Ἀρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου: Οἱ Ἅγιοί μας.
Ἱ. Μ. Τατάρνης
Εὐρυτανίας, ἔκδοσις γ´, σελ.113-122.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος, εὐηρέστησε τῷ Θεῷ, ὄχι μὲ τὸ αἷμά του, ἀλλὰ με τὰ δάκρυά του καὶ τὴν ἀσκητικὴ ζωή του. Ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τῶν Καυσοκαλυβίων, στὰ ὅρια τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἄς ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὸν ὑπεράνθρωπο βίο του, ποὺ τὸν ἔκαμε μάρτυρα τῇ προαιρέσει καὶ ἀθλητὴ τῆς μοναχικῆς πολιτείας ὑπερθαύμαστο.
Καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῶν Θεσσαλικῶν Ἀγράφων ποὺ ὀνομάζονταν Γόλιτζα. Τώρα ὀνομάζεται Ἅγιος Ἀκάκιος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου μας. Γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς καὶ κατὰ τὴν βάπτισί του ὠνομάσθη Ἀναστάσιος. Ὅταν ἦταν νήπιο ἀκόμη, ἔχασε τὸν πατέρα του. Αὐτὸ εἶχε σὰν συνέπεια νὰ μεγαλώσῃ μὲ τὸν ἀδελφό του μέσα σὲ μεγάλη φτώχεια. Γράμματα δὲν ἔμαθε καὶ λόγῳ ἐσχάτης πενίας καὶ λόγῳ τοῦ ὅτι σχολεῖο στὸ χωριό του δὲν ὑπῆρχε.
Ὅμως ἡ χάρις τοῦ Κυρίου τὸν ἐπεσκέφθη ἄλλως πως.
Στὰ χρόνια ἐκεῖνα ὑπῆρχεν ἡ εὐλογημένη συνήθεια νὰ διαβάζουν στὶς ἐκκλησίες τοὺς βίους τῶν Ἁγίων. Ὑπῆρχαν βιβλία μὲ τέτοιους βίους μεταφρασμένους στὴν γλώσσα τοῦ λαοῦ. Ἀπὸ αὐτὰ ἔβαζαν ἀνάγνωσι στὴν Ἐκκλησία, ὁ κόσμος τὰ καταλάβαινε, μπαίναν στὴν καρδιά του καὶ διατηροῦνταν ἔτσι ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτοὺς τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ἀσκητῶν, τοὺς ἄκουε μὲ πολλὴ προσοχὴ ὁ νεαρὸς Ἀκάκιος καὶ κατενύσσετο καὶ ἐδάκρυζε. Ἤδη, ἀρκετὰ ἐνωρὶς ἡ καρδία του δόθηκε στὸν Χριστό, καὶ ἀποφάσισε νὰ ἀφιερώσῃ τὴν ζωή του σ᾿ Αὐτόν.
Ἡ μάνα του τὸν ἐπίεζε μὲ ἐπιμονὴ νὰ νυμφευθῇ καὶ νὰ μείνῃ στὸ χωριό, ἀλλὰ τὸ μυαλὸ τοῦ Ἁγίου, ἦταν ἀλλοῦ πιά. Φεύγει ἀπὸ τὸ χωριό, καὶ ἔρχεται στὰ μέρη τῆς Ζαγορᾶς. Ἐκεῖ κοντὰ στὴν Μακρυνίτσα ὑπάρχει μέχρι σήμερα τὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ἐπικαλούμενον τῆς Σουρβιᾶς. Τὸ εἶχε χτίσει ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ. Εἰσέρχεται λοιπὸν ὁ Ἀναστάσιος ὡς δόκιμος καὶ μετὰ ἀπὸ πλήρη καὶ κανονικὴ δοκιμασία, ἀξιώνεται τοῦ Ἀγγελικοῦ Σχήματος. Κείρεται μοναχός, καὶ ὀνομάζεται Ἀκάκιος. Ἐντείνει ἔτι πλέον τοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες, τὶς νηστεῖες, τὴν χαμευνία καὶ τὶς τόσες ἄλλες ἀρετὲς ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν μοναχικὴ πολιτεία.
Ὁ πόθος του γιὰ κάτι τὸ πιὸ ἔντονο, τὸ πιὸ ἀσκητικό, τὸν ἔκαμε νὰ ἀφίσῃ τὴν Σουρβιά, και νὰ μεταβῇ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ, σὰν μέλισσα φίλεργος, περιέρχεται ὅλα τὰ Μοναστήρια καὶ τὰ λοιπὰ ἱερὰ σεμνεῖα, καὶ συλλέγει τὸ νέκταρ τῆς ἀσκητικῆς βιοτῆς. Ὅπου ἄκουε γιὰ κάποιον ἐνάρετο γέροντα ἢ γιὰ κάποιον φημισμένο ἀσκητή, ἔτρεχε ὡς διψῶσα ἔλαφος γιὰ νὰ ξεδιψάσῃ στὰ νάματα των θείων διδασκαλιῶν του.
Δὲν ἔμεινε χωρὶς πειρασμούς, Ὁ μισόκαλος διάβολος, πολλὲς φορὲς ἐπεχείρισε νὰ ὑποσκελίσῃ τὸν Ἅγιον, ἔχων ὡς συμμάχους καὶ μερικοὺς κακόγνωμονες μοναχούς. Ὅλους ὅμως τοὺς ὑπερνίκησε ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι αὐτὸν Χριστῷ καὶ ταῖς πρεσβείαις της ἐφόρου καὶ προστάτιδος τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ τόπου, τῆς Κυρίας, λέγω, Θεοτόκου.
Περιπλανώμενος στὸ Ἅγιον Ὄρος πρὸς ἀναζήτησιν καταλλήλου ἐρημικῆς γωνιᾶς, ἔφθασε εἰς τὰ ἔσχατα ὅρια τοῦ Ἄθω, στὴν περιοχὴ τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἦταν τότε τόπος ἐντελῶς ἐρημικός. Ἀπὸ πάνω ἡ κορυφὴ τοῦ Ἄθω, ἀπὸ κάτω ἡ σχεδὸν πάντοτε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Βράχοι ἁλίκτυποι, γκρεμοὶ ἀπότομοι, τόπος ἀλίμενος, ἀφιλόξενος. Λίγοι θάμνοι ποὺ ἀγωνίζονταν νὰ ῥιζώσουν στὸν γρανίτη, ἡ θάλασσα ἀπὸ κάτω νὰ βρυχᾶται μανιασμένη. Ὁ βοριᾶς νὰ σφυρίζει συνεχῶς ἀνάμεσα στὰ λίγα δέντρα. Τόπος ἄγριος, χειμώνας βαρύς. Τὰ χιόνια τοῦ Ἄθωνος νὰ φθάνουν ὡς τὴν θάλασσα καὶ τὸ κύμα νὰ παίζῃ μαζί τους. Νὰ μὴν ξέρῃς ποιὸ εἶναι τὸ χιόνι καὶ ποιὸ τὸ κύμα.
Στὶς σπηλιὲς τῆς στεριᾶς ἀγρίμια, στὶς σπηλιὲς τῆς θάλασσας φώκιες.
Τόπος τραχύς, ἔρημο ἀπὸ ἀνθρώπινη παρουσία. Καυσοκαλύβια ὠνομάσθηκαν γιατὶ ἕνας πολὺ παληὸς Ἅγιος, ὁ Μάξιμος, ἔζησε ἐκεῖ. Καὶ θέλοντας νὰ αἰσθάνεται ὅτι εἶναι πάροικος καὶ ξένος σ᾿ αὐτὴν τὴν γῆ, ἔστηνε μια καλύβα καὶ μετὰ τὴν ἔκαιγε. Καὶ μετὰ ἄλλη... ἄλλη...
Ἔμεινε λοιπὸν ὁ Ἅγιός μας στὰ ὑψηλότερα μέρη τῶν Καυσοκαλυβίων, στὴν Μεταμόρφωσι, γιὰ εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια. Ἐκεῖ σκάλιζε ξύλινα κουτάλια ποὺ τὰ ἀντήλλασε μὲ παξιμάδι καὶ ἄλλα ἀναγκαῖα ἀπὸ τὰ γειτονικὰ Μοναστήρια τῆς Μεγίστης Λαύρας καὶ τοῦ Ἁγίου Παύλου. Ἐτρέφετο μὲ ξερὸ ψωμί, νερό, ἄγρια χόρτα καὶ ἀγριοκάστανα ἀπὸ τὰ γειτονικὰ δάση. Ἔτρωγε δὲ κάθε δύο ἢ τρεῖς ἡμέρες.
Μετὰ τὰ εἴκοσι χρόνια, ἐπειδὴ ἐκεῖ ψηλὰ τὸ κλίμα ἦταν βαρύ, καὶ ἀνυπόφορο, κατέβηκε πρὸς τὴν θάλασσα. Βρῆκε τὴν σπηλιὰ ποὺ κάποτε καὶ γιὰ ἕνα διάστημα ἔζησε ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἦταν ἡ τελευταία ἐπὶ γῆς κατοικία του.
Έκεῖ αὔξησε τοὺς πνευματικούς του αγῶνες. Διήρχετο ὡς ἄσαρκος. Ξεχνοῦσε νὰ φάῃ γιὰ πολλὲς ἡμέρες. Ἡ τροφή του ἦταν χόρτα ἀποξηραμένα καὶ τριμμένα καὶ νερὸ βρόχινο. Το χειμώνα μάζευε τὸ νερὸ σὲ μιὰ πήλινη στάμνα. Τὸ καλοκαίρι ἐρχόταν ἕνα θαυμαστὸ σύννεφο, ποὺ ἄφινε ἄφθονη δροσιά, καὶ μ᾿ αὐτὴ γέμιζε τὸ σταμνί.
Σὰν τὸν Μεγαλο Ἀντώνιο, πολεμοῦσε μέρα-νύχτα μὲ τοὺς δαίμονες. Ἀλλ᾿ ὁ μακάριος Ἀκάκιος, θεωροῦσε τις προσβολές, καὶ τὶς ἐπιθέσεις τους ὡς βέλη νηπίων καὶ οὔτε ποὺ τοὺς λογάριαζε καθόλου.
Στὰ χρόνια αὐτά, ἦλθε καὶ ἔμεινε μαζί του γιὰ ἀρκετὸ καιρό, ὁ Ὁσιομάρτυς Ῥωμανός, ὁ ἐξ Ἀντρανόβης Καρπενησίου.
Ἀγωνίζονταν καὶ οἱ δύο σὰν ἐντελῶς ἄσαρκοι. Ὁ Ῥωμανὸς εἶχε κατὰ νοῦν μόνο τὸ μαρτύριο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Γέροντάς του, βλέποντάς τον νὰ λειώνῃ ἀπεφάσισε νὰ τὸν ἀφίσῃ νὰ πάῃ, νὰ μαρτυρήσῃ. Ἔκαμαν καὶ οἱ δύο ἐντατικὴ προσευχή, καὶ κατόπιν χωρίσθηκαν, δίδοντας ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, μιὰ συγκινητικὴ ὑπόσχεσι:
Συμφώνησαν, ὁ μὲν Ἅγιος Ἀκάκιος νὰ ἐπικαλεῖται μὲ θέρμη τὸν Ἅγιο Θεό, ὥστε ὁ ὑποτακτικός του νὰ ἐπιτύχῃ τὸ ποθούμενο, νὰ μαρτυρήσῃ δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ· ὁ δὲ Ἅγιος Ῥωμανός, ἐὰν μαρτυρήσῃ νὰ πρεσβεύῃ στὸν Κύριο γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ Γέροντός του καὶ νὰ τὸν ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ παραμείνῃ στὴν σπηλιά του μέχρι τὸν θάνατό του. Ἀκόμη συμφώνησαν νὰ παρακαλοῦν καὶ οἱ δυο τὸν Θεό, νὰ τοὺς κατατάξῃ στὸν Παράδεισο καὶ τους δύο μαζί.
Μετά, ὁ Ῥωμανός, ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχός, καὶ ἔφυγε γιὰ τὸ μαρτύριο. Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ἐνέτεινε ἀκόμη τοὺς ἀγῶνες τῆς ἀσκήσεώς του.
Μετὰ τὸ μαρτύριο, ὁ Ἅγιος Ῥωμανός, ἐφαίνετο στὸν ὕπνο του καὶ στὸ ξύπνιο του λευκοφορεμένος, ἱλαρὸς καὶ γελαστός, ἐνισχύοντας καὶ παρηγορώντας τον.
Ὁ Ἅγιος, σὰν μοναδική του περιουσία, εἶχε ἕνα παληόρασο. Τὸ φοροῦσε μόνο ὅταν κάποιοι ἔρχονταν νὰ τὸν δοῦν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του. Ἔφευγεν ὡς ἀπὸ πυρός, τοὺς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ ἤξερε ὅτι ἐξ αὐτῶν πολλοὶ τῶν μοναχῶν ἔπεσαν εἰς ἔπαρσιν καὶ ὑπερηφάνεια.
Σὲ κάποιο βαρὺ χειμώνα, ἔπεσε τόσο πολὺ χιόνι, ποὺ ὁ Ἅγιος ἔτρεμε ἀπὸ τὸ κρύο. Ἀνάβει φωτιὰ μέσα στὴν σπηλιά, καὶ προσπαθεῖ νὰ ζεσταθῆ, ἀλλ᾿ εἰς μάτην. Ὅσο πλησίαζε στὴν φωτιά, τόσο αἰσθανόταν τὰ μέλη του πιὸ παγωμένα. Κατάλαβε τότε, ὅτι αὐτὸ τὸ πάγωμα τῶν μελῶν του δὲν ἦταν φυσικό, ἀλλὰ τέχνασμα τοῦ πονηροῦ. Πετάει τὴν φωτιά, καὶ τὴν σβήνει. Βγαίνει γυμνὸς στὰ χιόνια, ὁπότε μιὰ θαυμαστὴ δύναμις τὸν περιέβαλε με θαλπωρή, καὶ θερμότητα.
Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου δὲν ἄργησε νὰ διαδοθῇ στὰ πέρατα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἄρχισαν λοιπόν, νὰ καταφθάνουν πάμπολλοι γιὰ νὰ εὐλογηθοῦν, νὰ ἀκούσουν τὶς διδαχές του ἢ ἁπλῶς μόνον νὰ τὸν δοῦν ἀπὸ κοντά. Νὰ δοῦν τὸν οὐράνιο ἄνθρωπο καὶ ἐπίγειον Ἄγγελον.
Ἀξιώθηκε νὰ ἀποκτήσῃ πνευματικὸν χάρισμα. Ἀξιώθηκε ἐπίσης νὰ γνωρίζῃ ὅσους τὸν πλησίαζαν, ἂν ζοῦσαν μὲ ἀρετή, ἢ ἂν περνοῦσαν τὴν ζωή τους μὲ ἁμαρτίες.
Πολλοί, ἔρχονταν πλησίον του, γιὰ νὰ διδαχθοῦν τὴν μοναχικὴ ζωή. Ἐκτὸς τοῦ προῤῥηθέντος Ῥωμανοῦ, καὶ ἄλλοι δύο Ὁσιομάρτυρες ηὐτύχησαν νὰ προετοιμασθοῦν ἀπὸ τὸν Ἅγιο, νὰ ἐνισχυθοῦν γιὰ τὸ μαρτύριο καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του.
Ἦσαν οἱ Ὁσιομάρτυρες Νικόδημος καὶ Παχώμιος ὁ Ῥῶσος.
Ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, ἡ ἔρημος γίνεται πόλις. Γύρω ἀπὸ τὴν σπηλιά, συγκεντρώνονται καὶ ἄλλοι μοναχοί. Καλύβες ἄρχισαν νὰ κτίζωνται μέσα στα βαθουλώματα τῶν βράχων. Μοναχοὶ ποὺ ἑλκύσθηκαν ἀπὸ τὴν ἁγιότητα τοῦ Ἀκακίου θέλησαν νὰ γίνουν μαθηταί του, νὰ μείνουν κοντά του.
Ἡ πέτρα ἦταν ἄφθονη. Οἱ καλόγηροι ἦσαν μάστοροι οἱ ἴδιοι. Ἔχτισαν πεζούλια, ἔστησαν καλντερίμια, ἔχτισαν καλύβες, ᾠκοδόμησαν ἐκκλησίες, κουβάλησαν χῶμα στοὺς ὤμους, διαμόρφωσαν κήπους, ἴσιασαν γκρεμούς, ἔπηξαν καλιάς, ἔχτισαν φωληές, καὶ ἔτσι ἔλαβε μορφὴ ἡ μέχρι σήμερα ἀξιοθαύμαστη καὶ χαριέστατη Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων.
Ὅλα καλά, ἀλλὰ νερὸ δὲν ὑπῆρχε. Τὸ βρόχινο δὲν ἦταν ἀρκετό γιὰ χτίσιμο, γιὰ πότισμα. Καὶ πῶς θὰ ζοῦσαν τόσοι ἄνθρωποι;
Ὁ Ὅσιος, βλέποντας ὅτι οἱ πατέρες ἐπληθύνοντο, καὶ οἱ ἀνάγκες αὐξάνονταν, κατάλαβε ὅτι ὑπῆρχε ἄμεσως ἀνάγκη νεροῦ. Προσηυχήθη ἐκτενῶς καὶ τοῦ ἀπεκαλύφθη ποῦ ὑπῆρχε φλέβα. Ἔσκαψαν κατὰ τὴν ὑπόδειξι τοῦ Ἁγίου καὶ ἀνέβλυσε ὕδωρ διαυγέστατο καὶ ἄφθονο, ποὺ μπορεῖ καὶ μύλο νὰ κινήσῃ. Αὐτὴ ἡ πηγή, ὑδρεύει καὶ ἀρδεύει καὶ κάνει καταπράσινη ὄασι τὴν Σκήτη μέχρι καὶ σήμερα.
Μεταξὺ τῶν πολλῶν ἀρετῶν καὶ κατορθωμάτων τοῦ Ἁγίου, ἐθαυμάζετο ἰδιαίτερα ἡ νίκη του κατὰ τοῦ ὕπνου. Κοιμόταν μισὴ ὥρα το εἰκοσιτετράωρο, καίτοι ἦτο γέρων πλέον καὶ ἔπασχεν ἀπὸ κήλη. Τὸν ὑπόλοιπο χρόνο προσευχόταν.
Τὸ πιὸ παράδοξο ἀπὸ ὅλα ἦτο πὼς ἐνῶ ἦταν ἀγράμματος, διάβαζε κατανοώντας καλὰ αὐτὰ ποὺ διάβαζε. Κατανοῦσε καὶ τὰ πιὸ δυσνόητα βιβλία, κυρίως τὴν Ἁγία Γραφή. Τὸ Πανάγιον Πνεῦμα ποὺ ἐσόφισε τοὺς ἀγραμμάτους ἁλιεῖς φώτιζε καὶ τὸν Ἅγιο ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἀναγινώσκῃ, νὰ ἐννοῇ καὶ νὰ διδάσκῃ τὰ θεῖα λόγια.
Ἐκείνη τὴν ἐποχή (ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰ.), Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἦταν ὁ πολὺς Χρύσανθος. Ἀνὴρ μεγάλης μορφώσεως καὶ στὰ θεολογικά, καὶ στὰ ἐξωτερικά, τὴν Φυσική, τὴν Ἀστρονομία κ.λ.π. Ἦτο δέ, καὶ συγγραφεὺς ἔργων θεολογικῶν, ἀστρονομικῶν κ.λ.π.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ εὐλαβέστατος καὶ φωτισμένος Πατριάρχης, ἔμαθε γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τα θαύματα τοῦ Ἁγίου καὶ ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἐπὶ τούτῳ, νὰ πάρῃ τὴν εὐχήν του. Μὲ πολὺν κόπον ἔφθασε στὰ Καυσοκαλύβια καὶ βρῆκε τὸν Ἅγιο στὴν σπηλιά του. Συζήτησαν γιὰ ὥρες πολλές, πάνω στὰ ἄῤῥητα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ εἰς τὰ εἰς σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μας συντείνοντα. Κατενόησε τὸ ὑψηλὸν τῆς διακρίσεως, τὴν ὄντως ἁγίαν ζωήν, καὶ τὸ φωτισμὸν τοῦ Ἁγίου καὶ ἔφυγε γεμάτος θαυμασμό.
Στὰ κατοπινὰ χρόνια, ἐκήρυττε ὅπου καὶ ἂν πήγαινε: Εἶδα ἕνα νέο Προφήτη Ἠλία καὶ ἕνα νέο Βαπτιστὴ Ἰωάννη. Εἶδα πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἤκουα γιὰ αὐτόν.
Σὲ κατ᾿ ἰδίαν συζητήσεις ποὺ εἶχε ὁ Ἅγιος μὲ τὸν μαθητή του Ἰωνᾶ (ποὺ ἀργότερα κατέγραψε τὸν βίο καὶ τὰ θαύματά του) ἐκμηστηριευόταν ὅτι πολλὲς φορές, ἔβλεπε, εἴτε νοερῶς εἴτε ἐν ἐκστάσει τὸν γλυκύτατόν του Ἰησοῦν. Καὶ τότε, ἡ καθαρὴ καρδία του γέμιζε ἀπὸ ἄφατη γλυκύτητα.
Ἔγινε ὁ Ἅγιος χειραγωγὸς στὴν ἐν Χριστῷ ζωή, ἑκατοντάδων ἀνθρώπων. Ἡ Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων παραμένει μέχρι σήμερα ἀψευδὴς μάρτυς τῶν ἀγώνων καὶ τῆς ὁσιακῆς του ζωῆς.
Ἀλλ᾿ ἔφθασε ὁ καιρὸς νὰ μεταβῇ σ᾿ Αὐτὸν ποὺ τόσον ἠγάπησε. Πλήρη ἡμερῶν, στὴν ἡλικία τῶν ἑκατῶν ἐτων, ἐκοιμήθη τὸν Ὁσίοις πρέποντα ὕπνον 1730 σ. ἔ. Ἀπριλίου 12. Ἄπειρο πλῆθος μοναστῶν καὶ μιγάδων, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, ἔσπευσε νὰ προπέμψῃ τὸν Ὅσιο. Σ᾿ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος ἐγένετο κοπετὸς μέγας γιὰ τὴν ἀπώλεια τέτοιου μεγάλου Πατρός.
Ἡ σπηλιά του παραμένει μέχρι τώρα πηγὴ Σιλωάμ, γιὰ κάθε εὐλαβὴ προσκυνητή της.