Ἀρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου: Οἱ Ἅγιοί μας.
Ἱ. Μ. Τατάρνης
Εὐρυτανίας, ἔκδοσις γ´, σελ.100-112.
Καὶ πάλιν Ὅσιος καὶ Μάρτυς, καὶ πάλιν ἡ Κωνσταντινούπολις, ὁ τῆς Οἰκουμένης ὀφθαλμός.
Ὁ Ἅγιος Ῥωμανός, ἐγεννήθη στὸ χωριὸ Ἀντράνοβα τοῦ Ναχαγιὲ τοῦ Σοβολάκ. Ἀντράνοβα εἶναι τὸ σημερινὸ χωριὸ Ἀσπρόπυργος τοῦ τέως Δήμου Ἀρακυνθίων τοῦ νομοῦ Εὐρυτανίας. Σοβολάκ, εἶναι τὸ σημερινὸ χωριὸ Ψηλόβραχος τοῦ τέως Δήμου Παρακαμπυλίων τοῦ Νομοῦ Αἰτωλοακαρνανίας.
Ὁ Σοβολάκος ἦταν κεφαλοχώρι πρὶν τὸ ἀφανίσῃ μεγάλη κατολίσθηση ποὺ ἔγινε στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνος καὶ ποὺ μέχρι σήμερα διακρίνεται. Πρὶν καταπλακωθῆ ἀπὸ ὄγκους βράχων καὶ χωμάτων ἦταν ἕδρα Ναχαγιέ, ὑποδιοικήσεως δηλαδή, στὸν ὁποῖο ἀνῆκε καὶ ἡ Ἀντράνοβα. Χωριὸ ὀρεινό, ἄγονο, ξεκομμένο.
Οἱ γονεῖς τοῦ Ῥωμανοῦ ἦσαν ἄνθρωποι εὐσεβεῖς, ἀλλ᾿ ἐντελῶς ἀγράμματοι. Ἔμεινε ὡς ἐκ τούτου καὶ ὁ ἴδιος ἀγράμματος. Δὲν γνώριζε τίποτε περὶ τῆς πίστεώς μας παρὰ τὸ ὅτι ἦταν Χριστιανός. Δὲν εἶναι ὅμως τὰ γράμματα ποὺ κάνουν τοὺς Ἁγίους. Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἀγράμματος ἦτο. Δὲν γνώριζε κἂν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Μιλοῦσε μόνο τὴν ντόπια αἰγυπτιακή. Αὐτὸ δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ γίνῃ μέγας. Καὶ πλῆθος ἄλλων Ἁγίων ἦσαν ἀγράμματοι, μαρτύρησαν ὅμως, ἀσκήτεψαν, θαυματούργησαν. Ταῦτα λέγοντες δὲν εἴμεθα ἐναντίον τῶν γραμμάτων. Ὄχι. Γιατὶ ὅπως ἔχουμε Ἁγίους ἀγράμματους, ἄλλο τόσο ἔχουμε κορυφὲς τῶν γραμμάτων καὶ ὄχι ἁπλῶς ἐπιστήμονες, ἀλλὰ πανεπιστήμονες, ὅπως π.χ. οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ Οἰκουμενικοὶ Διδάσκαλοι. Ἀλλά, ἐπαναλαμβάνω, δὲν εἶναι τὰ γράμματα ποὺ μᾶς κάνουν Ἁγίους. Εἶναι ὁ ἀγώνας, εἶναι οἱ ἀρετές, εἶναι τὸ ἦθος, τὸ μαρτύριο, ἡ ὁσιακὴ ζωή, ἡ κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ὅλα αυτὰ τὰ εἶχαν τόσον οἱ γραμματισμένοι Ἅγιοι, ὅσο καὶ οἱ ἀγράμματοι.
Τὰ γράφω αὐτά, γιατὶ στὶς μέρες μας γίνεται πολὺς λόγος γιὰ πτυχιούχους ποὺ γίνονται καλόγηροι καὶ αὐτομάτως ἀνεβαίνει ἡ τιμή τους στὴν ἀγορά. Ἂν ἡ καλογηρική, εἶναι ὑπόθεσις πτυχίων διαπεφωνήκαμεν, ἤγουν πᾶμε χαμένοι.
Παρ᾿ ὅλο λοιπόν, ποὺ ὁ Ῥωμανὸς ἦταν ἐντελῶς ἀγράμματος, εἶχε ἀγαθὴ προαίρεση, ἦταν χωράφι γόνιμο, ἕτοιμο νὰ δεχθῇ τὸν σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου.
Στὸ χωριό, ἠσχολεῖτο μὲ γεωργικὲς ἐργασίες, βοηθώντας τοὺς γονεῖς του. Λίγα ζῶα καὶ πολλὴ φτώχεια.
Μετὰ τὸν κάματο τῆς μέρας, μαζεύονταν ὅλοι γύρω στὸ τζάκι καὶ ἄκουαν διηγήσεις παλαιοτέρων γιὰ βίους Ἁγίων, θαύματα τῆς Παναγίας Προυσιωτίσσης ποὺ ἦταν τόσο κοντά τους, κατορθώματα ἡρώων καὶ ξεγραμμένων ἀπὸ τοὺς δυνάστες. Οἱ ξένοι ἦσαν σπάνιοι. Ἂν περνοῦσε κανεὶς απὸ τὸ χωριό, θεωροῦνταν γεγονός. Τὸν φιλοξενοῦσαν μὲ ὅτι καλύτερο εἶχαν, τοῦ ἔδιναν τὴν πρώτη θέση στὸ τζάκι. Ἡ περιέργεια καὶ ἡ δίψα νὰ μάθουν φούντωναν. Τέντωναν τ᾿ αὐτιά τους νὰ ἀκούσουν τὶ γινόταν στὸν ὑπόλοιπο κόσμο, ἔξω ἀπὸ τὴν μικρή, ἀπόμερη, κλειστὴ κοινωνία τους.
Κάποια μέρα, πέρασαν ἀπὸ τὸ χωριό ἄγνωστοι ξένοι. Τοὺς φιλοξένησε ἡ οἰκογένειά του. Ἦσαν περπατημένοι. Εἶχαν ταξιδέψει παντοῦ. Εἶχαν πάει ἀκόμη καὶ στὸν Πανάγιο Τάφο τοῦ Κυρίου μας. Ὁ νεαρὸς Ῥωμανὸς χάζεψε. Ἄκουε ἀποσβολωμένος τὶς διηγήσεις τους. Ῥουφοῦσε κάθε λόγο ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα τους. Δὲν εἶχαν ἀποσώσει τὴν διήγηση καὶ ὁ Ῥωμανὸς τὸ ἀποφάσισε: Θὰ φύγω, νὰ πάω νὰ προσκυνήσω τὸν Πανάγιο Τάφο.
Δὲν ἄργησε νὰ κάμῃ τὴν ἀπόφασι ἔργο. Πῆρε τὶς μικρὲς οἰκονομίες του, ἕνα ταγάρι στὸν ὦμο μὲ τὰ λιγοστὰ ῥουχάκια του, ἕνα ῥαβδὶ καὶ ξεκίνησε Ἀντράνοβα—Ἱεροσόλυμα! Καὶ σήμερα νὰ ξεκινήσῃς, δύσκολο εἶναι νὰ φθάσῃς. Φαντασθεῖτε τότε. Δὲν ξέρουμε τὸν δρομολόγιο τοῦ Ῥωμανοῦ. Ὁπωσδήποτε περπάτησε πολύ, θαλασσοπνίγηκε, πείνασε, δίψασε. Δὲν γνωρίζουμε ἀκόμη, πόσον καιρὸ ἔκαμε γιὰ νὰ φθάσῃ. Ἔφθασεν ὅμως. Προσκύνησε μὲ λαχτάρα καὶ μὲ δάκρυα τὸν Πανάγιο τοῦ Κυρίου μας Τάφο. Περιῆλθε καὶ τὰ λοιπὰ πάνσεπτα προσκυνήματα. Ἦλθε τέλος καὶ στην φημισμένη Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου. Χτισμένη στὰ μέσα τοῦ 6ου αἰ. στέκονταν (καὶ στέκεται) ἀδάμαστη ἀπὸ τὸν χρόνο στὸ χεῖλος τοῦ χειμάῤῥου τῶν Κέδρων. Περιτειχισμένη ἄντεξε στὶς ἐπιδρομὲς τῶν βαρβάρων. Ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς ἱδρύσεώς της μέχρι σήμερα εἶναι φημισμένη γιὰ τὴν ἀρετὴ τῶν πατέρων της, γιὰ τὴν αὐστηρότητα ζωῆς τῶν ἐκεῖ ἐνασκουμένων.
Κοντὰ σὲ αὐτοὺς τοὺς ἁγιασμένους ἀσκητὲς παρέμεινε γιὰ ἀρκετὸ διάστημα. Τὸν ἔθελγε ἡ πνευματικὴ ζωή, ἡ ἄσκησις ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο.
Κατὰ τὴν τάξη τῆς Μονῆς, στοὺς ὄρθρους, στὶς ἀγρυπνίες, στὴν τράπεζα, ἀνεγινώσκοντο ὑπὸ τοῦ διαβαστοῦ οἱ βίοι τῶν Ἁγίων τῆς ἡμέρας. Ὁπωσδηπότε ἀνεγινώσκοντο σὲ μετάφραση, στὴν γλώσσα τῆς ἐποχῆς, ἄλλως δὲν θὰ ἦτον δυνατόν, νὰ τοὺς ἐννοῇ ὁ Ῥωμανός, σὰν ἀγράμματος ποὺ ἦταν. Ἄκουε λοιπόν, γιὰ τὰ παντοειδῆ βασανιστήρια ποὺ ὑπέμειναν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐθόρμητος καὶ ἁπλοῦς ὅπως ἦτο, ἄναψε μέσα του ἡ ἐπιθυμία νὰ μαρτυρήσῃ καὶ αὐτός. Ἦταν τόση ἡ ἐπιθυμία του αὐτὴ ποὺ δὲν μπορούσε νὰ κρατηθῇ. Ἐπιστρέφει ἀμέσως στὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ ζητεῖ ἀκρόαση ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων. Πατριάρχης ἦτο τότε ὁ πολὺς Δοσίθεος ὁ Β´, κλέος τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας καὶ μέγας ἀγωνιστὴς τῶν δικαίων αὐτῆς. Ὅταν τὸν ἐδέχθη καὶ τὸν προσκύνησε, τοῦ ἀνεκοίνωσε τὸν σκοπό του.
Ὁ Πατριάρχης τὸν ἄκουσε μὲ προσοχή. Ἔχοντας ὅμως ὑπ᾿ ὄψει του ὅτι: α) ἡ Ἐκκλησία ἀπαγορεύει τὸ αὐτόκλητο μαρτύριο, τὸ νὰ πᾶς δηλαδὴ γυρεύοντας. Πολλοὶ θερμόαιμοι ξεκίνησαν γιὰ μαρτύριο καὶ στὰ πρῶτα βασανιστήρια ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ· β) ὅτι ὁ ὑποψήφιος γιὰ Μάρτυς ἦταν νεαρός, ἄπλαστος (εὐόλισθος γὰρ ἡ νεότης) καὶ ἀδοκίμαστος, ὅπότε ἡ ἔκβασις θὰ ἦτο ἄδηλος· καὶ γ) ὅτι ὑπῆρχε φόβος βάσιμος νὰ ἐπακολουθήσουν δεινὰ γιὰ τὸν Πανάγιο Τάφο, πράγμα ποὺ εἶχε συμβῇ πολλάκις στὸ παρελθόν· τὸν ἐμπόδισε λέγοντάς του ὅτι ἡ καλογηρική, μαρτύριον εἶναι, μαρτύριο συνειδήσεως ἕως θανάτου, διαρκές, καὶ ὀξύτατον. Του εἶπε καὶ ἄλλα πολλά, γιὰ νὰ τὸν μεταπείσῃ. Ὅτι π.χ. καὶ τὸ ἄνευ αἵματος μαρτύριον (ἡ καλογηρικὴ δηλαδή) ὡς μαρτύριον λογίζεται, ὅτι ὁ Μάρτυς στεφανοῦται μὲ κόκκινα κρίνα, ὁ μοναχὸς μὲ λευκά, κ.ο.κ.
Ὑπῆρχαν λεπτές, λεπτότατες ἰσοῤῥοπίες μὲ τοὺς κυριάρχους Ὀθωμανούς. Τὸ παραμικρὸ συμβάν, μποροῦσε νὰ ἀνατρέψῃ τὸ καθεστὼς τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων. Ἐξ ἄλλου οἱ αἱρετικοὶ Παπικοί, οἱ Ἀρμένιοι, οἱ Κόπτες τῆς Αἰγύπτου, ἀκόμη καὶ οἱ Χαμπέσηδες τῆς Αιθιοπίας, καραδοκοῦσαν... κάτι νὰ συμβῇ γιὰ νὰ δωροδοκήσουν, γιὰ νὰ ἁρπάξουν. Ἔτσι δὲν εἶχαν ἁρπάξει ὅ,τι κατεῖχαν;
Ὁ ζῆλος λοιπόν, ἑνὸς νεαρού, δὲν ἔπρεπε νὰ ἐκπληρωθῇ στὴν Ἱερουσαλήμ. Ὀπουδήποτε ἀλλοῦ, ἐκτὸς τῆς Ἁγίας Γῆς.
Ἀφοῦ ἀντελήφθη καλῶς ὁ Ῥωμανὸς ὅτι ὁ Πατριάρχης ἐπ᾿ οὐδενὶ θὰ τοῦ ἐπέτρεπε μαρτύριο στὰ ὅρια τοῦ Πατριαρχείου του, φεύγει, κατεβαίνει στὴν Χάϊφα, βρίσκει ἕνα πλοῖο ἐμπορικὸ ποὺ σαλπάριζε γιὰ Θεσσαλονίκη, μπαίνει μέσα καὶ ὕστερα ἀπὸ μακρὸ ταξίδι, φθάνει στὴν νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ.
Στὸ ταξίδι, ὁ πόθος του γιὰ μαρτύριο μεγάλωσε, τὸν κατέτρωγε. Στὴν Θεσσαλονίκη ῥωτώντας καὶ ψάχνοντας, ζητάει ἀκρόασι ἀπὸ τὸν Κριτή. Ὅταν ἐδέησε καὶ τοῦ ἐδόθη ἡ ἄδεια παρουσιάσθηκε μπροστά του. Ὁ Κριτής, νόμιζε βέβαια ὅτι πρόκειται γιὰ καμμιὰ συνήθη ἀστικὴ ὑπόθεσι.
Ὅταν ὅμως ἄνοιξε τὸ στόμα του ὁ Ῥωμανός, ἄλλα ἄκουσε. Τὸ ἀγράμματο ἐκεῖνο χωριατόπουλο τῆς Ἀντράνοβας εἶχε μάθε πολλὰ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἔξυπνος ὅπως ἦταν ἀφομοίωσε ὅ,τι πνευματικὸ ἄκουε. Καὶ τώρα θεολογεῖ. Καὶ θεολογεῖ σωστά.
Ὁμολογεῖ εὐθαρσῶς τὴν πίστη του. Μὲ παῤῥησία πολλή, κηρύττει ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι Θεός, καὶ Ποιητὴς τοῦ παντός, καὶ ὁ μόνος Σωτήρας τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Μωάμεθ εἶναι ψευδοπροφήτης καὶ ἀπατεώνας.
Τὸ σαρίκη τοῦ Κριτή, τοῦ ἦρθε γυροβολιά. Δὲν περίμενε κἂν τέτοια αἰφνίδια ἐπίθεση γιὰ τὴν πίστη του. Μόλις συνῆλθε ἀπὸ τὴν πρώτη του ἔκπληξη, διέταξε τοὺς ὑπηρέτες του νὰ δείρουν τὸν Ἅγιο μὲ ὅλην τους τὴν δύναμη. Ἄλλο ποὺ δὲν ἤθελαν οἱ θηριογνώμονες. Ἀφοῦ τὸν ἔδειραν ἀνηλεῶς, ἄρχισαν πιὸ ἐπώδυνα βασανιστήρια. Τοῦ ἔκοψαν τὸ δέρμα σὲ λουρίδες ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ πλευρά, τοῦ ἔσχισαν τὶς παρειὲς (τὰ μάγουλα) μὲ κοφτερὰ πέταλα, καὶ τὸν ἐβίαζαν, βασανίζοντάς τον ὅλο καὶ περισσότερο, νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστό, Ὁ Ῥωμανός, ἐνδυναμούμενος ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη, παρέμεινε στεῤῥὸς ὡς ἀδάμας εἰς τὴν Αγία Πίστη μας.
Βλέποντας ὁ Κριτὴς τὸ ἀμετάθετο τῆς γνώμης τοῦ Ἁγίου ἀπεφάσισε νὰ τὸν θανατώσουν διὰ ξίφους.
Τὴν στιγμὴ ὅμως ποὺ ἔβγαζε τὴν ἀπόφαση ἦτο παρὼν καὶ ὁ ἀρχηγὸς τοῦ στόλου τῶν φρεγατῶν τῆς Θεσσαλονίκης.
Λέγει στὸν Κριτή:
Ἂν τὸν θανατώσεις μὲ ξίφος, θὰ ὑποφέρῃ μόνον μία φορά. Δός τον σὲ μένα νὰ τὸν βάλω στὰ κουπιά, νὰ βασανίζεται σὲ ὅλη του τὴν ζωή.
Ἐδῶ χρειάζεται μία ἐπεξήγησις:
Τότε, πολλὰ ἀπὸ τὰ πλοῖα, ἐκτὸς ἀπὸ πανιά, εἶχαν καὶ κουπιά. Ὅταν εἶχε μπουνάτσα (νηνεμία) καὶ τὰ πανιὰ δὲν ἦσαν ἱκανὰ νὰ κινήσουν τὰ πλεούμενα, τὸν λόγο εἶχαν τὰ κουπιά. Ἦταν δουλειὰ σκληρή, καὶ ἐξαντλητική. Ἕνας χῶρος κακῶς ἀεριζόμενος, πάγκοι στὴν σειρά, δεξιά, ἀριστερά. Κουπιὰ τεραστίων διαστάσεων, κωπηλάτες ἀλυσοδεμένοι, ὁ ῥυθμὸς ἀπὸ ἕνα τύμπανο ποὺ χτυποῦσε κάποιος ναύτης, φαγητὸ τρισάθλιο καὶ λιγοστό, ἀῤῥώστιες, μαρτύριο. Τὴν δουλειὰ αὐτὴ δὲν τὴν ἔκαναν ναυτικοί. Τὴν ἔκαναν καταδικασμένοι ἐγκληματίες, αἰχμάλωτοι πολέμου καὶ οἱ αἰωνίως χαμένοι, οἱ Χριστιανοί. Πολλοὶ πέθαιναν στὸν πάγκο ἀπὸ τὶς κακουχίες. Τοὺς πετοῦσαν στὴν θάλασσα, τροφὴ στὰ σκυλόψαρα.
Καὶ γιὰ τὴν ἱστορία. Τὰ πλοῖα τότε λέγονταν καὶ κάτεργα, καὶ οἱ κωπηλάτες, κατεργάρηδες. Κάθε ὀκτὼ μὲ δέκα ὥρες τοὺς ἔβγαζαν στὸ κατάστρωμα γιὰ νὰ πάρουν ἀέρα. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἀκούονταν βαρειὰ η φωνὴ του φύλακα: κάθε κατεργάρης στὸν πάγκο του. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔμεινε ἡ παροιμία. Καὶ ἐπειδὴ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἦσαν ἐγκληματίαι καὶ ὑπόκοσμος κατήντησε κατεργάρης νὰ σημαίνῃ μεχρι σήμερα τὸν ἀπατεωνάκο, τὸν πονηρούλη.
Καὶ πάλι στὸ θέμα:
Ὁ Κριτής, βρῆκε καλὴ τὴν ἰδέα τοῦ ἀρχικαπετάνιου καὶ τοῦ παρέδωσε τὸν Ῥωμανό. Αὐτὸς τοῦ ξύρισε τὰ γένεια, τοῦ ἔκοψε τὰ μαλλιά, καὶ τὸν ἔῤῥιξε νὰ λάμνῃ κουπὶ στὸ κάτεργό του. Δουλειὰ δύσκολη ὅπως εἴπαμε καὶ χειρότερη ἀπὸ τὸν θάνατο.
Στὰ μαῦρα ἐκεῖνα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἔμειναν μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα. Εἶχαν ὀργανωθῆ, ὅσον ἦτο δυνατόν, σὲ ὁμάδες φιλανθρωπικές, ποὺ σκοπὸ εἶχαν τὴν βοήθεια ἀναξιοπαθούντων καὶ κυρίως τὴν ἐξαγορὰ αἰχμαλώτων Χριστιανῶν ἀπὸ τὰ σκλαβοπάζαρα τῆς Ἀνατολῆς.
Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τὸν Ῥωμανό.
Χριστιανοί, ποὺ γνώριζαν τὸν ἀρχικαπετάνιο, συγκέντρωσαν χρήματα, πλήρωσαν καὶ ἀπελευθέρωσαν τὸν Ἅγιο. Γιὰ μεγαλύτερη ἀσφάλεια τὸν ἔστειλαν στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ συγκεκριμένα στὰ Καυσοκαλύβια. Ἐκεῖ ἀσκήτευε ὁ μέγας ἐν ἀσκηταῖς Ἀκάκιος, καὶ τοῦ ὁποίου ἡ φήμη τῆς ἁγιότητος εἶχεν ἐξέλθει τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὑπετάγη καὶ ἔγινε τέλειος ὑποτακτικός. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, λόγῳ τῆς ἀρετῆς του καὶ τῆς ὑπακοῆς του, ἐκάρη μοναχός, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Ὅμως ὁ πόθος γιὰ μαρτύριο δὲν τὸν ἄφηνε οὔτε στιγμή. Περνοῦσαν οἱ μέρες καὶ ὁ πόθος ὅλο μεγάλωνε. Ἦλθεν ἡ ὥρα ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ὑπομείνῃ ἄλλο. Ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Γέροντός του. Ἔκαμαν κοινὴ προσευχή, καὶ ἔλαβαν τὴν πληροφορία ὅτι ἐπέστη ὁ καιρός.
Λαμβάνει τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντος, ἐξέρχεται τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ φθάνει στὰ Ἱεροσόλυμα, μὲ τὸν ἔμμονο λογισμὸ νὰ μαρτυρήσῃ ἐκεῖ. Ἀλλ᾿ ὁ Πατριάρχης ὁ Δοσίθεος, τὸν ἐμπόδισε γιατὶ φοβόταν τὴν μεγάλη ζημιὰ ποὺ θὰ πάθαινε ὁ Πανάγιος Τάφος ἀπὸ τὸ μένος τῶν Ἀγαρηνῶν.
Ὁ Ἅγιος ἐλυπήθη μέν, ἀλλὰ δὲν ἀπηλπίσθη. Φεύγει ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἔρχεται στὴν πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας, τὴν Κωνσταντινούπολη. Εἶχε πληροφορηθῆ φαίνεται ὅτι ἐκεῖ οἱ Τοῦρκοι σφάζουν μὲ τὸ παραμικρό. Μεγάλα τὰ ταξίδια. Ἐμεῖς ἐδῶ τὰ περιγράφουμε μὲ δύο λέξεις, ἀλλὰ ἀπαιτοῦσαν χρόνο, χρῆμα, κόπο. Ἀλλὰ ὁ πόθος γιὰ μαρτύριο ἦταν μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλα αὐτά.
Φθάνει λοιπὸν στὴν Κωνσταντινούπολη (διὰ ξηρᾶς ἢ θαλάσσης; μᾶλλον τὸ δεύτερο). Σκέπτεται μὲ ποῖον τρόπο θὰ προκαλέσῃ καὶ θὰ ἐρεθίσῃ τοὺς Τούρκους. Δὲν ἄργησε νὰ βρῇ τὸν τρόπο.
Ἡ Κωνσταντινούπολις ἦταν τότε γεμάτη ἀδέσποτα σκυλιά. Κυκλοφοροῦσαν στὰ στενοσόκακα τῆς πόλεως καὶ στάλιζαν μπροστὰ στὰ χασάπικα (ἐξ οὗ καὶ ἡ ονομασία χασαπόσκυλα).
Κάποτε-κάποτε, ὅταν τὸ κακὸ παραγίνονταν ὁ μπόγιας τὰ μάζευε καὶ τὰ πέταγε σὲ ἕνα ξερονήσι κοντὰ στὰ Πριγκηπόνησα ὅπου ψοφοῦσαν ἀπὸ πείνα καὶ δίψα.
Παίρνει λοιπὸν ἕνα σκυλάκι στὴν τύχη, τοῦ περνάει λουρὶ στὸ λαιμό, τὸ δένει μὲ μιὰ ἁλυσίδα ἀπὸ τὴν ζώνη του καὶ τὸ σέρνει μαζί του στὸ παζάρι.
Οἱ Τοῦρκοι βλέπουν τὸ παράδοξο θέαμα καὶ ἀπόροῦν. Καὶ τοὺς ἦταν παράδοξο καὶ ἄξιο ἀπορίας, γιατὶ οἱ Μουσουλμάνοι θεωροῦν τὰ σκυλιά, ζῶα μαγαρισμένα. Δὲν τὰ χαϊδεύουν ποτέ. Καὶ ἂν ἀναγκασθοῦν νὰ τὸ κάμουν, τὰ χαϊδεύουν μὲ τὸ ἀριστερὸ μόνο χέρι.
Κάποιος τὸν ρωτάει: Γιατὶ σέρνεις ἔτσι τὸ σκυλάκι; Ἡ εὐκαιρία ἦρθε. Γιὰ νὰ τὸ τρέφω ὅπως οἱ Χριστιανοὶ τρέφουν ἐσᾶς τοὺς Ἀγαρηνούς· ἀπήντησε.
Θύμωσαν, ἀγρίεψαν, καὶ ὥρμησαν ἐναντίον του σὰν λυσσασμένοι λύκοι. Τὸν ἔπιασαν, τὸν ἔδεσαν καὶ δέρνοντας, σπρώχνοντας, βρίζοντας, τὸν ἔφεραν στὸν Βεζύρη. Καὶ σ᾿ αὐτὸν τὰ ἴδια ἐπανέλαβε. Ἄρχισε ἡ γνωστὴ μέθοδος: παράδοσις στοὺς βασανιστές. Βασανιστήρια ἕως ὅτου ἀρνηθῇ τὴν πίστη του. Αὐτοὶ ὅμως ὑπερέβησαν τὶς ἐντολὲς τοῦ Βεζύρη καὶ τὸν ἔῤριξαν σὲ ἕνα ξεροπήγαδο. Ἐκεῖ τὸν ἄφησαν νηστικὸ ἐπὶ σαράντα μέρες. Τὸν ἀνεσυραν, τὸν ξυλοφόρτωσαν καὶ πάλι καὶ τέλος ἀπεφάσισαν νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν.
Στὸν δρόμο ποὺ τὸν πήγαιναν, αἰσθανόταν τέτοια ἀνείπωτη χαρά, ὅση δὲν εἶχε αἰσθανθῆ ποτέ του. Ἐπὶ τέλους, ὕστερα ἀπὸ τόσα ἐμπόδια ἔφθασε ἡ ποθητὴ ὥρα. Κάποιος Χότζας στὸν δρόμο ἐχλεύασε τὴν πίστη του. Ὁ Ἅγιος δὲν ἄντεξε νὰ λοιδωροῦν τὴν ἁγία πίστη τοῦ Χριστοῦ μας καὶ τὸν ἤλεγξε σφοδρότατα. Τότε δὴ τότε, ὁ δήμιος τὸν διέταξε νὰ βγάλῃ τὴν γλώσσα του. Τὴν ἔβγαλε μὲ προθυμία πολλή.
Καὶ κεῖνος ὁ κατάρατος, τὴν ἔκοψε σύῤῥιζα μὲ τὸ σπαθί του. Τὸ αἷμα πετάχτηκε σὰν ἀπὸ βρυσικό. Ὁ εὐλογημένος Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ χαιρετοῦσε ὅλος χαρά, κινώντας τὸ χέρι στοὺς Χριστιανούς, ποὺ ἀπὸ μακρυά, καὶ γεμάτοι θλίψη παρακολουθοῦσαν τὴν πορεία πρὸς τὸ μαρτύριο. Οὔτε κἂν ἐδειλίασε ἀπὸ τὴν ἀποτομὴ τῆς γλώσσας.
Τέλος, ἡ θλιβερὴ ἀκολουθία ἀπὸ στίφη φανατισμένων μουσουλμάνων ποὺ πίσω της ἄφηνε κουρνιαχτό, καὶ ἀλαλαγμούς, φθάνει στὸν ὡρισμένο τόπο.
Εἰς στάσιν προσευχῆς ὁ Ἅγιος εὐχαρίστησε τὸν Θεό, ποὺ τὸν ἀξίωσε μιὰ τέτοια τιμή. Ἔτεινε τὸν αὐχένα καὶ τὸ καλοακονισμένο σπαθὶ τοῦ δημίου ἔπεσε μὲ μανία. Σωτήριον ἔτος 1694, Ἰανουαρίου 5. Ἡμέρα νηστείας καὶ ἁγιασμοῦ τῶν ὑδάτων. Ἡμέρα τελειώσεως ἑνὸς ἀκόμη Μάρτυρος.
Κάποιος εὐλαβὴς καὶ ἐξέχων Χριστιανός, κατόρθωσε νὰ πλησιάσῃ στὸ Ἅγιο Λείψανο καὶ νὰ ἐμβαπτίσῃ τὸ μανδήλι του στὸ αἷμα τοῦ Μάρτυρος. Τὸ μανδήλι αὐτο, μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες καὶ φυλακίσεις του κατόχου του, ἔφθασε στὴν Μονὴ Δοχειαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου καὶ φυλάσσεται μέχρι τῆς σήμερον. Μάλιστα, ὁ κάτοχός του ἔγινε μοναχὸς στὸ ἴδιο Μοναστήρι.
Κατὰ τὴν ἀπαίσια συνήθειά τους οἱ ἀγαρηνοὶ ἄφησαν τὸ Ἅγιο Λείψανο ἄταφο ἐπὶ τρεῖς μέρες, ὡς φόβητρο τῶν Χριστιανῶν. Ἀλλ᾿ ἀπέβη πρὸς καταισχύνην των, διότι αὐτὲς τὶς τρεῖς νύχτες φῶς οὐράνιο κατηύγαζε τὸ ἱερόν του Σκήνωμα.
Τὸ Ἱερὸ Λείψανο τοῦ Ἁγίου, θὰ παρέμενε γιὰ πολλὲς μέρες ἀκόμη ἄταφο. ᾨκονόμησεν ὅμως ὁ Ἅγιος Θεός, καὶ πέρασε ἀπὸ τὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου ἕνας πλοίαρχος (προφανῶς ῥωμηός), ἀγγλικοῦ πλοίου. Εἶχε ἔλθει μὲ ἐμπορεύματα στὴν Πόλη. Εἶδε τὸ ἀνοσιούργημα καὶ ἔφριξε. Ἔκαμε τὸ ἑξῆς καταπληκτικό:
Ἀγόρασε ἔναντι πεντακοσίων γροσίων τὸ Ἅγιο Λείψανο καὶ τὸ μετέφερε στὴν Ἀγγλία. Τί ἀπέγινεν ὅμως; Τὸ ἀγνοοῦμε.
Κάπου σὲ κάποιο κοιμητήριο τῆς γηραιᾶς Ἀλβιῶνος θὰ ἀναπαύεται ὁ Ἀθλητὴς τοῦ Κυρίου, ὁ Ἅγιος Ῥωμανός.