Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 11 Μαρτίου
Στίχ. Ἔσπευδε τηρεῖν καὶ κεραίαν τοῦ νόμου,
Ὁ Σωφρόνιος οὗ παρ᾿ οὐρανοῖς κέρας. Ἑνδεκάτῃ σαόφρων ἔδυ Σωφρόνιος παρὰ τύμβον. |
Αὐτὸς ὁ ἅγιος γεννήθηκε στὴν ἐπαρχία τῆς Δαμασκοῦ ποὺ κοινῶς ὀνομάζεται Σιάμ, καὶ στὴν τοποθεσία τῆς Φοινίκης ποὺ ὀνομάζεται Λιβανοστέφανος, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ σώφρονες, τὸν πατέρα του Πλινθᾶ καὶ τὴ μητέρα τοῦ Μύρω περίπου τὸ ἔτος 575.
Ἐξαιτίας τῆς εὐφυΐας καὶ τῆς σπουδῆς του, ἀπέκτησε τὸν ἔλεγχο καὶ τὴ δύναμη ὅλων των ἐπιστημῶν. Καὶ ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλὰ καὶ ἐπιπλέον αὐτός, ἂν καὶ κατοικοῦσε στὴν πόλη, ζοῦσε μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἄσκηση ποὺ ἐπιδεικνύουν στὶς ἐρήμους οἱ ἀσκητές. Δὲν ἄργησε, λοιπόν, νὰ ἐπικρατήσει μέσα του ἡ θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ κλίση.
Ἔπειτα πηγαίνει στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀββᾶ Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου· ἀπὸ ἐκεῖ ἀναχώρησε καὶ πῆγε στὴν Αἴγυπτο ἐπιθυμώντας νὰ ἀποκτήσει περισσότερη μάθηση τῆς σοφίας.
Καὶ ἐνῶ βρισκόταν ἐκεῖ, ἔπαθε καταρράκτη στὰ μάτια του καὶ θεραπεύεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀναργύρους Κύρο καὶ Ἰωάννη, οἱ ὁποῖοι τοῦ ζήτησαν γιὰ μισθὸ νὰ συγγράψει τὰ θαύματα, ὅσα τελοῦσαν κάθε ἡμέρα, τὰ ὁποῖα καὶ συνέγραψε σύμφωνα μὲ τὴν αἴτηση τῶν ἁγίων, καὶ ἔτσι ἐπέστρεψε στὰ Ἱεροσόλυμα.
Συνήντησε καὶ συμμόνασε μὲ τὸν λόγιο Ἰωάννη Μόσχο, γεμάτο ἀπὸ κάθε σοφία ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερική, παίρνοντας ἀπὸ ἐκεῖνον ὅσα μαθήματα ἤξερε περισσότερα ἀπὸ αὐτόν, ὡς τόσον προσφέροντας καὶ ὁ ἴδιος ἀντίστροφα τὰ δικά του. Ἐπισκέφθηκαν δὲ διάφορα ἀσκητικὰ καὶ μοναχικὰ κέντρα τῆς Παλαιστίνης, ὡς προσκυνητὲς καὶ εἰς πνευματικὴ ὡφέλειά τους.
Μετὰ ἀπὸ αὐτά, βλέποντας ὁ Ἅγιος τὴν Ἐκκλησία νὰ ταράζεται ἀπὸ τὶς ἐπιβουλὲς τῶν Μονοφυσιτῶν καὶ τῶν διαφόρων ἄλλων αἱρετικῶν, μετέβη στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου προσπάθησε νὰ πείσει τὸν τότε Πατριάρχη Κύρο, ὁ ὁποῖος ἐργαζόταν γιὰ τὴν ἕνωση μὲ τοὺς Μονοφυσίτες, νὰ παραμείνει πιστὸς σὲ ὅσα θεσπίστηκαν ἀπὸ τὴν Ἁγία Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Χαλκηδόνα. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖνος παρέμενε ἀμετάπειστος, μετέβη καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς τὸν Πατριάρχη Σέργιο καὶ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο. Ἀφοῦ ὅμως τοὺς βρῆκε καὶ αὐτοὺς νὰ φρονοῦν τὰ ἴδια, διδάσκοντας μία θέληση γιὰ τὸ Χριστό, καὶ ἀφοῦ τοὺς κατέκρινε δριμύτατα μπροστὰ σὲ ὅλους, ἐπέστρεψε περίλυπος στὰ Ἱεροσόλυμα.
Ὅμως οἱ ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου δὲν πῆγαν χαμένοι. Ὅσο καὶ ἂν οἱ αἱρετικοὶ ἦταν οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἐποχῆς, ἡ Ὀρθοδοξία θριάμβευσε. Ἡ Ἁγία Στ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ συνῆλθε κατὰ τὸ ἔτος 680, τοὺς αἱρετικοὺς Σέργιο καὶ Πύρρο καὶ Παῦλο καὶ Πέτρο τοὺς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὸν Ὀνώριο τῆς Ῥώμης καὶ τὸν Κύρο τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ τοὺς ἀκολουθοῦσαν τοὺς ἀναθεμάτισε, ἐνῶ τὸν Σωφρόνιο, ὅπως καὶ τὸν ἁγιώτατο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ καὶ τοὺς ἄλλους Ὀρθόδοξους ἀγωνιστὲς τοὺς δικαίωσε.
Τόσο γενναία ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ὁ Ἅγιος καὶ πρὶν ἀκόμα χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος, γυρνώντας στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἐστήρίζε τοὺς Ὀρθόδοξους στὴν ἀλήθεια τῆς Πίστεως· ἐνῶ ἐκαυτηρίαζε τοὺς αἱρετικούς, Μονοφυσίτες καὶ Μονοθελητές.
Κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὅταν ἀπῆλθε πρὸς Κύριον ὁ μέγας στὴν ἀρετὴ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἅγιος Μόδεστος (632-634), μὲ ἐπίνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κλήθηκε, γιὰ τὴν ὑπερβολικὴ ἀρετή του, νὰ ἀνέβει στὸν ἐνδοξότατο θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων ὁ διαπρύσιος αὐτὸς κήρυκας τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Σωφρόνιος.
Ἀπὸ τὴν θέση αὐτή, ὁ Σωφρόνιος ἐξακολουθεῖ τὸν ἀγῶνα του κατὰ τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Γράφει πολλοὺς ὕμνους καὶ λόγους ποὺ τοὺς διακρίνει ἀξιόλογη λογοτεχνικὴ ἀξία. Πολλὰ συγγράμματα ἄξια λόγου καὶ μνήμης ἄφησε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀοίδιμος αὐτὸς πατέρας, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ ὁ θαυμαστὸς βίος τῆς ἰσαγγέλου Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἡ ὁποία ἀγωνίστηκε τοὺς ἀγῶνες στὴν ἔρημο ξεπερνώντας τὰ μέτρα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως.
Ἐπεσκέφθη στὴν Ἀλεξάνδρεια, τὸν Ἰωάννη τὸν Ἐλεήμονα, τότε Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας. Ὅταν ὁ Ἰωάννης ἀπῆλθε πρὸς τὸν Κύριον, τότε αὐτὸς ὁ ἱερὸς Σωφρόνιος συνέθεσε γιὰ αὐτὸν ἐγκωμιαστικὸ ἐπιτάφιο λόγο, μὲ τὸν ὁποῖο φανέρωσε τὸν ἀμέτρητο θησαυρὸ τῆς ἐλεημοσύνης καὶ τῆς εὐσπλαχνίας, τὸν ὁποῖο εἶχε στὴν ψυχή του ὁ τρισμακάριστος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, καὶ θρήνησε πολὺ γιὰ τὴ στέρησή του.
Καὶ ἀφοῦ ὕστερα ἐπανῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα, ποιὸς μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ μὲ πόση φροντίδα καὶ μὲ ποιοὺς κόπους ποίμανε τὴν ποίμνη ποὺ τοῦ ἐδόθη; Διότι δὲν εἶχε μόνο νοητὴ πάλη κατὰ τῶν δαιμόνων, ἀλλὰ εἶχε καὶ πόλεμο λογικῆς κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοθελητῶν, τοὺς ὁποίους, ἄλλοτε ἀνέτρεπε μὲ τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ μὲ τὶς Ἀποστολικὲς καὶ Πατερικὲς παραδόσεις, καὶ ἄλλοτε τοὺς νικοῦσε καὶ μὲ τὶς δικές του διδασκαλίες.
Ὡς Πατριάρχης, εἶχε τὴν ἀτυχία νὰ πολιορκηθεῖ ἡ Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸ χαλίφη τῶν Ἀράβων Ὀμάρ. Ὅταν παρεδόθη ἡ πόλη (637), ἡ πολλή του θλίψη μετριάσθηκε λίγο ἀπὸ τὸ ὅτι ἔλαβε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ κατακτητῆ τὸν ἱστορικὸ Ἀχτιναμέ, μὲ τὸν ὁποῖο προστατεύθηκαν ὑπὲρ τῶν Ὀρθόδοξων τὰ ἱερὰ χριστιανικὰ προσκυνήματα.
Ἡ ψυχή του, ὅμως, εἶχε πάθει βαθὺ τραῦμα, καὶ μετὰ ἕνα χρόνο ἀπεβίωσε (638).
Μὲ τέτοιο λοιπὸν σωστὸ καὶ θεοφιλῆ τρόπο ἔζησε ὁ μακάριος, καὶ ἀφοῦ δίδαξε καὶ ἄλλους καὶ προφήτευε σὰν στόμα Θεοῦ, ὅπως ὁ Ἱερεμίας, καὶ ποίμανε γιὰ τρία χρόνια τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, ἐξεδήμησε ἐν εἰρήνῃ πρὸς τὸν Κύριο τῆς δόξης.