ΟΣΙΟΣ ΑΚΑΚΙΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ
ὁ ἐκ Γολίτσης Ἀγράφων

Νικολάου Χρ. Γκάλιου (Συνταξιούχου Διδασκάλου)

«Εἶδον ἄλλον Προφήτην Ἠλίαν καὶ Βαπτιστὴν Ἰωάννην. Εἶδον περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἤκουον».
Χρύσανθος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Πρώτη περίοδος
ΤΑ ΝΕΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΚΑΚΙΟΥ
Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ
Δευτέρα περίοδος
ΕΙΣ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΣΟΥΡΒΙΑΣ
Τρίτη περίοδος
ΕΙΣ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
1. Οἱ πρῶτες μετακινήσεις
2. Πειρασμοὶ
3. Εἰς τὴν Μεταμόρφωσιν
4. Εἰς τὰ Καυσοκαλύβια
5. Ὁ Ἀκάκιος εἰς τὸ Σπήλαιὸν του
6. Ἀρετὲς καὶ χαρίσματα
7. Ἱδρυτὴς τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων
8. Τὸ μεγάλο θαῦμα τοῦ Ὁσίου εἰς τὰ Καυσοκαλύβια
9. Ἄλλα θαύματα τοῦ ὁσίου Ἀκακίου
 α) Προλαμβάνονται διαμάχες
 β) Νεαρὸς θεραπεύεται ἀπὸ τὴν κεφαλαλγίαν
 γ) Μακροχρόνια ἀῤῥώστια θεραπεύεται
10. Ἐξέχοντα πρόσωπα ἐπισκέπτες τοῦ ὁσίου Ἀκακίου
11. Ὁσιομάρτυρες ὑποτακτικοὶ τοῦ Ἀκακίου
 α) Ὁ ὁσιομάρτυς Ῥωμανὸς
 β) Ὁ ὁσιομάρτυς Νικόδημος
 γ) Ὁ ὁσιομάρτυς Παχώμιος
12. Διδαχαὶ καὶ παραινέσεις
13. Ὁ Ὅσιος προλέγει τὸν θάνατόν του
14. Ἡ γενέτειρα τοῦ Ὁσίου τιμᾶ εὐλαβικὰ τὴ μνήμη του
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Ἐξέχουσα ἀσκητικὴ μορφὴ ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, ἐνσάρκωσις τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητος, παραμένει πάντοτε εἰς τὴν πρώτην γραμμὴν τοῦ νεωτέρου ἀσκητισμοῦ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Νεώτατος ἀγάπησε τὴν Ἐκκλησία καὶ ἐνωρὶς ἀκολούθησε τὴν μοναχικὴν ζωήν. Διέλαμψε περὶ τὸ τέλος τῆς 17ης καὶ τὰς ἀρχὰς τῆς 18ης ἑκατονταετηρίδος καὶ ὡς ἀστὴρ νεόφωτος κατελάμπρυνε τὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ἔχει συνδέσει τὸ ὄνομά του μὲ τὴν ἵδρυσιν, τὴν συγκρότησιν καὶ τὴν ἐξέλιξιν τοῦ μικροῦ, ἀλλὰ περιφήμου ἀσκητικοῦ κέντρου τῶν Καυσοκαλυβίων εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου καὶ ὁ ἴδιος ἔζησε τὸ μεγαλύτερον μέρος τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς, ὡς ἀξιομίμητον παράδειγμα ὅλων τῶν μοναχῶν.

Ἄκακος, πρᾶος καὶ ταπεινὸς ἀνεδείχθη κορυφαῖος τῶν ἀσκητῶν καὶ θεοφόρων Πατέρων τὸ καύχημα.

Ἔζησε ὡς ἐπίγειος ἄγγελος καὶ ἀξιώθηκε μὲ θαυματουργικὴν δύναμιν, μὲ πολλὲς θεῖες δωρεὲς καὶ μὲ τὸ προορατικὸν χάρισμα.

Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος (1707-1731), ἐπιφανὴς καὶ διακεκριμένος ἱεράρχης, «ὁ πολὺς ἐν σοφίᾳ καὶ φρονήσει», περιοδεύοντας τὰ μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὴν ἐποχὴ ποὺ ἡ φήμη τοῦ Ἀκακίου διέτρεχε μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἀθωνικῆς Χερσονήσου καὶ «ἀκούοντας πολλὰ» περὶ τοῦ Ὁσίου, διέκοψε τὴν περιοδείαν του διὰ νὰ τὸν ἐπισκεφθῆ εἰς τὸ ἐρημικόν του σπήλαιον τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἐκεῖ, μετὰ τὴν πρώτην συνάντησιν καὶ γνωριμίαν καὶ ἔπειτα ἀπὸ μακρὰν συνομιλίαν ποὺ εἶχε μαζί του «ἐπὶ ἀποῤῥήτων πραγμάτων καὶ θείων μυστηρίων», δὲν ἀπέκρυψε κατὰ τὴν ἀναχώρησίν του τὸν θαυμασμὸν του, τόσον διὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου τοῦ Ὁσίου, ὅσον καὶ διὰ τὸν πλοῦτον τῆς πνευματικῆς του δυνάμεως. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν ἐκ τοῦ ταξιδίου του ὁ Πατριάρχης, δὲν ἔπαυσε νὰ διακηρύττη «πανταχοῦ μετὰ παῤῥησίας», ὅτι εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἀκακίου διέκρινε ἕναν νέον Προφήτην Ἠλίαν καὶ ἕναν ἄλλον Βαπτιστὴν Ἰωάννην.

Ὅμως, περὶ τοῦ ὁσίου Ἀκακίου διατυπώθηκαν κατὰ καιροὺς καὶ ἄλλες γνῶμες. Ἰδοὺ μερικὲς ἐξ αὐτῶν ἐξ ἴσου σημαντικὲς καὶ ἀξιόλογες·

α) «Πῶς δὲ νὰ σιωπήσω τὸν ὅσιον Ἀκάκιον τὸν τῇ Σκήτῃ1 τοῦ Καυσοκαλυβίου ἀσκήσαντα, τὸν νεώτερον μὲν εἰς τοὺς χρόνους, εἰς δὲ τοὺς ἀγῶνας φθάσαντα τοὺς παλαιοὺς Ὁσίους; τὸν ἀγρίαις βοτάναις τρεφόμενον, τὸν ἀξιωθέντα πολλῶν ὀπτασιῶν καὶ θείων δωρεῶν, μάλιστα δὲ τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος...» [Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809) - Εὐλογίου Κουρίλα - Λαυριώτου, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ - Ἀθωνῖται, Τόμος Α´ Θεσσαλονίκη 1929, σελ. 72].

β) «Ὁ βίος τοῦ ὁσίου Ἀκακίου θεωρεῖται πολύτιμος, οὐχὶ μόνον διότι προβάλλει τὸ φωτεινὸν παράδειγμα ἑνὸς νεωτέρου Ἀσκητοῦ ἐφαμίλλου τῶν παλαιῶν ὁσίων Ἀσκητῶν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰς πολυτίμους πληροφορίας τὰς ὁποίας παρέχει περὶ τῆς ἱστορικῆς ἐξελίξεως τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων, ἡ ὁποία ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου καὶ λόγῳ τῆς ὑπερανθρώπου αὐτοῦ βιοτῆς, συνῳκίσθη ἀπὸ πλήθη μοναχῶν, αἰνούντων καὶ δοξολογούντων ἄχρι τοῦδε τὸν Κύριον...» (Βίκτωρ Ματθαίου. Εἰς Μέγαν Συναξαριστὴν τῆς Ὀρθοδοξίας, Τόμ. Δ´, Ἔκδοσις Ε´, σελ. 214-227).

γ) «Ὁ βίος τοῦ Ἀκακίου παρέχει πάρα πολλὲς χρήσιμες πληροφορίες διὰ τὴν ἱστορίαν τῶν Καυσοκαλυβίων, διότι ἡ ἀκμὴ τοῦ ὁσίου Ἀκακίου συμπίπτει μὲ τοὺς χρόνους τῆς συστηματικῆς κατοικίσεως τῶν Καυσοκαλυβίων, ἡ ὁποία ἐπραγματοποιήθη μὲ ἀφορμὴ τὴ μεγάλη φήμη τοῦ Ἀκακίου... Εὑρισκόμεθα λοιπὸν πρὸ ἑνὸς ἀληθοῦς καὶ μεγάλου Ἡσυχαστοῦ τοῦ 17ου αἰῶνος, ὁ ὁποῖος δυστυχῶς δὲν ἔγραψε τὰς ὑψηλὰς καὶ μυστικὰς θρησκευτικὰς ἐμπειρίας, τὰς ὁποίας ηὐτύχησε νὰ ἔχῃ κατὰ τὴν πολυετῆ ἄσκησίν του...» (Στυλιανὸς Παπαδόπουλος· Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος. Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία. Τόμος Α´, σελ. 1174-1176).

δ) «Ἦτο πλήρης θείου φωτός, ὡς πολλάκις εἶδον τοῦτον οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ καὶ κατέστη αἰδέσιμος καὶ περιβόητος εἰς ἅπαν τὸ Ἅγιον Ὄρος... Ἡ ἀρετὴ τῆς πνευματικῆς πολιτείας του διελαλεῖτο πανταχοῦ... Ἀνεδείχθη μέγας ἐν Ὁσίοις κατὰ τοὺς τελευταίους καιροὺς καὶ ἐχρημάτισεν ἐν πολλῇ διακρίσει καὶ πρακτικῇ σοφίᾳ, ὁδηγὸς πολλῶν μοναχῶν καὶ τύπος καὶ παράδειγμα τῆς ἀσκητικῆς πολιτείας...» (Γεράσιμος Μοναχὸς Μικραγιαννανίτης· Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Εὐρυτανικὸν Λειμωνάριον, σελ. 134).

ε) «Λαμπρὸν ἀνάστημα τῆς Λαυρεωτικῆς γῆς εἶναι καὶ ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Νέος, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ νεώτερος κατὰ τοὺς χρόνους, ἔφθασεν εἰς τοὺς ἀγῶνας τοὺς παλαιοὺς Ὁσίους... Ἐφλέγετο ὁλόκληρος ἀπὸ τὸν πόθον τῆς ἡσυχίας καὶ ἐπεθύμει νὰ ζήση ὑψηλοτέραν ζωήν... καὶ μαζὶ μὲ τοὺς Ὁσίους, Γρηγόριον Παλαμᾶν, Νήφωνα καὶ Νεῖλον, ἀποτελοῦν τὴν ἱερὰν καὶ ἐπώνυμον χορείαν τῶν μεγάλων Νηπτικῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἠξιώθησαν νὰ φθάσουν εἰς τὰ ἀπρόσβατα διὰ τοὺς πολλοὺς ὕψη τῆς θείας ἐνοράσεως καὶ θεοπτίας... Ἔγινε κτήτωρ τῆς ἱερᾶς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων καὶ εἰς ὀλίγον διάστημα ἀνεδείχθη τέλειος εἰς τὴν ἄσκησιν...» (Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Λαυριώτης, Ὁ ἀσκητισμὸς εἰς τὴν Μεγίστην Λαύραν. «Ὀρθόδοξος Τύπος» 13.11.84).

στ) «Ὅτε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἔνευσεν εἰς τὴν καρδίαν μου, ἵνα ἔλθω εἰς τὸν εὐλογημένον τοῦτον τόπον τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς προσευχῆς, ἦτο Φεβρουάριος τοῦ σωτηρίου ἔτους 1910... Ὁ πόθος μου ἦτο νὰ μεταβῶ εἰς τὴν Σκήτην τῶν Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἤσκησεν ὁ συντοπίτης μου Ὅσιος Ἀκάκιος...» (Γαβριὴλ Διονυσιάτης, Ἡμερολόγιον, «Ὀρθόδοξος Τύπος» 6ης Νοεμβρίου 1984).

ζ) Τέλος, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων κ. Κλεόπας, προλογίζων τὴν Β´ ἀνατύπωσιν τῆς ἱερᾶς Ἀκολουθίας καὶ τοῦ βίου τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, γράφει μεταξὺ ἄλλων· «Ὁ ἀοίδιμος ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς Μονῆς Κορώνης (Καρδίτσης), Ἀρχιμανδρίτης Ἰάκωβος Κουτρούμπας, ἒν ἔτει 1950 ἀνασύρων ἐκ τῆς ἀφανείας ἕναν γόνον τῆς Γόλιτσας Ἀγράφων, τὸν ὅσιον Ἀκάκιον τὸν Καυσοκαλυβίτην (ἐπὶ ἑκατονταετίαν περίπου ζήσαντα) ἀξίως ἀσκήσαντα εἰς Ἅγιον Ὄρος, ἐξέδωσε διὰ δαπάνης του, δι᾿ ἀνατυπώσεως ἐκ τῆς Ἁγιορειτικῆς Βιβλιοθήκης, τὴν Ἀκολουθίαν καὶ τὸν βίον τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου... Ἐξαντληθείσης δὲ τῆς ἱερᾶς ταύτης Ἀκολουθίας τοῦ ἤδη πολλὰ τιμωμένου Θεσσαλοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ἐθεωρήσαμεν χρέος ἡμῶν πρὸς τὴν Ἁγίαν ἡμῶν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀοίδιμον ἡγούμενον Ἰάκωβον, τὴν ἐπανέκδοσιν ταύτης, τὴν ὁποίαν καὶ παραδίδομεν εἰς τὸ χριστεπώνυμον πλήρωμα, ἐπικαλούμενοι ἐπὶ πάντας τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ ἡμῶν Θεοῦ, πρεσβείαις τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου».

η) Τὸν πρῶτον ὅμως καὶ ἀποκλειστικὸν λόγον ἔχει ὁ ὑποτακτικὸς καὶ βιογράφος τοῦ Ἀκακίου, ἱερομόναχος Ἰωνᾶς, ὁ ἐπονομαζόμενος «παπα - Ἰωνᾶς» ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὁ πιστὸς καὶ ἀφοσιωμένος μαθητής, ὁ αὐτόπτης μάρτυς τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς τοῦ Ὁσίου καὶ θεατὴς τῶν μυστικῶν ἀποκαλύψεων, τῶν θεωριῶν καὶ τῶν θαυμάτων του. Ἐκεῖνος πρὸς τὸν ὁποῖον ὁ Ἀκάκιος ἔλεγε· «... εἶδα πολλάκις ἐν μυστηρίῳ ἀλαλήτῳ τὸν Ζωοδότην καὶ Φωτοδότην Ἰησοῦν καὶ ἐπληροῦτο ἀφάτου ἀγαλλιάσεως καὶ γλυκύτητος» (Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου, Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Εὐρυτανικὸν Λειμωνάριον, σελ. 134). Ὁ Ἰωνᾶς, «ὁ περίφημος αὐτὸς πνευματικός», ὁ καταγόμενος ἀπὸ τὴν Καστανιὰν Ἀγράφων εἶχε παρακολουθήσει εἰς τὰ Βραγκιανὰ τῆς περιοχῆς αὐτῆς μαθήματα ἀπὸ τὸν Εὐγένιον τὸν Αἰτωλόν.

Εἰς τὴν Καλύβην2 τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (Καλύβη τοῦ ὁσίου Ἀκακίου) τὴν ὁποίαν ἔκτισε ὁ Ἰωνᾶς τὸ 1759, πλησίον τοῦ σπηλαίου Ἀκακίου εἰς τὰ Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, σώζονται τέσσερις Κώδικες, οἱ ὁποῖοι περιέχουν ἔργα τοῦ ἰδίου. Ἀπὸ τοὺς Κώδικες αὐτοὺς ὁ ὑπ᾿ ἀριθ. 2 (ἀλλὰ εἰς τὸν κατάλογον τοῦ Εὐλογίου Κουρίλα μὲ ἀριθ. 154), περιέχει τοὺς βίους 31 νεοφανῶν Μαρτύρων, γραμμένους ἰδιοχείρως ὑπὸ τοῦ Ἰωνᾶ καὶ εἰς τὸ τέλος τὸν βίον τοῦ ὁσίου Ἀκακίου.

Οἱ βίοι αὐτοὶ ἐδημοσιεύθησαν συνοπτικὰ ὑπὸ τοῦ Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου εἰς τὸ «Νέον Μαρτυρολόγιον» (Ἐκδοτικὸς οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1961).

Εἰς τὸν ὑπ᾿ ἀριθ. 2 Κώδικα τοῦ Ἰωνᾶ περιλαμβάνεται καὶ ἡ Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, τὴν ὁποίαν ὁ ἴδιος ὁ Ἰωνᾶς συνέταξε, ὅπως μαρτυρεῖ καὶ ἡ ἀκροστιχὶς τοῦ Κώδικος αὐτοῦ·

«Πρῶτον φέρω μέλισμα (ᾆσμα)
τῷ Ἀκακίῳ· σὸς Ἰωνᾶς».

Ὁ βίος τοῦ Ἀκακίου ἐγράφη ὑπὸ τοῦ Ἰωνᾶ μὲ ἰδιαιτέραν προσοχήν, μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν πρέποντα σεβασμόν. Κατὰ τὴν ἐξιστόρησιν τοῦ βίου ὁ Ἰωνᾶς διακρίνεται διὰ τὴν φιλαλήθειαν καὶ ἐνῶ ἀποφεύγει τὶς ὑπερβολές, ἐπιδεικνύει ἀρκετὴν ἐπιφυλακτικότητα. Τόσην μάλιστα, ὥστε ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν θείων ὁράσεων καὶ ἀποκαλύψεων ποὺ ἔβλεπεν ὁ Ὅσιος, ἀναφέρει ἐλάχιστα δείγματα ἐξ αὐτῶν, διότι ἐφοβεῖτο μήπως δὲν γίνουν πιστευτὰ ἀπὸ πολλούς. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν -ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Ἰωνᾶς γράφει - περιορίζεται εἰς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶναι ἀξιόπιστα εἰς ὅλους, δηλαδὴ ὅσα ὁ ἴδιος ἤκουσε καὶ ὅσα εἶχε πληροφορηθῆ ἀπὸ παλαιοτέρους ὑποτακτικοὺς τοῦ Ἀκακίου.

Ἡ ὁμολογία αὐτὴ τοῦ Ἰωνᾶ ἀποτελεῖ καὶ τὸ μέτρον τῆς ἀξιοπιστίας του. Τὰ ἀποσπάσματα τοῦ Ἰωνᾶ στὶς σελίδες ποὺ ἀκολουθοῦν παρατίθενται σὲ πλάγια γραφὴ χωρὶς εἰσαγωγικὰ καὶ χωρὶς ἄλλη ἀναφορά. Τὰ ἄλλα ἀποσπάσματα ἔχουν τὶς ἀνάλογες παραπομπές.

Ὁ βίος τοῦ ὁσίου Ἀκακίου ἀναλύεται ὑπὸ τοῦ Εὐλογίου Κουρίλα - Λαυριώτου, καθηγητοῦ Πανεπιστημίου καὶ ἄλλοτε Μητροπολίτου Κορυτσᾶς, εἰς τὸ περισπούδαστον ἔργον του «Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ - Ἀθωνῖται» (Τόμος Α´ σελ. 39-74, Θεσσαλονίκη 1929), μὲ βάσιν τοὺς Κώδικες τοὺς ὁποίους συνέταξε ὁ Ἰωνᾶς (Κῶδιξ Καυσοκαλυβίων 198, ΙΗ´ αἰῶνος φ. 1α-68 καὶ Κῶδιξ 199, ΙΗ´ αἰῶνος, σελ. 473-583).

Ἡ παροῦσα ἐργασία βασίζεται κυρίως εἰς τὸ ὑπ᾿ἀριθ. 42 χειρόγραφον -φυλλάδα- τῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Κυριακοῦ3 τῶν Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Παράλληλα ὅμως καὶ χωρὶς παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴν βασικὴν γραμμὴν τοῦ κειμένου αὐτοῦ, ἐνσωματώνονται εἰς τὴν ἐργασίαν αὐτὴν καὶ ἄλλα στοιχεῖα ἀπὸ διαφορετικὲς ἀλλὰ σχετικὲς πηγές. Ἐπὶ πλέον, περιλαμβάνονται καὶ ὡρισμένα στοιχεῖα ποὺ διεσώθησαν ἀπὸ τὴν παράδοσιν καὶ τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται εἰς τὴν περίοδον ἐκείνην κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἀκάκιος ἔζησε εἰς τὴν ἰδιαιτέραν πατρίδα του.

Γίνεται ἀκόμη λόγος καὶ διὰ τὴν ἵδρυσιν καὶ τὴν συγκρότησιν τῆς ἱερᾶς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Ὅσιος τόσον στενὰ ἔχει συνδέσει τὸ ὄνομά του.

Εἰς τὸ Α´ Μέρος ἐκτίθεται ὁ βίος τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ὁ ὁποῖος διαχωρίζεται εἰς τρεῖς περιόδους·

Τὸ Β´ Μέρος ἀποτελεῖ ἀφιέρωμα εὐλαβείας καὶ τιμῆς πρὸς τὸν ὅσιον Ἀκάκιον καὶ περιλαμβάνει·

α) ᾈσματικὴν Ἀκολουθίαν, β) Παρακλητικὸν Κανόνα (Παράκλησιν) καὶ γ) 24 Οἴκους (χαιρετισμοὺς) κατ᾿ ἀλφαβητικὴν σειράν.

Πρώτη περίοδος

ΤΑ ΝΕΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΚΑΚΙΟΥ

Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἔζησε καὶ ἀνεδείχθη κατὰ τοὺς σκοτεινοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας. Ἐγεννήθη εἰς τὸ χωρίον Γόλιτσα τῶν Ἀγράφων, τῆς (τότε) ἐπαρχίας Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου, εἰς τὴν σημερινὴν Κοινότητα Ἁγίου Ἀκακίου τοῦ Νομοῦ Καρδίτσης.

Ὁ βιογράφος δὲν ἐσημείωσε τὸ ἔτος γεννήσεως. Ἀναγράφει ὅμως εἰς τὸ τέλος τῆς βιογραφίας του ὅτι· «... ἐγγὺς που τῶν ἑκατὸν ἐτῶν γενόμενος, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον τὴν 12ην Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1730». Συνεπῶς, πρέπει νὰ ἐγεννήθη ὀλίγα μόλις ἔτη μετὰ τὸ 1630. Οἱ γονεῖς του, εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι χριστιανοί, μὲ τὴν ἔντιμη ἐργασία τους κατώρθωσαν στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια, νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς των μὲ αὐτάρκειαν.

Μὲ ἀγάπη καὶ ὁμόνοια εἶχαν στήσει τὸ σπιτικό τους καὶ στοργικὰ ἀφοσιώθηκαν στὴν ἀνατροφὴ τῶν δύο παιδιῶν ποὺ τοὺς ἐχάρισε ὁ Θεός. Πρὶν ὅμως προλάβουν νὰ χαροῦν τὴν οἰκογενειακή τους εὐτυχία τὰ πράγματα ἄλλαξαν. Ὁ πρόωρος θάνατος τοῦ πατέρα συνεκλόνισε τὴν οἰκογένεια καὶ ἐπεσκίασε τὴν εὐτυχία τους.

Ὁ Ἀναστάσιος -αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικὸν ὄνομα τοῦ Ἀκακίου- καὶ ὁ μικρότερος ἀδελφὸς του, ἔμειναν ὀρφανοὶ σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία. Ἡ χήρα μητέρα τους μὲ τὴ βαθειὰ χριστιανικὴ πίστιν καὶ τὴν ἔντονη εὐσέβειά της δὲν ἀποθαῤῥύνεται. Ἀπεναντίας, ἀγωνίζεται ἀγῶνα σκληρὸν «πρὸς τὰ τῆς χηρείας δεινὰ» καὶ ἀναλαμβάνει μόνη της τὸ βάρος τῆς οἰκογενειακῆς εὐθύνης. Ἐργάζεται ἀγόγγυστα, διὰ νὰ συντηρήση τὰ δύο ἀνήλικα παιδιά της καὶ νὰ τὰ ἀναθρέψη μὲ τὶς ἠθικὲς καὶ χριστιανικὲς ἀρχές, σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες καὶ ἐκείνη ἐμεγάλωσε.

Πολὺ σύντομα ὅμως εὑρέθη εἰς τὸ πλευρὸν τῆς μητέρας του καὶ ὁ μικρὸς Ἀναστάσιος, διὰ νὰ ἀναλάβη καὶ ἐκεῖνος ἕνα μέρος ἀπὸ τὶς εὐθῦνες διὰ τὴν συντήρησιν τῆς οἰκογενείας. Ἔτσι, δὲν τοῦ ἔμεινε καιρὸς καὶ δὲν ἠδυνήθη νὰ πηγαίνη εἰς διδασκάλους ἱερῶν γραμμάτων.

Δὲν κατώρθωσε στὰ χρόνια αὐτὰ νὰ ἐξασφαλίση τὶς στοιχειώδεις γραμματικὲς γνώσεις, παρ᾿ ὅλην τὴν εὐφυΐαν μὲ τὴν ὁποίαν ἦτο προικισμένος. Βρισκόταν ὅμως κοντὰ στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ πιστὴ καὶ ἐνάρετη μητέρα του ἐφρόντισε νὰ ἐνσταλάξη εἰς τὴν ψυχήν του ἀγάπην καὶ φόβον Θεοῦ. Ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε συγκινήσει ἐνωρὶς τὴν εὐαίσθητη καρδιὰ τοῦ Ἀναστασίου καὶ ἡ φλόγα τῆς θείας ἀγάπης ἐθέρμαινε τὴν παιδικὴν του ψυχήν. Ἰδιαίτερα τὸν συνήρπαζε ἡ ζωὴ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν ἠχμαλώτιζε κυριολεκτικὰ ὁ βίος τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Μαρτύρων, καὶ ἐγίνετο ὅλος τοῦ θείου πόθου καὶ τῆς πολιτείας ἐκείνων ζηλωτὴς ἀκριβέστατος· καὶ ἠγωνίζετο κατὰ δύναμιν ὁπόταν ἐλάμβανεν εὐκαιρίαν ἀπὸ τὰς φροντίδας τοῦ σπιτιοῦ του.

Ἔμεινε πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴ συνηθισμένη ζωὴ τῆς νεολαίας καὶ ξένος ἀπὸ τὰ ἔργα ἀτάκτων νέων, χορούς, λέγω, καὶ παιχνίδια καὶ ἄλλα ἡδονικά· ἀλλ᾿ ἔχων φρόνημα τέλειον εἰς νέαν ἡλικίαν ἀπεστρέφετο τὰ τοιαῦτα καὶ ἐπεριπάτει ὡσὰν γέρων φρόνιμος, πολιτευόμενος καὶ φροντίζων διὰ τὴν ψυχικήν του προκοπὴν καὶ διὰ τὴν κυβέρνησιν τοῦ σπιτιοῦ του.

Τὸ χωρίον «Ἅγιος Ἀκάκιος» (Γόλιτσα) τοῦ Νομοῦ Καρδίτσης. Γενέτειρα τοῦ ὁσίου Ἀκακίου.

Δὲν παρασύρθηκε ποτὲ ἀπὸ τοῦ κόσμου τὰ τερπνὰ καὶ δὲν ὀνειρεύθηκε ποτὲ τὴ δόξα καὶ τὸν πλοῦτο, τὶς ἀπολαύσεις καὶ τὶς τιμές. Ὅλα τὰ ἔβλεπε προσωρινὰ καὶ μάταια καὶ τὰ θεωροῦσε ῥίζες τῆς κακίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Ἡ καρδιά του ἐπλημμύριζε ἀπὸ ἱερὲς συγκινήσεις καὶ θείους ὁραματισμοὺς καὶ ἔνιωθε ζωηρὰ καὶ πολὺ ἔντονα τὴν κλίσιν καὶ τὸν ζῆλον πρὸς τὸν μοναχικὸν βίον. Γι᾿ αὐτό, ἀπέφευγε τὸν θόρυβον τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καὶ ἀναζητοῦσε συχνὰ τὴν ἡσυχίαν εἰς τόπους ἐρημικούς. Ἐκεῖ ἀφοσιωμένος εἰς τὸν Θεὸν διέθετε ὅλον τὸν χρόνον εἰς τὴν προσευχὴν καὶ τὴν νηστείαν.

Οἱ δικοί του ἐδυσκολεύοντο νὰ τὸν κατανοήσουν καὶ οἱ συνομήλικοί του πολλὲς φορὲς τὸν παρεξηγοῦσαν. Ἔφευγε ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ καθυστεροῦσε νὰ ἐπιστρέψη, ἐνῶ ἡ μητέρα του τὸν ἀναζητοῦσε μὲ φόβον καὶ ἀγωνίαν. Καὶ ὅταν τὸν εὕρισκε, μὲ συμβουλὲς καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρακαλοῦσε νὰ μὴν ἀπομακρύνεται καὶ νὰ μὴν παραμελῆ τὶς ἐργασίες τοῦ σπιτιοῦ. Προσπαθοῦσε νὰ τὸν συγκρατήσῃ καὶ νὰ τὸν ἐπαναφέρῃ εἰς τὸν κανονικὸν ῥυθμὸν τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς.

Τὰ χρόνια ὅμως περνοῦσαν. Ὁ Ἀναστάσιος εἶχε ὑπερβῆ τὸ εἰκοστὸν ἔτος τῆς ἡλικίας του καὶ ἡ μητέρα του ἐσκέπτετο τὴν ἀποκατάστασίν του. Ἐσπούδαζε νὰ τὸν ὑπανδρεύσῃ καὶ πολὺ τὸν ἐβίαζεν εἰς τοῦτο. Ἐκεῖνος ὅμως ἐκράτει τὸν σκοπόν του καὶ ὅσον ἠμποροῦσεν ἠγωνίζετο, διὰ νὰ στολίση τὸν ἔσω ἄνθρωπον.

Σταθερὰ ἀμετακίνητος εἰς τὴν ἀπόφασίν του καὶ ἔχων ὅλως διόλου τὸν νοῦν του εἰς τὸν Θεόν, δὲν ἔδιδε σημασίαν στὶς ἀνωφελεῖς, ὅπως τὶς ἐχαρακτήριζε, συμβουλὲς τῆς μητέρας του καὶ πρὸ παντὸς διὰ τὸν γάμον δὲν ἤθελε οὔτε νὰ ἀκούσῃ.

Καὶ περνώντας ὁ καιρὸς καὶ μὴ εὑρίσκων ἄδειαν (εὐκαιρίαν) νὰ ἀγωνίζεται σύμφωνα μὲ τὸν πόθον του, διὰ τὴν φροντίδα τοῦ σπιτιοῦ καὶ διὰ τὰ ἐμπόδια τῆς μητρός του, ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψη τὰ ἐγκόσμια, τοὺς ἰδικούς του καὶ τὸ χωρίον του καὶ εἰς ἡλικίαν εἴκοσι τριῶν ἐτῶν νὰ φύγῃ πρὸς τὰ μέρη τῆς Ζαγορᾶς Βόλου. Κατέληξε εἰς τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ, ποὺ βρίσκεται στὴν περιοχὴ τῆς Μακρυνίτσας Βόλου -γνωστὸν ὡς Μοναστήρι τῆς Σουρβιᾶς-, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένον εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ

Σχετικὰ μὲ τὴ ζωὴ τοῦ Ἀκακίου καὶ εἰδικώτερα διὰ τὸ χρονικὸν διάστημα κατὰ τὸ ὁποῖον ἔζησε στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, ἐλάχιστα στοιχεῖα διεσώθησαν ἀπὸ τὴν ζωντανὴν παράδοσιν.

Ἀπὸ τὶς πληροφορίες ποὺ φθάνουν ὣς τὶς ἡμέρες μας, εἶναι ἐξακριβωμένον, ὅτι ὁ Ἀκάκιος κατήγετο ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν Μπαρμπούτη, τὸ ἐπώνυμον τῆς ὁποίας δὲν ἀνευρίσκεται σήμερα μεταξὺ τῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ. Ὁ μακρυνὸς ἀπόγονος τῆς οἰκογενείας αὐτῆς, Νικόλαος Μπαρμπούτης, ἀπέθανε τὸ 1930 καὶ οἱ ἑπόμενες γενεὲς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸ ἴδιο γενεαλογικὸν δένδρον, φθάνουν στὴ θυγατέρα του Ἀγλαΐα καὶ εἰς τὸν σύζυγὸν της Ἀντώνιον Ῥαχωβίτσαν, ἀπὸ τοὺς ὁποίους προέρχονται καὶ οἱ σημερινοὶ ἀπόγονοὶ τους.

Ὁ Ἀναστάσιος καὶ ὁ μικρότερος ἀδελφός του Κωνσταντῖνος ἔμειναν ὀρφανοὶ ἀπὸ τὸν πατέρα τους σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία. Ὁ Ἀναστάσιος ἦταν τότε δέκα ἐτῶν περίπου καὶ γιὰ νὰ συντηρηθῆ ἡ οἰκογένειά τους, ἀναγκάσθηκε νὰ ἐργασθῆ καὶ αὐτὸς στοὺς νερομύλους τοῦ χωριοῦ.

Ὅταν ὅμως ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, ἔπρεπε καὶ ἐκεῖνος νὰ πληρώνη εἰς τοὺς Τούρκους τὸν λεγόμενον κεφαλικὸν φόρον (χαράτσι) καὶ τὴν φορολογίαν τῶν εἰσοδημάτων, τὴ δεκάτη. Οἱ φόροι αὐτοὶ ἦταν βαρύτατοι καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον τὸν εἰσέπρατταν εἰδικὰ ὄργανα τῆς τουρκικῆς Ἀστυνομίας (οἱ Ζαπτιέδες) ἦταν ὄχι μόνον καταπιεστικός, ἀλλὰ καὶ πολὺ ἐξευτελιστικός.

Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὁ πληθυσμὸς τοῦ χωριοῦ πρέπει νὰ ἦταν κατὰ πολὺ ἀνώτερος τοῦ σημερινοῦ. Ἀπογραφὴ τοῦ πληθυσμοῦ τῆς τουρκοκρατούμενης αὐτῆς περιοχῆς ἀρκετὰ χρόνια μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐμφανίζει τὴν Γόλιτσαν μὲ πληθυσμὸν μεγάλης κωμοπόλεως. Ὁ πληθυσμὸς ἦταν κατανεμημένος σὲ τρεῖς συνοικισμούς, νοτιοανατολικὰ τῆς σημερινῆς θέσεως τοῦ χωριοῦ, ὅπως συμπεραίνεται ἀπὸ τοὺς πολλοὺς τάφους ποὺ ἀνευρέθησαν μέχρι σήμερα, ἀπὸ τὰ διάφορα ἀντικείμενα οἰκιακῆς καὶ ἄλλης χρήσεως καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα σχετικὰ εὑρήματα.

Ἡ ἄποψις αὐτὴ σχετικὰ μὲ τὸν πληθυσμόν, ὅσον ὑπερβολικὴ καὶ ἂν φαίνεται, ἐνισχύεται καὶ ἀπὸ γραπτὰ κείμενα, εἰς τὰ ὁποῖα ἡ Γόλιτσα μνημονεύεται ὡς κωμόπολις, ἀλλὰ καὶ ὡς πόλις ἀκόμη.

Εἰς τὴν «Ἱστορίαν τοῦ Ἀσκητισμοῦ» ὁ Εὐλόγιος Κουρίλας ἀναφέρει· «...ὁ ὅσιος Ἀκάκιος κατήγετο ἐξ Ἀγράφων ἐκ τῆς κώμης Γόλιτσα τῆς ἐπαρχίας Φαναρίου». Ὁ καθηγητὴς κ. Στυλιανὸς Παπαδόπουλος εἰς τὴν Θρησκευτικὴν καὶ Ἠθικὴν Ἐγκυκλοπαιδείαν σημειώνει· «ὁ Ἀκάκιος κατήγετο ἐξ Ἀγράφων, ἐγεννήθη δὲ εἰς τὴν πόλιν Γόλιτσα».

Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀείμνηστος ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας, μοναχὸς Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, εἰς τὴν ἱερὰν Ἀκολουθίαν τὴν ὁποίαν συνέταξε διὰ τὸν ὅσιον Ἀκάκιον, καὶ εἰδικώτερα εἰς τὸ τελευταῖον Προσόμοιον τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ, ὡς κωμόπολιν ἀναφέρει τὴν γενέτειραν τοῦ Ὁσίου γράφων· «... Καὶ χαίρει... καὶ γεραίρει σε λαμπρῶς ἡ βλαστήσασά σε κώμη».

Σχετικὰ μὲ τὰ ἀναφερθέντα στοιχεῖα τῆς ἀπογραφῆς τοῦ χωριοῦ φαίνεται ὅτι ἦταν ἐνημερωμένες ὅλες οἱ ἁρμόδιες κρατικὲς ὑπηρεσίες γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Ἀκόμη καὶ μέχρι τὸ 1840, ὁπότε Τοῦρκος φοροεισπράκτωρ ἐφοδιασμένος μὲ τὰ ἐπίσημα ἀπογραφικὰ στοιχεῖα καὶ ἄλλα σχετικὰ ἔγγραφα τοῦ Ὑπουργείου Οἰκονομικῶν τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, ἐπισκέφθηκε τὴ Γόλιτσα, διὰ νὰ εἰσπράξη τὴ δεκάτη ἀπὸ τοὺς κατοίκους. Ὁ πληθυσμὸς ὅμως τοῦ χωριοῦ στὰ χρόνια ποὺ ἐμεσολάβησαν εἶχε μειωθῆ σημαντικὰ ἀπὸ ἐπιδημία ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη ἄγνωστη αἰτία.

Ἔτσι, ὁ εἰσπράκτωρ -σύμφωνα μὲ πληροφορίες γερόντων τῶν πρώτων δεκαετιῶν τοῦ αἰῶνος μας- ἔφυγε ἄπρακτος, διότι ἀντὶ κωμοπόλεως ἀντίκρυσε λίγες φτωχικὲς καλύβες.

Ἐξωτερικὴ ἄποψις τοῦ Σπηλαίου τοῦ ὁσίου Ἀκακίου (τόπος προσκυνήματος σήμερα εἰς τὴν γενέτειραν τοῦ Ὁσίου).

Ἂς ἐπανέλθωμεν ὅμως εἰς τὸν νεαρὸν Ἀναστάσιον, ὁ ὁποῖος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀνταποκριθῆ σὲ μιὰ τόσο βαρειὰ φορολογία καὶ διὰ τὸν λόγον αὐτόν, ὅταν οἱ Τοῦρκοι τὸν καταζητοῦσαν, ἐκεῖνος κρυβόταν.

Τόπος συνηθισμένος ὅπου κατέφευγε ἦταν ἡ μικρὴ καὶ ἀπόμερη Σπηλιὰ -ἡ σημερινὴ «Σκήτη» ὅπως λέγεται- ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ σὲ πολὺ μικρὰν ἀπόστασιν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Τὸ «κρησφύγετο» αὐτὸ στὴ συμβολὴ δύο χειμάῤῥων καὶ κάτω ἀπὸ πυκνὴν βλάστησιν εἶναι δύσκολο νὰ τὸ διακρίνη κανεὶς καὶ σήμερα ἀκόμη. Ἐκεῖ πήγαινε συχνὰ καὶ παρέμενε νηστεύοντας καὶ προσευχόμενος.

Ἐμεῖς, στὰ παιδικά μας χρόνια παίζοντας καὶ τριγυρίζοντας στὴν ἐξοχή, φτάναμε καὶ στὴν εἴσοδο τῆς λεγομένης «Σπηλιᾶς τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου» καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, μὲ ὅλον τὸν σεβασμὸν πρὸς τὴν ἱερότητα τοῦ χώρου, περιεργαζόμεθα προσεκτικὰ καὶ μὲ αἰσθήματα ἱκανοποιήσεως τὸ ἐσωτερικόν της.

Λέγεται ὅτι ὁ Ἀκάκιος, κυνηγημένος ἀπὸ τοὺς Τούρκους, κατέφευγε καὶ στὴ γειτονικὴ Κοινότητα Ἑλληνοπύργου καὶ κρυβόταν σὲ μιὰ σπηλιὰ ποὺ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸ χωριό, στὴ θέσι «Κλῆμα» κοντὰ στὸ χείμαῤῥο «Καρακατούνα», ποὺ χωρίζει τὶς δύο Κοινότητες, Ἁγίου Ἀκακίου καὶ Ἑλληνοπύργου.

Κάποτε στὴν περιοχὴ αὐτὴ ὁ Ἀναστάσιος ἔτυχε νὰ συναντήσῃ ἕνα νεαρὸ βοσκό, ποὺ στεκόταν κάτω ἀπὸ καταῤῥακτώδη βροχή. Καὶ ὅταν ὁ Ἀναστάσιος τὸν ἐρώτησε γιατί δὲν πηγαίνει στὸ παρακείμενο δένδρο, γιὰ νὰ προφυλαχθῆ ἀπὸ τὴ βροχή, ὁ βοσκὸς ἀπήντησε ὅτι φοβόταν τοὺς κεραυνούς. Τότε ἐκεῖνος τὸν ἐσυμβούλευσε λέγοντας· «Κάμε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ μὲ τὸ χέρι σου ἐπάνω εἰς τὸν κορμὸν τοῦ δένδρου καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι δὲν θὰ πάθης ἀπολύτως τίποτε».

Στὴ σπηλιὰ αὐτὴ ὁ Ἀναστάσιος, ἀκριβῶς ἐπάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο καὶ εἰς ὕψος δύο περίπου μέτρων, ἐχάραξε εἰς τὸν βράχον τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, τὸ ὁποῖον διακρίνεται μέχρι σήμερα. Ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ μέρος αὐτὸ δὲν ἔμεινε πολὺν καιρό, διότι οἱ Τοῦρκοι τὸν κατεδίωξαν καὶ ἐκεῖ. Φαίνεται ὅτι κατατοπίσθηκαν γιὰ τὶς μετακινήσεις του ἀπὸ πληροφορίες ποὺ ἀπέσπασαν ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ τὸν παρακολουθοῦσαν. Πάλι ὅμως διέφυγε καὶ γλύτωσε ὡς ἐκ θαύματος, διότι οἱ Τοῦρκοι φθάνοντας μέχρις ἐκεῖ, ἐπρόσεξαν τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς καὶ καθυστέρησαν, διὰ νὰ τὸ περιεργασθοῦν. Ἔτσι, τοῦ ἐδόθηκε ὁ καιρὸς νὰ ἀπομακρυνθῆ, χωρὶς νὰ γίνῃ ἀντιληπτός.

Ἦρθε ὅμως καὶ ἡ ὥρα νὰ πάρη τὴν μεγάλην ἀπόφασιν. Νὰ φύγῃ! Καὶ πρὶν ἀναχωρήσῃ ὁριστικὰ ἀπὸ τὸ χωριό, λέγουν ὅτι ἔγραψε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας· «Ἂν οἱ χωριανοί μου θέλουν νὰ προκόψουν καὶ νὰ προοδεύσουν, πρέπει κάποτε νὰ φροντίσουν, γιὰ νὰ φέρουν στὸ χωριὸ ἔστω καὶ ἕνα μέρος τοῦ σώματός μου».

Ἔφυγε ἀπὸ τὸ χωριὸ μὲ προορισμὸ τὰ Μετέωρα. Ὁ βιογράφος του ἀναφέρει ὅτι κατευθύνθηκε πρὸς τὰ μέρη τοῦ Βόλου. Ἡ παράδοσις ὅμως ἐπιμένει. Λέγει ὅτι πρῶτα πῆγε στὰ Μετέωρα. Ἐκεῖ παρουσιάσθηκε εἰς τὸν ἡγούμενον ἑνὸς μοναστηριοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ἐδήλωσε ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ γίνῃ μοναχός. Ὁ ἡγούμενος ὅμως ἐσιώπησε, ἄγνωστον διὰ ποῖον λόγον καὶ δὲν τοῦ ἀπήντησε καθόλου.

Τὸ πρωῒ τῆς ἄλλης ἡμέρας οἱ μοναχοὶ εἶπαν στὸν Ἀναστάσιο ὅτι δὲν γίνεται δεκτὸς στὸ μοναστήρι. Ἐκεῖνος πολὺ στενοχωρημένος ἑτοιμάσθηκε νὰ φύγῃ. Ἕνας μοναχὸς τὸν συνώδευσε καὶ μπῆκαν μαζὶ στὸ δίχτυ, γιὰ νὰ κατεβοῦν ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Κατεβαίνοντας ὅμως ὁ Ἀναστάσιος ἀπελευθερώνεται στὸν ἀέρα ἀπὸ τὰ σχοινιά, καὶ μάλιστα ἀπὸ μεγάλο καὶ ἀρκετὰ ἐπικίνδυνο ὕψος· πηδᾶ ἔξω ἀπὸ τὸ δίχτυ, πέφτει στὸ ἔδαφος σῶος καὶ ἀβλαβὴς καὶ φεύγει τρέχοντας.

Κατάπληκτος ὁ μοναχὸς ποὺ τὸν συνώδευε, ἐπέστρεψε γρήγορα στὸ μοναστήρι καὶ ἔντρομος ἀνέφερε τὸ γεγονὸς εἰς τὸν ἡγούμενον. Ἐκεῖνος καταθορυβημένος καὶ πολὺ ἀνήσυχος, διότι τότε κατάλαβε ὅτι ὁ ξένος δὲν ἦταν τυχαῖος ἀλλὰ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, προστάζει ἀμέσως τοὺς μοναχοὺς νὰ τρέξουν ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα νὰ τὸν προλάβουν, νὰ τὸν παρακαλέσουν νὰ ἐπιστρέψη, γιὰ νὰ μείνη στὸ μοναστήρι καὶ νὰ τοὺς συγχωρήσῃ γιὰ τὴ συμπεριφορά τους.

Ἦταν ὅμως ἀργά! Ὁ Ἀναστάσιος ἀπομακρύνθηκε ἀρκετά, φεύγοντας γιὰ ἄλλα μέρη.

Δευτέρα περίοδος

ΕΙΣ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΣΟΥΡΒΙΑΣ

Τὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῆς Σουρβιᾶς ὅπως λέγεται, βρίσκεται βορειοδυτικὰ τῆς Μακρυνίτσας Βόλου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀπέχει δύο καὶ πλέον ὧρες. Κτίσθηκε τὸ 1632, ὅπως φαίνεται ἀπὸ μιὰ ἐπιγραφὴ τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἴσως ὅμως νὰ εἶναι καὶ παλαιότερο, διότι μία παράδοσις ἀναφέρει ὅτι ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν ἅγιον Διονύσιον τὸν Ὀλυμπιώτη, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴ Σκλάταινα, τὴ σημερινὴ Δρακότρυπα τοῦ Νομοῦ Καρδίτσης.

Ἡ παράδοσις αὐτὴ ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μία εἰκόνα φορητὴ τοῦ εἰκονοστασίου παριστάνει τὸν ἅγιον Διονύσιον νὰ κρατῆ στὰ χέρια του τὸ μοναστήρι. Πιθανόν, αὐτὸς νὰ εἶναι καὶ ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον ὁ Ἀναστάσιος ἐπροτίμησε τὸ μοναστήρι τοῦ συμπατριώτου του Ἁγίου.

Ὅταν ἔφθασε στὸ μοναστήρι, τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ καλωσύνη. Παρουσιάσθηκε εἰς τὸν ἡγούμενον καὶ μὲ ὅλον τὸν σεβασμὸν ἀνέφερε τὸν σκοπὸν τῆς ἐπισκέψεώς του. Ἐκεῖνος τὸν ἄκουσε μὲ προσοχὴ καὶ τοῦ ἐξήγησε μὲ κάθε λεπτομέρεια τὶς δυσκολίες τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τὸ αὐστηρὸν πρόγραμμα τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ Ἀναστάσιος ὅμως ἐπέμενε, δίδοντας τὴν ὑπόσχεσιν πὼς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ὑπερνικήση ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ θὰ ἀνταποκριθῆ στὰ νέα καὶ βαρειὰ καθήκοντα. Ὁ ἡγούμενος ὡς ἔμπειρος πνευματικός, διέγνωσε τὸν ἔνθεον ζῆλον τοῦ νεαροῦ καὶ ἀπὸ τὴν συζήτησιν διεπίστωσε τὴν ἀμετακίνητη καὶ σταθερὴ ἀπόφασίν του νὰ μονάση. Καὶ μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι δὲν θὰ διαψευσθῆ, τὸν δέχθηκε στὸ μοναστήρι.

Πράγματι ὁ Ἀναστάσιος πολὺ σύντομα τὸν ἐδικαίωσε, διότι δοκιμασθεὶς ἐκεῖ ἐν ὀλίγῳ, ἐφάνη δοκιμώτατος εἰς τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους Πατέρας. Ἡ μεγάλη στιγμὴ δὲν ἐβράδυνε νὰ ἔλθη. Ὁ Κύριος εἰσακούοντας τὶς προσευχές του τὸν ἠξίωσε τοῦ ἁγίου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος. Ὁ Ἀναστάσιος κείρεται μοναχὸς ἐν τῇ σεβασμίᾳ καὶ ἱερᾷ Μονῇ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ παραδίδεται εἰς τὴν μοναχικὴν ὑποταγὴν μὲ τὸ ὄνομα ΑΚΑΚΙΟΣ πλέον.

Ἀναφέρεται ὅτι κατὰ τὴν τελετὴν τῆς κουρᾶς παρευρέθηκαν καὶ πολλοὶ χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν Βόλον καὶ ἀπὸ τὰ γειτονικὰ χωριά· εἶχαν πάει εἰς τὸν ἑσπερινὸν τοῦ Σαββάτου, διὰ νὰ ἀγρυπνήσουν στὸ μοναστήρι καὶ νὰ προσευχηθοῦν μὲ τοὺς Πατέρας. Ἀναφέρεται ἀκόμη, ὅτι μετὰ τὶς συμβουλὲς καὶ τὶς πατρικὲς νουθεσίες ποὺ ἀπηύθυνε ὁ ἡγούμενος εἰς τὸν Ἀκάκιον, ὅλοι οἱ προσκυνηταὶ ἐχαιρέτησαν καὶ εὐχήθηκαν τὸν νέον μοναχόν. Καὶ ὅτι «πολὺ συγκινήθηκε, ὅταν εἶδε ἀνάμεσά τους τὸν ἀδελφό του καὶ μερικοὺς συγχωριανοὺς του...», ποὺ βρέθηκαν στὸ μοναστήρι, ὅπως ἀναφέρει ὁ Γ. Μηλίτσης στὸ βιβλίο του· «Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης», σελ. 18, Τρίκαλα 1986.

Τὴν ἴδια νύχτα ποὺ ἐδέχθη τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα καὶ περιεβλήθη τὸ μοναχικὸν ἔνδυμα ἀξιώθηκε μὲ θείαν ὀπτασίαν. Βλέπει εἰς τὸν ὕπνον του, μᾶλλον δὲ ξύπνιος ὤν, ὡσὰν νὰ ἐβάστα εἰς τὰς χεῖρας του μίαν ἀναμμένην λαμπάδα, ὁποὺ εἶχε φῶς ὑπέρλαμπρον καὶ ἐφώτιζεν ὅλον τὸν τόπον ἐκεῖνον.

Ὁ ἴδιος ἑρμηνεύοντας τὸ θαυμαστὸν αὐτὸ σημεῖον ἐτόνισε λέγοντας· Ἔτσι πρέπει νὰ λάμπουν εἰς τὸν μοναχὸν οἱ ἅγιες ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ πρώτη μεταξὺ αὐτῶν ἡ ὑψοποιὸς ταπείνωσις. Εἰδικώτερα διὰ τὸν ἴδιον, ἡ ταπείνωσις εἶναι ἐκείνη ποὺ θὰ τὸν συνοδεύσῃ εἰς ὅλην του τὴν ζωήν. Ἡ ὀπτασία αὐτὴ -κατὰ τὸν βιογράφον τοῦ Ἀκακίου- ἐφανέρωνε ὅτι ἡ ἐνάρετη πολιτεία μὲ τὴν ὁποίαν θὰ τὸν καταξίωνε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, θὰ ἔλαμπε μίαν ἡμέραν καὶ θὰ ἐφώτιζε ὄχι μόνον τὸν Ἄθωνα, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους χριστιανούς, ποὺ κατοικοῦσαν εἰς τὰ περίχωρα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Τὸ κοινοβιακὸ μοναστήρι τῆς Σουρβιᾶς, ὅπου ὁ Ἀκάκιος θὰ περάσῃ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς μοναχικῆς του ζωῆς, ἀποτελεῖ πνευματικὸν στίβον, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Ἀκάκιος εἰσέρχεται μὲ ὅλον τὸν νεανικόν του ἐνθουσιασμόν. Ὑποτάσσεται καὶ πειθαρχεῖ εἰς ὅλους καὶ ἐκτελεῖ πρόθυμα κάθε ἐντολὴ τόσον ἀπὸ τὸν ἡγούμενον, ὅσον καὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Μονῆς. Ὑπακούει μετὰ χαρᾶς ὡσὰν νὰ τὸν διατάσση ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἐργάζεται στὶς πιὸ μικρὲς καὶ ἀσήμαντες ὑπηρεσίες μὲ ταπείνωσιν καὶ ἀναλαμβάνει μὲ ὑπερβολικὸν ζῆλον ὅλες τὶς βαρειὲς καὶ δύσκολες ἐργασίες. Ἦταν ἄλλωστε προικισμένος μὲ φυσικὴν ἐπιτηδειότητα καὶ μὲ πολλὲς σωματικὲς ἱκανότητες. Ἦταν ἀκόμη εἰς θέσιν νὰ ἀναλάβη καὶ νὰ φέρη εἰς πέρας ὁποιανδήποτε ἐργασίαν στὸ μοναστήρι.

Μὲ τὴν συμπεριφορὰν καὶ τὴν ἐργατικότητά του ἐκέρδισε τὴν ἀγάπην καὶ τὴν συμπάθειαν ὅλων. Οἱ ἀνάγκες ὅμως καὶ οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν πάρα πολλές. Τοῦ ἀφαιροῦσαν πολύτιμον χρόνον καὶ δὲν τοῦ ἔδιδαν τὴν εὐκαιρίαν καὶ τὴ δυνατότητα νὰ ἀφοσιωθῆ ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὴν ἄσκησιν καὶ τὴν προσευχήν. Ἡ κοινοβιακὴ ζωὴ τοῦ μοναστηριοῦ δὲν τὸν ἱκανοποιοῦσε πλέον, διότι πολὺ σύντομα εἶχε κατακτήσει τὶς μοναχικὲς ἀρετὲς τοῦ ἁπλοῦ κοινοβιάτου καὶ ἡ ψυχή του ἀναζητοῦσε ἄλλον χῶρον, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ ἐξασφάλιζε, «ἡσυχίαν ἀπόλυτον καὶ ἄσκησιν αὐστηροτέραν».

Πολλὲς φορὲς ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὸν περίγυρον τοῦ μοναστηριοῦ καί, «περιπλανώμενος ἐν ἐρημίαις καὶ σπηλαίοις καὶ ὄρεσι καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Ἑβραίους ια´ 38), ἠγωνίζετο προσευχόμενος καὶ ἀγρυπνῶν. Τροφή του ἦταν τὰ ἄγρια χόρτα. Καὶ αὐτὰ κάθε δύο ἡμέρες, ὄχι διὰ νὰ χορτάση, ἀλλὰ διὰ νὰ συντηρεῖται εἰς τὴν ζωήν. Δὲν ἀκολουθοῦσε τὸν εὔκολο δρόμο. Προτιμοῦσε τὸν ἀνηφορικὸ μὲ τὰ πολλὰ καὶ δύσκολα ἐμπόδια.

Οἱ ἀδελφοὶ μοναχοὶ ποὺ τὸν παρακολουθοῦσαν, νόμιζαν ὅτι ἡ τακτικὴ ποὺ ἀκολουθοῦσε ἦταν ἐσφαλμένη καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἀποτρέψουν. Ἐφοβοῦντο μήπως πλανηθῇ ἀπὸ τὶς παγίδες καὶ τὰ τεχνάσματα τοῦ ἐχθροῦ καὶ δὲν κατορθώση νὰ πραγματοποιήση τὸ ὄνειρὸ του. Τὸν συμβούλευαν νὰ ἀφήσῃ τὴν ὑψηλὴν καὶ δύσκολον ἄσκησιν καὶ νὰ μετριάσῃ τοὺς ἀγῶνες του.

Τὸ Μοναστήρι τῆς Σουρβιᾶς στὴν περιοχὴ τῆς Μακρυνίτσας Βόλου.

Τοῦ ὑπενθύμιζαν ἀκόμη ὅτι τὴν ἐποχὴν αὐτὴν δὲν ὑπῆρχε ἔστω καὶ ἕνας ἄλλος μὲ παρόμοια πολιτεία, τὸν ὁποῖον θὰ ἠμποροῦσε ὁ Ἀκάκιος, νὰ ἔχῃ ὡς παράδειγμα καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήση ἢ νὰ τὸν μιμηθῆ εἰς ἔργα ἀνάλογα.

Ἔλεγαν ἀκόμη, ὅτι συμφέρον του ἦταν νὰ βαδίση

ἕναν ἄλλον δρόμον πιὸ εὔκολον, ἕναν δρόμον εἰς τὸν ὁποῖον θὰ εὕρισκε καὶ ἄλλους συνοδοιπόρους. Καὶ μὲ ὁδηγοὺς αὐτοὺς θὰ ἠμποροῦσε μὲ περισσότερη ἀσφάλεια νὰ φθάση ἐκεῖ ὅπου ἐπιθυμοῦσε. Τὸν διαβεβαίωναν ἐπίσης, ὅτι ὁ δρόμος ποὺ ἀκολουθοῦσε χωρὶς κανέναν ὁδηγόν, ἦταν μιὰ ἐπικίνδυνη ὁδοιπορία μὲ ἄγνωστον τὸ τέρμα της.

Τοῦ ἔλεγαν, ὅτι σὲ τόσο δύσκολους καιρούς, ὁ μεγάλος Θεὸς δέχεται καὶ τὴ μεγάλη ἀλλὰ καὶ τὴ μικρὴ προσφορά. Ὅλοι οἱ μοναχοὶ προσπαθοῦσαν καθένας μὲ τὸν τρόπο του, νὰ τὸν πείσουν καὶ νὰ τὸν συγκρατήσουν ἀπὸ τὶς ὑπεράνθρωπες προσπάθειες καὶ ἐπιδιώξεις του. Ἴσως διότι ἄρχισαν νὰ ὑποπτεύωνται τὴν ἀπόφασίν του νὰ ἀναχωρήσῃ διὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, πρᾶγμα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε καὶ ἐσχεδίαζε ἀπὸ καιρόν.

Ἐκεῖ στὸν Ἄθωνα πετοῦσε ἡ σκέψις του, στὸ περιβόλι τῆς Παναγίας, ὅπου ἐλεύθερος ἀπὸ τὶς πολλὲς φροντίδες καὶ ἀπασχολήσεις θὰ μποροῦσε νὰ πραγματοποιήση τὸ μεγάλο ὄνειρο τῆς ψυχῆς του. Σταθερὸς στὴ γραμμὴ ποὺ ἐχάραξε καὶ ἀνυποχώρητος στὶς συμβουλὲς καὶ στὶς ὑποδείξεις ὅλων τῶν μοναχῶν, ἐξακολουθοῦσε πιὸ ἔντονα καὶ πιὸ ἀποφασιστικὰ τὸν πνευματικόν του ἀγῶνα, ὣς τὴν ὥρα ποὺ ἀνεχώρησε ἀπὸ τὸ μοναστήρι γιὰ τὸν Ἄθωνα.

Τρίτη περίοδος

ΕΙΣ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

1. Οἱ πρῶτες μετακινήσεις

Πότε ἀκριβῶς ἔφθασε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἀκάκιος δὲν εἶναι γνωστόν. Παράδοσις τῆς περιοχῆς, διασωθεῖσα μέχρι σήμερα, τοποθετεῖ τὴν ἄφιξίν του μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1660-1670.

Ἐδῶ πλέον εἰς τὴν Ἀκρόπολιν τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ, εἰς τὸν Ἄθωνα, τὸν ὁποῖον τόσον ἐπόθησεν ἡ ψυχή του, θὰ παραμείνη ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἐν νηστείᾳ ἐπιμόνῳ καὶ προσευχῇ ἀδιαλείπτῳ, ἐν ὑπομονῇ καὶ ταπεινώσει, ἐν ἀγάπῃ καὶ δικαιοσύνῃ.

Ἀρχικά, ὁ Ὅσιος κατευθύνθηκε στὴν περιοχὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας καὶ κατέφυγε σὲ κάποιο σπήλαιο, κοντὰ στὴ «Σκήτη τοῦ Καυσοκαλύβη» ὅπου ἀσκήτευσε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Παράλληλα ὅμως μὲ τὴν ἄσκησιν τὸν ἀπασχολοῦσε σοβαρὰ ἡ ἐπιμόρφωσίς του καὶ ἡ πνευματική του κατάρτισις, διότι ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του ἔφυγε μὲ πολὺ λίγα ἐφόδια, σχεδὸν ἀγράμματος. Ἄλλωστε, στὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος (Σουρβιᾶς), ἀπ᾿ ὅπου ἀνεχώρησε, δὲν κατώρθωσε νὰ ἱκανοποιήση τὴν ἔμφυτη καὶ καταπληκτική του φιλομάθεια.

Τὸ ἐνδιαφέρον του διὰ τὴν ὅσον τὸ δυνατὸν καλύτερη μόρφωσίν του τὸν ἀνάγκασε νὰ ἀκολουθήση ἕνα πρόγραμμα ἀσκήσεως καὶ πνευματικῆς ἐργασίας. Χωρὶς καμμιὰ καθυστέρησιν ἐπισκέπτεται μοναστήρια καὶ σκῆτες, ἐρημητήρια ἡσυχαστῶν καὶ σπήλαια ἀσκητῶν καὶ ἀναζητεῖ «ὡς ἔλαφος διψῶσα ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων» (Ψαλμὸς 41) τοὺς ἐκλεκτοὺς καὶ δοκιμασμένους μοναχούς. Τοὺς ἀναζητεῖ καὶ τοὺς εὑρίσκει μὲ τὴν λεπτήν του διαίσθησιν καὶ τὸ ἀνήσυχο πνεῦμα του. Ὑποτάσσεται πρόθυμα εἰς αὐτούς, συνεργάζεται μαζί τους καὶ μαθητεύει ὑπομονητικὰ πλησίον των.

Ἤθελε νὰ μάθῃ, νὰ πλουτίση τὶς γνώσεις του, ἀλλὰ καὶ νὰ παραδειγματισθῇ ἀπὸ τὴν ἐνάρετη καὶ ὑποδειγματικὴ ζωὴ ἐκείνων.

Ἐκεῖ στὰ πτωχικὰ ἐρημητήρια τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἀκούραστα καὶ συστηματικὰ ἀντλεῖ τὸ νέκταρ τῆς ὀρθοδόξου ἀληθείας. Εἶχε ἄλλωστε σαφῆ ἐπίγνωσιν τῶν βαθυτέρων ἀναγκῶν τῆς ψυχῆς του καὶ προσπαθοῦσε μὲ κάθε τρόπο νὰ τὶς ἱκανοποιήση. Ἄγνωστοι καὶ ἀνώνυμοι οἱ μοναχοὶ - διδάσκαλοι τοῦ Ἀκακίου. Ἀλλὰ καὶ ἡ περιοχή, μέσα στὴν ὁποία κινήθηκε τὰ πρῶτα χρόνια, δὲν κατονομάζεται. Οὔτε καὶ τὰ μοναστήρια ποὺ ἐπισκέφθηκε καὶ οἱ σκῆτες στὶς ὁποῖες ἐστάθμευσε.

Ἀναφέρεται ἡ σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, εἰς τὴν ὁποίαν ἐτερμάτισε τὴν πρώτη περιοδεία του, καὶ τὸ κοιμητήριον τῆς ἰδίας σκήτης, ἀπ᾿ ὅπου περνώντας ὁ Ὅσιος, ᾐσθάνθη μίαν ἄῤῥητον καὶ θαυμασίαν εὐωδίαν (καθὼς ἐκ τοῦ στόματός του πολλάκις τὸ ἠκούσαμεν) καὶ εὐφρανθεὶς ἀπὸ ἐκείνην τὴν εὐωδίαν ἄναψε μέσα του περισσότερον τὸ θεϊκὸν πῦρ.

Διέκοψε τότε τὴν περιοδείαν του καὶ ἀπεσύρθη εἰς ἕνα σπήλαιον, διὰ νὰ ἀσκητεύση. Πολὺ σύντομα ὅμως θὰ μετακινηθῆ καὶ πάλιν πρὸς ἄλλην κατεύθυνσιν. Εὐλαβικὸς προσκυνητὴς στὰ μοναστήρια καὶ τὶς σκῆτες ποὺ ἐπισκέπτεται, ἀποθησαυρίζει εἰς τὴν καρδίαν του τὴν «χάριν τῶν ἱερῶν λειψάνων» καὶ ἀποκτᾶ ἐμπειρίες πνευματικές. Ὠφελεῖται ψυχικὰ ἀπὸ τὴ συναναστροφή του μὲ θεοφιλεῖς Πατέρας, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐδρέπετο ὡς μέλισσα τὰ ἄνθη τῶν ἀρετῶν των. Ἐρωτᾶ καὶ συμβουλεύεται, χωρὶς νὰ χάνη καμμιὰ εὐκαιρία.

Στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου δὲν ἄργησε νὰ γνωρισθῇ μὲ δύο σεβάσμιους καὶ μορφωμένους γέροντες μοναχούς, ποὺ ἔμεναν στὸ κελλί τους, λίγο πιὸ ἐπάνω ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ εἶχαν ὡς ἐργόχειρό τους τὰ ξύλινα κουτάλια. Ὁ Ἀκάκιος τοὺς παρεκάλεσε νὰ τὸν δεχθοῦν στὸ κελλί τους, γιὰ νὰ ἐργασθῆ. Ἐκεῖνοι τὸν δέχθηκαν πρόθυμα καὶ ἔμεινε μαζί τους ἐπὶ ἕνα χρόνο. Ἐκεῖ ἐργάσθηκε μὲ ζῆλο καὶ ὑπομονή, γιατὶ ὅπως τοὺς εἶπε, ἤθελε νὰ μάθῃ τὴν τέχνη τῶν ξύλινων κουταλιῶν. Στὴν πραγματικότητα ὅμως πῆγε, διὰ νὰ στολίση τὴν ψυχήν του μὲ θείους καὶ πνευματικοὺς στολισμούς.

Ὅταν ἐγκατέλειψε τὸ κελλὶ ὅπου ἐργαζόταν, κατέφυγε εἰς τόπον ἐρημικώτατον, διὰ νὰ ἀσκητεύσῃ καὶ πάλιν. Ἐκεῖ γνωρίσθηκε μὲ ἕναν ἀδελφὸν μοναχόν, διὰ τὸν ὁποῖον ἐπίστευσε ὅτι θὰ ἦτο ἀληθινὸς σύντροφος, βοηθὸς καὶ συνασκητής του. Διαψεύσθηκε ὅμως, διότι ἐκεῖνος ὑποκρινόταν. Σύντομα ὁ Ἀκάκιος διεπίστωσε ὅτι ἡ συμπεριφορὰ τοῦ μοναχοῦ ἦταν ὕποπτη καὶ ἡ ζωή του γεμάτη ἀθλιότητες.

Ὅμως, ἀπὸ τὴ διαγωγή του δὲν ἐπηρεάσθηκε καθόλου ὁ Ἀκάκιος· ἀντίθετα, ἡ θέλησὶς του ἐνδυναμώθηκε καὶ ὁ ἴδιος ἐνισχύθηκε ἀκόμη περισσότερο στὸν πνευματικόν του ἀγῶνα.

Σύντομα ἔφυγαν μαζὶ καὶ ταξίδευσαν πρὸς τὰ μέρη τῆς Σιμωνόπετρας. Στὸ δρόμο ἀναγκάσθηκαν νὰ διανυκτερεύσουν σὲ κάποιο κελλὶ μὲ ἄλλους μοναχούς. Ἦταν Σαββατόβραδο καὶ οἱ μοναχοί, ἀφοῦ ἔφαγαν καὶ ἤπιαν ὅσο ἠμποροῦσαν, ἔπεσαν καὶ ἐκοιμήθηκαν ὡσὰν ζῶα.

Ὁ Ἀκάκιος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ θεϊκὴ φλόγα στὴν καρδιά, σηκώθηκε ἀθόρυβα καὶ προσευχόταν νοερὰ ὅλη τὴ νύχτα ἐκεῖ πλησίον, ὅπου ἐκοιμῶντο οἱ μοναχοί.

Ὕστερα ἀπὸ ὀλίγες ἡμέρες ἔφυγε ἀπὸ τὸ κελλί. Ὁ σύντροφός του ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψη τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ καταφύγη στὴ Σάμο. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ δὲν τὸν περίμενε καλύτερη τύχη. Εἶχε καταντήσει θέαμα ἐλεεινὸν καὶ ἀξιοθρήνητον, ὥσπου στὸ τέλος εὑρῆκε θάνατον οἰκτρόν.

Ὁ Ἀκάκιος ἔφθασε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Διονυσίου καὶ μετὰ ἀπὸ σύντομη ἐπίσκεψιν ἀπομακρύνθηκε σὲ ἐρημικὴ τοποθεσία ἐπάνω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ ἡσυχάση. Ἐκεῖ ἔμεινε πολὺν καιρὸ καὶ κάθε Σάββατο κατέβαινε στὸ μοναστήρι καὶ ἐκκλησιαζόταν.

Ἑπόμενος σταθμὸς ἦταν ἡ Σκήτη τοῦ Παντοκράτορος, ὅπου συναντήθηκε μὲ τὸν γνωστὸν ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Σουρβιᾶς γέροντα πνευματικόν του, ποὺ εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὴ Ζαγορὰ τοῦ Βόλου, γιὰ νὰ σπουδάση τὴ μουσική. Ὁ γέροντας χάρηκε πάρα πολύ, ὅταν συναντήθηκε μὲ τὸν Ἀκάκιο καὶ ζήτησε νὰ τὸν πάρη μαζί του ὡς καλόγηρον. Ἐκεῖνος ὅμως μὲ ὅλον τὸν σεβασμὸν ποὺ ἔτρεφε εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ γέροντος καὶ μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη ποὺ τὸν διέκρινε πάντοτε, ζήτησε τὴν εὐχήν του καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ μὴν ἐπιμείνη, διότι ἤθελε νὰ ἡσυχάση μόνος του.

Ὁ γέροντας ἐκτιμώντας τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ἀκακίου, ὄχι μόνον δὲν ἐπέμεινε, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε καὶ δύο φλουριὰ λέγοντας· Λάβε αὐτὰ νὰ κυβερνηθῆς καὶ ὅταν τὰ σώσης, ἔλα νὰ σοῦ δώσω καὶ ἄλλα, καὶ παρεκάλει τὸν Θεὸν καὶ διὰ λόγου μου.

Ὁ Ἀκάκιος ὅμως, ὁ τῆς ἀκτημοσύνης ἄκρος ἐραστὴς καὶ ἐλεύθερος πάσης φιλοχρηματίας, τόσο πολὺ ἐταράχθη, ὥστε τὴν ἴδια στιγμὴ τὰ ἐπέστρεψε ἀπαντώντας· λάβε τὰ φλωρία σου, ὅτι κινδυνεύω νὰ χάσω τὸν ἑαυτόν μου μὲ αὐτά. Τόση ἦταν ἡ ἀφιλοχρηματία του καὶ γενικὰ ἡ ἀποστροφή του πρὸς τὰ ὑλικὰ ἀγαθά.

2. Πειρασμοὶ

Ὕστερα ἀπὸ τὴν συνάντησιν αὐτήν, ὁ Ὅσιος ἔφυγε ἀπὸ τὴ Σκήτη τοῦ Παντοκράτορος πρὸς ἄγνωστη κατεύθυνσιν. Πεζοπορώντας ἀπομακρύνθηκε ἀρκετά, ὅταν ἐνοχλητικὲς σκέψεις καὶ λογισμοὶ παράξενοι, ἄρχισαν νὰ τὸν στενοχωροῦν καὶ νὰ τὸν ταλαιπωροῦν. Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀπεφάσισε νὰ ἐπιστρέψη στὴ Σκήτη τοῦ Παντοκράτορος, νὰ συναντήσῃ τὸν Πνευματικὸν του καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήση. Τὴν ἴδια ὥρα ἄλλη ἰδέα τὸν προέτρεπε νὰ φύγῃ σὲ κάποιο ἐρημονῆσι, ἐνῶ ἄλλη σκέψις, τὸν παρακινοῦσε νὰ ταξιδεύσῃ σὲ μακρινὸ καὶ ἄγνωστο μέρος. Ἔτσι, ἀνήσυχος καὶ στενοχωρημένος ἔφθασε σὲ ἕνα τρίστρατο, ἄνωθεν τῶν Καρεῶν εἰς τὸν ζυγὸν καὶ σταμάτησε γιατὶ δὲν ἤξερε ποιόν δρόμο νὰ ἀκολουθήση.

Τοῦ ἐφάνηκε τότε πὼς κάποια ἀόρατη δύναμις τὸν ἔσπρωχνε σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς τρεῖς δρόμους ποὺ ἦταν μπροστά του. Προχώρησε, χωρὶς ὅμως νὰ ξέρη ποῦ πηγαίνει. Στὸ δρόμο συναντήθηκε μὲ λίγους μοναχούς, ποὺ πήγαιναν στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης. Τοὺς ἀκολούθησε καὶ μαζί τους ἔφθασε στὸ «Σταυρὸ τοῦ Σιδήρη». Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ οἱ ἴδιες σκέψεις ἐξακολουθοῦν νὰ τὸν βασανίζουν πιὸ ἔντονα. Ἀναγκάζεται λοιπὸν νὰ ἐγκαταλείψη τοὺς μοναχοὺς καὶ νὰ συνεχίση μόνος του τὴν πορεία.

Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα σταμάτησε νὰ ξεκουρασθῆ ἀλλὰ καὶ πάλιν ἄρχισε νὰ περιπατῇ ἐσκοτισμένος ὢν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν τῶν λογισμῶν. Δὲν μπόρεσε ὅμως νὰ προχωρήσῃ. Κάθησε σὲ μιὰ πέτρα νὰ ξεκουρασθῇ καὶ νὰ φάῃ λίγο ψωμί, ποὺ τοῦ εἶχαν δώσει οἱ μοναχοί. Ἦταν τρία μερόνυχτα νηστικὸς καὶ ἀπὸ τὴ σωματικὴ καὶ ψυχικὴ κόπωσιν σκοτίστηκε τὸ λογικό του καὶ ἕνα αἴσθημα βαρειᾶς μελαγχολίας σκέπασε τὴν ψυχή του. Ὅπως ἦταν ἀκουμπισμένος στὸ χέρι του, ἀποκοιμήθηκε καὶ βλέπει στὸν ὕπνο του ἕναν κατάμαυρο καὶ φοβερὸ «γίγαντα» νὰ ὀρθώνεται μπροστά του. Συγχρόνως μέσα του μιὰ ἀόρατη καὶ μυστικὴ φωνὴ τοῦ ἐξηγοῦσε γλυκὰ καὶ ἤρεμα, ὅτι αὐτὸς ὁ ἄσχημος γίγαντας ἦταν ὁ πονηρὸς δαίμων, ὁ ὁποῖος εἶχε κακὸ σκοπό.

Τρομαγμένος πετάχτηκε ἀπὸ τὸν ὕπνο του λέγοντας· Ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ, ὅτι μὲ ἔβαλεν ὁ δαίμων ἐμπρὸς καὶ θέλει νὰ μὲ ἀφανίση. Ἀμέσως πῆρε τὴν ἀπόφασιν νὰ καταφύγη εἰς τὸν Πνευματικόν, διὰ νὰ τὸν συμβουλευθῆ καὶ νὰ κάμη ὅ,τι τοῦ εἰπῆ ἐκεῖνος, ἴσως καὶ εὕρῃ τὴν ἡσυχίαν του. Ἔτσι ἐξακολούθησε τὴν πορεία μὲ σκοπὸ τὴν ἀναζήτησιν τοῦ γέροντος Πνευματικοῦ.

Ξαφνικὰ ὅμως ἕνας δυνατὸς καὶ αἰφνίδιος ἀνεμοστρόβιλος ποὺ ξεσηκώθηκε μπροστὰ του, τὸν παρέσυρε μακρυὰ ἀπὸ τὸ δρόμο καὶ τὸν ἔσπρωχνε πρὸς τὸν κρημνόν, διὰ νὰ τὸν ἀφανίση. Φόβος μεγάλος τὸν ἐκυρίευσε ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ αὐτὴ ἐνέργεια, ἀλλὰ βρῆκε τὴν δύναμιν καὶ ἀνέκραξε μὲ φωνὴ μεγάλη· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Παναγία Θεοτόκε, βοήθει μοι!

Τὴν ἴδια στιγμὴ ἄλλη δύναμις θεϊκὴ φάνηκε νὰ κατεβαίνη ὡσὰν ἀστραπὴ ἐπάνω ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ ἀπεμάκρυνε τὴ σατανικὴ ἐκείνη ἐνέργεια μὲ δυνατὴ βοή. Ἡ ἀστραποβροντὴ ἔφθανε ὣς τὴν παραλία, παρασύροντας καὶ τὸν δαίμονα, ἐνῶ ἐχάριζε εἰς τὸν Ἀκάκιον γαλήνη καὶ ἠρεμία τῶν λογισμῶν του. Ἀπελευθερωμένος πλέον ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ μὲ πλημμυρισμένη τὴν καρδιά του ἀπὸ χαρὰ ἀπερίγραπτη, ἔκραξε μεγαλοφώνως εὐχαριστηρίους φωνὰς καὶ δοξολογίας εἰς τὸν ἐλευθερώσαντα Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Κυρίαν ἡμῶν μεσίτριαν Θεοτόκον.

Ἔτρεχε γρήγορα, διὰ νὰ συναντήσῃ τὸν Πνευματικὸν Γαλακτίωνα, στὸ Κατουνάκι κοντὰ στὴ Μικρὴ Ἁγία Ἄννα.

3. Εἰς τὴν Μεταμόρφωσιν

Ὅπως εἴδαμε, τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ὁ Ἀκάκιος δὲν εἶχε σταθερὴ καὶ μόνιμη κατοικία εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μετακινούμενος ἀπὸ τὰ μοναστήρια στὶς ἐρημιὲς καὶ ἀπὸ τὰ σπήλαια στὶς σκῆτες βρισκόταν σὲ διαρκῆ ἀναζήτησιν. Ἦταν μιὰ περίοδος αὐστηρῆς ἀσκήσεως καὶ μαθητείας. Ἦταν ἕνα χρονικὸ διάστημα μεγαλύτερο ἀπὸ μιὰ δεκαετία.

Τὰ Κατουνάκια, ὅπου βιαστικὰ κατευθυνόταν, εἶναι ἡ πιὸ ἐρημικὴ κατοικία τῶν ἀσκητῶν. Ἀπέχει εἴκοσι περίπου λεπτὰ τῆς ὥρας ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Μεγίστης Λαύρας. Στὶς ἀσκητικὲς Καλύβες τῶν Κατουνακίων, ποὺ εἶναι διασκορπισμένες σὲ μιὰ τραχεῖα καὶ κατηφορικὴ περιοχή, ἀσκήτευσαν πολλοὶ ἐνάρετοι καὶ ὀνομαστοὶ ἀσκηταί, μεταξὺ τῶν ὁποίων, ὁ ἀσκητικώτατος Ἰγνάτιος καὶ ὁ γέροντας Καλλίνικος.

Ὕστερα ἀπὸ κουραστικὴ πορεία ὁ Ἀκάκιος συναντήθηκε μὲ τὸν ἔμπειρον πνευματικὸν κὺρ - Γαλακτίωνα, εἰς τὸν ὁποῖον ἐξομολογήθηκε μὲ κάθε λεπτομέρεια· τοῦ ἐκμυστηρεύθηκε ὅσα τοῦ συνέβησαν. Ὁ καλὸς γέροντας τὸν ἄκουσε προσεκτικά, τὸν καθησύχασε, τὸν συμβούλευσε καὶ τελικὰ τοῦ ὑπέδειξε ὡς τόπον διαμονῆς «Τοῦ Καυσοκαλύβη τὴν Μεταμόρφωσιν». Ὁ Ἀκάκιος χωρὶς καθυστέρηση καὶ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Πνευματικοῦ του, ἦλθε καὶ ἐκάθησε εἰς τὰ Καυσοκαλύβια, ἐπάνω εἰς τὴν Μεταμόρφωσιν εἰς τὸ Κάθισμα4 τοῦ Ἁγίου Μαξίμου.

Ἐκεῖ ἀσκητεύοντας παρέμεινε εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια, ἐνῶ παράλληλα ἐργαζόταν φτιάχνοντας «τὰ περίκοσμα ξύλινα κοχλιάρια». Ἔτρωγε ψωμὶ ὀλίγον καὶ ἔπινε νερὸ ἀνὰ δύο καὶ τρεῖς ἡμέρες μίαν φοράν. Καὶ τὸν περισσότερον καιρὸν ἐτρέφετο μὲ ἄγρια λάχανα καὶ μὲ κάστανα. Τόσον μόνον ἐφρόντιζε διὰ τὸ σῶμα, ὅσον μόνον νὰ ζῆ, ἡ δὲ ὅλη του σπουδὴ καὶ φροντίδα ἦτο εἰς τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας, παλαίων καὶ ἀνταγωνιζόμενος μὲ τὸν ἀντίπαλον τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, διάβολον.

Ἡ τοποθεσία τῆς «Μεταμορφώσεως» εὑρίσκεται πιὸ ἐπάνω ἀπὸ τὸ σημερινὸν Σπήλαιον τοῦ Ἀκακίου, βορειοδυτικὰ καὶ σὲ ἀπόστασιν μισῆς ὥρας ἀπὸ τὰ Καυσοκαλύβια. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνος ἦρθε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ μέρος αὐτὸ ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης γιὰ ἀρκετὰ χρόνια. Εἶχε συγκροτήσει ἐκεῖ μὲ τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς ἀσκητὰς τὴν πρώτη Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων.

Μὲ τὴν πάροδο ὅμως τοῦ χρόνου ἡ Σκήτη ἐρημώθηκε καὶ ἡ περιοχὴ αὐτὴ πρὶν ἀπὸ μισὸν αἰῶνα ἦταν μία ἔκτασις δασική. Εὔκολα ὅμως μποροῦσε νὰ διακρίνη κανεὶς μέσα στὸ δάσος τὰ ἐρείπια τῶν Καλυβῶν, τὸ Κυριακὸν τῆς Σκήτης, ἴχνη ἀπὸ τοιχογραφίες, δεξαμενές, ὅπου οἱ μοναχοὶ συγκέντρωναν τὸ νερὸ τῆς βροχῆς, καὶ πεζούλια ἀπὸ παλαιοὺς ἀμπελόκηπους.

Ὁ Μάξιμος ἔλαβε τὴν προσωνυμία «Καυσοκαλύβης», διότι συνήθιζε νὰ καίη τὴν καλύβα ποὺ κατασκεύαζε πρόχειρα ἀπὸ κλαδιὰ καὶ χόρτα. Ὕστερα ἀπὸ λίγον καιρὸ ἔφτιαχνε ἄλλη· ὅμως καὶ ἐκείνη εἶχε τὴν ἴδια τύχη. Τὸ ἔκανε δὲ αὐτό, διότι ἤθελε νὰ ταλαιπωρεῖται πάντοτε καὶ νὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μωρός, ἀνόητος καὶ πεπλανημένος. Δὲν ἤθελε νὰ δοξάζεται οὔτε καὶ νὰ ἐπαινεῖται.

Ἔτσι μὲ τὴ φαινομενικὴ τρέλλα καὶ τὴν «κατὰ Χριστὸν μωρίαν» κατώρθωνε ὁ Μάξιμος νὰ κρύβη τὴν ἁγιότητά του, νὰ διατηρῆ τὴν ἀκτημοσύνη καὶ νὰ καταπολεμῆ τὸν ἐγωϊσμὸν καὶ τὴν κενοδοξίαν. Ἡ προσωνυμία τοῦ «Καυσοκαλύβη» δόθηκε σὲ ὁλόκληρη τὴν περιοχή, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶναι γνωστὴ ὡς «Καυσοκαλύβια».

Στὴ μνήμη τοῦ ὁσίου Μαξίμου ἔτρεφε ἰδιαίτερον σεβασμὸν καὶ εὐλάβειαν ὁ Ἀκάκιος. Ἔλεγε μάλιστα ὅτι τὸν «ἔβλεπε» πολλὲς φορές. Καὶ ἂν καμμιὰ φορὰ ἀπὸ δαιμονικὴ ἐνέργεια βρισκόταν σὲ κατάστασιν μελαγχολίας καὶ στενοχώριας, αὐτὸν τὸν Ἅγιον ἐπεκαλεῖτο καὶ τὸν εὕρισκε ἕτοιμον βοηθόν του.

Ὁ ὅσιος Μάξιμος ἀνταποκρινόταν πρόθυμα καὶ ἔκανε τὴν ἐμφάνισίν του, ὡσὰν σὲ ἔκστασιν ἐνώπιον τοῦ Ἀκακίου, καὶ παρευθὺς ἐλευθερώνετο (ὁ Ἀκάκιος) ἀπὸ τὴν ἄμετρον λύπην καὶ θαυμαστῶς ἐπαρηγορεῖτο.

Κάποτε ὁ Ἀκάκιος εἶδε τὸν ὅσιον Μάξιμον μὲ κάτασπρη καὶ ἀστραφτερὴ ἱερατικὴ στολή, νὰ περιφέρεται καὶ νὰ θυμιατίζη ὅλον τὸν Ναὸν καὶ ἕνα πλῆθος ἱεροπρεπῶν μοναχῶν μὲ τὰ ἐπανωκαλύμμαυχά τους καὶ μὲ τὴν ἴδια λευκὴ καλογερικὴ στολή, νὰ τὸν ἀκολουθοῦν. Καὶ ὅταν ὁ Ἀκάκιος ἐρώτησε, «ποῖοι ἦσαν αὐτοὶ ποὺ τὸν συνώδευαν», ὁ Μάξιμος ἀπήντησε· «Ἦσαν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὅσιοι Πατέρες ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν Καυσοκαλυβίων, οἱ ὁποῖοι χάρις εἰς αὐτὸν τὸν ἴδιον εὑρῆκαν τὴν σωτηρίαν των».

Πρὸς ἐπιβεβαίωσιν αὐτῆς τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ ἁγίου Ἀκακίου, ὁ ἱστοριογράφος τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων ἐζωγράφισε εἰς τὸν Νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας κατὰ σειρὰν τοὺς Ἁγίους, Ἀθανάσιον, τὸν κτήτορα τῆς Μεγίστης Λαύρας, Πέτρον τὸν Ἀθωνίτην καὶ Νεῖλον τὸν ὅσιον καὶ ἄλλους. Ὅλοι αὐτοὶ εἰκονίζονται μὲ τὸν ὅσιον Ἀκάκιον, γονατιστοὶ μπροστὰ στὸ θρόνο τῆς Παναγίας Τριάδος νὰ πρεσβεύουν γιὰ ὅλους τοὺς Πατέρας καὶ τοὺς ἀδελφοὺς ἐκείνους ποὺ θὰ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἀφοσιωθοῦν εἰς τὸν ἱερὸν καὶ εὐλογημένον αὐτὸν τόπον, στὸ «Περιβόλι τῆς Παναγίας».

Ἀργότερα, ἕνας μοναχός, ἀκούοντας ὅλα τὰ περὶ τοῦ ἁγίου Μαξίμου, ἀπὸ εὐλάβειαν καὶ σεβασμὸν καὶ μὲ τὴ συμβουλὴ τοῦ Ἀκακίου, ἔκτισε Ναὸν πρὸς τιμὴν τοῦ Μαξίμου ἐπάνω ἀπὸ τὴν Καλύβη τοῦ Ὁσίου δύο ἔτη μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ ὁσίου Ἀκακίου.

4. Εἰς τὰ Καυσοκαλύβια

Τὸ κλῖμα στὴν «Μεταμόρφωσιν» εἶναι πολὺ ψυχρό, καθὼς ἡ περιοχὴ εἶναι ἐκτεθειμένη στοὺς βορείους ἀνέμους καὶ κατὰ τοὺς χειμερινοὺς μῆνες πέφτουν πολλὰ χιόνια. Τὸ ἔδαφος εἶναι δύσβατον καὶ ὁ τόπος ἄνυδρος. Ἔπειτα, ἡ ἐξοικονόμησις καὶ ἡ μεταφορὰ τροφίμων καὶ ὅλων τῶν ἀναγκαίων πρὸς τὸ ζῆν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν πολὺ δύσκολη καὶ γενικὰ ἡ διαβίωσις εἰς τὸ μέρος αὐτὸ ἦταν πάντοτε προβληματική. Γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Ἀκάκιος ἀναγκάσθηκε ἔπειτα ἀπὸ μακροχρόνια παραμονὴ στὴν «Μεταμόρφωσιν» νὰ μετακινηθῆ χαμηλότερα πρὸς τὴ θάλασσα, πρὸς τὸ ἀκρωτήριον τῆς Ἀθωνικῆς Χερσονήσου, ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκεται ἡ σημερινὴ Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων (Ἁγίας Τριάδος). Ἄλλωστε, ὁ Ἀκάκιος εἶναι πιὰ πολὺ ἡλικιωμένος.

Ἡ περιοχὴ εὑρίσκεται στὶς μεσημβρινὲς ὑπώρειες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, νοτιοδυτικὰ τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀπέχει τρεῖς περίπου ὧρες (πεζῆ). Διασχίζεται ἀπὸ χείμαῤῥον, ὁ ὁποῖος κατέρχεται ἀπὸ τὸν Ἄθωνα καὶ διαχωρίζει τὴν περιοχὴν σὲ δύο πλαγιές, τὴν ἀνατολικὴ καὶ τὴ δυτική, ἐπάνω στὶς ὁποῖες εἶναι διασκορπισμένες καὶ σήμερα οἱ Καλύβες τῶν ἀσκητῶν.

Εἰς τὰ μέρη αὐτά, εἰς τὸ «Νότιον» τῆς Λαύρας, «ὅπου ἡ φύσις μεταβάλλεται προσλαμβάνουσα ὄψιν ῥωμαντικὴν καὶ θεσπέσιον μεγαλεῖον, ἐκεῖ ὅπου τὸ περιβάλλον πανταχοῦ ἀναδίδει ὀσμὴν καὶ ἄρωμα ἁγιότητος» (Εὐλ. Κουρίλα, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, σελ. 43-44), ἤκμασαν οἱ πρῶτοι ἀσκηταὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης, Εὐθύμιος ὁ Νέος, ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος καὶ ἄλλοι. Ἀκόμη, ἤκμασε ἡ χορεία τῶν Ἡσυχαστῶν τοῦ 14ου αἰῶνος, Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Νήφων ὁ ἐρημίτης καὶ Νεῖλος ὁ Μυροβλύτης.

Ἐκεῖ συγκροτήθηκαν οἱ ἀρχαιότερες Σκῆτες τοῦ Ἄθωνος, ἡ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, τῶν Μηλεῶν, τῆς Γλωσσίας, τῆς Κερασιᾶς καὶ ἄλλες. Ἄλλωστε, ἡ μετακίνησις τοῦ Ἀκακίου πρὸς τὰ Καυσοκαλύβια δὲν ἦταν τυχαία. Ὁ ἐρημικὸς αὐτὸς χῶρος, εὑρισκόμενος εἰς τὰ ἄδυτα καὶ δυσπρόσιτα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, συγκεντρώνει τρία βασικὰ πλεονεκτήματα, τὰ ὁποῖα δύσκολα συναντᾶ κανεὶς εἰς ὁλόκληρον τὴν χερσόνησον· «Τὴν εὐκρασίαν τοῦ ἀέρος, τὴν ἄκραν ἡσυχίαν καὶ τὸν ποθητὸν ἥλιον, ὁ ὁποῖος ἐκεῖ ἀνατέλλει καὶ δύει ὅλον τὸν χειμῶνα».

Ἡ περιοχὴ τῶν Καυσοκαλυβίων περικλείεται σχεδὸν ἀπὸ παντοῦ μὲ ἀπότομες, ἡλιοκαμμένες, μεγαλοπρεπεῖς καὶ γρανιτένιες ὀροσειρές. Ὑπεράνω τῶν ὑψηλῶν βράχων αἰωρεῖται ὑπερήφανα ἡ κορυφὴ τοῦ Ἄθωνος καὶ ἔμπροσθεν αὐτῶν ἐκτείνεται τὸ πέλαγος τοῦ Αἰγαίου, εἰς τρόπον ὥστε νὰ ἀφήνη εἰς τὸν κατάπληκτον θεατὴν μίαν καὶ μόνον διέξοδον, τὸν Οὐρανόν!

«Τὴν ἐσχατιὰν αὐτὴν τῆς Ἀθωΐτιδος Χερσονήσου, ὅπου τὸ ὀνομαστὸν 'Καυσοκαλύβιον'», ἐπισκεφθεὶς κατὰ τὸ 1912 ὁ Μητροπολίτης Εὐλόγιος Κουρίλας - Λαυριώτης, κατόπιν προσκλήσεως τῆς ἀδελφότητος τῶν Ἰωασαφαίων, συνέταξε περιγραφὴν τῆς περιοχῆς, ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε εἰς τὴν «Ἑλληνικὴν Ἐπιθεώρησιν» Ἀθηνῶν, τεύχη 118-121 (Αὔγουστος - Ὀκτώβριος 1917). Ἡ ἀξιόλογη αὐτὴ ἐργασία, χωρὶς σημαντικὲς μεταβολὲς ἀναδημοσιεύθηκε ἀργότερα εἰς τὸν Α´ τόμον τοῦ ἔργου «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΣΚΗΤΙΣΜΟΥ» τὴν ὁποίαν ὁ ἴδιος ἐξέδωσε.

Κατὰ τὴν περιγραφὴν ὁ λόγιος ἱεράρχης ἀποθαυμάζων τὰς καλλονὰς τῆς φύσεως καὶ τὸ καταπληκτικὸν μεγαλεῖον τῆς περιοχῆς, μεταξὺ ἄλλων σημειώνει·

«... Νεκρικὴ πανταχοῦ ἐξαπλοῦται σιωπή. Τὰ πάθη σιγῶσι καὶ μόνον ὁ Θεὸς ὁμιλεῖ πρὸς ἀνθρώπους νενεκρωμένους τοῖς πάθεσιν. Ἡ ὕλη δὲν ἔχει πλέον ἐνταῦθα τὴν μαγευτικὴν δύναμιν, τὸ δέλεαρ καὶ ἡ ἀπάτη πίπτει, κόσμος καὶ κοσμοκράτορες ἐν τῇ ἐξάρσει τοῦ πνεύματος ἐκμηδενίζονται... Ὁποία ἀπόλαυσις, ὁποία ἔκστασις, ὅταν ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, ἐνῶ ἡ φύσις κοιμᾶται ὑπὸ τὸ χρυσοφαὲς τῆς σελήνης φέγγος τὸ νήδυμον, ἡ τρομώδης φωνὴ τοῦ ἠχηροῦ σημάντρου διαταράσσουσα τὴν νεκρικὴν ἐκείνην σιγὴν καλεῖ τοὺς εὐσεβεῖς ἀσκητὰς εἰς προσευχήν, ὅτε ἡ κατανυκτικὴ βοὴ καὶ τὸ θεσπέσιον μελῴδημα τῆς ἱερᾶς ὑμνῳδίας, ὡς θυμίαμα εὐπρόσδεκτον κατευθύνεται πρὸς τὸν οὐρανόν! Ὁ πέπλος ὁ περικαλύπτων τὴν θείαν οὐσίαν ἀποτόμως τότε ἀνασύρεται καὶ ὁ εὐδαίμων θνητὸς ὁμιλεῖ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον μετὰ τοῦ οὐρανίου Πατρός! Δικαίως ἄρα 'τοῖς ἐρημικοῖς μακαρία ζωὴ ἐστι θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις'» (Εὐλογ. Κουρίλα, Ἱστορία Ἀσκητισμοῦ, σελ. 45-46).

5. Ὁ Ἀκάκιος εἰς τὸ Σπήλαιὸν του

Εἰς αὐτὴν τὴν «κεκρυμμένην καὶ ἀπόκεντρον γωνίαν» μετακινήθηκε ὁ Ἀκάκιος καὶ ἀνεζήτησε τὴν κατοικίαν του εἰς ἕνα μικρὸν Σπήλαιον, τὸ ὁποῖον μέχρι σήμερα φέρει τὸ ὄνομά του. Εἰς τὸ μέρος αὐτὸ ἀπεφάσισε νὰ στήσῃ τὴν Καλύβην του καὶ νὰ κλείση ἐκεῖ τὸν κύκλον τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς, ταλαιπωρῶν καὶ κατατήκων τὴν σάρκα, ἐν πείνῃ καὶ δίψῃ, ἐν κόποις καὶ μόχθοις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι καὶ μυρίαις ἄλλαις κακοπαθείαις.

Τὸ Σπήλαιον, ποὺ εἶχε μεταβληθῆ εἰς κέντρον πνευματικῆς ἀκτινοβολίας, δεσπόζει σὲ ὅλη τὴ Σκήτη καὶ κατέχει θέσιν ἐξαιρετική, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀτενίζει κανεὶς τὴν ἀγέρωχη καὶ ὑπερήφανη κορυφὴ τοῦ Ἄθωνος, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀστραφτερὴ καὶ ἀπέραντη θάλασσα τοῦ Αἰγαίου. Ἡ εἴσοδός του εἶναι στενή. Ἔχει μῆκος πέντε μέτρων καὶ τὸ ἐσωτερικὸν του εἶναι πιὸ εὐρύχωρο, μὲ διαστάσεις 2Χ3 μέτρα. Διατηρεῖται ἀκόμη ἐκεῖ τὸ κρεβάτι τοῦ Ἁγίου, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖται ἀπὸ κορμοὺς μικρῶν δένδρων καὶ σώζεται τὸ ἐργαστήρι του. Διακόσια καὶ πλέον χρόνια διατηρήθηκε ὡς κειμήλιον ἡ λευκὴ κάπα του (λιάρα). Τὴν εἶχε φέρει ἀπὸ τὸ πατρικό του σπίτι καὶ αὐτὴ ἦταν τὸ μοναδικὸ στρῶμα καὶ σκέπασμα σὲ ὅλη τὴ ζωή του.

Ἔξω ἀπὸ τὸν ναΐσκον τοῦ Μονυδρίου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου εἰς τὰ Καυσοκαλύβια σώζεται ἀκόμη ἡ λιθόκτιστη κέλλα (κελλίον), τὴν ὁποίαν ἰδιοχείρως ὁ Ἅγιος ἔκτισε, πρὸς μικρὰν ἀνάπαυσιν τῶν πολυπληθῶν ἐπισκεπτῶν του, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἐκάθητο πάντοτε εἰς τὸ σπήλαιον.

Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσιν εἰς τὸ Σπήλαιον αὐτὸ εἶχε κατοικήσει πολὺ παλαιότερα ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἡ Σκήτη ποὺ συγκροτήθηκε ἔπειτα ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια στὴν περιοχὴ αὐτή, ὠνομάσθηκε «Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων» καὶ ἀργότερα «Καυσοκαλύβια». Σχετικὰ μὲ τὴν ὀνομασία τῆς Σκήτης, οἱ βιογράφοι τοῦ ὁσίου Μαξίμου δὲν κάμνουν λόγον. Τὸ ἀναφέρει ὅμως ὁ ἱερομόναχος Ἰωνᾶς στὴ βιογραφία τοῦ Ἀκακίου, βασιζόμενος στὴν παράδοσιν, ποὺ τόσο ζωηρὰ διατηρήθηκε ἐπὶ ἑπτακόσια χρόνια περίπου.

Γιὰ ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα ὁ Ἀκάκιος ἀσκήτευσε μόνος του εἰς τὸ Σπήλαιον, μὲ τὴν ἐλπίδα πάντοτε εἰς τὸν Θεὸν καὶ μὲ μοναδικὴ συντροφιὰ ἕναν εὐχάριστον φτερωτὸν «ἄγγελον παρήγορον», διὰ τὸν ὁποῖον ὁ ἴδιος ἔλεγε ὅτι ἐφαίνετο τὸ πρωῒ ἕνα ὡραιότατον πουλάκι, ὡσὰν τρυγώνι καὶ καθήμενον ἐπάνω εἰς τὸ δένδρον «τὸ ἄριον» ἐμπρὸς εἰς τὸ σπήλαιον, ἐκελάδει μίαν θαυμαστὴν μελωδίαν, ὁποὺ ἀκούοντάς το, ἔφευγε κάθε λύπη ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἐγέμιζεν ἡ καρδία του ἀπὸ πνευματικὴν χαρὰν καὶ εὐφροσύνην.

Ποτέ του δὲν εἶδε ἕνα τόσο χαριτωμένο πτηνὸν καὶ ποτὲ δὲν ἄκουσε τόσο μελῳδικὸ κελάηδημα. Ἦταν ἀληθινὴ χαρὰ καὶ θεία ἐπίσκεψις διὰ τὸν Ὅσιον. Ἔφυγε ὅμως τὸ πουλὶ ὁριστικά, ὅταν ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνωνται γύρω ἀπὸ τὸ σπήλαιον καὶ ἄλλοι μοναχοί.

Ἡ περιοχὴ ἦταν ἄνυδρος καὶ γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση ὁ Ὅσιος τὴν ἔλλειψιν τοῦ νεροῦ, εἶχε μιὰ στάμνα καὶ τὴ γέμιζε μὲ νερὸ τῆς βροχῆς τὸν χειμῶνα, τὸ δὲ καλοκαίρι ὁ ἅγιος Θεὸς παρηγορώντας τὸν πιστὸν δοῦλον του, ὁπόταν ἤθελε σωθῆ ἡ στάμνα τοῦ νεροῦ, ἐρχόταν ἕνα μικρὸ σύννεφον ἐπάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιον καὶ ἔβρεχεν ἕως ὁποὺ ἐγέμιζεν ἡ στάμνα καὶ πάλιν ἔφευγε τὸ σύννεφον.

Μοναδική του ἐνδυμασία ἦτο ἕνα παλαιὸν ῥάσον. Αὐτὸ φοροῦσε πάντοτε, σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις. Ἀκόμη καὶ ὅταν δεχόταν ἐπισκέψεις, ἂν καὶ ὁ ἴδιος ἀπέφευγε τὶς πολλὲς συναναστροφές, διότι τὸν ἐνοχλοῦσε ἀρκετὰ ὁ ἔπαινος τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν προσευχόταν τὸν παρακολουθοῦσε συχνὰ ὁ μαθητής του Ἰωνᾶς, ὁ ὁποῖος ἀπὸ σεβασμὸ παρέμενε ἔξω ἀπὸ τὸ Σπήλαιον. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς δὲν ἀκουγόταν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἁγίου οὔτε ὁ παραμικρὸς ψίθυρος. Μονάχα ἀναστεναγμοὺς ἤκουε ὁ Ἰωνᾶς νὰ ἐξέρχωνται ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του καὶ μιὰ θαυμάσια γλυκύτατη καὶ μελῳδικὴ φωνή.

Ἐξάλλου, ὁ εὐλαβέστατος καὶ ἀξιόπιστος πνευματικὸς Σίλβεστρος ἐβεβαίωνε, τόσον αὐτός, ὅσον καὶ ἄλλοι ἀσκηταὶ ἀπὸ τὶς πλησιέστερες Καλύβες, ὅτι εἶδαν πολλὲς φορὲς τὸν Ὅσιον κατὰ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς καὶ μάλιστα ὅταν ἔλεγε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν», νὰ ἐξέρχεται «φλόγα πυρὸς» ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ. Καὶ προσευχόμενος ἔστεκεν ὡς στύλος ἀκλόνητος καὶ καθήμενος ὅλος ἐκστατικὸς ἐφαίνετο ἔχων ἄνω τὸν νοῦν καὶ τοῦ γηΐνου τούτου σαρκίου οὐδ᾿ ὅλως αἰσθόμενος, ἀλλ᾿ ἔχων πάντοτε τὴν καρδίαν του εἰς τὰς θείας ἀναβάσεις καὶ εἰς τὴν μελέτην τῶν μελλόντων, ὅλος ἐγίνετο θεοειδὴς τῷ πνεύματι καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους χαριέστατος.

Ἀντιπαθοῦσε πολὺ τὸν ὕπνον καὶ συμβουλεύοντας τοὺς μοναχοὺς ἔλεγε· «Οὔτε ἐνδύματα, οὔτε στρώματα, οὔτε τροφή, οὔτε πλοῦτος αὐξάνουν καὶ τρέφουν τὰ πάθη τόσον, ὅσον ὁ ὕπνος... Τίποτε δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὰ καταδαμάση τόσον, ὅσον ἡ ἀγρυπνία. Ὁ μοναχὸς περισσότερον ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας ἀρετὰς πρέπει νὰ μεταχειρίζεται αὐτὰς τὰς δύο, διὰ νὰ νικήση τὴν σάρκα· τὴν ἀγρυπνίαν καὶ τὴν νηστείαν».

Ἔλεγε ἐπίσης, ὅτι καὶ ἂν ἀκόμη κανεὶς ταλαιπωρεῖται, πάσχει καὶ ὑποφέρει ἀπὸ ὅλες τὶς κακουχίες, ἐνῶ ἔχει ἐξασφαλισμένον τὸν ὕπνο καὶ τὸ φαγητό, τότε ὅλα τὰ ξεπερνᾶ. Ἀντίθετα, μὲ τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴ νηστεία ὑπερνικᾶ ὅλα τὰ πάθη καὶ δὲν παρασύρεται ἀπὸ αὐτά.

Ὁ ἴδιος ποτὲ δὲν κατεκλίνετο, ἀλλὰ στηριζόμενος στὸ βράχο τοῦ Σπηλαίου, ἢ ἀκουμπώντας στὸ χέρι του, ἢ σὲ κάποιο ἄλλο ἀντικείμενο, ἐκεῖ πρὸς τὰ ἐξημερώματα ἐκοιμᾶτο λίγη ὥρα, τόσο ὥστε νὰ μὴν σκοτίζεται τὸ λογικό του ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀγρυπνία.

Ἂν καὶ ἔπασχε ἀπὸ σοβαρὸν κάταγμα καὶ ἐντεροκήλην, ἐν τούτοις ἡ προθυμία τῆς ψυχῆς καὶ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔδιδαν δύναμιν καὶ ἀντοχὴ ὣς τὰ βαθειά του γηρατειά. Καὶ ὅταν ἐρωτήθηκε πόσο πρέπει νὰ κοιμᾶται ὁ μοναχὸς ἀπήντησε· «Διὰ τὸν ἀληθινὸν μοναχὸν μισὴ ὥρα εἶναι ἀρκετή».

Πολλοὶ μοναχοὶ ποὺ παρακολουθοῦσαν τὴν ὑπεράνθρωπη προσπάθειά του, τοὺς ὑπερβολικοὺς ἀγῶνες καὶ τὴν αὐστηροτάτην ἄσκησιν ἀνησυχοῦσαν, καὶ τὸν ἐσυμβούλευαν καθένας κατὰ τὴν γνώμην του. Ὅμως, αὐτὸς ἠκολούθει τὸν σκοπόν του· καὶ ἐκείνους μὲ τὴν καλὴν του ταπείνωσιν τοὺς ἀνέπαυεν καὶ τοὺς ἀγῶνας του δὲν ἄφηνεν, ἀλλ᾿ ὡς ἄσαρκος ἐσπούδαζε καθ᾿ ἡμέραν νὰ αὐξάνη καὶ νὰ προκόπτη εἰς τοὺς κατὰ Θεὸν ἀγῶνας, ἐνῶ οἱ μισόκαλοι καὶ πονηροὶ δαίμονες, δὲν ἔπαυαν συχνὰ νὰ τὸν πειράζουν, πολεμοῦντες μὲ διαφόρους τρόπους φανερὰ καὶ κρυφίως, πάσχοντες νὰ τὸν πλανέψουν ἀπὸ τὴν ἴσιαν καὶ εὐαγγελικὴν στράταν καὶ μὲ πολλοὺς τρόπους τὸν ἔθλιβον καὶ ἐστενοχώρουν... Ἀλλ᾿ αὐτὸς γνωρίζοντας τὰς σατανικὰς τέχνας των, ἐσηκώνετο εἰς τὴν προσευχὴν καὶ μὲ αὐτὸ τὸ θαυμάσιον ἅρμα διέλυε τὰς τέχνας καὶ ἐπιβουλάς των, ὡσὰν τὸ ὕφασμα τῆς ἀράχνης.

Ὅταν κάποτε ἀναγκάσθηκε νὰ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸ Σπήλαιον, ἐπιστρέφοντας ἀντίκρυσε μπροστὰ στὴν εἴσοδο πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ ἔμοιαζαν μὲ βρωμεροὺς καὶ ἀκάθαρτους γύφτους. Ὅλοι τους, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, ἐργάζονταν φτιάχνοντας χαλκώματα, κόσκινα καὶ ἄλλα παρόμοια, ἐνῶ συγχρόνως θορυβοῦσαν ἀλαλάζοντες μὲ κραυγὲς ἀλλόκοτες καὶ ἐνοχλητικές. Ὁ Ἀκάκιος ἀντιλήφθηκε ἀμέσως τὴν πονηρία τῶν δαιμόνων καὶ μὲ τὸ βλέμμα τῆς ψυχῆς του πρὸς τὸν οὐρανόν, προσευχήθηκε λέγοντας· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ λυτρωτὴς καὶ Θεός μου, λύτρωσέ με ἀπὸ τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων, πρεσβείαις τῆς Παναχράντου Σου Μητρός. Ἀμήν». Καὶ κάνοντας τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, διαλύθηκε ἀμέσως ὅλος ἐκεῖνος ὁ συρφετὸς καὶ ἔγινε ἄφαντος ὡσὰν καπνός.

Σὲ μιὰ περίοδο βαρυχειμωνιᾶς ἔπεσε πολὺ χιόνι καὶ ὁ Ὅσιος ἐκρύωνε πάρα πολύ. Διὰ τοῦτο ἄναψε φωτιὰ νὰ ζεσταθῆ, μὰ δὲν ἐζεσταίνετο, ἀλλ᾿ ὅσον ἐπήγαινε σιμὰ εἰς τὴν φωτιάν, τόσον περισσότερον ἐκρύωνε. Τότε ἐκατάλαβε ὅτι δὲν εἶναι ἡ τόση πολλὴ ψύχρα φυσική, ἀλλὰ σατανικὴ ἐνέργεια καὶ καταπατήσας ἀπέσβεσε τὴ φωτιὰ καὶ καθὼς ἦταν γυμνός, ἐβγῆκεν ἔξω καὶ ἔπεσε ἐπάνω εἰς τὸ χιόνι καὶ παρευθὺς τοῦ ἐφάνη πὼς ἦλθε μία θαυμαστὴ δύναμις ἐπάνω του καὶ θεία ἐνέργεια, ἥτις ἐδίωξε τὴν πολλὴν ψύχραν ἐκείνην καὶ τόσον τὸν ἐζέσταινε, ὁποὺ τοῦ ἐφαίνετο ὅτι ἐκάθητο μέσα εἰς λουτρὸν καὶ ὄχι ἐπάνω εἰς τὸ χιόνι.

6. Ἀρετὲς καὶ χαρίσματα

Ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν τοῦ Ἀκακίου καὶ τῆς ἀγγελικῆς του πολιτείας δὲν ἐβράδυνε νὰ διαδοθῆ καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἀθωνικῆς χερσονήσου καὶ τὸ ὄνομά του νὰ γίνῃ γνωστὸν παντοῦ εἰς τὴν ὑποδουλωμένην πατρίδα, ἀπ᾿ ὅπου ἄνθρωποι πάσης τάξεως καὶ ἡλικίας, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, ἄρχοντες καὶ πτωχοί, νέοι καὶ γέροντες, μοναχοὶ καὶ κοσμικοί, ἀπὸ κάστρα καὶ χώρας κατέφθαναν εἰς τὸ Σπήλαιον διὰ νὰ ἀκούσουν καὶ νὰ θαυμάσουν τὸν ταπεινὸν ἐρημίτην, νὰ συνομιλήσουν μαζί του καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐχὴν καὶ τὴν εὐλογίαν του.

Βιβλικὴ μορφὴ ὁ Ἀκάκιος, ἐπιβλητική, μὲ πνεῦμα εἰρηνοποιόν, ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ ἱλαρότητα καὶ καλωσύνη καὶ ἐνέπνεε σεβασμὸν ἀπόλυτον καὶ ἐμπιστοσύνην ἀπεριόριστον. Ἦταν θεῖος καὶ θεοειδὴς τῷ πνεύματι καὶ τοῖς ἔξωθεν χαριέστατος. Ἐνέπνεε τόση ἐμπιστοσύνη, ὥστε ἂν ποτὲ κανεὶς ἔπασχε ἀπὸ κάποιο νόσημα ψυχικόν, ἀπὸ σκοτισμὸν τῶν λογισμῶν του, μόλις ἀντίκρυζε τὸ χαριτωμένον πρόσωπόν του, εἰρήνευαν οἱ λογισμοί του. Πολλοὶ ἀκόμη τοῦ ἐμπιστεύονταν καὶ τὰ προβλήματά τους καὶ ἐκεῖνος τοὺς ἄκουε μὲ προσοχὴ καὶ κατανόησιν καὶ ὡς ἄριστος ψυχολόγος, ἔδιδε στὸν καθένα, μὲ πατρικὴ στοργὴ καὶ περισσὴ ἀγάπη, τὴν πρέπουσα ἀπάντησιν καὶ τὴν καλύτερη λύσιν.

Χάρις στὴν ἐπίμονη ἀτομική του προσπάθεια εἶχε κατορθώσει νὰ ἀποθησαυρίση πλοῦτον γνώσεων, χωρὶς ποτὲ νὰ φοιτήσῃ εἰς τὸ σχολεῖον. Θαῦμα μέγα καὶ ἀξιοδιήγητον διὰ τὸν Ὅσιον, ἀφοῦ ἦταν εἰς θέσιν νὰ ἀναγιγνώσκη καὶ νὰ κατανοῆ ὄχι μόνον τὴν Ἁγίαν Γραφήν, ἀλλὰ καὶ τὰ πλέον δυσνόητα βιβλία. Δὲν τοῦ διέφευγε ῥητὸν τῆς Θείας Γραφῆς καὶ εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ ἀπαντᾶ εὔστοχα καὶ μὲ θαυμαστὴν εὐχέρειαν σὲ ἐρωτήσεις καὶ ζητήματα ποὺ τοῦ ἔθεταν ἁπλοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ σπουδαῖοι ἐπιστήμονες.

Ἀλλὰ καὶ μὲ προορατικὸν χάρισμα ἀξιώθηκε ὁ Ὅσιος, ὅπως βεβαιώνουν οἱ ὑποτακτικοὶ του καὶ ὅπως εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ διαπιστώσουν ὅσοι τὸν ἐγνώρισαν. Προέλεγε εἰς πολλοὺς ὅσα ἐπρόκειτο νὰ τοὺς συμβοῦν εἰς τὸ μέλλον καὶ διέκρινε καθαρὰ τὴν ψυχικὴν κατάστασιν τοῦ καθενός. Δηλαδή, ἔβλεπε εἰς τὸν καθένα πὼς εἶχε εἰς τὴν ψυχήν του, εἴτε ἐν ἁμαρτίαις εἴτε εἰς καλὰ ἔργα εὑρίσκετο.

Καὶ ἂν κανεὶς στὶς προσωπικὲς καὶ ἰδιαίτερες συζητήσεις μὲ τὸν ὅσιον Ἀκάκιον συνέβαινε νὰ ἀποκρύψη κάποιαν σκέψιν ἢ μυστικόν, ἀπὸ ἄγνοιαν ἢ καὶ ἀπὸ ἀπροσεξίαν, τότε ἐκεῖνος μὲ διακριτικότητα καὶ προσοχὴν τὸ ἐφανέρωνε, ὄχι μόνον πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ συνομιλητοῦ του καὶ πρὸς κατάπληξιν ὅλων τῶν παρευρισκομένων, ἀλλὰ «καὶ πρὸς δόξαν Θεοῦ τοῦ τοιαύτην χάριν τοῖς θεράπουσιν αὑτοῦ διδόντος» (Εὐλ. Κουρίλα, Ἱστορ. Ἀσκητισμοῦ, σελ. 76).

Καὶ τί νὰ πολυλογῶ διηγούμενος ἕνα πρὸς ἕνα τὰ τοῦ Ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον δὲν ἔλειπεν καμμία ἀρετή, ἀλλὰ ὅλας τὰς εἶχεν σώας, ὅλας ἀκατηγορήτους, ὁποὺ ἐὰν κανεὶς ἀπὸ κακίαν βιαζόμενος, ἤθελε νὰ εὕρῃ τίποτε, διὰ νὰ τὸν κατηγορήση, δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ τίποτε τὸ παραμικρὸν πιάσιμον. Πρὸ πάντων δὲ εἶχεν τὴν ταπεινοφροσύνην τόσον, ὥστε δὲν ὑπέμενε, ὄχι νὰ κάμη ἔργον τι ἢ λόγον νὰ εἰπῆ, ἀλλὰ οὔτε νὰ ἀκούσῃ πρᾶξιν ἢ λόγον ὑπερήφανον.

Εἶχε φθάσει στὰ βαθειὰ γεράματα καὶ ἐπειδὴ οἱ Πατέρες δὲν ἤθελαν νὰ τὸν κουράζουν, ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Προηγούμενον τῆς Λαύρας Νεόφυτον, νὰ διορίση καὶ δεύτερον Προεστῶτα ὡς βοηθὸν τοῦ Ἀκακίου εἰς τὴν Σκήτην. Ὁ Νεόφυτος ὅμως ὁ ὁποῖος ἔτρεφε μεγάλον σεβασμὸν εἰς τὸν Ὅσιον τοὺς ἀπήντησε· «Μόνον τὸν Γέροντα θέλω νὰ ἔχετε». Οἱ ἀδελφοὶ ὅμως ἐπέμεναν καὶ δεύτερη καὶ τρίτη φορά. Μάλιστα σὲ μιὰ γιορτὴ ποὺ συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ Πατέρες εἰς τὸ Κυριακὸν διὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν, ὅπως συνήθιζαν (ἦταν ἐκεῖ καὶ ὁ Ἀκάκιος), μετὰ τὴ Λειτουργία ἔθεσαν καὶ πάλιν τὸ θέμα τοῦ διορισμοῦ ἐνώπιον τοῦ Προηγουμένου, διὰ νὰ μὴν ἀναγκάζωνται καὶ ἐνοχλοῦν τὸν Γέροντα γιὰ ζητήματα δευτερεύοντα καὶ ἀσήμαντα. Τότε ὁ Προηγούμενος σηκώθηκε ἀπὸ τὴν θέσιν του καὶ λαβὼν μίαν ῥάβδον ἔδωκεν αὐτὴν εἰς χεῖρας τοῦ Γέροντος καὶ εἶπεν· «Λάβε, Γέρον, ταύτην τὴν ῥάβδον καὶ νὰ εἶσαι ἡγούμενος καὶ προεστὼς εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς ἐδῶ, μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς».

Ἐκεῖνος ἀσπάσθηκε τὸ χέρι τοῦ Προηγουμένου καὶ ἔλαβε τὴν ῥάβδον, δείχνοντας ἔτσι τὴν πρέπουσα ὑπακοήν. Ὅμως, τί περίεργον! Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη καὶ μετά, οὐδέποτε ἔπιασε ῥάβδον στὰ χέρια του, ἂν καὶ τὴ χρησιμοποιοῦσε ὣς τότε στὸ βάδισμά του, λόγω τῶν γηρατειῶν. Καὶ τὸ ἔκαμε αὐτό, διότι ἤθελε νὰ καταπατήσῃ τὸν δαίμονα τῆς ὑψηλοφροσύνης καὶ νὰ ἀποφύγη κάθε σκέψιν ἐγωϊστική.

7. Ἱδρυτὴς τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων

Ὁ Ἀκάκιος ὑπῆρξε ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ ἀσκητοῦ στὴν πιὸ ἰδανικὴ μορφή. Μοναδικὸς εἰς τὴν ἄσκησιν καὶ τὸν οὐράνιον βίον εἶχε ἀπονεκρώσει κάθε σαρκικὸν φρόνημα καὶ μετέβαλε τὴν καρδίαν του «εἰς δοχεῖον τῆς θείας χάριτος».

Μὲ τὶς σπάνιες ἀρετές του ἀνεδείχθη κατὰ τὸν ὑμνῳδὸν «κορυφαῖος τῶν ἀσκητῶν καὶ Θεοφόρων Πατέρων τὸ καύχημα».

Ἐξαϋλωμένη μορφή, μὲ πλουσίαν τὴν θείαν χάριν καὶ δωρεὰν εἶχε προσελκύσει εἰς τὸ ἐρημικόν του καταφύγιον, εἰς τὸ Σπήλαιον τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητος, ὅλους τοὺς Πατέρας ἀπὸ τὰ ἀσκητήρια τῆς «Μεταμορφώσεως» καὶ ἀπὸ ἄλλες ἀπομεμακρυσμένες περιοχές. Ἔσπευδαν ὅλοι πλησίον του, νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ νὰ στηριχθοῦν στοὺς πνευματικοὺς των ἀγῶνες. Συγκεντρώνονταν καὶ κατοικοῦσαν ἄλλοι στὰ γύρω Σπήλαια καὶ ἄλλοι στὶς Καλύβες ποὺ ἔκτιζαν μόνοι τους.

Τότε ὁ Ὅσιος ἀναγκάσθηκε νὰ κτίση μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια μικρὴ Καλύβη γιὰ τὸν ἑαυτόν του (Καλύβη ποὺ σώζεται μέχρι σήμερα) καὶ μία ἄλλη γιὰ τὸν ὑποτακτικόν του. Ἔλειπαν ὅμως τὰ χρήματα, γιὰ νὰ ἐπεκταθοῦν οἱ ἐργασίες.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶχε ἐπισκεφθῆ τὴ Σκήτη «ὁ ὀνομαστὸς τῆς Μεγίστης Λαύρας Προηγούμενος, ὁ κὺρ Νεόφυτος ὁ Χῖος», ἕνας ἀπὸ τοὺς θαυμαστὰς τοῦ Ἀκακίου. Ἐκτιμοῦσε πολὺ τὸν Ὅσιον καὶ πῆγε νὰ ἡσυχάση πλησίον του. Κατὰ τὸ χρονικὸν αὐτὸ διάστημα διέθεσε ἀρκετὰ χρήματα γιὰ τὴν ἀνέγερσιν κτηρίων εἰς τὴν Σκήτην. Συγκεκριμένα ἔκτισε, τὸ Κυριακὸν τῆς Σκήτης, τὸν Ξενῶνα, τὸ Κοιμητήριον καὶ τὴν ἰδικήν του Καλύβην ὅπου ἔμεινε ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.

Τὸ Κυριακὸν αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ εἶναι τὸ σημερινὸν τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων, διότι τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Καλύβες ἦταν ἐλάχιστες, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ κτίσθηκε ἕνας τόσος μεγαλοπρεπὴς Ναός. Τὸ πρῶτον Κυριακὸν πρέπει νὰ ἦταν κάποια Καλύβη καὶ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσιν «Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου». Ὁ Ναὸς αὐτὸς εὑρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σημερινὸν Κυριακόν, ἐπάνω ἀπὸ τὸ δρόμο καὶ πρὸς τὴ ῥίζα τοῦ βράχου. Σχετικὴ σημείωσις σώζεται εἰς τὴν Καλύβην τοῦ Ἀκακίου.

Ὁ Νεόφυτος ἦταν τόσο ταπεινός, ὥστε δὲν ἐπέτρεψε νὰ γραφῆ κάπου τὸ ὄνομά του. Οἱ Πατέρες ὅμως, γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν μνήμην του, ἔγραψαν ἐπὶ τῆς κάρας του τὴν ἑξῆς ἐπιγραφήν· «1739 Δεκεμβρίου 26 ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ ὁ μακαρίτης Προηγούμενος κὺρ Νεόφυτος, ὁ ἐκ τῆς νήσου Χίου, ὃς καὶ ἐχρημάτισεν σκευοφύλαξ εἰς Μεγίστην Λαύραν καὶ ἀνεπαύθη εἰς τὸ Κυριακόν, ὅπου αὐτὸς μὲ κόπον καὶ μόχθον ἀνήγειρεν. Αἰωνία αὐτοῦ ἡ μνήμη».

Πότε ἀκριβῶς ἔγινε ἡ πρώτη σύστασις τῆς Σκήτης δὲν ἀναφέρει ὁ Ἰωνᾶς. Δύο χρονολογίες ὅμως προσδιορίζουν τὰ ὅρια μέσα στὰ ὁποῖα τοποθετεῖται ὁ χρόνος ἱδρύσεως αὐτῆς· α) «...ὅτι αὕτη ἡ Σκήτη ἐρημώθη ποτὲ καὶ πάλιν κατῳκίσθη καὶ κατ᾿ ὀλίγον ἐμεγαλύνθη ἀπὸ τὸν θαυμάσιον ἐκεῖνον οἰκήτορα τὸν ἱερὸν Ἀκάκιον, ὅστις ἡσύχαζεν αὐτοῦ τώρα εἰς τοὺς δυστυχεῖς καιρούς μας, ἐν ἔτει ͵αψε´ (1705) περίπου εἴκοσι (20) ἔτη...» (Εὐλ. Κουρίλα, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, τόμ. Α´, σελ. 77), καὶ β) «Τοιαύτη ἡ πρώτη σύστασις τῆς Σκήτης, ἥτις πάντως περὶ τὸ 1720 ὑπῆρχεν, ὡς ἐξάγεται ἐκ τοῦ μαρτυρίου τοῦ Νικοδήμου καὶ Παχωμίου».

Ἀκόμη εἰς τὸ Ψαλτήριον τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης ὑπάρχει ἡ ἑξῆς σημείωσις· «1720 μηνὶ Ἀπριλίου 8. Τὸ παρὸν Ψαλτήριον ἀφιερώθη εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα τοῦ Καυσοκαλύβη εἰς μνημόσυνον τῶν γονέων μου καὶ ἀδελφῶν».

Μὲ τὰ πρῶτα αὐτὰ οἰκήματα καὶ μὲ τὶς Καλύβες ποὺ ἔκτισαν καὶ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ἐμιμήθησαν τὸν Προηγούμενον τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἔγινε Σκήτη ἱκανῶν Πατέρων, ἥτις μένει τῇ πρεσβείᾳ τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀκακίου, καθ᾿ ἑκάστην αὐξάνουσα καὶ πληθύνουσα.

Ἡ περαιτέρω ἐξέλιξις τῆς Σκήτης ἐμφανίζει κατὰ διάφορα χρονικὰ διαστήματα τὴν ἀκόλουθη εἰκόνα·

Τὸ 1772, στὴ Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων ὑπῆρχαν 30 Καλύβες καὶ πλέον, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ 9 εἶχαν καὶ τοὺς μικροὺς Ναούς των. Τὸ 1780, εἰς τὸ σύνολον τῶν Καλυβῶν πρέπει νὰ ὑπολογισθοῦν μόνον 12 Καλύβες μὲ τοὺς Ναούς των. Πρὶν ἀπὸ τὸ 1878, στὰ Καυσοκαλύβια ἀσκήτευαν πάρα πολλοὶ Ῥῶσσοι μοναχοί, ὥστε λίγο ἔλειψε νὰ γίνῃ ἡ Σκήτη Ῥωσσική. Μὲ τὴν κήρυξιν ὅμως τοῦ Ῥωσσοτουρκικοῦ πολέμου ἔφυγαν ὅλοι οἱ Ῥῶσσοι διότι φοβήθηκαν μήπως κακοποιηθοῦν ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς καὶ ἔτσι οἱ Καλύβες περιῆλθαν καὶ πάλι στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων μοναχῶν. Τὸ 1930 οἱ Καλύβες ἦταν περισσότερες ἀπὸ 40 καὶ μὲ τὰ λίγα ἡσυχαστήρια συγκροτοῦσαν ἕναν ὁλόκληρον ἀσκητικὸν συνοικισμόν. Τὸ 1957 ἡ Σκήτη ἀριθμεῖ 70 μοναχοὺς μὲ 38 Καλύβες συνολικά.

Λεπτομερέστερη ὅμως εἰκόνα τῆς Σκήτης μὲ τὶς δύο πλαγιές της, τὴν ἀνατολικὴ καὶ τὴ δυτική, ὅπως τὶς διαχωρίζει ὁ χείμαῤῥος ποὺ κατέρχεται ἀπὸ τὸν Ἄθωνα, σχηματίζουμε ἀπὸ τὴν ἀκόλουθον περιγραφὴν τοῦ ἔτους 1964· «Ἐπὶ τῆς ἀνατολικῆς πλαγιᾶς καὶ ἐκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω -γράφει ὁ Καυσοκαλυβίτης ἱερομόναχος μακαριστὸς Ἀντώνιος Μουστάκας- κεῖνται οἱ Καλύβες·

1) Τῶν Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν. 2) Τῆς Θείας Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ. 3) Τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. 4) Τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. 5) Τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. 6) Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. 7) Τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. 8) Τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων. 9) Τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου. 10) Τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. 11) Τοῦ Ὁσίου Ἰωάσαφ. 12) Τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. 13) Τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου. 14) Τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου. 15) Τῶν Ὁσίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων. 16) Τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (Ὁσίου Ἀκακίου). 17) Τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου τῆς Θεοτόκου. 18) Τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη. 19) Τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους. 20) Τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου. 21) Τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς· καὶ τρεῖς Καλύβες ἄνευ Ναῶν.

Ἐπὶ δὲ τῆς δυτικῆς πλαγιᾶς (πάλιν ἐκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω) κεῖνται οἱ Καλύβες·

1) Τῶν Ἁγίων Πάντων. 2) Τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων. 3) Τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. 4) Τοῦ Ὁσίου Παχωμίου τοῦ Μεγάλου. 5) Τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. 6) Τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. 7) Τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου. 8) Τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. 9) Τῆς Ἁγίας Ἄννης. 10) Τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ. 11) Τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. 12) Τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων. 13) Τοῦ Τιμίου Προδρόμου· καὶ δύο Καλύβες ἄνευ Ναῶν. Ἑκατέρωθεν τῆς Σκήτης περὶ τὴν μίαν ὥραν περίπου κεῖνται τὰ Ἡσυχαστήρια τῶν Ὁσίων Νήφωνος τοῦ Καυσοκαλυβίτου καὶ Νείλου τοῦ Μυροβλύτου· ἄνωθεν αὐτῆς τὸ Ἡσυχαστήριον τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου· καὶ ἐν τῇ Νησῖδι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου» (Ἀντωνίου Μουστάκα· «Ἡ ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω Ἱερὰ Σκήτη τῆς Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων», Ἅγιον Ὄρος 1964, σελ. 17-18).

Σήμερα στὰ Καυσοκαλύβια ἀσκοῦνται 35 μοναχοὶ καὶ ὑπάρχουν 25 Καλύβες (σπίτια), 25 Ἐκκλησίες καὶ 4-5 κενὲς Καλύβες (χωρὶς μοναχοὺς).

Ἀνέκαθεν ἡ περιοχὴ τῶν Καυσοκαλυβίων προσείλκυεν πλῆθος ἐπισκεπτῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ πολλοὺς λογίους καὶ θαυμαστὰς τῆς Σκήτης. Ἰδοὺ τί ἐσημείωσε μεταξὺ ἄλλων κατὰ τὸ πρόσφατον παρελθὸν ἐπισκέπτης τῆς Σκήτης, ἐγκωμιάζων αὐτήν· «Ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ ἔξω τοῦ κόσμου· ἐν τῷ Ἄθῳ, καὶ ὑπὸ τὸν Ἄθω, εἰς τοὺς τραχεῖς αὐτοῦ πόδας, τοὺς ὁποίους ἡ μαινομένη θάλασσα ἀποῤῥαπίζει ἀφρίζουσα, ὑψοῦται τῆς ἡσυχίας ἀκρόπολις, ἔνθα τὸ μέγα πάνθεον τῶν ἀζύγων, ἡ Ἱερὰ τῶν Καυσοκαλυβίων Σκήτη. Ἐρημική, βασίλισσα, ἐν τῇ πέτρᾳ τῆς ὑπομονῆς τοὺς πόδας ἀπαρασαλεύτως στήσασα, καὶ τὸ στέμμα αὐτῆς διὰ ἱερῶν λίθων, τῶν κύκλῳ αὐτῆς Καλυβῶν, περιηνθισμένον ἐπιδεικνύουσα, βασιλεύει τῆς ἐρήμου μακρὰν τῶν ὀφθαλμῶν, ζῶσα ἀγνοουμένη, ξένη ἐν τῇ ζωῇ, θαυμαστὴ ἐν τῇ ταπεινώσει, πλατυνομένη ἐν ταῖς θεωρίαις, στενουμένη ἐν τῷ ἀσκητισμῷ. Ἐπὶ τῆς πέτρας καθημένη, καὶ τοὺς πύργους τῆς ψυχῆς αὐτῆς ἐπὶ τῆς πέτρας τῆς πίστεως ἑδράσασα, ἀνυψοῦται τοῖς πτεροῖς τῆς σωφροσύνης, κοιμήσασα τὰ πάθη καὶ τὴν ψυχικὴν λαμπάδα συντηροῦσα ἀνύστακτον· τὰ περικύκλῳ αὐτῆς θάλασσα καὶ φάραγγες καὶ κρημνοὶ καὶ βράχοι. Βράχοι αἰώνιοι βωβοὶ καὶ γαλήνιοι... Καλύβαι τεσσαράκοντα κυκλοῦσι τὴν Σκήτην ὡς στέφανος χρυσοῦς διάλιθος, ἄλλην ἄλλαι ἐκπέμπουσαι ἀστραπὴν φωτὸς καταστράπτοντος τὴν ἔρημον... Καὶ ἰδοὺ σήμερον ἐκ τῆς ἐρημικῆς ταύτης ἐσχατιᾶς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐκ τῶν ἀποκρήμνων χαραδρῶν καὶ σπηλαίων ἀναπηδᾶ πηγὴ ζωῆς ἀθανάτου νάματος, τὴν δίψαν καταστέλλουσα» (Ἀντ. Μουστάκα, ὅπως ἀνωτ. σελ. 24).

8. Τὸ μεγάλο θαῦμα τοῦ Ὁσίου εἰς τὰ Καυσοκαλύβια

Ὁμαλὴ καὶ ἀπρόσκοπτη θὰ ἦταν ἡ ἀνάπτυξις καὶ ἡ πρόοδος τῆς Σκήτης, ἂν ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες οἱ μοναχοὶ δὲν ἀντιμετώπιζαν σοβαρὰ προβλήματα ἀπὸ τὴν ἔλλειψιν τοῦ νεροῦ. Τὸ ζήτημα τῆς λειψυδρίας ἀπασχολοῦσε σοβαρὰ τὸν Ὅσιον καὶ ὅλους τοὺς Πατέρας, οἱ ὁποῖοι ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ ὑδρεύωνται ἀπὸ δεξαμενές, μέσα στὶς ὁποῖες συγκέντρωναν τὸ νερὸ τῆς βροχῆς. Τέτοιες δεξαμενὲς σώζονται μέχρι σήμερα στὶς περισσότερες Καλύβες. Ἀπὸ τὴν λειψυδρίαν πολλοὶ ἀσκηταὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ φύγουν εἰς ἄλλα μέρη.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἔτυχε νὰ ἐπισκεφθῆ τὴ Σκήτη γιὰ νὰ ἡσυχάση, ἕνας τεχνίτης (κτίστης καὶ ὑδραυλικὸς) ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Τιμόθεος. Ὁ Ἀκάκιος τὸν ὑποδέχθηκε ὡς πραγματικὸν ἀπεσταλμένον τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν εὐκαιρίαν αὐτὴν ἀπηύθυνε θερμὴν προσευχὴν πρὸς τὸν Θεὸν γιὰ τὴ συγκεκριμένη αὐτὴ ἀνάγκη. Ἀμέσως θεία ὀπτασία ἀποκαλύπτει εἰς τὸν Ὅσιον ὡρισμένην τοποθεσίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἔπρεπε νὰ ἀναζητήσῃ νερό. Χωρὶς καθυστέρησιν κατευθύνεται πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν εἰδικὸν καὶ ἔμπειρον τεχνίτην. Ἐκεῖ ἐπικαλεῖται καὶ πάλιν τὸ πανύμνητον ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἀπευθυνόμενος εἰς τὸν συνοδόν του εἶπε· Τιμόθεε, ἐδῶ σκάψον καὶ θέλεις εὕρει νερόν, τῇ τοῦ Θεοῦ βοηθείᾳ καὶ χάριτι.

Ὁ Τιμόθεος ἔκπληκτος πρέπει νὰ ἄκουσε τὴν προσταγήν, διότι τὸ ἔδαφος μπροστὰ του δὲν ἦταν παρὰ ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ πέτρες καὶ ὡς εἰδικός, δικαιολογημένα θὰ εἶχε τὶς ἀντιῤῥήσεις του. Ἡ ἐντολὴ ὅμως τοῦ Ἀκακίου δὲν ἄφηνε περιθώρια γιὰ συζήτησιν καὶ καθυστέρησιν. Ὑπάκουσε λοιπὸν καὶ ἄρχισε νὰ σκάπτη συστηματικά, ἀνοίγοντας κτιστὸν μικρὸν λάκκον (λαγούμι). Ἀλλὰ φθόνῳ καὶ ἐπηρείᾳ τοῦ διαβόλου ἔπεσε τὸ λαγούμι, καὶ κτίσας ὁ Τιμόθεος τρεῖς καὶ τέσσερεις φορὲς τὸ λαγούμι, μόλις μὲ τὰς εὐχὰς τοῦ ἁγίου Γέροντος ἐστερέωσε· διότι εἶδε νοερῶς ὁ Ὅσιος τὸν δαίμονα, ὁποὺ ἔκαμνεν ἐμπόδια καὶ τέχνας, διὰ νὰ δυσκολεύσῃ τὸ νερόν· καὶ πηγαίνει ἐκεῖ τὸ ταχὺ καὶ εὑρῆκε τὸν Τιμόθεον καὶ ὅλους τοὺς συνεργάτας του, καὶ ἦταν κατακείμενοι εἰς τὴν γῆν, ὡσὰν παράλυτοι, καὶ νὰ κινηθοῦν δὲν ἠμποροῦσαν. Κάμνει προσευχὴν ὁ Ὅσιος πρὸς τὸν Θεόν, καὶ μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἐδίωξε τὸν πειράζοντα.

Τὸ ἔργον ἐτελείωσε. Καὶ ἰδοὺ τὸ θαῦμα! Ὕδωρ διειδέστατον, ὑγιέστατον καὶ ψυχρότατον ἀναβλύζει ἀπὸ τρεῖς πηγάς... ὁποὺ μέσα εἰς τὸ Ὄρος δὲν εὑρίσκεται καλύτερον...».

Τὸ νερὸ ἦταν τόσο, ὥστε νὰ ἐπαρκῆ γιὰ τὶς ἀνάγκες ὅλων τῶν Καλυβῶν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξασφαλίζη μέχρι σήμερα τὴ λειτουργία νερομύλου ποὺ τόσο ἀπαραίτητος εἶναι στὴ Σκήτη.

Ἀργότερα ἔγινε βαθειὰ ἐκσκαφὴ μέσα στὸ βουνό, κατασκευάσθηκε ὑδραγωγεῖον καὶ μεταφέρθηκε τὸ νερὸ ὣς τὸ μύλο, ἀπ᾿ ὅπου διανεμήθηκε ἄφθονο σὲ ὅλες τὶς Καλύβες. Γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐργασίες εἶχαν διαθέσει ἀργότερα χρήματα ὁ Προηγούμενος καὶ πρώην Μητροπολίτης Ἄρτης Νεόφυτος, ὁ πρώην Μητροπολίτης Λήμνου Ἰωαννίκιος, πολλοὶ εὐλαβεῖς ἀδελφοὶ καὶ πρὸ παντὸς ὁ Προηγούμενος τῆς Λαύρας Νεόφυτος. Ἡ «τριγωνικὴ» αὐτὴ πηγὴ μὲ τὸ ἄφθονο νερό, ἡ ὁποία ὑπῆρξε τὸ κυριώτερο στήριγμα τῆς Σκήτης, διατηρεῖται μέχρι σήμερα σὲ βαθειὰ λιθόκτιστη σήραγγα μὲ τὴν προσωνυμία «Ἁγίασμα τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου».

Ἀργότερα ὅταν κτίσθηκε τὸ Κυριακὸν τῆς σημερινῆς Σκήτης, οἱ Πατέρες ἀπὸ εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Πανάγαθον Θεὸν γιὰ τὸ θαῦμα τῆς ἀνευρέσεως τοῦ νεροῦ, γιὰ τὴν πλούσια αὐτὴ δωρεά, ἀφιέρωσαν τὸν Ναὸν εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ζωοποιοῦ Τριάδος.

Ἡ ἁγιορείτικη παράδοσις ἀναφέρει ὅτι τὸ νερὸ ποὺ ἀρχικὰ ἀνέβλυσε ἀπὸ τὶς τρεῖς πηγές, ἦταν πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι περιγράφεται. Τόσο πολὺ μάλιστα, ὥστε ἡ Παναγία περιώρισε τὴν ποσότητα τοῦ νεροῦ, γιὰ νὰ μὴν παρασυρθοῦν οἱ Πατέρες στὴν ἐκμετάλλευσιν τοῦ ἀναπάντεχου αὐτοῦ πλούτου, μὲ τὴν ἄρδευσιν καὶ καλλιέργειαν τῆς ἄγονης μέχρι τότε γῆς, καὶ παραμελήσουν τὰ πνευματικά τους καθήκοντα.

9. Ἄλλα θαύματα τοῦ ὁσίου Ἀκακίου

α) Προλαμβάνονται διαμάχες

Μεταξὺ τῶν Ἡσυχαστῶν τοῦ 14ου αἰῶνος ποὺ ἔζησαν ἀσκητικὰ στὴν περιοχὴ τῶν Καυσοκαλυβίων, ἦταν καὶ ὁ ὅσιος Νεῖλος ὁ Μυροβλύτης ἀπὸ τὸν Ἅγιον Πέτρον τῆς Κυνουρίας. Οἱ Πατέρες τῆς Σκήτης λέγουν ὅτι τὸ μύρον ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ ὁσίου Νείλου, ἔφθανε ὣς τὴ θάλασσα, ποὺ ἀπέχει διακόσια καὶ πλέον μέτρα ἀπὸ τὸ Σπήλαιόν του. Στὸ μέρος ἐκεῖνο ἔφταναν οἱ καραβοκύρηδες μὲ τὰ καΐκια τους, ἔπαιρναν τὸ μύρον καὶ τὸ πωλοῦσαν στοὺς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορὲς μάλωναν καὶ δέρνονταν ἄσχημα γιὰ τὸ ποιός θὰ πάρη περισσότερο.

Ἐπειδὴ οἱ φιλονικίες κατέληγαν καὶ σὲ ἐγκλήματα, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ξεκίνησε ἀπὸ τὴ Σκήτη καὶ πῆγε στὸ Σπήλαιο τοῦ ὁσίου Νείλου, ὅπου ἦταν καὶ ὁ τάφος του. Ἀφοῦ γονάτισε καὶ προσκύνησε μὲ πόνο στὴν καρδιὰ εἶπε·

«Ὅσιε Πάτερ καὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφὲ Νεῖλε, ἐσὺ ὅλη σου τὴ ζωὴ τὴν πέρασες μὲ ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ πόνους, ποὺ ἐσὺ καὶ ὁ Θεὸς μόνον γνωρίζει· πέρασες στερήσεις καὶ κακουχίες· δὲν ἀγάπησες ποτὲ τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων· ἀγαποῦσες τὴν ἡσυχία· ἤσουν ταπεινὸς καὶ εἰρηνικός· καὶ τώρα μὲ τὸ ἅγιον μύρον, ποὺ σοῦ χάρισε ὁ Θεός, δὲν βλέπεις πόσες φιλονικίες, σκάνδαλα καὶ φονικὰ ἀκόμη γίνονται στοὺς ἀνθρώπους; Σὲ παρακαλῶ, Ὅσιε ἀδελφέ, παρακάλεσε τὸν Θεὸν νὰ σταματήσῃ ἡ δωρεὰ αὐτή, γιὰ νὰ παύσουν τὰ σκάνδαλα».

Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη σταμάτησε ἡ ῥοὴ τοῦ μύρου, ἀλλὰ τὰ ἴχνη τῆς ῥοῆς του ἀπὸ τὰ βράχια ὣς τὴ θάλασσα, διακρίνονται μέχρι σήμερα (Ἀπὸ τὸ βιβλίον «Γεροντικὸν τοῦ Ἁγίου Ὄρους», Μοναχοῦ Ἀνδρέου - Χαραλάμπους Θεοφιλοπούλου, σελ. 167, ἔκδοσις Β´ 1980).

β) Νεαρὸς θεραπεύεται ἀπὸ τὴν κεφαλαλγίαν

Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος χρησιμοποιοῦσε εἰς τὸ Σπήλαιόν του ὡς προσκέφαλον ἕνα ξύλον, ὡς εἶδος σκαμνίου. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἁγιασμένον ξύλον ὁ ἐνάρετος μοναχὸς Μιχαήλ, ἀπὸ τὴ Σύμη τῆς Δωδεκανήσου, ποὺ εἶχε ἀσκητεύσει εἰς τὰ Καυσοκαλύβια πολλὰ χρόνια, ἀπέκοψε ἕνα τεμάχιον καὶ τὸ πῆρε μαζί του στὴν Ἀθήνα, κατὰ τὴν ἐπίσκεψίν του σὲ μιὰ πολὺ εὐσεβῆ χριστιανὴ οἰκοδέσποινα, τῆς ὁποίας ὁ υἱὸς ἔπασχεν ἀπὸ κεφαλαλγίαν. Ὁ πατὴρ Μιχαὴλ ἔβαλε τὸ ξύλον αὐτὸ μέσα εἰς ἕνα ποτήρι νερὸ καὶ ἔδωσε εἰς τὸ ἄῤῥωστο παιδὶ νὰ πιῆ. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Μόλις τὸ παιδὶ ἤπιε, ἀπαλλάχτηκε ἀμέσως ἀπὸ τὴν κεφαλαλγίαν καὶ ἐθεραπεύθη τελείως (Ἀπὸ τὸ βιβλίον «Τὸ Ἅγιον Ὄρος - Ἄθως» Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Μουστάκα, σελ. 15, Ἀθῆναι 1957).

γ) Μακροχρόνια ἀῤῥώστια θεραπεύεται

Ὁ κύριος Γ.Κ. ἀπὸ τὴν Κόρινθον μὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Γέροντα τοῦ Σπηλαίου τοῦ ὁσίου Ἀκακίου γράφει·

Ἐν Κορίνθῳ τῇ 31ῃ (18) Ἰανουαρίου 1981

Σεβαστὲ Γέροντα,

Εὔχομαι ἡ ἐπιστολή μου νὰ σᾶς εὕρῃ μὲ ὑγεία, χαρὰ καὶ εἰρήνη Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Στὸ περιβόλι τῆς Παναγίας μας ἔχω ἔρθει δέκα ὀκτὼ φορὲς καὶ δύο φορὲς στὸ κελλὶ σας, τὴν τελευταία φορὰ τὸν Σεπτέμβριον τοῦ 1980, ὁπότε καὶ παρεκάλεσα τὸν Ἅγιο Ἀκάκιο, ἐγὼ ὁ ἀνάξιος καὶ ἔταξα τρεῖς λαμπάδες, γιὰ νὰ κάνη καλὰ τὴ σύζυγό μου Ἑλένη, ποὺ ὑποφέρει εἴκοσι χρόνια ἀπὸ φρικτοὺς πονοκεφάλους (ἡμικρανίες) καὶ τελευταῖα εἶχε φθάσει στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου μὲ λιποθυμίες, καρδιακὲς κρίσεις κ.λπ. ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς πονοκεφάλους καὶ τὴν κατάχρησιν παυσίπονων φαρμάκων. Δόξα τῷ Θεῷ, εὐδόκησε ὁ Κύριος διὰ τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου καὶ ἀπὸ τὸν περασμένο Νοέμβριο 1980 ἔγινε καλά. Ἔφυγαν οἱ φρικτοὶ πόνοι μετὰ ἀπὸ εἴκοσι χρόνια.

Ἐσωκλείστως σᾶς στέλνω πεντακόσιες δραχμὲς γιὰ τρεῖς λαμπάδες καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ τὶς ἀνάψετε ἐμπρὸς στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου.

Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας,
Γ.Κ., Κύπρου 8 – Κόρινθος

(«Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης», Γεωργίου Μηλίτση, διδασκάλου, Τρίκαλα 1986, σελ. 47).

10. Ἐξέχοντα πρόσωπα ἐπισκέπτες τοῦ ὁσίου Ἀκακίου

Μεταξὺ τῶν προσωπικοτήτων ποὺ ἐπισκέφθηκαν τὸν ὅσιον Ἀκάκιον εἰς τὸ Σπήλαιὸν του συγκαταλέγονται καὶ οἱ ἑξῆς·

α) Ὁ σοφώτατος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος (1707-1731), ὁ ἐπιφανέστερος λόγιος τῆς Ἀνατολῆς κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην. Ὁ Πατριάρχης εἶχε ἐπισκεφθῆ τὸ Ἅγιον Ὄρος, πραγματοποιώντας προσκυνηματικὴ περιοδεία εἰς τὰ μοναστήρια. Μὲ τὴν εὐκαιρίαν αὐτὴν εἶχε γράψει καὶ τὸν κατάλογον τῶν σπουδαιοτέρων χειρογράφων τῶν μοναστηριῶν, τὰ ὁποῖα ἐδημοσιεύθησαν ὑπὸ τοῦ Κ. Σάθα εἰς τὴν «Μεσαιωνικὴν Βιβλιοθήκην» του, Α´ τόμος, σελ. 273-284. Πολλὰ ἀπὸ τὰ χειρόγραφα αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν σήμερα.

Δὲν εἶχε τελειώσει τὴν περιοδείαν του ὁ Πατριάρχης, ὅταν ἡ φήμη τοῦ Ἀκακίου τὸν ὡδήγησε εἰς τὴν Σκήτην τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἐπισκέφθηκε λοιπὸν τὸν Ἀκάκιον εἰς τὸ Σπήλαιόν του, γιὰ νὰ τὸν γνωρίση ἀπὸ κοντά. «Ἔφθασε μάλιστα ἐκεῖ μὲ πολλὴν προθυμίαν καὶ ἀνταμώσας αὐτὸν καὶ πολλὰ ἀπόῤῥητα ἐρωτήσας ἐθαύμασε τὴν ὑψηλήν του διάκρισιν καὶ τὴν θαυμαστὴν καὶ ἁγίαν του πολιτείαν· καὶ εὐφρανθεὶς ἐκ τῶν καλῶν λόγων του, ἐκήρυττε πανταχοῦ λέγων· «Εἶδον ἄλλον Προφήτην Ἠλίαν καὶ Βαπτιστὴν Ἰωάννην, εἶδον περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἤκουον». Ἐδόξαζε δὲ τὸν Θεόν, ὅτι εἰς τοιούτους καιροὺς εὑρίσκεται τοιοῦτος ἄνθρωπος πεπροικισμένος διὰ τόσων λαμπρῶν ἀρετῶν».

Ἡ γνώμη αὐτὴ τοῦ συνετοῦ ἱεράρχου δὲν εἶναι ὑπερβολική. Τὸ διαπιστώνει κανείς, ἂν μελετήσῃ μετὰ προσοχῆς τὸν βίον τοῦ ὁσίου Ἀκακίου.

β) Ὁ γνωστὸς Ῥῶσσος συγγραφεὺς τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Βασίλειος Βάρσκιϊ (Βάρσκης). Αὐτὸς ἐπισκέφθηκε στὶς 25 Ὀκτωβρίου 1725 τὸν Ἀκάκιον εἰς τὸ σπήλαιὸν του καὶ σχετικὰ μὲ τὴν ἐπίσκεψιν αὐτὴν ἔγραψε·

«Ἐπεσκέφθην ἕνα Γέροντα, πρῶτον μεταξὺ τῶν Πατέρων τῆς Σκήτης, καὶ διενυκτέρευσα παρ᾿ αὐτῷ. Ὀνομάζεται Ἀκάκιος, ὅστις τιμᾶται ὑπὸ τῶν ἐν Ἄθῳ διὰ τὴν ἀρετὴν καὶ εἶναι πρῶτος μεταξὺ τῶν ἀσκητευόντων, καὶ ἤκουσα ὅτι ἔχει χάρισμα προορατικόν. Ἐκάθητο τότε, εἰς τὸ σπήλαιον τοῦ ἁγίου Μαξίμου» (Εὐλ. Κουρίλα, Ἱστ. Ἀσκητισμοῦ, σελ. 67).

γ) Ἄλλη ἐπίσκεψις πραγματοποιήθηκε εἰς τὸ Σπήλαιον ἀπὸ δυσπιστοῦντα λόγιον τῆς ἐποχῆς, τὸν Θεοδώρητον, ὁ ὁποῖος «ἀμφιβάλλων εἰς τὰ παρὰ πολλῶν περὶ Ἀκακίου λεγόμενα, ἴσως καὶ περὶ τῶν πάλαι Ὁσίων ἱστορούμενα, διότι πολλοὺς χρόνους εἰς τὰς ἐν Εὐρώπῃ Ἀκαδημίας διέτριψεν, αἵτινες ἀπιστοῦσιν εἰς τὰ τῶν Ἁγίων ἱστορούμενα θαύματα, ἦλθεν ἐξεπίτηδες ἰδεῖν ἂν τὰ περὶ Ἀκακίου ἀληθεύωσιν, καὶ μείνας παρὰ τῷ Ὁσίῳ, καὶ διὰ πείρας γνοὺς τὴν ἀλήθειαν ὑπέστρεψε κήρυξ μεγαλόφωνος... Ἠρώτα αὐτὸν ὡς Προφήτην περὶ πολλῶν, διότι ἔβλεπεν ὁ Ὅσιος τὰ ἔσω ἑκάστου ἀπόκρυφα διανοήματα, καὶ μέλλοντα γενέσθαι, ὡς παρόντα» (Τοῦ ἰδίου, Ἱστορία Ἀσκητισμοῦ, σελ. 80).

Ὁ ἴδιος λόγιος εἰς ἄλλο σημεῖον ἀναφέρει· «Ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς αὐτοῦ καὶ ἡ θεόθεν δοθεῖσα χάρις τοῦ προγνωστικοῦ εἵλκυσε πολλούς, καὶ οὐκ ἐκ τοῦ Ὄρους ὠφελείας χάριν ἀλλὰ καὶ μακρόθεν... Οὗτος ἔδειξε τὴν κεκρυμμένην πηγὴν τοῦ ὕδατος καὶ τὴν ἑπομένην τῆς Σκήτης κατάστασιν» (Ἱστορία Ἀσκητισμοῦ, σελ. 76).

δ) Δύο ἀκόμη Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχαι συγκαταλέγονται μεταξὺ τῶν ἐξεχόντων ἐπισκεπτῶν τοῦ Σπηλαίου τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ἀρκετὰ χρόνια μετὰ τὴν κοίμησίν του·

1) Ὁ Πατριάρχης Ἰωακεὶμ ὁ Γ´, ὁ ὁποῖος ἔτρεφε ἰδιαίτερη συμπάθεια καὶ προτίμησιν πρὸς τοὺς Πατέρας τῆς Σκήτης. Ὁ ἴδιος ποικιλοτρόπως ἐξεδήλωσε τὸ ἔμπρακτον ἐνδιαφέρον του διὰ τὴν Σκήτην τῶν Καυσοκαλυβίων.

2) Ὁ Πατριάρχης καὶ Ἐθνομάρτυς Γρηγόριος ὁ Ε´, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς δεκαετοῦς παραμονῆς του εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐκτὸς τῶν ἄλλων περιοχῶν, ἐπισκεπτόταν συχνὰ καὶ προσκυνοῦσε εἰς τὸ ἡσυχαστήριον καὶ εἰς τὸ Σπήλαιον τοῦ ἁγίου Ἀκακίου.

11. Ὁσιομάρτυρες ὑποτακτικοὶ τοῦ Ἀκακίου

Ἡ ζωὴ καὶ τὰ μαρτύρια τῶν Ὁσιομαρτύρων στὴν Τουρκοκρατούμενη Πατρίδα μας καλύπτουν μιὰ περίοδο τεσσάρων αἰώνων (1453-1821). Μὲ τὴ θυσία καὶ τὸ αἷμα των οἱ Ὁσιομάρτυρες ἐστερέωσαν τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ ἀνεδείχθησαν παραδείγματα ὑπομονῆς καὶ καρτερίας διὰ τοὺς ὑποδούλους ἀδελφούς των, οἱ ὁποῖοι ἐστέναζον κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸν τῶν τυράννων. Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι καὶ τρεῖς ὑποτακτικοὶ τοῦ Ἀκακίου· Ῥωμανός, Νικόδημος καὶ Παχώμιος. Εἶχαν ἀποφασίσει νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστιν των ἐνώπιον τῶν τυράννων καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν δρόμον τοῦ φοβεροῦ μαρτυρίου. Πρὸς τοῦτο ἐπισκέφθηκαν τόπους ἱερούς, ἔζησαν σὲ μοναστήρια καὶ Σκῆτες καὶ ἀσκήθηκαν κοντὰ σὲ μοναχοὺς καὶ σεβαστοὺς Πατέρας. Κατὰ τὸ τελευταῖον ὅμως καὶ κρισιμώτερον στάδιον τῆς «δοκιμασίας» των ἔπρεπε νὰ καταφύγουν εἰς τὸν «ἀλείπτην μαρτύρων», ὅπως ἀποκαλοῦσαν τὸν εἰδικὸν καὶ τὸν πλέον ἔμπειρον πνευματικὸν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Πλησίον του ἔπρεπε νὰ ὁλοκληρωθῆ ἡ τελικὴ φάσις τῆς προετοιμασίας.

Στὴν περίπτωσιν τῶν τριῶν Ὁσιομαρτύρων ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὑπῆρξε ὁ πλέον κατάλληλος καὶ ἐνδεδειγμένος. Τὸν ἀνεζήτησαν εἰς τὰ Καυσοκαλύβια, ἀλλὰ καθένας εἰς διαφορετικὸν χρόνον. Ἐμαθήτευσαν πλησίον του καὶ ἀσκήθηκαν ὑπομονητικὰ μαζί του. Καὶ ἐκεῖνος μὲ τὴν πεῖρα του, τὴν καθοδήγησιν καὶ τὶς συμβουλές του ἔγινε ὁ καλύτερος συμπαραστάτης καὶ βοηθός των.

«Ὁ λόγος αὐτοῦ ἦτο μὲν ἁπλοῦς, ἀλλ᾿ ἅλατι ἠρτυμένος· ἁπλοῦς τῇ φράσει, ἀλλὰ μεστὸς τῇ διανοίᾳ, χαριτωμένος καὶ μελισταγής, πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως. Συνήρπαζεν, ὅταν ὡμίλει ὁ Ὅσιος, καὶ ἐνεθουσίαζε ἐνσταλάζων εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀκούοντος τὴν δύναμιν τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πίστεως...» (Εὐλογίου Κουρίλα - Λαυριώτου, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, σελ. 83).

Πλησίον τοῦ Ἀκακίου ὁ Ῥωμανὸς παρέμεινε «χρόνον ἱκανόν», ὁ Νικόδημος μικρὸν χρονικὸν διάστημα καὶ ὁ Παχώμιος ἕξι χρόνια. Ἀπὸ τὴν ἄποψιν αὐτὴ οἱ δύο θεωροῦνται Καυσοκαλυβῖται, ἀλλὰ καὶ ὁ Νικόδημος ἀπὸ τὰ Καυσοκαλύβια ἔφυγε διὰ τὸ μαρτύριον. Πλησίον τοῦ Ἀκακίου ἔζησαν τὴ συγκλονιστικώτερη περίοδο τῆς ζωῆς των· μὲ τὶς εὐχὲς δὲ καὶ τὶς εὐλογίες τοῦ ἰδίου ἀνεχώρησαν καθένας διὰ τὸν τόπον εἰς τὸν ὁποῖον ἔμελλε νὰ μαρτυρήση. Εἶχαν συνδεθῆ τόσον στενὰ μὲ τὸ πρόσωπόν του, ὥστε ὁ βίος των νὰ ἀποτελῆ τμῆμα ἀναπόσπαστον τῆς ζωῆς τοῦ Ὁσίου. Ἔπειτα, οἱ ἴδιοι ὡς μαθηταὶ καὶ ὑποτακτικοί του, ἀποτελοῦν τὴν καλύτερη μαρτυρία τῆς θείας χάριτος καὶ τῆς ἀκτινοβολούσης ἁγιότητος τοῦ διδασκάλου των, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τῆς Γραφῆς· «ἕκαστον γὰρ δένδρον ἐκ τοῦ ἰδίου καρποῦ γινώσκεται» (Λουκ. στ´ 44).

α) Ὁ ὁσιομάρτυς Ῥωμανὸς

Ὁ βίος τοῦ ὁσιομάρτυρος Ῥωμανοῦ ἐγράφη ἀπὸ τὸν Ἰωνᾶν τὸν Καυσοκαλυβίτην, μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ὅπως ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Ἰωνᾶς ὁμολογεῖ, καθὼς ἀπὸ τὸ ἅγιον στόμα ἤκουσα τοῦ Πατρός μου καὶ Γέροντος νὰ μοῦ διηγῆται ἕνα πρὸς ἕνα τοῦ μάρτυρος τὰ ἀγωνίσματα.

Ὁ Ῥωμανὸς γεννήθηκε στὸ Καρπενῆσι. Οἱ γονεῖς του ἦταν πτωχοὶ καὶ ἀγράμματοι, ἀλλὰ εὐσεβεῖς χριστιανοί. Δὲν κατώρθωσαν νὰ μορφώσουν τὸν Ῥωμανὸν καὶ τὸν ἔκαμαν βοσκὸν στὰ πρόβατά τους. Φρόντισαν ὅμως καὶ τοῦ ἔδωσαν χριστιανικὴ ἀνατροφή.

Ὅταν ἐνηλικιώθηκε πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἀπὸ κεῖ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ στὴ Μυτιλήνη. Ἐπισκέφθηκε ἀκόμη τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἀξιώθηκε νὰ προσκυνήσει τὸν Ἅγιο Τάφο τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σάββα ὅπου παρέμεινε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Ἐκεῖ ἔμαθε γιὰ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Μαρτύρων, γιὰ τὰ βάσανα, τὶς θλίψεις καὶ τὰ δεινὰ ποὺ ὑπέμεναν γιὰ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ μὲ τὰ ὁποῖα βραβεύονται στὴ μέλλουσα ζωή. Αὐτὰ τὰ αἰώνια ἀγαθὰ ἄρχισε νὰ ὀνειρεύεται καὶ ἐκεῖνος καὶ γιὰ νὰ τὰ ἐξασφαλίση, ἀναζητοῦσε ἐπίμονα τὸν μαρτυρικὸν θάνατον.

Μὲ τὸν πόθο καὶ τὴ λαχτάρα τοῦ μαρτυρίου ἐπέστρεψε στὴν τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα καὶ ἐπισκέφθηκε τὴ Χίο καὶ τὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἐκήρυττε εἰς τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον τοῦ πασᾶ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ὡς τὴν μόνην ἀληθινὴν καὶ τὸν Χριστὸν ὡς τὸν ποιητὴν τοῦ παντὸς καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Τὴν δὲ πίστιν τῶν Ἀγαρηνῶν ματαίαν καὶ τὸν Προφήτην τους, ψεύτην, ἀπατεῶνα καὶ κατοικητήριον τοῦ διαβόλου.

Συνελήφθη τότε ἀπὸ τοὺς Τούρκους οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν ἐβασάνισαν ἀρκετά, πῆραν τὴν ἀπόφασιν νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν.

Ἕνας πλοίαρχος Ἕλληνας ποὺ παρευρέθηκε στὰ βασανιστήρια, παρεκάλεσε τοὺς Τούρκους νὰ παραδώσουν εἰς αὐτὸν τὸν Ῥωμανὸν γιὰ νὰ τὸν χρησιμοποιήση ὡς κωπηλάτην εἰς τὸ πλοῖον του, ἰσχυριζόμενος ὅτι, «ἡ διὰ τοῦ βίου κωπηλασία εἶναι τὸ χειρότερον μαρτύριον» (Εὐλ. Κουρίλα, Ἱστ. Ἀσκητισμοῦ, σελ. 84). Οἱ Τοῦρκοι ἐπείσθησαν καὶ ἀφοῦ ἔλαβον ἕνα σημαντικὸν ποσὸν χρημάτων, παρέδωσαν τὸν Ῥωμανὸν εἰς τὸν πλοίαρχον. Ἐλεύθερος πλέον ὁ Ῥωμανὸς καταφεύγει στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀναζητεῖ τὸν Ἀκάκιον στὰ Καυσοκαλύβια καὶ παραμένει ἐκεῖ ἀρκετὸν χρόνον ὡς ὑποτακτικός του, ἀγωνιζόμενοι ὁμοῦ ὑπερανθρώπως ὡς ἄσαρκοι.

Ὁ ζῆλος του ὅμως πρὸς τὸ μαρτύριον δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἡσυχάση καὶ ἐφέρετο ὡσὰν ξένος τῆς παρούσης ζωῆς καὶ ὅλον τὸ μαρτύριον ἐφαντάζετο νύκτα καὶ ἡμέραν.

Ἀπεφάσισαν λοιπὸν μὲ τὸν Ἀκάκιον, νὰ νηστεύσουν πολλὲς ἡμέρες, παρακαλώντας συγχρόνως τὸν Θεὸν νὰ τοὺς ἀποκαλύψη τὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου. Πράγματι, ἀπεκαλύφθη εἰς αὐτούς, πὼς εἶναι θέλημα Θεοῦ καὶ ὅτι ὁ Ῥωμανὸς θέλει τελειώσει καλῶς τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτύριον.

Τότε μεταξὺ Ῥωμανοῦ καὶ Ἀκακίου ἔγινε συμφωνία μὲ τὸν ἑξῆς ὅρον· Ὅταν ὁ Ῥωμανὸς δεχθῇ τὸ μαρτύριον, νὰ πρεσβεύη εἰς τὸν Θεὸν γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ Γέροντος. Καὶ ὁ Ἀκάκιος πάλιν νὰ παρακαλῆ ἀκατάπαυστα τὸν Θεὸν διὰ τὸν Ῥωμανόν, ἕως ὅτου τελειώσει καλῶς τὸν ἀγῶνα καὶ ἀξιωθῆ τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου.

Συμφώνησαν ἀκόμη νὰ μείνη ὁ ὅσιος Ἀκάκιος εἰς τὸ Σπήλαιόν του ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἔπειτα ἐδέξατο παρ᾿ αὐτοῦ τὸ μέγα καὶ ἀγγελικὸν σχῆμα τῶν μοναχῶν τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς. Καὶ ἀποχαιρετώντας ὅλους τοὺς Πατέρας τῆς Σκήτης ἀνεχώρησε μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Γέροντος διὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἐκεῖ παρουσιάσθηκε εἰς τὸν Βεζύρην καὶ ἐκεῖνος τὸν παρέδωσε εἰς τοὺς βασανιστάς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὑπεβλήθη σὲ πολλὰ καὶ φρικτὰ βασανιστήρια, τὰ ὁποῖα ὑπέμεινε ἀγόγγυστα. Τέλος ἀπετμήθη τὴν ἁγίαν κεφαλὴν καὶ ἔλαβε χαίρων τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου, τῇ δεκάτῃ ἐνάτῃ (19ῃ) τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου κατὰ τὸ 1694 ἔτος ἀπὸ Χριστοῦ.

Μετὰ τὴν ἀναχώρησιν ὅμως τοῦ Ῥωμανοῦ, ἄγνωστον διὰ ποῖον λόγον, ὁ Ἀκάκιος ἔφυγε ἀπὸ τὸ Σπήλαιον καὶ πῆγε στὸ Κάθισμα4 τοῦ ὁσίου πατρὸς Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, ποὺ βρίσκεται ἐπάνω ἀπὸ τὴ Σκήτη. Ἐκεῖ κατὰ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς ἦλθε εἰς ἔκστασιν καὶ εἶδε τὸν ὁσιομάρτυρα Ῥωμανόν, λευκοφορεμένον καὶ περιβεβλημένον μὲ δόξαν θεϊκὴν καὶ τὸ πρόσωπόν του νὰ ἀκτινοβολῆ καὶ νὰ λάμπη περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιον. Ὅμως, ἀπέστρεφε τὸ πρόσωπον ἀπὸ τὸν Γέροντα καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἰδῆ. Μὲ τὴν στάσιν του αὐτὴ ἔδειχνε σὰν νὰ τὸν κατηγοροῦσε, ἐπειδὴ ἔφυγε ἀπὸ τὸ Σπήλαιον παραβαίνοντας ἔτσι τὴ συμφωνία ποὺ εἶχαν κάμει.

Τότε ὁ Ἀκάκιος ἄρχισε νὰ παρακαλῆ τὸν Ῥωμανὸν νὰ τὸν κοιτάξη μὲ πρόσωπο χαρούμενο καὶ νὰ τὸν συγχωρήσῃ γιὰ τὸ σφάλμα ποὺ ἔκαμε. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἄκουσε καὶ ἔγινε ἄφαντος. Ὁ Ἀκάκιος ἐφοβήθηκε τὴν αὐστηρότητα τοῦ Ῥωμανοῦ, ἀλλὰ συνῆλθε ἀμέσως καὶ ἐπέστρεψε εἰς τὸ Σπήλαιον. Ἔγινε μάλιστα, πρὶν ἀποχωρισθοῦν, μεταξύ τους διάλογος, ὁ ὁποῖος κατὰ λέξιν ἔχει ὡς ἑξῆς· Ῥωμανός· «Ἐπίστρεψον εἰς τὸ σπήλαιον· πολλοὶ γὰρ διὰ σοῦ σωθήσονται· ἡμεῖς δ᾿ ἐσόμεθα κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν, ἀχώριστοι».

(Νὰ ἐπιστρέψης εἰς τὸ Σπήλαιόν σου· διότι ἀπὸ σένα πολλοὶ θὰ εὕρουν τὴν σωτηρίαν τους. Ἡμεῖς δὲ θὰ εἴμεθα ἀχώριστοι σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσιν ποὺ ἐδώσαμε).

Ἀκάκιος· «Εἰ τῷ Κυρίῳ καὶ σοὶ Ἅγιε οὕτως ἔδοξεν, ἐπιστρέφομαι, ἔσομαι δὲ ἀρωγὸς ἐπὶ πᾶσι καὶ πρέσβυς πρὸς Κύριον».

(Ἐὰν ὁ Κύριος καὶ σὺ Ἅγιε, ἀποφασίσατε ὅτι ἔτσι πρέπει νὰ πράξω, ἐπιστρέφω καὶ πάλιν εἰς τὸ Σπήλαιον. Θὰ εἶμαι δὲ βοηθὸς εἰς ὅλους καὶ μεσίτης πρὸς τὸν Κύριον - Ἱερομονάχου Ἀντων. Μουστάκα, Ἡ ἐν τῷ ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω, Ἱερὰ Σκήτη τῆς Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων, σελ. 49-50, Ἅγιον Ὄρος, 1964).

Ἀργότερα ὁ Ἀκάκιος εἶδε τὸν ὁσιομάρτυρα Ῥωμανὸν πολλὲς φορὲς καὶ -ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε- τὸν ἔβλεπε περιβεβλημένον μὲ τὴν ἴδια δόξα καὶ ὅτι στὶς δύσκολες ὧρες, στὶς θλίψεις καὶ στοὺς πειρασμούς, αὐτὸς τὸν παρηγοροῦσε πάντοτε καὶ τὸν ἐνθάῤῥυνε μὲ λόγους «χαρωπούς».

β) Ὁ ὁσιομάρτυς Νικόδημος

Ὁ Νικόδημος κατήγετο ἀπὸ τὸ Ἐλβασὰν τῆς Ἀλβανίας. Τὸ κοσμικόν του ὄνομα ἦταν Δέδες ἢ Δάδας. Οἱ γονεῖς του καὶ ὁ ἴδιος ἦταν χριστιανοί. Παντρεύτηκε τέσσερις φορὲς καὶ γιὰ χάριν τῆς τέταρτης γυναίκας του ἀρνήθηκε τὴν πίστιν του. Ἔγινε τόσο ἀσεβής, ὥστε ἐξηνάγκασε καὶ τὰ παιδιά του νὰ ἀλλαξοπιστήσουν. Ἕνα ὅμως ἀπὸ τὰ παιδιά του, μὲ τὴ βοήθεια μερικῶν χριστιανῶν, ἔφυγε κρυφὰ καὶ πῆγε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ ἀποστάτης πατέρας προσπαθοῦσε νὰ μάθῃ ποῦ πῆγε τὸ παιδί του, γιὰ νὰ τὸ ἐξαναγκάση καὶ αὐτὸ νὰ ἀλλάξη τὴν πίστιν του. Ὅταν ἔμαθε ὅτι βρίσκεται εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔφυγε βιαστικὰ πολὺ θυμωμένος καὶ μὲ κακὸν σκοπόν, τόσον διὰ τὸν υἱόν του, ὅσον καὶ διὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ τὰ μοναστήρια.

Ἀλλὰ ὅταν ἔφθασε εἰς τὸ Ὄρος, τὰ πράγματα ἄλλαξαν. Ἐκεῖ συναντήθηκε μὲ τὸν υἱὸν του καὶ ἀντὶ νὰ τὸν κάμη ἄπιστον, ἀσπάσθηκε καὶ πάλιν ὁ ἴδιος τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Ἐπισκέφθηκε τότε τὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὅπου ὑποτάχθηκε εἰς τὸν Γέροντα Φιλόθεον καὶ ἔλαβε τὸ σχῆμα τοῦ μοναχοῦ μὲ τὸ ὄνομα Νικόδημος. Ἡ μετάνοιά του ἦταν τόσο εἰλικρινὴς ὥστε, ἔκαμε τρεῖς χρόνους, καταθλίβων καὶ παιδεύων ἄσπλαχνα τὸν ἑαυτόν του, μὲ νηστεῖες, μὲ ἀγρυπνίες, μὲ χαμαικοιτίες καὶ ὁλονυκτίους δεήσεις, μὲ πολλὲς γονυκλισίες καὶ μὲ παντοτεινὰ δάκρυα παρακαλώντας τὸν φιλεύσπλαχνον Θεὸν νὰ τοῦ συγχωρήσῃ τὸ μέγα παράπτωμα τῆς ἀρνήσεως.

Ἀξιώθηκε μάλιστα νὰ ἰδῆ τὴν Θεοτόκον, ἡ ὁποία τοῦ προσέφερε ποτήριον, τὸ ποτήριον τοῦ μαρτυρίου. Ἀπὸ τότε οἱ ἀγῶνες του ἔγιναν πιὸ σκληροί. Εἶδε μάλιστα καὶ μιὰ ὀπτασία, ὅτι βρισκόταν εἰς τὸν Παράδεισον καὶ ἐθαύμαζε τὴν ὡραιότητα αὐτοῦ.

Ἀπὸ τοὺς Πατέρας εἶχε ἀκούσει ὅτι ὅποιος ἀρνηθῆ τὸν Χριστὸν ἐνώπιον ἀνθρώπων, γιὰ νὰ ἐξιλεωθῆ, ἔπρεπε μετανοώντας νὰ ὁμολογήση καὶ πάλιν τὴν πίστιν του ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι, ἀπεφάσισε νὰ φθάση εἰς τὸ μαρτύριον. Ἄκουσε ἀκόμη καὶ διὰ τὸν ὅσιον Ἀκάκιον καὶ σκέφθηκε ὅτι ἔπρεπε νὰ τὸν συμβουλευθῆ σχετικὰ μὲ τὴν ἀπόφασὶν του, καὶ νὰ λάβη τὴν εὐχήν του. Χωρὶς νὰ χάση καιρὸ ζητᾶ τὴν ἄδεια καὶ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντος Φιλοθέου καὶ σπεύδει στὰ Καυσοκαλύβια, διὰ νὰ συναντήσῃ τὸν Ἀκάκιον. Μόλις ἀντίκρυσε τὸν Ὅσιον, ἔπεσε στὰ πόδια του «κλαίων καὶ ὀδυρόμενος ὥραν πολλήν». Ὁ Ἀκάκιος τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ἐσήκωσε ἐπάνω, τὸν ἐφώναξε στὸ ὄνομά του (χωρὶς κὰν νὰ τὸν γνωρίζη) καὶ ἄρχισε νὰ τὸν παρηγορῆ, μιλώντας τον γιὰ τὴ σωτηρία του.

Ἔπειτα, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἀπομακρύνθηκε διὰ νὰ προσευχηθῆ λίγη ὥρα. Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ του ὅσοι εὑρέθηκαν ἐκεῖ, εἶδαν ἕνα φῶς, ὡσὰν ἀστέρι νὰ κατεβαίνη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ εἰς τὸν Ἀκάκιον καὶ νὰ λάμπη τὸ πρόσωπόν του, ὅπως ὁ ἥλιος. Ἐστράφηκε τότε πρὸς τὸν Νικόδημον καὶ τοῦ ἀπηύθυνε λόγον μυστικόν. Ἀμέσως, ἐξαφανίσθηκε ἡ λάμψις ἀπὸ τὸν Ὅσιον καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ Νικοδήμου ἐπλημμύρισε ἀπὸ βαθειὰ εὐλάβεια καὶ ζωηρὴ συγκίνησιν. Συγκλονίσθηκε ἀπὸ τὴν παρουσία τῆς θείας χάριτος καὶ ἀκούσθηκε μιὰ δυνατὴ καὶ διαπεραστικὴ κραυγὴ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του. Καὶ κατεβαίνοντας πιὸ κάτω ἀπὸ τὸ Σπήλαιον, ἔκλαυσε πικρῶς καὶ γοερῶς ὥραν πολλήν.

Ἐπιστρέφοντας ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀκάκιον τὴν ἄδειαν καὶ τὴν εὐχήν του νὰ βαδίση τὸν δρόμον ποὺ θὰ τὸν ὡδηγοῦσε εἰς τὸ μαρτύριον. Ὁ Ὅσιος τοῦ εὐχήθηκε καὶ τοῦ ἔδωσε στὰ χέρια του μίαν ῥάβδον λέγοντας· «Πήγαινε μὲ αὐτὴν τὴν ῥάβδον ἐμπρὸς εἰς τὸν πασᾶν καὶ μὲ τὴν βοήθειαν καὶ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ θέλεις τελειώσει καλῶς τὸ μαρτύριον».

Ὁ Νικόδημος πῆρε τὴ ῥάβδο ὡσὰν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐνισχυμένος ἀπὸ τὶς εὐχὲς τοῦ Γέροντος, ἔνιωσε νὰ φλογίζεται ἡ ψυχή του ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου.

Ἦταν ἕτοιμος νὰ ἀναχωρήσῃ. Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν ἐξαντλημένος ἀπὸ τὶς πολλὲς νηστεῖες καὶ κακοπάθειες, ἐζήτησε τὴν ἄδεια νὰ φάη καὶ νὰ πιῆ, γιὰ νὰ ἀνθέξη στὴν πεζοπορία. Ὁ Ὅσιος ὅμως τοῦ εἶπε· «Ἀδελφέ, τώρα μάλιστα σοῦ χρειάζεται περισσότερη νηστεία, ὁποὺ θὰ ἀγωνισθῆς τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ τελευταῖον ἀγῶνα· μόνον πήγαινε ὅσον δύνασαι, καὶ ὁ Δεσπότης μας ὁποὺ εἶπεν, 'όὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνον ζήσεται ἄνθρωπος', αὐτὸς θέλει σὲ δυναμώσει νὰ πηγαίνης τὴν στράταν σου χωρὶς κόπον».

Καὶ ὁ Νικόδημος ἀπήντησε· «Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς δι᾿ εὐχῶν σου Πάτερ ἅγιε, νὰ κάμη τὸ ἔλεός σου εἰς ἐμέ, καὶ νὰ μὲ ἀξιώση τῆς καλῆς σου ὁμολογίας, πλὴν φοβοῦμαι τὸν πονηρὸν δαίμονα».

Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ὅσιος· «Τὸν Θεὸν νὰ φοβῆσαι καὶ ὄχι τὸν δαίμονα τὸν ἀδύνατον, ὁποὺ δὲν ἔχει καμμίαν ἐξουσίαν εἰς ἡμᾶς ἀπὸ λόγου του. Ἔχε εἰς τὸν Χριστὸν ὅλον σου τὸ θάῤῥος, ὁ ὁποῖος θέλει σὲ δυναμώσει καὶ τὸν δαίμονα νὰ νικήσης, καὶ ὑπὲρ αὐτοῦ νὰ μαρτυρήσης».

Ὁ Νικόδημος πλημμυρισμένος ἀπὸ δάκρυα χαρᾶς πέφτει καὶ ἀσπάζεται τὰ πόδια τοῦ Γέροντος καὶ παίρνοντας τὴν ῥάβδον καὶ τὴν εὐχήν του ἑτοιμάσθηκε νὰ φύγῃ. Ἀλλὰ πρὶν ἀναχωρήσῃ διὰ τὸ μαρτύριον, παρουσιάσθηκε ὁ Χριστὸς εἰς τὸν ἴδιον καὶ τοῦ ἐφανέρωσε ὅλα ὅσα ἐπρόκειτο νὰ ἐπακολουθήσουν.

Σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες ὁ ἐξωμότης ἔπρεπε νὰ πάη εἰς τὸν τόπον ὅπου ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸν καὶ νὰ ἀρνηθῆ πάλιν ἐκεῖ τὴν νέαν θρησκείαν ποὺ ἐδέχθη· νὰ ὁμολογήση τὴν πίστιν του εἰς τὸν Χριστὸν καὶ μὲ τὴν ὁμολογία του αὐτὴ νὰ χύση τὸ αἷμα του καὶ νὰ ἀποθάνη. Πεζοπορώντας ὁ Νικόδημος ἔφθασε στὴν πατρίδα του, στὸ Ἐλβασὰν τῆς Ἀλβανίας. Ἐκεῖ τὸν ἐγνώρισαν οἱ ἄπιστοι καὶ τὸν ὡδήγησαν εἰς τὸν πασᾶν, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νὰ τὸν ἀνακρίνη. Ἀλλὰ ὅταν διεπίστωσε ὅτι ὁ Νικόδημος παραμένει σταθερὸς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, διέταξε καὶ τὸν ἔῤῥιψαν ἀπὸ τὸ σαράγι, καὶ μάλιστα ἀπὸ ἀρκετὸν ὕψος. Καὶ ὢ τῶν θαυμασίων Σου Χριστέ! ὡσὰν ἀετὸς κατέβαινε εἰς τὸν ἀέρα καὶ ὄρθιος ἐστάθη εἰς τὰ πόδια του.

Ἀμέσως ἀνέβηκε ἐπάνω στὸ σαράγι καὶ παρουσιάσθηκε καὶ πάλιν εἰς τὸν πασᾶν. Ἐκεῖνος, ὅταν τὸν εἶδε, ἐτρόμαξε καὶ ἀπεφάσισε νὰ τὸν ἐλευθερώση, ἀλλὰ ἐπειδὴ φοβήθηκε τὸ πλῆθος τῶν Ἀγαρηνῶν τὸν παρέδωσε εἰς αὐτούς.

Οἱ Ἀγαρηνοὶ τὸν ἅρπαξαν σὰν θηρία, τὸν ἐβασάνισαν τρία ἡμερόνυκτα καὶ τὸν ὡδήγησαν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης. Στὸ δρόμο τὸν ἐγονάτιζαν καὶ τὸν ἀπειλοῦσαν νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν, ὥσπου ἔφθασαν στὸ μέρος ποὺ ὁ Κύριος τοῦ εἶχε φανερώσει. Ἐκεῖ ὁ Νικόδημος προσευχήθηκε, ἔκλινε τὴν ἁγίαν του κεφαλὴν καὶ ἐδέχθη τὸ μακάριον τέλος τὴν 11ην Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1722.

Οἱ χριστιανοὶ ἐξαγόρασαν ἀπὸ τὸν πασᾶν τὸ πάντιμον σῶμα τοῦ μάρτυρος καὶ τὸ ἐνταφίασαν ἐκεῖ, εἰς τὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου, διατηρούμενον μέχρι σήμερα, ἰαμάτων πηγὰς ἀναπέμπον καὶ εὐωδίαν πολλὴν εἰς ἐκείνους ὁποὺ πλησιάζουν μὲ πίστιν.

γ) Ὁ ὁσιομάρτυς Παχώμιος

Ὁ Παχώμιος (τὸ κοσμικόν του ὄνομα ἦτο Προκόπιος) κατήγετο ἀπὸ τὴν Ῥωσσίαν. Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς χριστιανοί. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ὁ Παχώμιος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τατάρους, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐπούλησαν σὲ κάποιον Τοῦρκον. Ἐκεῖνος τὸν πῆρε μαζί του στὸ Οὐσάκι τῆς Φιλαδελφείας στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ἐκεῖ τὸν ὑποχρέωσε νὰ ἐργάζεται σκληρά, ἐνῶ συγχρόνως τὸν ἐβασάνιζε, γιὰ νὰ ἀρνηθῆ τὸν Χριστόν.

Εἴκοσι ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια ὁ Παχώμιος ὑπηρέτησε μὲ προθυμία καὶ ἐμπιστοσύνη τὸν ἀφέντη του, ἀλλὰ μισοῦσε καὶ ἀποστρεφόταν τὴ θρησκεία του. Τελικά, κατώρθωσε νὰ φύγῃ κρυφὰ στὴ Σμύρνη καὶ ἀπὸ κεῖ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Στὴν περιοχὴ τῆς Μονῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κοντὰ στὰ Καυσοκαλύβια ἐγνώρισε τὸν ἐνάρετον καὶ σεβάσμιον ἱερομόναχον Ἰωσήφ, εἰς τὸν ὁποῖον ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε, τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν δεχθῇ ὡς ὑποτακτικὸν του. Ἐκεῖνος τὸν δέχθηκε καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγον καιρὸ ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα τοῦ μοναχοῦ. Πλησίον του ὁ Παχώμιος ἔμεινε δώδεκα χρόνια, συναγωνιζόμενος μὲ τὸν Γέροντά του τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς.

Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ « μετοικίζει εἰς τὰ περιβόητα ἀσκητήρια τὰ λεγόμενα τοῦ Καυσοκαλυβίου, εἰς τὰ ὁποῖα καὶ ὁ μέγας τὴν ἀρετὴν Ἀκάκιος ἡσύχαζεν» (Ἱστορ. Ἀσκητισμοῦ, σελ. 87). Ἐκεῖ παρέμεινε ἕξι χρόνια, ἀσκητεύων καὶ ἐργαζόμενος μὲ πολλὴν ὑπομονὴν καὶ ταπείνωσιν. Ἡ καρδιά του ὅμως ἐφλέγετο ἀπὸ τὸν πόθον τοῦ μαρτυρίου· γι᾿ αὐτὸ προετοιμαζόταν συνεχῶς καὶ ἀνυπομονοῦσε γιὰ τὴν ὥρα ἐκείνη. Τὸ ὄνειρό του τὸ ἀπεκάλυψε εἰς τὸν Ἀκάκιον, ὁ ὁποῖος ἦταν γέρος καὶ ἀσθενής. Ὁ Παχώμιος μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Ἀκακίου ἔφυγε γιὰ τὴν πατρίδα τοῦ παλιοῦ ἀφεντικοῦ του.

Στὸ Οὐσάκι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἀλλοπίστους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους συνελήφθη καὶ βασανίστηκε φρικτά, διὰ νὰ ἀρνηθῆ τὸν Χριστόν. Ὁ Παχώμιος περιφρονώντας τοὺς ἀντιχρίστους καὶ τὶς προτάσεις των, ὑπὲρ Χριστοῦ ὡμολόγησε καί... ὑπέστη τὸν μαρτυρικὸν θάνατον τῇ ἡμέρᾳ τῆς Ἀναλήψεως Μαΐου ζ´ τοῦ ἔτους 1730.

Τὸ ἱερόν του λείψανον φυλάσσεται εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου εἰς τὴν Πάτμον.

12. Διδαχαὶ καὶ παραινέσεις

Μιὰ περικοπὴ ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ποὺ εἶχε διαβάσει ὁ μαθητὴς καὶ ὑποτακτικὸς τοῦ Ἀκακίου Ἰωνᾶς, ἐπροξένησε εἰς αὐτὸν ἰδιαίτερη ἐντύπωσιν καὶ ἔδωσε ἀφορμὴ γιὰ ἕνα σύντομο, ἀλλὰ ἐνδιαφέρον διάλογον μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Ἀκακίου. Συγκεκριμένα ἐπεσήμανε τὸ σημεῖον ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀναφέρει ὅτι, ἂν ἴσως ὁ χριστιανὸς δὲν ἰδῆ τὸν Χριστόν, ἐδῶ εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, ἂς μὴν ἐλπίζη νὰ τὸν ἰδῆ οὔτε εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν.

Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἑρμηνεύσῃ καὶ νὰ ἀντιληφθῆ τί ἀκριβῶς ἐννοοῦσε ὁ Ἅγιος μὲ τὸν λόγον αὐτόν, ἔσπευσε νὰ ζητήσῃ περισσότερες ἐξηγήσεις ἀπὸ τὸν Γέροντὰ του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀπήντησε· Ἀλήθεια εἶναι τέκνον μου καὶ μὴν ἀμφιβάλλης εἰς τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου. Ὅτι βέβαια ἂν ἴσως ὁ χριστιανὸς δὲν ἀποκτήσῃ τὴν ὅρασιν τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν, ὁποὺ νὰ βλέπη καθαρὰ τὸν Χριστὸν ἐδῶ, δὲν εἶναι δυνατὸν οὔτε ἐκεῖ νὰ τὸν ἰδῆ.

Ἰωνᾶς· Καὶ τὸν εἶδε καμμίαν φορὰν ἡ ἁγιωσύνη σου, Πάτερ;

Ἀκάκιος· Τὸν εἶδα τέκνον μου, ὄχι μίαν φοράν, ἀλλὰ πολλές.

Ἰωνᾶς· Καὶ τί σοῦ εἶπε, Πάτερ;

Ἀκάκιος· Μοῦ εἶπε, ἀκολούθει μοι· δηλαδή· Νὰ ἐκτελῆς, νὰ ἐφαρμόζης τὶς παραγγελίες μου. Ὅμως, ἐγὼ δὲν τὸν ἀκολούθησα.

Καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Ἀκάκιος, ἐπλημμύρισαν τὰ μάτια του ἀπὸ δάκρυα. Ἐγὼ δὲ πάλιν (ὁ Ἰωνᾶς) μὲ τὴν αὐθάδειά μου ἐρώτησα· Καὶ πῶς βλέπει ὁ ἄνθρωπος, Πάτερ, ἐδῶ τὸν Χριστόν; Ἔτσι μὲ τὰ σωματικά του μάτια ἢ νοερῶς;

Ἀκάκιος· Νοερῶς. Ὅμως νὰ ἠξεύρης, ὅτι ἐκεῖνος ὁποὺ ἀξιωθῆ αὐτὸ τὸ χάρισμα, ὅταν ἔλθη εἰς τοιαύτας ἀποκαλύψεις, βλέπει τὰ νοερὰ ὡσὰν αἰσθητά, ἐπειδὴ καὶ ἡ αἴσθησις τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν μένει τότε τελείως ἀνενέργητος (ἀδρανὴς). Καὶ πρόσθεσε ὁ Ἀκάκιος· Ὅταν καὶ σὺ διαβάζης τοιούτους λόγους ὑψηλοὺς καὶ ἀμφιβάλλει ἡ καρδία σου, τότε εὐθὺς ἀγωνίσου νὰ ἀποκτήσης τίποτε ἢ νὰ κάμης ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποὺ διαβάζῃς, ὅτι ἂν ἴσως κατὰ πρώτην καὶ δευτέραν φορὰν ἀμελήσῃς, ὕστερον πωρώνεται ἡ καρδία σου, καὶ θέλει σου φαίνονται τὰ τοιαῦτα ὑψηλὰ καὶ πνευματικὰ ὡσὰν μῦθοι καὶ τραγούδια, καὶ καλότυχος ἐκεῖνος ὁποὺ ἀγωνισθῇ ἔτσι, διότι θέλει ἀξιωθῇ μεγάλων χαρισμάτων.

«Ἡ θέσις τὴν ὁποίαν λαμβάνει ὁ Ἀκάκιος στὸ πρόβλημα, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δύναται ἢ ὄχι νὰ ἰδῇ τὸν Χριστὸν εἰς τὸν κόσμον τοῦτον καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ ἰδίου ὅτι εἶδε πολλάκις τὸν Χριστόν, ἀποκτᾶ θεολογικὴν σημασίαν καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ δώσῃ ἀφορμὴν σὲ παρεξηγήσεις», παρατηρεῖ ὁ θεολόγος καὶ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Στυλιανὸς Παπαδόπουλος. «Ἀλλὰ στὴν προκειμένη περίπτωσιν ὁ Ἀκάκιος δὲν καινοτομεῖ», σημειώνει ὁ κ. καθηγητής. «Συνεχίζει τὴν παράδοσιν τῶν μεγάλων Ἡσυχαστῶν τοῦ 14ου αἰῶνος (Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, κ.ἄ.), οἱ ὁποῖοι πάλιν εἶχαν διδασκάλους τοὺς Μυστικοὺς τοῦ 11ου αἰῶνος καὶ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι προηγήθηκαν εἰς τὴν Μυστικὴν ζωήν. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ πρέπει νὰ διευκρινισθῇ ὅτι, ὁ Ἀκάκιος βλέπει τὸν Χριστὸν μὲ τὰ νοερὰ μάτια φωτιζόμενος ἀπὸ τὴν ἐνέργειαν (τοῦ θείου φωτὸς). Βλέπει δέ, ὄχι τὴν θείαν οὐσίαν εἰς τὸν Χριστόν, ἀλλὰ τὴν θείαν ἐνέργειαν ὅπως καὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου εἶδον Αὐτὸν εἰς τὸ ὄρος Θαβώρ, ὅπως ὁ Συμεὼν ὁ Νέος θεολόγος ἔβλεπε τὸν Χριστὸν ὡς φῶς, τὸ ὁποῖον ἐπλημμύριζε τὸ κελλίον του καὶ τὸν ἴδιον ἐσωτερικῶς» (Θρησ. Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. Α´, σ. 1174–1176). Ὡσὰν τὸ φῶς ἐκεῖνο ποὺ ἐσκέπασε τοὺς μαθητάς του εἰς τὸ Ὄρος Θαβώρ, τὸ φῶς ποὺ ἐφώτισε τὸ καινὸν μνημεῖον καὶ ἐπεσκίασε τοὺς Ἀποστόλους κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ φῶς ἀκόμη ποὺ ἐφώτισε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ φωτίζῃ κάθε ταπεινὴ καὶ καθαρὴ ψυχή.

Ὁ Ἀκάκιος, ὅπως ἐτονίσθη, διεφύλαξε ἀνόθευτη τὴν παράδοσιν τῶν Ἡσυχαστῶν τοῦ 14ου αἰῶνος, ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, Νήφωνος τοῦ ἐρημίτου καὶ Νείλου τοῦ μυροβλύτου. Ἰδιαιτέρως τοῦ μεγάλου θεολόγου καὶ ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὑπερμάχου τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ τῆς πνευματικῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀλλὰ καὶ τῆς γενικωτέρας ἡσυχαστικῆς κινήσεως καὶ τῆς θεωρίας, ἡ ὁποία συνδυάζει καὶ ἐναρμονίζει τὴν ὀρθόδοξον παράδοσιν μὲ τὰς ἀνθρωπιστικὰς τάσεις καὶ τὰ κοινωνικὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς ποὺ ἐκπροσωπεῖ. Ἡσυχαστὴς καὶ ὁ Ἀκάκιος ἀπὸ τοὺς κορυφαίους τοῦ 17ου αἰῶνος, δὲν παρέλειπε νὰ ἐκδηλώνη ἐνδιαφέρον καὶ διὰ τὰ προβλήματα τοῦ εὐρυτέρου κοινωνικοῦ συνόλου. Ἰδιαιτέρως ὅμως διὰ τὰ προβλήματα τῶν πολυπληθῶν ἐπισκεπτῶν του. Τὸ ἐπιβεβαιώνει ἄλλωστε καὶ ὁ βιογράφος του ὅταν σημειώνει· καὶ δὲν ἔλειπαν ποτὲ ξένοι (ἀπὸ τὸ σπήλαιόν του), οὔτε ἡμέραν, οὔτε νύκτα, καὶ ὁ καθένας ἔπαιρνε τὴν ὠφέλειάν του...

Δυστυχῶς δὲν ἔχομε κανένα στοιχεῖο ἀπὸ τὴν πολύτιμη θρησκευτικὴ πεῖρα ποὺ ἀπέκτησε ὁ Ἀκάκιος κατὰ τὴν πολυετῆ ἀσκητική του ζωή. Δὲν ὑπάρχουν γραπτὰ κείμενα μὲ τὶς διδαχές του. Διεσώθησαν μονάχα ἐλάχιστες ὑποδείξεις καὶ παραινέσεις του πρὸς τοὺς συνασκητὰς ἀδελφούς του, ὅπως τὶς κατέγραψαν οἱ βιογράφοι του.

Σχετικὰ ἐπισημαίνεται ἡ περίπτωσις ἐκείνη κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Πατέρες διὰ νὰ τακτοποιήσουν ὡρισμένα ζητήματα εἰς τὴν Σκήτην, σκέφθηκαν νὰ τροποποιήσουν μερικὲς ἀπὸ τὶς ὑπάρχουσες νομοθετικὲς διατάξεις, ἐπειδὴ δὲν τὶς θεωροῦσαν ἱκανοποιητικές. Πρὶν ὅμως ἀποφασίσουν, ἐζήτησαν καὶ τὴ γνώμη τοῦ Ἀκακίου, ἀλλὰ ἐκεῖνος τοὺς ἀπέτρεψε, συμβουλεύοντας νὰ μὴν κάμουν καμμιὰ νομοθετικὴ ῥύθμισιν στὴ Σκήτη καὶ νὰ μὴν προτείνουν τροποποίησιν διατάξεων. Ἄλλωστε, οἱ πολλοὶ νόμοι καὶ οἱ πολλὲς διατάξεις εἶναι ἔνδειξις ἀδικίας. Ἀφοῦ «οἱ τέλειοι ἄνθρωποι ἐκ φύσεως καὶ ἀπὸ Θεοῦ φέρουν τὸν Νόμον γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν» (Πρὸς Ῥωμαίους β´ 15). Τοὺς εἶπε ἀκόμη ὅτι ἂν κάποιος προσπαθῆ νὰ διορθώση τοὺς ἄλλους, χωρὶς πρῶτα νὰ ἔχῃ τακτοποιήση τὸν ἑαυτόν του, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον καὶ εἶτα καθᾶραι, σοφισθῆναι καὶ εἶτα σοφῖσαι, ἁγιασθῆναι καὶ εἶτα ἁγιάσαι, ἐγγίσαι Θεῷ καὶ εἶτα προσαγαγεῖν ἄλλους», καὶ χωρὶς νὰ ἔχῃ ἐξασφαλισμένη γαλήνια καὶ ἤρεμη τὴν συνείδησίν του, τότε εἶναι καταδικασμένος νὰ ἀποτύχη. «Σᾶς διαβεβαιώνω -ἔλεγε- καὶ μάρτυς μου ὁ Θεός, ὅτι αὐτὸς ποὺ ἀναλαμβάνει τέτοιες πρωτοβουλίες, κινδυνεύει νὰ παρασυρθῆ καὶ νὰ ὑποπέση σὲ μεγάλους πειρασμούς, νὰ γίνῃ ἀκόμη παραβάτης θείας ἐντολῆς· τελικά, θὰ ἀναγκασθῆ νὰ φύγῃ καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ Σκήτη». Συνοψίζοντας κατέληξε· Λοιπόν, προσέχετε καὶ ἀγωνίζεσθε ὅσον ἠμπορεῖτε καὶ φυλάττετε τὰς παραγγελίας τοῦ Κυρίου μας καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ περισσότερον μὴ ζητᾶτε.

Ἐπανελάμβανε μὲ ἄλλα λόγια τὴν παραγγελίαν τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρὸς τὸν μαθητὴν του Τιμόθεον· «Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες...» (Πρὸς Τιμόθεον Β´, κεφ. γ´ 14) καὶ τοὺς λόγους τοῦ ὁσίου Θαλασσίου τοῦ Λίβυος· «Συντήρησον ἐντολὰς καὶ εὑρήσεις εἰρήνην καὶ τὸν Θεὸν ἀγαπήσεις καὶ γνώσεως ἐπιτεύξῃ».

Ἄλλοτε πάλιν ἐνθαῤῥύνοντας ὁ Ἀκάκιος καὶ προτρέποντας εἰς ὑπομονὴν τοὺς Πατέρας, ποὺ κατοικοῦσαν καὶ ἀσκήτευαν στὰ μέρη ἐκεῖνα, ἔλεγε· Ὑπομένετε ἐδῶ, ἀδελφοί, ὅτι ἔχομεν καὶ ἄλλους βοηθούς μας. Διότι ἕνας ἄνθρωπος ὁποὺ ἀσκήτευεν εἰς τούτους τοὺς τόπους (καὶ ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος), μίαν φορὰν εἰς ὥραν προσευχῆς ἦλθεν εἰς ἀποκάλυψιν καὶ εἶδεν τέσσερις Ἁγίους, ὁποὺ ἀσκήτευσαν εἰς τοὺς τόπους τούτους ἤτοι, Πέτρον, Μάξιμον, Νήφωνα καὶ Νεῖλον, ὁποὺ ἐπαρακαλοῦσαν τὸν Χριστόν, διὰ νὰ τοὺς χαρίση (δηλαδὴ νὰ ἐλεήση) ἐκείνους ὁποὺ ὑπομένουν ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς των, ἐργαζόμενοι κατὰ τὸ δυνατὸν τὰς ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ, εἰς τοὺς τόπους ὅπου καὶ αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι ἀσκήτευσαν. Καὶ τοὺς ἐδόθη τὸ χάρισμα ἐκεῖνο (εἰσακούσθηκε δηλαδὴ ἡ προσευχή των ἀπὸ τὸν Θεὸν).

Ὁ μακαριστὸς Ἀντώνιος Μουστάκας, ἱερομόναχος στὴ Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων, μὲ ἐπιστολή του (14 Φεβρουαρίου 1969) πρὸς τὸν γράφοντα ἀναφέρει, ὅτι στὴν περιοχὴ τῶν Καυσοκαλυβίων, σύμφωνα μὲ τὴ διασωθεῖσα ἐκεῖ παράδοσιν, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἔλεγε συνήθως πρὸς τοὺς συνασκουμένους μὲ αὐτὸν Πατέρας· «Εἰ Πατέρα καλεῖν με θέλετε, μιμεῖσθε μου τὰς πράξεις καὶ τὸν βίον» καὶ ὅτι συχνὰ ἐπανελάμβανε· «Τιμὴ καὶ δόξα Ἁγίων μίμησις τοῦ βίου αὐτῶν».

13. Ὁ Ὅσιος προλέγει τὸν θάνατόν του

Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος προέβλεψε καὶ προεῖπε τὴν κοίμησίν του εἰς ὅλους τοὺς ὑποτακτικοὺς του. Ἰδιαίτερα ὅμως εἰς τὸν μοναχὸν Ἀθανάσιον, ὁ ὁποῖος ἔφθασε εἰς τὸ Σπήλαιόν του ἀπὸ τὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης διὰ νὰ λάβη τὴν εὐχήν του, εἶπε· Ἐγὼ τώρα, Ἀθανάσιε, πηγαίνω στράταν μακράν, μακρὰν καὶ ἐδῶ πλέον δὲν θὰ βλέπωμεν ἀλλήλους. Νὰ ἔχῃς τὴν εὐχὴν τῆς Παναγίας μας.

Αὐτὰ ἦταν τὰ τελευταῖα λόγια του. Εὐλόγησε ἔπειτα τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος καὶ ἡ ἁγία του ψυχὴ πέταξε στὰ οὐράνια, στὶς 12 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1730, τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων καὶ σὲ ἡλικία ἑκατὸν περίπου ἐτῶν. Ἡ εἴδησις τοῦ θανάτου διεδόθη ἀμέσως εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀπὸ ὅπου προσέτρεξε ἄπειρον πλῆθος μοναχῶν καὶ ἐθρήνησε μὲ πραγματικὴν θλίψιν τὴν κοίμησίν του.

Ἡ μνήμη τοῦ Ἀκακίου, ὁ ὁποῖος συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω διαλαμψάντων, τιμᾶται καὶ ἑορτάζεται στὴ Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων ἀπὸ ὅλους τοὺς Πατέρας, κάθε χρόνο τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ τελεῖται εἰδικὴ ἱερὴ Ἀκολουθία, ἀλλὰ καὶ ὁλονύκτια ἀγρυπνία.

Τρεῖς ᾈσματικὲς Ἀκολουθίες ἔχουν συνταχθῆ διὰ τὸν ὅσιον Ἀκάκιον. Ἡ τρίτη καὶ νεώτερη συντάχθηκε ἀπὸ τὸν μακαριστὸν ὑμνογράφον τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, μοναχὸν Γεράσιμον Μικραγιαννανίτην καὶ δημοσιεύθηκε εἰς τὸ «Εὐρυτανικὸν Λειμωνάριον». Καὶ οἱ τρεῖς εἶναι σημαντικὲς καὶ ἰσάξιες. Εἰς τὴν παροῦσαν ἔκδοσιν περιλαμβάνεται ἡ ἀντιγραφεῖσα «ἐκ τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Κυριακοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων, ὑπὸ Ἰσιδώρου μοναχοῦ Γέροντος Καυσοκαλυβίτου».

Συμπλήρωμα τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἀκακίου, Παρακλητικὸς Κανὼν (Παράκλησις) καὶ 24 Οἶκοι (Χαιρετισμοὶ) κατ᾿ ἀλφαβητικὴν σειρὰν ὑπάρχουν εἰς τὸ Μονύδριον τοῦ Ὁσίου στὰ Καυσοκαλύβια.

Εἰς τὰ ἱερὰ αὐτὰ κείμενα ἡ Ἐκκλησία μας διὰ τῶν ὑμνογράφων της μεταξὺ ἄλλων χαρακτηρίζει καὶ ἀποκαλεῖ τὸν Ἀκάκιον·

Εὐσεβῶν γονέων τὸ βλάστημα.
Τῆς πατρίδος ἱερὸν ἐγκαλλώπισμα.
Τῶν Ἀγράφων τῶν κλεινῶν μέγιστον ἐντρύφημα.
Ἐργάτην δόκιμον τοῦ θείου θελήματος.
Ταπεινώσεως θεοκίνητον ὄργανον.
Ἀκακίας δένδρου κατάκαρπον.
Τῆς ἐρήμου τὸ κάλλιστον θρέμμα.
Ἀρετῶν διδάσκαλον.
Ὑπόδειγμα τῶν ἐν Ἄθῳ μοναζόντων.
Ἀσκητῶν τὸ κλέος.
Λύχνον τοῦ Ἄθωνος.
Ὁδηγὸν τῶν πεπλανημένων.
Φωστῆρα τῶν ἐσκοτισμένων.
Ἀστέρα νεόφωτον.
Ἀγγέλων ἰσάξιον, καὶ
Ἁγίων ἰσότιμον.

14. Ἡ γενέτειρα τοῦ Ὁσίου τιμᾶ εὐλαβικὰ τὴ μνήμη του

Διακόσια περίπου χρόνια εἶχαν περάσει ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ ὁσίου Ἀκακίου καὶ ἡ μνήμη του παρέμεινε ζωντανὴ στὴν σκέψιν καὶ τὴν καρδιὰ ὅλων τῶν συγχωριανῶν του. Κανεὶς δὲν τὸν ἐλησμόνησε στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Ὅλοι ζοῦσαν μὲ τὸ ὅραμα τῆς ἐπιστροφῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων εἰς τὴν πατρώαν γῆν. Ἕνα ὄνειρο ποὺ περίμενε ἀρκετὸν καιρὸ τὴν δικαίωσίν του. Ἡ μακροχρόνια ὅμως σκλαβιὰ καὶ οἱ δύσκολες περιστάσεις δὲν ἐπέτρεψαν στοὺς χωριανοὺς τοῦ Ἁγίου νὰ ἐκπληρώσουν τὸ χρέος των καὶ νὰ ἐκδηλώσουν ἔμπρακτα τὸν ὀφειλόμενον σεβασμὸν εἰς τὴν μνήμην του.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνος μας θεμελιώθηκε στὴ γενέτειρα τοῦ Ὁσίου, ἱερὸς Ναὸς πρὸς τιμήν του, ἀλλὰ οἱ ἐργασίες του διεκόπησαν, διὰ νὰ ἐπαναληφθοῦν ἔπειτα ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια.

Τὸν Ὀκτώβριον τοῦ 1927 ὁ ἐφημέριος τοῦ χωριοῦ καὶ ὁ Πρόεδρος τῆς Κοινότητος μετέβησαν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, διὰ νὰ ζητήσουν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου καὶ μάλιστα τὴν ἁγίαν του κάραν. Ὅμως, παρὰ τὴν ἐπίμονη ἀπαίτησιν τῶν δύο ἐκπροσώπων τοῦ χωριοῦ ἐδόθη ἀπὸ τοὺς ἁρμοδίους μόνον ὁ δεξιὸς βραχίων τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, καὶ στὶς 23 τοῦ ἰδίου μηνὸς πραγματοποιήθηκε ἡ ἀνακομιδὴ στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Πάνδημος καὶ συγκινητικὴ ὑπῆρξε ἡ ὑποδοχὴ ἐκ μέρους τῶν κατοίκων, ὅπως ἐνθυμοῦνται ὅλοι οἱ ἐπιζῶντες τῶν ἡμερῶν ἐκείνων. Σύσσωμος ὁ πληθυσμὸς εἰς τὰ ὅρια τοῦ χωριοῦ ὑποδέχθηκε τὸν «Ἅγιον» μὲ ἱερὴν συγκίνησιν καὶ μὲ αἰσθήματα χαρᾶς καὶ πνευματικῆς κατανύξεως. Ἡ γενέθλια γῆ, ἡ ὁποία σεμνύνεται διὰ τὸ τέκνον της, θὰ κρατήσῃ ἔκτοτε καὶ θὰ διαφυλάξῃ «ἐσαεὶ» μὲ ἰδιαίτερη στοργὴ καὶ εὐλάβεια τὸ πάντιμον καὶ ἱερὸν αὐτὸ τμῆμα τοῦ λειψάνου, ὡς θείαν εὐλογίαν καὶ θησαυρὸν ἀνεκτίμητον.

Τὴν ἴδια ἐποχὴ ἐδόθη καὶ ἡ καλαίσθητη καὶ μεγάλου σχήματος «φυλλάδα» ἡ ὁποία περιέχει τὴν Ἀκολουθίαν καὶ τὸν βίον τοῦ ὁσίου Ἀκακίου καὶ ἡ ὁποία ἀντιγράφηκε τότε στὴ γραφομηχανή, ἀπὸ τὸν ἱερομόναχον Ἀντώνιον Μουστάκαν, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει στὴν ὑπὸ ἡμερομηνίαν 25 Ἰανουαρίου 1969 ἐπιστολήν του.

Ἀναφέρεται ἀκόμη στὴν ἴδια ἐπιστολὴ ὅτι· «εἰς τὸν Ναΐσκον τοῦ Μονυδρίου τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τῶν Καυσοκαλυβίων σώζεται ἡ κάτω σιαγὼν τοῦ Ἁγίου, ὅτι ἡ ἁγία Του Κάρα φυλάσσεται εἰς τὸ σεπτὸν Κυριακὸν τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων καὶ ὅτι τὰ ὑπόλοιπα λείψανα ὑπάρχουν εἰς τὴν ἱερὰν Μονὴν τῆς Μεγίστης Λαύρας· μέρη δὲ αὐτῶν καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα μοναστήρια...». Ἐπίσης, τεμάχιον τοῦ ἱεροῦ τούτου Λειψάνου φυλάσσεται καὶ στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ Ἁγίου Ἀθανασίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καρυστίας καὶ Σκύρου ἀπὸ τὸ 1976. Συγκεκριμένα, ὅταν στὶς 4 Ἰουνίου τοῦ ἔτους αὐτοῦ Ἐπιτροπὴ μὲ ἐπὶ κεφαλῆς Ἀρχιμανδρίτην τῆς ἀνωτέρω Μητροπόλεως μετέβη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ παρέλαβε μὲ ἐπίσημον ἔγγραφον ἀπὸ τὴν ἱερὰν Μονὴν Μεγίστης Λαύρας τὰ ἱερὰ Λείψανα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου· τότε εἰς τὴν Ἐπιτροπὴν αὐτὴν παρεδόθη ἐκ τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ἕνα ἀπὸ τὰ ὀστᾶ του (μᾶλλον μία σεπτὴ πλευρὰ ἐκ τοῦ θώρακος τοῦ Ὁσίου), ὅπως πρόσφατα μᾶς ἐπληροφόρησε ὁ ἐφημέριος καὶ προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Κύμης Εὐβοίας, ὅπου φιλοξενεῖται τὸ τμῆμα αὐτὸ τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου.

Ἡ Κοινότης Γολίτσης τοῦ Νομοῦ Καρδίτσης, γενέτειρα τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, διὰ Προεδρικοῦ Διατάγματος ἐκδοθέντος τὴν 4ην Νοεμβρίου 1927 (ΦΕΚ. 306/1927) μετωνομάσθη εἰς Κοινότητα Ἁγίου Ἀκακίου.

Ἐκείνη τὴν ἐποχή, μὲ ἀπόφασιν τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων Ἰεζεκιὴλ καὶ μὲ τὴν ὁμόφωνη γνώμη τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐπιτροπῆς καὶ τῶν ἄλλων παραγόντων τοῦ χωριοῦ, καθιερώθηκε ὅπως ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τιμᾶται καὶ ἑορτάζεται κάθε χρόνο τὴν Πέμπτη τῆς Διακαινησίμου, ἐπειδὴ ἡ 12η Ἀπριλίου συμπίπτει συνήθως μὲ τὴν περίοδο νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

Τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς καὶ πανηγύρεως ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ, εὐλαβεῖς προσκυνηταὶ ἀπὸ τὰ γειτονικὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς καὶ ἀπὸ ἄλλα μέρη προσέρχονται διὰ νὰ τιμήσουν τὸν Ἅγιον. Μετὰ τὴ θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία μὲ τὴ συμμετοχὴ καὶ ἄλλων ἱερέων ἢ καὶ τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου ἀκόμη, προσλαμβάνει ἰδιαίτερη λαμπρότητα, ἐπακολουθεῖ λιτάνευσις τῶν ἱερῶν Λειψάνων μέχρι τοῦ Σπηλαίου τοῦ Ἁγίου καὶ ἀρτοκλασία.

Παλαιότερα κατὰ τὶς ἀπογευματινὲς ὧρες τῆς ἡμέρας ἐπακολουθοῦσε διασκέδασις μὲ ἑλληνικοὺς χοροὺς καὶ τραγούδια στὴν ὄμορφη καὶ καταπράσινη τοποθεσία ἔξω ἀπὸ τὴ μικρὴ Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στὴν ὁποία φιλοξενήθηκαν τὰ ἱερὰ Λείψανα (ὁ σεπτὸς βραχίων τοῦ Ἁγίου) ἐπὶ 35 χρόνια. Σήμερα οἱ χοροὶ καὶ οἱ διασκεδάσεις περιορίζονται στὰ καφενεῖα τοῦ χωριοῦ, τόσο τὴν παραμονὴ ὅσο καὶ ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς, ἀλλὰ μόνον τὶς νυκτερινὲς ὧρες. Ἐπίσης, στὶς 23 Ὀκτωβρίου κάθε χρόνο τιμᾶται καὶ ἑορτάζεται μὲ καθιερωμένη θεία Λειτουργία καὶ ἀργία γιὰ ὅλο τὸ χωριό, ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν Λειψάνων.

Τὸ 1939, μὲ πρωτοβουλία τοῦ ἡγουμένου τῆς ἱερᾶς Μονῆς Κορώνης, Ἰακώβου Κουτρούμπα, καὶ μὲ προσωπικὴ ἐργασία τῶν κατοίκων ἰσοπεδώθηκε ὁ χῶρος μπροστὰ ἀπὸ τὸ Σπήλαιον τοῦ Ἁγίου καὶ διαμορφώθηκε τεχνικὰ καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἡ εἴσοδος καὶ ἡ πρόσοψίς του. Μὲ τὶς ἐργασίες αὐτὲς τὸ Σπήλαιον ἔχασε τὴν ἀρχική του μορφή, διετήρησε ὅμως ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ ἀπὸ τὴ φυσική του ὀμορφιά. Ἔτσι, ὁ χῶρος αὐτὸς διαμορφώθηκε σὲ ἕνα γραφικὸν καὶ ἀπέριττον προσκυνητάριον.

Τὸ 1950, ἐπανελήφθησαν οἱ ἐργασίες γιὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ θεμελιωθέντος ἱεροῦ Ναοῦ καὶ συνεχίσθηκαν ἐπὶ μίαν δεκαετίαν. Ὁ νέος ἐνοριακὸς Ναὸς τοῦ χωριοῦ, εὐλαβικὸν ἀφιέρωμα εἰς τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου, ἀποπερατώθηκε τὸ 1962 καὶ ἐγκαινιάσθηκε ἐπίσημα τὸ 1971.

Δύο μικρὰ εἰκονοστάσια ἀφιερωμένα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου, ἔχουν κτισθῆ μὲ ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία σὲ δρόμους ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό. Τὸ ἕνα στὸ δρόμο πρὸς τὰ γειτονικὰ χωριὰ Κανάλια καὶ Πύργον Ἰθώμης (1931) καὶ τὸ ἄλλο πρὸς τὸν Ἑλληνόπυργον (1965).

Ἀλλὰ καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Κοινότητος καὶ συγκεκριμένα σὲ κεντρικὸ δρόμο στὴν εἴσοδο τῆς κωμοπόλεως Μουζακίου κτίσθηκε τὸ 1973 μικρὸ ἐκκλησάκι πρὸς τιμὴν τῶν ἕξι Ἁγίων τοῦ Νομοῦ Καρδίτσης·

1. Ἁγίου Σεραφείμ, ἐπισκόπου Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου, ἱερομάρτυρος.

2. Ὁσιομάρτυρος Νικολάου τοῦ Νέου τοῦ ἐν Βουνένοις.

3. Ἁγίου Παρθενίου, ἐπισκόπου Ῥαδοβυζίου ἐκ Βατσουνιᾶς.

4. Ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου ἐκ Γολίτσης.

5. Ὁσίου Δαμιανοῦ ἐκ Μεριχόβου καὶ

6. Ὁσίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ ἐκ Σκλαταίνης (Δρακότρυπας).

Ἀπὸ τὸ 1971 σὲ ὅλα τὰ μοναστήρια καὶ τὶς ἐνορίες τῶν Μητροπόλεων Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας, κατόπιν ἐγκρίσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τιμῶνται καὶ ἑορτάζονται κάθε χρόνο τὴν τελευταία Κυριακὴ τοῦ μηνὸς Αὐγούστου οἱ ἐννέα Εὐρυτᾶνες Ἅγιοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τρεῖς ἐκ τοῦ Νομοῦ Καρδίτσης·

1. Ὁ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ ἐκ Γολίτσης Ἀγράφων.

2. Ὁ ἅγιος Σεραφείμ, ἐπίσκοπος Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου, ἱερομάρτυς καὶ

3. Ὁ ὅσιος Δαμιανὸς ἐκ Μυριχόβου.

Ὁ τόπος καταγωγῆς τῶν ἐννέα Εὐρυτάνων Ἁγίων εἰς τοὺς ὁποίους συγκαταλέγονται καὶ οἱ προαναφερθέντες ἐκ τοῦ γειτονικοῦ πρὸς τὴν Εὐρυτανίαν Νομοῦ Καρδίτσης, ἐντοπίζεται εἰς τὴν περιοχὴν τῶν Ἀγράφων καὶ τοῦ Καρπενησίου. Καὶ τοῦτο διότι κατὰ τοὺς χρόνους τῆς τουρκοκρατίας τὰ μὲν Ἄγραφα ἦταν ἀδιαίρετα καὶ ὄχι ὅπως εἶναι σήμερα διαχωρισμένα σὲ θεσσαλικὰ καὶ εὐρυτανικά, ἡ δὲ περιοχὴ τοῦ Καρπενησίου ἦταν πολὺ εὐρύτερη τῆς σημερινῆς.

Ἡ πρωτοβουλία τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Εὐρυτάνων Ἁγίων καὶ Ἱερομαρτύρων ἀνήκει εἰς τὸν Ἀρχιμανδρίτην Δοσίθεον, ἡγούμενον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Τατάρνης Εὐρυτανίας, ὑπὸ τὴν ἔγκρισιν τοῦ τότε Μητροπολίτου Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Δαμασκηνοῦ. Μὲ τὴν φροντίδα τοῦ ἰδίου ἡγουμένου ἐξετυπώθη ἡ Ἀκολουθία τῶν Ἁγίων τῆς Εὐρυτανίας, τὴν σύνταξιν τῆς ὁποίας ἀνέλαβε ὁ μακαριστὸς ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, Γεράσιμος μοναχὸς Μικραγιαννανίτης. Ἡ Ἀκολουθία αὐτή, εἰς τὸ τέλος τῆς ὁποίας ὑπάρχει σύντομος βιογραφία ἑνὸς ἑκάστου Ἁγίου, ἐνεκρίθη διὰ τοῦ ὑπ᾿ ἀριθ. 2354 Λ. 634/25–5–1971 ἐγγράφου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἀκόμη, εἰς τὸ κτηριακὸν συγκρότημα τῆς Μονῆς Τατάρνης ἡ ὁποία ἀπέχει ἑβδομῆντα περίπου χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Καρπενῆσι, ἔχει ἀνεγερθῆ κάτω ἀπὸ τὸ Καθολικὸν αὐτῆς μεγάλο παρεκκλήσιον, ἀφιερωμένον εἰς τοὺς ἐννέα Ἁγίους καὶ Νεομάρτυρας τῆς Εὐρυτανίας.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Εἰς τὰ Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὁ Ἀκάκιος, ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὸν βαρὺν ζυγὸν τῶν ἀνθρωπίνων ἀγαθῶν, ἀνεζήτησε τὴν ἀπόλυτον ἡσυχίαν καὶ ἀνεδείχθη πρότυπον ταπεινώσεως καὶ ἡσυχαστικῆς ἀσκήσεως.

Μὲ πλήρη τὴν ὑποταγὴν τοῦ σώματος εἰς τὰ κελεύσματα καὶ τὰς ἐπιταγὰς τοῦ πνεύματος καὶ τῆς καρδίας, τὴν συνεχῆ καὶ ἀδιάλειπτον προσευχὴν ἐπέτυχε·

Νὰ ἀπελευθερώση τὴν πορείαν τῆς ψυχῆς του πρὸς τὴν ἠθικὴν τελείωσιν καὶ ἁγιότητα καὶ νὰ ἀνέλθη στὶς ὑψηλότερες ὑπεργήινες καὶ οὐράνιες κορυφές, ἐκεῖ ὅπου ἀπαστράπτει ἡ θεϊκὴ φωτοχυσία καὶ ἀντηχεῖ ὁ ἀντίλαλος τῆς αἰωνιότητος.

Νὰ ὑψωθῆ εἰς δυσθεώρητα ὕψη πνευματικῶν ἀνατάσεων καὶ νὰ ἀφεθῆ ἐλεύθερος εἰς τὸ πέλαγος τῶν θείων μετεωρισμῶν, ἐκεῖ ὅπου ἐπιτυγχάνεται ἡ ὑπέρβασις, ἡ ἐνατένισις, ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου· νὰ φθάση εἰς τὰ ἀπρόσβατα διὰ τοὺς πολλοὺς ὕψη τῆς ἐνοράσεως καὶ τῆς θεοπτίας.

Νὰ ἀποκτήσῃ τὴν μυστικὴν ἐμπειρίαν τοῦ πνευματικοῦ καὶ ἀοράτου κόσμου, ὥστε νὰ προσεγγίζη καὶ νὰ διερευνᾶ τὸ βάθος καὶ τὰ προβλήματα τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, νὰ τὰ ἐπισημαίνη ἐπιτυχῶς καὶ νὰ τὰ ἀντιμετωπίζη πάντοτε ὑπὸ τὸ φῶς τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος μὲ τὸ βαθύτατον θρησκευτικόν του βίωμα, τὴν ἐνάρετη καὶ ἀγγελικὴν του πολιτείαν, προβάλλει εἰς τὸν χῶρον τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς ἕνα φωτεινὸν μετέωρον, ποὺ φωτίζει καὶ καθοδηγεῖ τὰ βήματα τῶν ἐπερχομένων γενεῶν πρὸς τὴν μεγάλην λεωφόρον τῶν Ἑλληνοχριστιανικῶν παραδόσεων.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Σκήτη· Συνοικισμὸς μοναχῶν ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὲς Καλύβες (σπίτια) στὶς ὁποῖες κατοικοῦν δύο, τρεῖς ἢ καὶ περισσότεροι μοναχοί. Κάθε Σκήτη ὑπάγεται εἰς τὴν δικαιοδοσίαν ἑνὸς μοναστηριοῦ καὶ διοικεῖται ἀπὸ Ἡγούμενον, ὁ ὁποῖος λέγεται Δικαῖος, ἀπὸ δύο, τρεῖς ἐπιτρόπους καὶ ἀπὸ τὴν Γεροντικὴν Σύναξιν. Ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν σὲ κάθε Σκήτη ὁρίζεται ἀπὸ τὴν κυρίαρχον Μονήν. Σὲ πολλὲς Σκῆτες ὑπάρχει καὶ μικρὸς Ναός. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ Σκῆτες χωρὶς Ναούς. Οἱ Σκῆτες διακρίνονται σὲ Κοινόβιες καὶ Ἰδιόῤῥυθμες.

2. Καλύβη· Μεμονωμένη μικρὴ κατοικία εἰς τὴν ὁποίαν κατοικοῦν δύο, τρεῖς ἢ καὶ περισσότεροι μοναχοί. Οἱ Καλύβες παραχωροῦνται ἀπὸ τὴν κυρίαρχον Μονὴν εἰς τρία πρόσωπα μὲ τὸ σύστημα τῆς διαδοχῆς. Παραχωροῦνται ἀκόμη καὶ εἰς τὰ Κελλία. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ μεμονωμένες Καλύβες, οἱ ὁποῖες παραχωροῦνται γιὰ ἰσόβια διαμονὴ καὶ κατοικία χωρὶς διαδοχήν.

3. Κυριακόν· Εἶναι ὁ κεντρικὸς καὶ Καθολικὸς Ναὸς τῶν ἱερῶν Σκητῶν, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται εἰς τὸ μέσον τῶν Καλυβῶν ποὺ ἀπαρτίζουν τὴν Σκήτην. Εἰς τὸν Ναὸν αὐτὸν συγκεντρώνονται τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς μεγάλες ἑορτές, ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Σκήτης καὶ συνεκκλησιάζονται. Ἐκεῖ τελοῦν καὶ τὶς ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες των, ἐνῶ τὶς ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος τελοῦν ὅλα τὰ πνευματικά τους καθήκοντα στὶς ἰδικές των Καλύβες.

4. Κάθισμα· Εἶναι μικρὴ Καλύβη εἰς τὴν ὁποίαν κατοικεῖ ἕνας μόνον μοναχός, ὁ ὁποῖος ἀντὶ ὡρισμένου τιμήματος λαμβάνει καὶ «διακονίαν ἄρτου» ἐκ τῆς Μονῆς.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. ΙΩΝΑ ΤΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ, ἱερομονάχου· «Βίος καὶ Πολιτεία, ἄσκησις καὶ λαμπροὶ ἀγῶνες τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἀκακίου τοῦ Νέου τοῦ Καυσοκαλυβίτου». Χειρόγραφον ὑπ᾿ ἀριθ. 42 εἰς τὴν βιβλιοθήκην τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων Ἁγίου Ὄρους.

2. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ· Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἔκδοσις Γ´, Ἀθῆναι 1961.

3. ΕΥΛΟΓΙΟΥ ΚΟΥΡΙΛΑ - ΛΑΥΡΙΩΤΟΥ· Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ - Ἀθωνῖται, Τόμος Α´, Θεσσαλονίκη 1929.

4. ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, Τόμ. Α´.

5. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΟΥΣΤΑΚΑ, ἱερομονάχου· Ἡ ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω Ἱερὰ Σκήτη τῆς Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων, Ἅγιον Ὄρος 1964.

6. ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΟΥ, ὑμνογράφου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας· Ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἀκακίου τοῦ Νέου. Ἀνάτυπον ἐκ τοῦ Εὐρυτανικοῦ Λειμωναρίου.

7. Τοῦ ἰδίου· Ἀκολουθία τῶν Εὐρυτάνων Ἁγίων. Ἐκδοτικὸς Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1971.

8. Ο ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, Τόμος Δ´, Ἔκδοσις Ε´, Ἀθῆναι 1984.

9. Γ. ΜΗΛΙΤΣΗ· Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, Ἔκδοσις Β´, Τρίκαλα 1986.

10. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΜΟΥΣΤΑΚΑ, Ἀρχιμανδρίτου· Τὸ Ἅγιον Ὄρος Ἄθω, Ἐκδοτικὸς Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1957.

11. ΑΘ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Μοναχοῦ Ἁγιορείτου· Ἡ Πλατυτέρα, Ἅγιον Ὄρος 1982.

12. ΙΩΝΝΙΚΙΟΥ, Ἀρχιμανδρίτου· Ὁ Καυσοκαλύβης, Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 1980.

13. ΑΝΔΡΕΟΥ - ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Μοναχοῦ Ἁγιορείτου· Γεροντικὸν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἔκδοσις Β´ 1980.

14. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου, Ὁ κήρυξ τῆς Χάριτος καὶ τοῦ Φωτὸς (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς), Κουφάλια Θεσσαλονίκης 1984.

15. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, Ἑβδομαδιαία Ἐφημερὶς Ἀθηνῶν.

16. Ἀρχεῖον Καρδίτσης. Ἐπιμέλεια κειμένων· Νικολάου Κατοίκου, φιλολόγου