Εἶναι γνωστὴ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ ἱστορία τοῦ πολυάθλου Ἰώβ. Γιὰ κείνους ποὺ σκανδαλίζονται γιὰ τὴν ἀρχὴ καὶ τὴν ὕπαρξη τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο, ἡ ἀπάντηση ὑπάρχει σ᾿ κείνη τὴν ἱστορία. Ποιὰ εἶναι ἡ ἀρχή των κι ἀπὸ ποῦ προέρχονται τὰ παθήματα τῶν ἀνθρώπων στὸν κόσμο; Γιατί νὰ δέρνῃ τοὺς ἀνθρώπους ἡ φτώχεια, ἡ ἀρρώστια κι ὁ θάνατος; Γιατί καὶ οἱ δίκαιοι νὰ δεινοπαθοῦν καὶ νὰ ὑποφέρουν; Καὶ πῶς ὅλα τοῦτα συμβιβάζονται μὲ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ; Ἀνθρώπινη ἀπάντηση δὲν ὑπάρχει σὲ τοῦτα τὰ ἐρωτήματα, ὑπάρχει ὅμως ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ. «Μὴ ἀποποιοῦ μου τὸ κρίμα. Οἴει δὲ μὲ ἄλλως σοὶ κεχρηματικέναι ἢ ἵνα ἀναφανῆς δίκαιος;». Ἕνα εἶναι βέβαιο, πὼς μέσα στὰ παθήματά του ὁ ἄνθρωπος παιδαγωγεῖται καὶ χαλκεύεται, κι ἔτσι «ἐπιτελεῖ ἁγιωσύνην», ὅπως ἡ ἁγία Συγκλητική, τῆς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη της στὶς 5 Ἰανουαρίου.
«εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν Οὐρανοῖς καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. ιθ´ 21).
Στὴν προτρεπτικὴ πρόσκληση τοῦ Κυρίου, γιὰ μία σωστικὴ πορεία πρὸς τὴ Θέωση, ἡ ἀπήχηση εἶναι θετική, πολυάριθμη, διαχρονική. Οἱ ψυχικοὶ δέκτες ἀπειράριθμων ψυχῶν συλλαμβάνουν τὸ μήνυμα κι ἀπαντοῦν αὐθόρμητα, καταφατικά, ἔμπρακτα. Ἀκολουθοῦν τὸ Ἀρνίο «ὅπου καὶ ἂν ὑπάγῃ». Σημασιοδοτοῦν τὸ τέρμα καὶ μηδενίζουν κάθε γήινη δόξα καὶ τρυφή. Εἶναι οἱ ἐθελοντὲς στρατιῶτες Χριστοῦ. Εἶναι οἱ ἑκούσιοι ἀκόλουθοί Του. Εἶναι οἱ Ἅγιοι οἱ εὐαρεστήσαντες στὴ γῆ τὸ Θεό. Αὐτοὺς ἀτενίζουμε μὲ θαυμασμό, γι᾿ αὐτοὺς καυχόμαστε, αὐτοὺς ποθοῦμε νὰ μιμηθοῦμε, αὐτοὺς προσπαθοῦμε νὰ γνωρίσουμε. Κάθε Ἅγιος καὶ μία ἰδιαιτερότητα, ἕνα σημεῖο ἀναφορᾶς στὴν Αἰωνιότητα, μία πολύπτυχη μορφὴ μὲ ἀξιόλογες ἐμπειρίες. Κάθε ἀνίχνευση τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων ἐπιφυλάσσει μοναδικὲς ἐκπλήξεις ἐπωφελεῖς.
Ἂς ἐνσκύψουμε, λοιπὸν τώρα, στὴν πολυθαύμαστη ζωὴ τῆς Ὁσίας Συγκλητικῆς. Μία μορφὴ ἀνένδοτης ἀγωνίστριας στὸ στίβο τῆς ἀρετῆς, φλογερῆς καθοδηγήτριας στὸ πεδίο τῆς ἱεραποστολῆς, ἄριστης χειραγωγοῦ στὴν ἀρένα τῆς μοναδικῆς πολιτείας. Ἕνας βράχος πίστεως καὶ εὐσέβειας, ταπεινοφροσύνης καὶ ἀγάπης. Ὁσία Συγκλητική! Μία ἀκάματη σκαπανέας τοῦ πνεύματος. Μία ἀκούραστη ἐργάτρια τῆς φιλανθρωπίας. Μία ἀεικίνητη ἡρωίδα τῆς ἀγάπης. Μία λαμπάδα ἄσβεστη, ἀείφωτη, καθοδηγητικὴ γιὰ τοὺς Οὐρανοδρόμους τῆς γῆς. Μία βακτηρία δυναμικὴ γιὰ τοὺς ὀρειβάτες τοῦ Ἔβερεστ τῆς ἀρετῆς. Μία ἀέναη ὀδοδείχτης τ᾿ Οὐρανοῦ.
Ἂς προσεγγίσουμε τὸ ὁλόφωτο πορτραῖτο της, ταπεινά. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ποὺ διασώθηκε κατὰ τὴν ἐξορία του κρυμμένος ἀπὸ τὴν Ὁσία γιὰ ἕξι χρόνια στὸν παρθενώνα της, γράφει αὐθεντικὰ τὴ βιογραφία της.
270 μ.Χ. ὁ χρόνος γέννησής της. Καταγωγή της ἡ ἔνδοξη Μακεδονία. Οἱ γονεῖς της πλούσιοι πολύ, ἀλλὰ καὶ εὐσεβεῖς βαθιά. Φροντίδα τους ἀμέριστη ἡ πνευματικὴ μόρφωση καὶ ἡ ψυχικὴ καλλιέργεια τῆς θυγατέρας τους.
Ἡ θρησκευτικὴ ἀκτινοβολία τῆς Ἀλεξάνδρειας τοὺς γνωστοποιεῖται κι ἀποφασίζουν τὴ μετοίκησή τους ἐκεῖ. Σ᾿ ἕνα εὐρὺ καὶ θερμὸ χριστιανικὸ περιβάλλον βρίσκεται τώρα ἡ Συγκλητική. Ἡ οἰκογενειακὴ γνωριμία μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Μέγα Ἀθανάσιο σηματοδοτεῖ τὴν πορεία πρὸς τὴν ἀρετή, τῆς νεαρῆς κόρης.
Παράλληλα παίρνει μιὰ πλατιὰ μόρφωση. Διακρίνεται τώρα γιὰ τὴν ἀρετή, τὸν πλοῦτο, τὴ μόρφωση, τὴν ὀμορφιά. Οἱ προτάσεις γάμου εἶναι πολλές. Ἡ Συγκλητικὴ ὅμως τὶς ἀπορρίπτει ὅλες. Ἡ ψυχὴ τῆς εἶναι ἐστραμμένη πρὸς τὸν Οὐράνιο Νυμφίο Χριστὸ καὶ ἡ ἀγάπη τῆς εἶναι ὁλοκληρωτικὰ δοσμένη σ᾿ Ἐκεῖνον. Τὴν πλημμύρα τῶν αἰσθημάτων ἀγάπης διοχετεύει ἀποκλειστικὰ στὰ κανάλια τῆς ἀνθρώπινης δυστυχίας, σκορπίζοντας φροντίδα καὶ παρηγοριά, ἀνακούφιση κι ἐλπίδα.
Ἀγαπᾶ καὶ ἀναζητεῖ, ἀνευρίσκει καὶ στηρίζει τὸν κάθε ἀναξιοπαθοῦντα ἀδελφό. Ἀχθοφόρος τῆς ἀγάπης ἡ ἐνάρετη κόρη. Ἐργάζεται ταπεινὰ κι ἀθόρυβα, στὴν ἀφάνεια καὶ στὴ σιωπή. Διαθέτει τὶς ὧρες της γιὰ ἀνακούφιση τῶν ἄλλων καὶ γιὰ τὴν προσωπική της ψυχικὴ καλλιέργεια. Ἄγρυπνη στὸ κάστρο τῆς ψυχῆς τῆς δίνει μάχες μὲ ὅπλα τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία. Βιώνει τὴν αὐτογνωσία καὶ κατευθύνεται πρὸς τὴ Θεογνωσία. Σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα οἱ γονεῖς τῆς ἀπέρχονται στὸν Οὐρανό. Ἡ Συγκλητικὴ παίρνει τὴν τυφλὴ ἀδελφή της καὶ φεύγουν μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, στὸ Ἡρῶον. Ἐκεῖ σκορπίζει ἀφειδώλευτα μέρος τῆς περιουσίας της στοὺς φτωχούς. «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23, 1) λέγει καὶ αὐτοασφαλίζεται ἀπὸ ὑπερηφανειακὲς πτώσεις.
Ὁ πόθος της καὶ ὁ στόχος της εἶναι νὰ λάβει τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα. Ἀπὸ κάποιον ἱερέα κείρεται μοναχή. Ζεῖ συγκλονιστικὲς στιγμές, καθοριστικὲς γιὰ τὴ ζωή της. Ἀπελεύθερη τῆς κοσμικῆς μέριμνας, ζεῖ γιὰ τὸ Χριστό. Τώρα διαθέτει τὴν ὑπόλοιπη περιουσία της καὶ ἱδρύει Παρθενώνα, Μοναστήρι. Ἤδη πλαισιώνεται ἀπὸ ἀρκετὲς ψυχὲς ποὺ ποθοῦν νὰ συμβαδίσουν ἀγωνιστικὰ τὸ δρόμο τῆς θεώσεως. Ἡ Συγκλητική, ὡς ἡγουμένη διαθέτει πίστη καὶ ἀγάπη, ἀρετὴ καὶ ζῆλο. Προσφέρει κι ἕνα πλούσιο ἐμπειρικὸ ὁπλοστάσιο, πολύτιμο γιὰ τοὺς ἀγῶνες. Τὴν ἱεραποστολική της δράση μεταφέρει καὶ στὴ Μονή. Ἔτσι συνδυάζεται ἀσκητισμὸς καὶ κοινωνικότητα.
Ἡ διδασκαλία της πολύμορφη, πρακτική, ἀποτελεσματική. Γνωρίζει τὴν τεχνική του Διαβόλου καὶ τὸν ἀντιμετωπίζει νικηφόρα. Μὲ θώρακα τὴν προσευχὴ καὶ περικεφαλαία τὴν πίστη δίνει μάχες. Οἱ συμβουλές της ἀνεκτίμητα ἐφόδια στὸν ἀγώνα. Ἡ Ὁσία μὲ τὶς διδασκαλίες της σώζει πολλὲς ψυχές.
Ὁ Διάβολος φθονεῖ τὴ σωτήρια δράση της καὶ τὴν ἐκδικεῖται μὲ ἐπώδυνη πολύχρονη ἀσθένεια. Ἡ Ὁσία τὴν ἀντιμετωπίζει μὲ καρτερία, μεγαλοψυχία, ὑπομονή. Ὀγδόντα χρονῶν εἶναι καὶ πλησιάζει στὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ἀγωνιστικῆς πορείας της καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς ἀτελεύτητης εὐφροσύνης. Θεῖες ὀπτασίες βλέπει. Ἐπιστασίες Ἀγγέλων φαίνονται. Λάμψεις στὸ χῶρο τοῦ Παραδείσου παρακολουθεῖ. Τὰ ἀποκαλύπτει στὶς ἀδελφές, τὶς ἐμψυχώνει καὶ προλέγει τὴν μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἀναχώρησή της. Ὄντως νικήτρια, πανευτυχής, τότε ποὺ προεῖπε, στὶς 5 Ἰανουαρίου, ἀναχωρεῖ γιὰ τὴν ποθητὴ πατρίδα, τὴν αἰωνιότητα, ἀφοῦ δόξασε μὲ τὴ ζωὴ τῆς τὸ Θεό. Βραβεῖο της ἄφθαρτο ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ὁσία του Θεοῦ, πρέσβευε ἀπαύστως καὶ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία.
Νά, σταχυολογημένα μερικὰ πολύτιμα πετράδια:
- Ὅλοι ξέρουμε νὰ σωθοῦμε, ἀλλὰ ἀπὸ ἀμέλεια χάνουμε τὴ σωτηρία. Ἡ σωτηρία βρίσκεται στὴ διπλὴ ἀγάπη: στὸ Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο.
- Ἡ κενοδοξία ἀποφεύγεται μὲ τὴν ἀπόκρυψη τῶν ἀρετῶν καὶ τὴν φανέρωση τῶν ἐλαττωμάτων.
- Τὸ θεμέλιο τῆς ψυχικῆς οἰκίας μας εἶναι τὰ καλὰ ἔργα. Ἡ σκεπὴ εἶναι ἡ πίστη. Τὰ παράθυρα εἶναι οἱ αἰσθήσεις. Διὰ μέσου ὅλων αὐτῶν μᾶς πολεμεῖ ὁ ἐχθρός. Ἐπαγρύπνηση στοὺς ἐσωτερικοὺς λογισμοὺς ἀπαιτεῖται.
- Ὅποιος στέκει, ἂς προσέχει νὰ μὴν πέσει. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔπεσε ἔχει μία φροντίδα: Πῶς νὰ σηκωθεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ στέκει πρέπει νὰ προσέχει νὰ μὴν πέσει, εἴτε ἐπιστρέφοντας στὰ παλιὰ πάθη καὶ λιποψυχώντας, εἴτε νὰ ὑπερηφανευθεῖ.
- Ἀντίδοτο τῶν ὑπερήφανων λογισμῶν τὰ λόγια τοὶ Ψαλμωδοῦ Δαβίδ: «Ἐγώ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος» (Ψαλμ. 21, 7).
- Ὁ θησαυρὸς τῆς ταπεινοφροσύνης ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἀπόρριψη κάθε δόξας.
- Ὁ θυμὸς συμφέρει νὰ ἐκτοξεύεται ἐναντίον τῶν δαιμόνων καὶ ποτὲ ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων.
- Γιὰ κάθε πτώση δὲν ἀπελπιζόμαστε, αὐτοκατακρινόμαστε καὶ μετανοοῦμε εἰλικρινά.
- Θλίβεσαι; Πονεῖς; Σκέψου, ὅτι ὑποφέρεις ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες σου. Συλλογίσου τὴ μελλοντικὴ αἰώνια τιμωρία καὶ νὰ χαίρεις».
Ἡ ὀργὴ εἶναι μικρὸ ἁμάρτημα. Τὸ πιὸ βαρὺ ὅμως ἁμάρτημα ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ἡ μνησικακία. Διότι ὁ θυμὸς διαλύεται σὰν τὸν καπνό, ποὺ θολώνει γιὰ λίγο τὴν ψυχή, ἡ μνησικακία ὅμως ὡς μόνιμη κατάσταση ἐξαγριώνει τὴν ψυχὴ περισσότερο κι ἀπὸ θηρίο. Καὶ ὁ σκύλος, ὅταν χτυπήσῃ κάποιο μὲ μανία, μὲ λίγη τροφὴ μαλακώνει, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα θηρία, ποὺ πραΰνονται μὲ τὴν ἀγάπη.
Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ κυριεύεται ἀπὸ μνησικακία, οὔτε μὲ παρακλήσεις ἀλλάζει, οὔτε μὲ τροφὴ μαλακώνει, οὔτε μὲ τὸν χρόνο, ποὺ μεταβάλλει τὰ πάντα, μπορεῖ νὰ θεραπευθῇ. Οἱ μνησίκακοι εἶναι οἱ πιὸ ἀσεβεῖς καὶ παράνομοι ἀπ᾽ ὅλους, διότι δὲν ὑπακούουν στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει, «Ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου καὶ οὔτω προσάγαγε τὸ δῶρον» (Ματθ. 5,24) καὶ «μὴ ἐπιδυέτω ὁ ἥλιος ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» (Ἐφεσ. 4,26).
Τὸ πόσο καλὴ καὶ σωστικὴ εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τὴν ἐνδύθηκε γιὰ νὰ οἰκονομήσῃ τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ μάλιστα εἶπε: «Μάθετε ἀπ᾽ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. 11,29). Πρόσεχε ποιός εἶναι αὐτός, ποὺ μιλεῖ καὶ γίνε τέλειος μαθητής Του. Ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος στὰ καλὰ ἔργα ἂς εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἐννοῶ τὸ ταπεινὸ φρόνημα καὶ ὄχι μόνο τὰ σχήματα λόγου. Ὅταν ἡ ψυχὴ σκέπτεται ταπεινά, ταπεινὲς θὰ εἶναι καὶ οἱ ἐξωτερικὲς ἐκδηλώσεις. Ἔχεις ἐφαρμόσει ὅλες τὶς ἀρετές; Ὁ Κύριος τὸ ξέρει, ἀλλὰ ὁ ἴδιος μᾶς λέει, ν᾽ ἀρχίζουμε πάλι ἀπὸ τὴν ταπείνωση, λέγοντας, «ὅταν πάντα ποιήσητε, εἴπατε. Δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν» (Λουκ. 17,10).
Ἡ ταπεινοφροσύνη ἀποκτᾶται μὲ ὀνειδισμούς, μὲ ὕβρεις καὶ πόνους, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ σὲ ποῦν τρελλὸ καὶ ἀνόητο, πτωχό, ἀδύνατο καὶ τιποτένιο, ἀπρόκοπτο σὲ καλὰ ἔργα, ἀνίκανο νὰ μιλᾶς, ἀνυπόληπτο, ἐξουθενωμένο. Αὐτὰ εἶναι τὰ νεῦρα τῆς ταπεινοφροσύνης. Κι ὁ Κύριος τὰ ἴδια ἄκουσε καὶ ἔπαθε. Καὶ Σαμαρείτη τὸν εἶπαν καὶ δαιμονισμένο. Πῆρε τὴν μορφὴ δούλου, μαστιγώθηκε καὶ γέμισε στὸ σῶμά του πληγές.
Πρέπει λοιπὸν κι ἐμεῖς νὰ μιμούμεθα τὶς πράξεις τῆς ταπεινοφροσύνης. Εἶναι μερικοί, ποὺ μὲ ἐξωτερικὰ σχήματα ὑποκρίνονται τὸν ταπεινὸ ἀπὸ φιλοδοξία, ἀλλὰ φανερώνονται ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα. Ὅταν τύχη νὰ ὑβριστοῦν ἐλαφρά, δὲν ὑπομένουν, χύνοντας ἀμέσως τὸ δηλητήριό τους, σὰν τὰ δηλητηριώδη φίδια.
Παιδιά μου, ὅλοι ξέρομε, πῶς θὰ σωθοῦμε, ἀλλὰ χάνομε τὴν σωτηρία μας ἀπὸ τὴν πνευματική μας ἀμέλεια. Πρέπει λοιπόν, ἀρχικά, νὰ τηροῦμε μὲ ἀκρίβεια τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου» «καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» (Ματθ. 22, 37-39). Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ νόμου καὶ τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος. Λίγα λόγια, ἀλλὰ μὲ πολλὴ καὶ μεγάλη δύναμι. Ὅλες οἱ ἀρετὲς ἐξαρτῶνται ἀπ᾽ αὐτή, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος ὀνομάζει τὴν ἀγάπη τέλος τοῦ νόμου. Αὐτὴ εἶναι ἑπομένως ἡ σωτηρία μας, ἡ διπλῆ ἀγάπη, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος κάθε καλοῦ ἔργου τῶν ἀνθρώπων.
Ὑπάρχει λύπη ὠφέλιμη καὶ λύπη καταστρεπτική. Γνωρίσματα τῆς καλῆς λύπης εἶναι ἡ θλῖψι γιὰ τὰ δικά μας ἁμαρτήματα, ἡ λύπη γιὰ τὴν ἄγνοια, ποὺ ἔχουν οἱ ἀδελφοί μας καὶ ὁ φόβος μήπως χάσουμε τὴν ἀγαθὴ προαίρεσι καὶ δὲν φθάσουμε στὸν σκοπὸ τῆς σωτηρίας. Ἐνῶ τῆς ἄλλης, ποὺ δημιουργεῖ ὁ ἐχθρός, εἶναι ἡ παράλογη καὶ ὑπερβολικὴ θλῖψι, ποὺ οἱ πατέρες τὴν ὀνομάζουν ἀκηδία. Τὸ πνεῦμα αὐτὸ τῆς ἀκηδίας καὶ τῆς λύπης, πρέπει νὰ τὸ διώχνουμε μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ψαλμωδία.
Ἂς προσέχῃ, λοιπόν, ὅποιος νομίζει πὼς στέκεται, γιὰ νὰ μὴ πέσῃ. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἔπεσε, ἔχει μία μόνο φροντίδα, νὰ σηκωθῇ, ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ στέκεται, ἂς προσέχῃ νὰ μὴ πέσῃ, γιατὶ οἱ πτώσεις εἶναι διάφορες. Αὐτοὶ ποὺ ἔπεσαν ἔχουν στερηθῆ τὴ θεία χάρι κι ὅταν σηκώθηκαν, ἡ ζημιά τους δὲν ἦταν μικρή. Αὐτὸς ποὺ στέκεται, ἂς μὴν ἐξευτελίζη τὸν ἄλλον ποὺ ἔπεσε, μήπως πάθῃ κι αὐτὸς τὰ ἴδια καὶ βρεθῆ σὲ χειρότερο βάραθρο. Εἶναι πολὺ φυσικό, ἡ φωνὴ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ βαθὺ πηγάδι καὶ καλεῖ σὲ βοήθεια, νὰ μὴν ἀκουσθῇ, ὅπως λέει καὶ ὁ ψαλμωδός: «Μὴ καταπιέτω με βυθός, μηδὲ συσχέτω ἐπ᾽ ἐμὲ φρέαρ τὸ στόμα αὐτοῦ» (Ψαλμ. 68,16).
Ὁ πρῶτος ποὺ ἔπεσε, ἔμεινε (μέσα στὸ πηγάδι), σὺ ὅμως πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου, μήπως, ὅταν πέσῃς, δὲν μπορέσῃς νὰ σηκωθῇς καὶ γίνῃς τροφὴ στὰ θηρία. Ἐκεῖνος, ποὺ πέφτει δὲν μπορεῖ νὰ κλείσῃ τὴν πόρτα στὸν πονηρό. Ἀλλὰ σὺ μὴ νυστάξῃς καθόλου καὶ ψάλλε πάντοτε τὸ θεῖο ῥητό: «Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (Ψαλμ. 22,4). Τέλος νὰ ἀγρυπνῇς συνέχεια, διότι ὁ διάβολος σὰν λέοντας ὠρύεται κοντά σου.
1. Εἶπε ἡ ἀμμὰς [=γερόντισσα, πνευματικὴ δασκάλα] Συγκλητική· «Ἐκείνους ποὺ πλησιάζουν πρὸς τὸν Θεὸ στὴν ἀρχὴ τοὺς περιμένει ἀγώνας καὶ πολὺς κόπος, ὕστερα ὅμως χαρὰ ἀνείπωτη. Διότι ὅπως ἀκριβῶς αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ ἀνάψουν φωτιὰ στὴν ἀρχὴ καπνίζονται καὶ δακρύζουν καὶ μόνον τότε κατορθώνουν αὐτὸ ποὺ γυρεύουν νὰ κάνουν – διότι βέβαια λέει πὼς ὁ Θεός μας εἶναι φωτιὰ ποὺ κατατρώει – ἔτσι κι ἐμεῖς πρέπει νὰ ἀνάψουμε μέσα μας τὴ θεία φωτιὰ μὲ δάκρυα καὶ πόνους [῾Νεκρός᾿: ἐννοεῖται ὁ πόνος καὶ κόπος στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη]».
2. Εἶπε ἀκόμη ὅτι· «Ἐμεῖς ποὺ διαλέξαμε τὴ μοναχικὴ ζωὴ ὀφείλουμε νὰ ἔχουμε ἄκρα σωφροσύνη. Βέβαια καὶ ἀνάμεσα στοὺς κοσμικοὺς φαίνεται νὰ ὑπάρχει ἡ σωφροσύνη, ὅμως μαζὶ μ᾿ αὐτὴν συνυπάρχει καὶ ἡ ἀφροσύνη, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἁμαρτάνουν μὲ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες αἰσθήσεις, ἀφοῦ καὶ βλέπουν ἄπρεπα καὶ γελοῦν ἄτακτα».
3. Εἶπε πάλι· «Καθὼς τὰ πολὺ ἰσχυρὰ φάρμακα διώχνουν τὰ δηλητηριώδη ἑρπετά, ἔτσι καὶ ἡ προσευχὴ μαζὶ μὲ τὴ νηστεία ἐξαφανίζει τοὺς πονηροὺς λογισμούς».
4. Εἶπε πάλι· «Πολλὲς εἶναι οἱ παγίδες τοῦ διαβόλου. Μὲ τὴν φτώχεια δὲν κατάφερε νὰ κλονίσει μιὰ ψυχή; Τότε φέρνει σὰν δόλωμα τὸν πλοῦτο. Ἂν οὔτε μὲ τὶς ὕβρεις καὶ τοὺς ὀνειδισμοὺς δὲν μπορέσει, χρησιμοποιεῖ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴ δόξα. Σὰν νικηθεῖ μὲ τὴ σωματικὴ ὑγεία, φέρνει ἀρρώστιες στὸ κορμί. Ὅταν δὲν κατορθώσει νὰ μᾶς ξεγελάσει μὲ τὶς ἡδονές, προσπαθεῖ νὰ μᾶς κάνει νὰ ξεστρατίσουμε μὲ ἀθέλητες ταλαιπωρίες. Φέρνει – ὕστερα ἀπὸ παραχώρηση – βαρύτατες ἀσθένειες, ὥστε ἐξαιτίας αὐτῶν νὰ ὀλιγοψυχήσουμε καὶ ἔτσι νὰ νοθευτεῖ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό. Ἀκόμη κατατρώγει τὸ κορμὶ μὲ σφοδρότατους πυρετοὺς καὶ τὸ θλίβει μὲ ἀκατάσχετη δίψα.
Ἂν λοιπὸν τὰ παθαίνεις αὐτὰ ἐπειδὴ ἔχεις ἁμαρτήσει, ὑπενθύμισε στὸν ἑαυτό σου τὴν μέλλουσα κόλαση καὶ τὸ αἰώνιο πῦρ καὶ τὶς καταδικαστικὲς ποινὲς καὶ δὲν θὰ ὀλιγοψυχήσεις γιὰ αὐτὰ ποὺ σοῦ συμβαίνουν. Νὰ χαρεῖς διότι ἐνδιαφέρθηκε ὁ Θεὸς γιὰ σένα καὶ ἔχε στὸ στόμα σου τὸ γλυκύτατο ἐκεῖνο ρητό· «Μὲ διαφόρους τρόπους μὲ ἐπαίδευσε ὁ Κύριος, ἀλλὰ τελικὰ δὲν μὲ παρέδωσε στὸν θάνατο». Ἂν ἤσουν σὰν τὸ σίδερο, γνώριζε πὼς μόνο μὲ τὴ φωτιὰ διώχνεις τὴ σκουριά. Ἂν πάλι ἀσθενεῖς, ἐνῶ εἶσαι δίκαιος, μάθε πὼς ἀνεβαίνεις σὲ ἀκόμη ὑψηλότερα μέτρα. Κι ἂν ἀκόμη εἶσαι χρυσάφι, μὲ τὴ φωτιὰ γίνεσαι γνησιότερος. Μήπως ὅμως σοῦ δόθηκε σατανικὸς ἄγγελος νὰ βασανίζει τὴ σάρκα σου; Νὰ ἀγαλλιάσεις τότε ἀπὸ χαρά, ἄκου μὲ ποιὸν ἐξομοιώθηκες – ἔχεις ἀξιωθεῖ τῆς μερίδας τοῦ Παύλου [ἐπειδὴ ὁ Παῦλος εἶχε χρόνια ἀσθένεια ποὺ τὴν ὀνομάζει ἔτσι, Β´ Κορινθ. 12, 7]. Ἢ πάλι βασανίζεσαι ἀπὸ πυρετὸ καὶ παιδεύεσαι μὲ ρίγη; Λέει ἡ Γραφὴ σχετικά· «Περάσαμε μέσα ἀπὸ φωτιὲς καὶ θάλασσες καὶ μᾶς ὁδήγησες σὲ ἀναψυχή». Βρίσκεσαι τώρα στὴν πρώτη φάση; Περίμενε θἄρθει καὶ ἡ δεύτερη. Καθὼς ἀσκεῖς τὴν ἀρετὴ νὰ κραυγάζεις τὰ λόγια τοῦ ἁγίου ποὺ λέει· «Εἶμαι φτωχὸς καὶ θλίβομαι ἀπὸ τοὺς πόνους». Ἔτσι μέσα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο τρόπους θλίψης θὰ γίνεις τέλειος, ὅπως λέει· «Μέσα ἀπὸ τὴ θλίψη μὲ ὕψωσες». Μὲ αὐτὰ τὰ γυμνάσματα λοιπὸν νὰ προπονήσουμε τὶς ψυχές μας, διότι ὁ ἀντίπαλος βρίσκεται ἤδη μπροστά μας».
5. Εἶπε ἀκόμη· «Ὅταν νηστεύεις, μὴ προφασιστεῖς ἀρρώστια, διότι σὲ ἴδιες ἀρρώστιες πέφτουν πολλὲς φορὲς καὶ αὐτοὶ ποὺ δὲν νηστεύουν, Ἄρχισες τὸ καλό; Μὴν κάνεις πίσω, ἂν σοῦ ριχτεῖ ὁ ἐχθρός. Μὲ τὴν ὑπομονή σου θὰ τὸν τσακίσεις. Καὶ οἱ ναυτικοὶ ὅταν καθὼς ξανοίγονται μὲ τὸ πλοῖο ἔχουν εὐνοϊκὸ ἄνεμο καὶ ἀφοῦ ἁπλώσουν τὰ πανιὰ συναντοῦν ἀντίθετο, τότε ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀναποδιᾶς δὲν ρίχνουν μεμιᾶς τὴν πραμάτεια τους στὴ θάλασσα. Ἀλλά, ἀφοῦ ἡσυχάσουν γιὰ λίγο, ἢ καὶ ἔστω βγοῦν ἐκτὸς μάχης ἀπὸ τὴν τρικυμία, πάλι συνεχίζουν τὴν πορεία τους. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς λοιπὸν καὶ ἂν πέσει καταπάνω μας ἐνάντιος ἀγέρας, ἀντὶ γιὰ πανὶ νὰ σηκώσουμε ψηλὰ τὸν Σταυρὸ καὶ ἄφοβα στὸ ὑπόλοιπο ταξίδι νὰ πλεύσουμε».