦν ὅσοι προσκυνητὲς θέλουν νὰ παραμείνουν στὸ μοναστήρι γιὰ ὁρισμένες ἡμέρες.
Τὰ τελευταῖα χρόνια, ἐξαιτίας τοῦ ἀραβοϊσραηλινοῦ πολέμου, ἐλάχιστοι προσκυνητὲς ἐπισκέπτονται τὸ μοναστήρι. Ὁ ἡγούμενος κάνει ὅ,τι μπορεῖ γιὰ νὰ βρεῖ χρήματα, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ βοηθάει τοὺς κατοίκους τῆς Ἱεριχοῦς, Ὀρθόδοξους καὶ μουσουλμάνους, ποὺ στεροῦνται τὰ πάντα.
Ὅπως εἴδαμε πιὸ πάνω ὁ πανάγαθος Θεὸς ἔδωσε στὸν Γεράσιμο πολλὰ χαρίσματα. Συνομιλοῦσε μὲ τὰ ἄγρια θηρία, τὸν ὑπάκουαν καὶ τοὺς ἔδινε ὀνόματα, ζοῦσε μὲ ἐλάχιστη τροφή, ἄντεχε τὶς κακουχίες καὶ τὸν καύσωνα, ἦταν ἤρεμος καὶ δὲν θύμωνε, εἶχε μεγάλη ὑπομονή, ἔκανε πολλὴ ἄσκηση καὶ ἐργαζόταν πολύ, ἀγρυπνοῦσε καὶ προσευχόταν ἀσταμάτητα. Ἤξερε νὰ διαβάζει τὶς σκέψεις τῶν ἄλλων, γνώριζε ἀπὸ πρὶν αὐτὰ ποὺ θὰ γίνονταν στὸ μέλλον.
Ἕνα ἄλλο χάρισμα ἦταν ὅτι ἔβλεπε ἀπὸ μακριὰ αὐτὰ ποὺ γίνονταν σὲ ἕνα μέρος, χωρὶς νὰ εἶναι παρών. Ἔτσι εἶδε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του ὅτι κοιμήθηκε ὁ Μέγας Εὐθύμιος, ποὺ τὸ μοναστήρι του ἀπεῖχε μερικὰ μίλια. Πῆγε λοιπὸν μὲ τὸν μαθητή του, Κυριακό, στὸ μέρος ὅπου ἦταν τὸ λείψανο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἁγίου, τὸν ἔθαψαν καὶ ξαναγύρισαν στὸ μοναστήρι τους.
Τὸ μεγαλύτερο ὅμως χάρισμα ἦταν τὸ θαυματουργικό, ὅταν ἦταν ζωντανός, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του. Στὶς ἡμέρες μας ἀκόμα ἐξακολουθεῖ νὰ κάνει πολλὰ θαύματα. Παρακάτω θὰ διηγηθοῦμε μερικὰ ἀπὸ τὰ θαύματά του.
Ὅταν ἀκόμα ἦταν στὴ ζωὴ ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ἀνέστησε ἕνα νεκρό. Πῶς ὅμως ἔγινε τὸ μεγάλο καὶ παράδοξο αὐτὸ θαῦμα; Κάποτε κοιμήθηκε κάποιος μοναχὸς τῆς Λαύρας καὶ δὲν τὸ ἔμαθε ὁ Ὅσιος, ποὺ ἦταν τότε ἡγούμενος. Ὅταν κτύπησε τὸ σήμαντρο γιὰ τὴν κηδεία του, πῆγε κι ὁ Γέροντας στὸ ναό. Ὅταν εἶδε τὸ λείψανο λυπήθηκε, διότι δὲν τὸν ἀποχαιρέτισε, πρὶν φύγει ἀπὸ τὴ ζωή. Πῆγε λοιπὸν κοντὰ στὸ φέρετρο καὶ λέγει στὸν πεθαμένο:
- Σήκω, ἀδελφέ, νὰ ἀποχαιρετιστοῦμε.
Τότε ὁ νεκρὸς μοναχὸς ἀναστήθηκε, σηκώθηκε καὶ ἀποχαιρέτισε τὸν Γεράσιμο. Αὐτὸς μετὰ τοῦ ξαναεῖπε:
- Κοιμήσου τώρα μέχρι τὴ Δευτέρα Παρουσία, ὁπότε θὰ σὲ ἀναστήσει ὁ Χριστός.
Πραγματικὰ ὁ μοναχὸς ξαναμπῆκε στὸ νεκροκρέβατο καὶ συνέχισε τὸν αἰώνιο ὕπνο του.
Ἂν σκεφτοῦμε ὅτι νεκροὺς ἀνέστησε μόνο ὁ Χριστός, μερικοὶ ἀπόστολοι καὶ λίγοι ἅγιοι, θὰ καταλάβουμε σὲ ποιὰ ὕψη ἁγιότητας εἶχε φτάσει ὁ Γεράσιμος.
Μετὰ τὴν κοίμησή του ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ἀνακηρύχθηκε ἅγιος καὶ ἔκανε θαύματα, ἀπὸ τὰ παλιὰ ἐκεῖνα χρόνια μέχρι καὶ σήμερα. Πολλοὶ μάλιστα λένε ὅτι ἄκουσε πολὺ γρήγορα τὶς παρακλήσεις καὶ τὶς προσευχές τους καὶ τοὺς ἔκανε καλά. Γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ πολλοὺς ὀνομάζεται «Ὁ Ἅγιος Ἐξπρές». Εἶναι πάντα ζωντανός, κυκλοφορεῖ ἀνάμεσα στοὺς προσκυνητὲς καὶ στοὺς ἄλλους πιστούς, συνομιλεῖ μαζί τους, τοὺς παρηγορεῖ, τοὺς ἐνθαρρύνει, τοὺς θεραπεύει καὶ σκορπίζει παντοῦ τὴν ἀγάπη του.
Ὁ τωρινὸς ἡγούμενος, ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος, διηγεῖται τὸ πιὸ κάτω θαῦμα:
- Πρὶν εἴκοσι χρόνια περίπου ἦρθε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα ὁ διάκονος Εἰρηναῖος τῆς μονῆς Σινᾶ. Εἶχε μαζί του καὶ ἕνα δωδεκάχρονο ἀγόρι ἀπὸ τὴν Κρήτη ποὺ φοιτοῦσε στὴ σχολὴ τῆς Σιών. Ἦταν Σάββατο ἀπόγευμα, ἤμουν πολὺ κουρασμένος καὶ ζύμωνα, διότι δὲν εἶχα πρόσφορο γιὰ τὴν λειτουργία τῆς Κυριακῆς. Ξαφνικὰ τὸ παιδὶ παρουσίασε πολὺ ψηλὸ πυρετό, εἶχε φοβεροὺς πονοκεφάλους καὶ ἀνυπόφορους πόνους. Δὲν ἤξερα τί νὰ κάνω. Ὄχημα δὲν εἶχα, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα μηχανάκι, δὲν μποροῦσα νὰ τὸ πάρω στὸν γιατρὸ καὶ ἤμουν σὲ ἀπελπιστικὴ κατάσταση. Προσευχήθηκα στὸν Ἅγιο νὰ κάνει τὸ παιδὶ καλά. Κατὰ τὶς ἕνδεκα ἡ ὥρα ὁ διάκος καὶ τὸ παιδὶ ἀποκοιμήθηκαν. Ἐγὼ ἤμουν κατακουρασμένος, εἶχα τὰ ψωμιὰ στὸ φοῦρνο, σκεφτόμουν τὴν λειτουργία τῆς ἑπόμενης μέρας καὶ παρακαλοῦσα θερμὰ τὸν Ἅγιο νὰ κάνει καλὰ τὸ ἄρρωστο παιδί. Σὲ μιὰ στιγμὴ ὁ διάκος ἀκούει τὴν πόρτα νὰ κτυπᾶ. Σηκώνεται, κοιτάζει, δὲν ἦταν κανένας. Ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε καὶ πήγαμε μαζὶ στὸ δωμάτιό τους. Τοῦ εἶπα ὅτι ὁ Ἅγιος θὰ ἤτανε. Δὲν πρόλαβα νὰ τελειώσω τὴν κουβέντα καὶ τὸ παιδί, ἐκεῖ ποὺ παραμιλοῦσε, ξύπνησε καὶ μοῦ εἶπε: «Γέροντα, ἔγινα μούσκεμα. Ἕνας παππούλης ἔριξε ἀπάνω μόνο ἕναν τενεκὲ νερό». Τοῦ ἔβγαλα τὸ φανελάκι καὶ τὸ σκουπίσαμε μὲ τὴν πετσέτα. Σὲ πέντε λεπτὰ κοιμήθηκε ἥσυχο, χωρὶς πυρετὸ καὶ τὸ πρωὶ ἦταν τελείως καλά.
Ὁ ἡγούμενος Χρυσόστομος συνεχίζει:
- Μιὰ φορὰ ἦταν ἐδῶ, στοὺς Ἁγίους Τόπους, ἕνα γκροὺπ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, μὲ ἕνα δεσπότη - Διονύσιο τὸν λέγανε - ἀπὸ μιὰ περιοχὴ τῆς Μακεδονίας. Εἶχε ἔρθει μὲ φοιτητὲς τῆς θεολογίας. Εἰδοποιήσανε ἀπὸ τὴν Ἱεριχὼ ὅτι ἔρχονται κι ἂν μποροῦσα νὰ τοὺς ἑτοιμάσω φάβα (διότι ἐγὼ συνηθίζω νὰ ψήνω φάβα γιὰ τὸν κόσμο).
Ὅταν μπήκανε μέσα στὸ μοναστήρι εἶπα στὸ δεσπότη: «Δεσπότη μου, νὰ μὲ συγχωρέσεις, ἀλλὰ δὲν ἔχω φροῦτο νὰ φᾶτε μετὰ τὴ φάβα». Σὲ λίγο μπαίνει ἕνας στρατιώτης μ᾿ ἕνα κασόνι πορτοκάλια καὶ λέει: «Ἀμπούνα, (Γέροντα) πάρε αὐτὰ τὰ πορτοκάλια». Ἐγὼ ἀπόρησα, διότι ἔφυγε ἀμέσως καὶ πῆγα νὰ δῶ ἀπὸ ποιὸ στρατόπεδο εἶναι. Βγαίνω ἔξω, κοιτάζω ἀπὸ δῶ, κοιτάζω ἀπὸ κεῖ, τίποτα. Ἄφαντος ὁ στρατιώτης. Φωνάζω ἕναν ἐργάτη καὶ τὸν ρωτάω ποῦ πῆγε ὁ στρατιώτης. Αὐτὸς ἀπορεῖ καὶ μοῦ λέει ὅτι δὲν εἶδε κανένα στρατιώτη νὰ μπαίνει στὸ μοναστήρι. «Πῶς δὲν μπῆκε», τοῦ λέω. «Νά τὰ πορτοκάλια». Αὐτὸς ἔμεινε κόκαλο καὶ λέει: «Δὲν μπῆκε κανείς. Ἐγὼ ἐδῶ ἤμουνα, στὴν πόρτα. Δὲν ἦρθε κανένας, οὔτε φάνηκε κανένα τζίπ». Μπῆκα μέσα καὶ εἶπα στὸ δεσπότη ὅτι ὁ Ἄραβας δὲν εἶδε κανένα νὰ μπαίνει. Ὅλοι ἀπόρησαν καὶ εἶπαν ὅτι τὸν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους. Βγαίνουν ὅλοι ἔξω -ἕνα λεπτὸ εἶχε περάσει - δὲ βλέπουν τίποτα. Κι αὐτοκίνητο νὰ ἦταν, δὲ θὰ προλάβαινε ν᾿ ἀπομακρυνθεῖ. Φρόντισε ὁ Ἅγιος καὶ ἔστειλε φροῦτα.
Ὁ ἡγούμενος Χρυσόστομος συνεχίζει τὴ διήγησή του, φέρνοντας στὸ νοῦ του ἀκόμα ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Γερασίμου.
Τὸ πηγάδι στὴν αὐλὴ τοῦ μοναστηριοῦ εἶχε πολὺ λίγο νερό, ποὺ ἔπιανε ἀπὸ τὴ βροχή. Γι᾿ αὐτὸ ζήτησα καὶ μοῦ ἔδωσαν οἱ Ἑβραῖοι λίγο νερό. Καὶ πάλι ὅμως δὲν ἦταν ἀρκετὸ γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ μοναστηριοῦ. Ἔτσι ἀποφάσισα νὰ σκάψω σ᾿ ἕνα διπλανὸ χείμαρρο, ὅπου εἶχα ἀκούσει ὅτι ὑπῆρχε παλιὰ νερό. Σκάβαμε τρεῖς ἐργάτες. Ὁ Σαμίρ, ἕνας Ἄραβας ποὺ εἶχα ἐδῶ ἀπὸ μικρὸ παιδί, ἕνας προσωρινὸς ἐργάτης καὶ ἐγώ. Ἀφοῦ κατεβήκαμε εἴκοσι τρία μέτρα βάθος δὲ βρήκαμε οὔτε ἴχνος νεροῦ. Θυμᾶμαι ἦταν μεσημέρι. Ἤμουν κατακουρασμένος καὶ στενοχωρημένος καὶ κάθισα κάτω ἀπὸ ἕνα ἀγριόδεντρο, γιὰ νὰ ξεκουραστῶ λιγάκι. Τότε εἶπα: «Ἅγιε μου Γεράσιμε, φαίνεται ὅτι δὲν θέλεις νὰ βροῦμε νερό. Ἂν δὲν τὸ βροῦμε καὶ σήμερα θὰ τὸ κλείσω τὸ πηγάδι». Δουλεύαμε μὲ τὸν παραδοσιακὸ τρόπο. Σκάβαμε μὲ τὴν τσάπα καὶ τὸν κασμὰ καὶ καθαρίζαμε μὲ τὸ φτυάρι, γιὰ νὰ κατεβοῦμε κάτω. Ἐκείνη τὴν ὥρα σκάβανε κάτω δύο ἐργάτες κι ἐγὼ ἤμουν ἀπάνω καὶ ἄδειαζα τοὺς κουβάδες. Μοῦ φωνάζουν: «Ἀμπούνα, ἔλα κάτω γιατὶ βρήκαμε χαλίκι». Εἴχανε βρεῖ μόνο χῶμα, χωματόπετρα. Σηκώθηκα ἀμέσως. Κατεβαίνω κάτω, παίρνω ἀμέσως τὸν κασμὰ καὶ ἀρχίζω μόνος μου νὰ σκάβω. Ἔσκαβα, ἔσκαβα, ἔσκαβα, κατέβηκα γύρω στὸ μισὸ μέτρο καὶ παρατήρησα ὅτι ὅλο καὶ πιὸ βρεγμένο ἦταν τὸ χαλίκι. Στὸ ἑνάμισι μέτρο βρήκαμε τὸ νερό. Πιστεύω πὼς ἦταν ὁπωσδήποτε θαῦμα τοῦ Ἁγίου. Ἂν δὲν τὸν παρακαλοῦσα καὶ δὲν συνεχίζαμε τὸ σκάψιμο, τὴν ἄλλη μέρα θὰ τὸ ἔκλεινα τὸ πηγάδι, διότι ἦταν καὶ παράνομο. Οἱ Ἑβραῖοι ἀπαγορεύουν ν᾿ ἀνοίξεις πηγάδι ἢ νὰ κτίσεις κάτι χωρὶς ἄδειες, γι᾿ αὐτὸ κι ἔχω πάντα προβλήματα. Μεγαλύτερο θαῦμα τοῦ Ἁγίου εἶναι ποὺ τὸ νερὸ ἦταν καθαρὸ καὶ γλυκό. Στὴν περιοχὴ αὐτὴ τὰ νερά, ἐπειδὴ εἶναι κοντὰ ἡ Νεκρὰ Θάλασσα, εἶναι ὄχι μόνο ἁλμυρά, ἀλλὰ λύσσα, ἔχουν θειάφι καὶ μυρίζουν σὰν κλούβια αὐγά.
Πρὶν δώδεκα χρόνια περίπου ὁ ἡγούμενος εἶχε πάει στὴν Ἑλλάδα. Στὸ μοναστήρι βρισκόταν μιὰ ρουμάνα καλογριά, ἡ Μαρία, ὁ Ἀσὰμ ὁ ἄραβας, μικρὸ παιδὶ τότε καὶ δίπλα στὴ σπηλιὰ ἡ γερόντισσα Χριστοδούλη.
Κάθε νύκτα ἀκούγανε τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γερασίμου νὰ ἀνοίγει καὶ νὰ κλείνει. Πήγαινε ἡ Μαρία νὰ δεῖ ποιὸς ἦταν καὶ δὲν ἔβλεπε κανένα. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ἀσάμ, ποὺ γύριζε στὸ μοναστήρι, κοίταζε καὶ δὲν ἔβλεπε κανένα.
Ὅταν ὁ π. Χρυσόστομος γύρισε στὸ μοναστήρι τὸν ρωτήσανε:
- Γέροντα, ποιὸς ἀνοιγοκλείνει τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας κάθε βράδυ;
Κι ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε:
- Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος εἶναι, ποιὸς ἄλλος νὰ εἶναι;
Ὁ Ἅγιος ἐκτελοῦσε χρέη φύλακα τοῦ μοναστηριοῦ, ὅταν ἀπουσίαζε ὁ ἁγιοταφίτης φύλακάς του.
Ἐπίσης μέσα στὸ μοναστήρι πάρα πολλοὶ ἔνιωσαν μιὰ θαυμάσια εὐωδία, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ περιγράψουν μὲ λόγια.
Ἡ Δ.Σ. ἀπὸ τὴ Λάρνακα τῆς Κύπρου διηγεῖται:
- Ὁ γιός μου Γιῶργος, δεκαπέντε χρονῶν, εἶχε σοβαρὸ πρόβλημα ὑγείας. Γιὰ πέντε ὡς ἕξι μῆνες συνέχεια, κάθε μέρα, λιποθυμοῦσε. Πήγαμε σὲ πολλοὺς γιατρούς, ξοδέψαμε πολλὰ λεφτά, ὑποφέραμε πολύ, μέχρι ποὺ ἀκούσαμε γιὰ τὸν Ἅγιο Γεράσιμο καὶ τὸν ἡγούμενο Χρυσόστομο.
Μιλήσαμε μαζί του καὶ μετὰ ἀπὸ παράκληση στὸν Ἅγιο, τὸ παιδὶ ἔγινε καλά. Τώρα ἐργάζεται κανονικά. Ἐνῶ πιὸ πρὶν εἶχε καὶ πρόβλημα καρδιᾶς ἀπὸ πολὺ μικρός, οἱ τελευταῖες ἐξετάσεις ἔδειξαν ὅτι χαίρει ἄκρας ὑγείας καὶ δὲν ἔχει τὸ παραμικρό.
Ἕνα ἀντρόγυνο διηγιόταν τὸ παρακάτω θαῦμα:
- Πρὶν λίγα χρόνια ἤρθαμε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου καὶ μείναμε γιὰ λίγες μέρες. Ἕνα ἀπόγευμα παρακαλέσαμε τὸν ἡγούμενο νὰ μᾶς ἐξομολογήσει, ἂν εἶχε χρόνο. Ὁ γέροντας ἀπάντησε ὅτι δὲν μποροῦσε, διότι εἶχε πολλὲς δουλειές. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἀνεβήκαμε τὴ σκάλα καὶ μπήκαμε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γερασίμου. Ἐκεῖ συναντήσαμε πάλι τὸν ἡγούμενο. Ὅταν μᾶς εἶδε, μᾶς εἶπε μὲ πολλὴ ἀγάπη: «Ἐλᾶτε, παιδιά μου, νὰ σᾶς ἐξομολογήσω».
Ὅταν τελείωσε ἡ ἐξομολόγηση, κατεβήκαμε πάλι στὸ προαύλιο. Σὲ λίγο περνοῦσε ἀπὸ κοντά μας ὁ ἡγούμενος καὶ τὸν εὐχαριστήσαμε γιατὶ, παρόλες τὶς σκοτοῦρες καὶ τὴν κούραση, μᾶς ἔκανε τὸ χατίρι καὶ μπῆκε στὸν κόπο νὰ μᾶς ἐξομολογήσει. Τότε ἐκεῖνος ἔκπληκτος μᾶς εἶπε:
- Τί λέτε, βρὲ παιδιά; Ἐγὼ σᾶς ἐξομολόγησα; Ἐγὼ κανένα δὲν ἐξομολόγησα σήμερα. Ἀφοῦ σᾶς εἶπα ὅτι δὲν εἶχα καιρὸ καὶ ἤμουν καὶ κουρασμένος.
Ἐμεῖς μείναμε ἄφωνοι. Καταλάβαμε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἐξομολόγησε δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γεράσιμο. Ἐμφανίστηκε μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ἡγουμένου, γιὰ νὰ μὴν τὸν καταλάβουμε. Δοξάζουμε τὸ Θεὸ καὶ τὸν εὐχαριστοῦμε. Ἐπίσης εὐχαριστούσαμε τὸ μεγάλο Ἅγιό του, τὸν Ἅγιο Γεράσιμο, ποὺ μᾶς ἔκανε τὴ μεγάλη τιμὴ νὰ μᾶς ἐξομολογήσει.
Ἕνας ἱερωμένος διηγήθηκε τὰ ἑξῆς:
- Μιὰ μέρα βρισκόμουν στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γερασίμου καὶ καθόμουν στὴν ἐσωτερικὴ αὐλή. Σὲ μιὰ στιγμὴ πέρασε ἀπὸ μπροστά μου ὁ ἡγούμενος καὶ μὲ εὐλόγησε. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ξαναπέρασε καὶ τὸν εὐχαρίστησα γιὰ τὴν εὐλογία του, τὴν ὥρα ποὺ περνοῦσε ἀπὸ μπροστά μου, πρὶν λίγη ὥρα. Ὁ ἡγούμενος τότε μου εἶπε:
- Πάτερ, πρὶν λίγο δὲν πέρασα ἀπὸ ἐδῶ, οὔτε σὲ εὐλόγησα.
Τότε τοῦ ἀπάντησα ὅτι ἴσως κάποιος ἄλλος ἱερωμένος νὰ βρισκόταν στὸ μοναστήρι. Ἐκεῖνος ὅμως μου εἶπε ὅτι οἱ μόνοι ρασοφόροι ποὺ βρίσκονταν ὡς ἐκείνη τὴν ὥρα στὸ μοναστήρι ἤμασταν ἐμεῖς οἱ δύο. Καταλάβαμε ὅτι ὁ Ἅγιος Γεράσιμος πῆρε τὴ μορφὴ τοῦ ἡγουμένου καὶ ἔκανε βόλτες μέσα στὸ μοναστήρι του.
Μία ἐκ τῶν παλαιοτέρων Μονῶν τῆς Παλαιστίνης εἶναι ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἀββᾶ Γερασίμου τοῦ Ἰορδανίτου, ἡ ὁποία ἐκτίσθη ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸ ἔτος 455. Αὐτὸς κατήγετο ἐκ τῶν Μύρων τῆς Λυκίας. Ὑπῆρξε σπουδαία μορφὴ τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Παλαιστίνης συνδυάζων τὸν ἀναχωρητικὸν μὲ τὸν κοινοβιακὸν μοναχισμόν. Τὸ μοναστήριον εἶναι ἐκτισμένον εἰς τὴν νοτιοανατολικὴν κοιλάδα τῆς Ἰεριχοῦς. Πλησίον αὐτοῦ εἶναι τὸ ἀκριβὲς σημεῖον τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνου, ὅπου ἐβαπτίσθη ὁ Χριστός. Πλησίον τοῦ μοναστηρίου τοῦ Ἀββᾶ Γερασίμου εὑρίσκεται ἡ Νεκρὰ Θάλασσα, εἰς τὸ μέρος ὅπου εὑρίσκοντο αἱ ἀρχαῖαι πόλεις Σόδομα καὶ Γόμορρα. Τὸ μοναστήριον, τὸ ὁποῖον ὑψώνεται μεγαλόπρεπον εὑρίσκεται τετρακόσια περίπου μέτρα ὑπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς Μεσογείου θαλάσσης. Εἰς τὴν βόρειον πλευράν του εἶναι ἐκτισμένη τρίκλιτος Ἐκκλησία ἀφιερωμένη εἰς τὸν Ἀββὰν Γεράσιμον, τὸν Μέγαν Εὐθύμιον, τὸν Ἀββὰν Ζωσιμᾶν καὶ τὴν Ὁσίαν Μαρίαν τὴν Αἰγυπτίαν. Ὅλος ὁ ἐσωτερικὸς διάκοσμος εἶναι τοῦ 12ου αἰῶνος. Κάτω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, εἰς τὸν πρῶτον ὄροφον εὑρίσκεται μία ἄλλη μικροτέρα, ἀφιερωμένη εἰς τὴν φυγὴν εἰς τὴν Αἴγυπτον τῆς Ἁγίας Οἰκογενείας, ἐξ αἰτίας τοῦ Ἡρώδου. Συμφώνως πρὸς τὴν παράδοσιν, εἰς τὸν χῶρον ἐστάθη καὶ ἐφιλοξενήθη ἡ Παναγία μὲ τὸν Χριστὸν βρέφος καὶ τὸν Ἅγιον Ἰωσήφ, ὅπου ἔλαβε χώρα τὸ ἀκόλουθον γεγονός. Ἐδῶ εἶχε τὸ λημέρι του εἷς ἀρχιληστής. Αὐτὸς διέταξεν τοὺς ἄλλους ληστὰς νὰ μὴν ἐνοχλήσουν αὐτὴν τὴν οἰκογένειαν, διαφορετικῶς θὰ εἶχαν νὰ κάνουν μαζί του. Τὴν νύχτα ἡ Παναγία ἔλουσε τὸν Χριστόν. Τὸ νερὸν τὸ ὁποῖον ἔμεινε, τὸ ἔλαβε ἡ γυναίκα τοῦ ληστοῦ καὶ ἔλουσε τὸ ἄρρωστον τέκνον της. Ἀμέσως τὸ τέκνον ἐθεραπεύθη. Λέγεται ὅτι αὐτὸ τὸ ἀγόρι ἦτο ὁ ληστής, ὁ ὁποῖος ἐσταυρώθη ἐκ δεξιῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ μετέβη εἰς τὸν Παράδεισον. Ἡ περιοχὴ αὐτὴ λέγεται καὶ περιοχὴ τῆς πέρδικας (Deir Hajla). Ἔλαβε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὴν Παναγίαν. Ὅταν τὴν εἶδαν νὰ περνᾶ ἔλεγον ὅτι ὁμοίαζε μὲ πέρδικα. Μάλιστα κάποιος εἶπε χαρακτηριστικῶς: «Αὐτὴ ἡ γυναίκα εἶναι τόσο ὄμορφη! Ἂν ὑπάρχει μητέρα τοῦ Θεοῦ αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι». Μὲ τὴν εἰσβολὴν τῶν Περσῶν τὸ 614, τὸ μοναστήριον κατεστράφη καὶ δὲν ἐπανεκτίσθη παρὰ μόνον εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ 9ου αἰῶνος. Τὸ σημερινὸν μοναστήριον ἀνῳκοδομήθη ἐπάνω εἰς τὰ ἐρείπια ἑνὸς ἄλλου σπουδαίου μοναστηρίου, γνωστοῦ ὡς «Λαύρα τοῦ Καλαμῶνος», τὸ ὁποῖον ἱδρύθη ἀπὸ ἀναχωρητὰς τῆς ἐρήμου, εἰς τοὺς χρόνους τῆς Ἁγίας Ἑλένης καὶ θεωρεῖται τὸ ἀρχαιότερον μοναστήριον τῆς Παλαιστίνης. Εἷς ἐκ τῶν πολλῶν μοναχῶν τῆς Λαύρας τοῦ Καλαμῶνος ἦτο καὶ ὁ Ἅγιος Σάββας, πρὶν ἱδρύσῃ τὴν ἰδικήν του Λαύραν. Ἡ Λαύρα ἐξηκολούθει νὰ κατοικεῖται μέχρι τὸν 12ον αἰῶνα, ὅταν ἐπεσκευάσθη ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Μανουὴλ Κομνηνοῦ. Ἐπάνω εἰς τὰ ἐρείπια τοῦ μοναστηριοῦ ἐκτίσθη τὸν 19ον αἰῶνα τὸ σημερινὸν μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Γερασίμου. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τὴν 4ην Μαρτίου καὶ πάντοτε πέφτει ἐντὸς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τῆς περιόδου τοῦ πένθους καὶ τῆς κατανύξεως, τὸ ὁποῖον τόσο ἀγαποῦσε ὁ Ὅσιος καθ᾿ ὅλον του τὸν βίον. Πάντοτε εἰκονίζεται μὲ ἕνα λέοντα, ὁ ὁποῖος, ἀφ᾿ οὗ ἐθεραπεύθη ὑπὸ τοῦ Ἁγίου, ἔγινε πιστὸς καὶ ἀχώριστος ὑποτακτικός του, βοηθῶν εἰς τὰ ἔργα τῆς Μονῆς. Ἔτσι ὁ Θεὸς δοξάζει τοὺς δοξάζοντας αὐτὸν εἰς τὴν ζωήν τους.