Βίος καὶ Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Κυπριανοῦ τοῦ ἐκ Κλειτζοῦ Εὐρυτανίας

Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 5 Ἰουλίου

Ἀρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου: Οἱ Ἅγιοί μας.
Ἱ. Μ. Τατάρνης Εὐρυτανίας, ἔκδοσις γ´, σελ.72-82.

Ἦταν ὁ εὐλογημένος αὐτὸς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, βλαστὸς τοῦ χωριοῦ Κλειτζός, κοντὰ στὸν Φουρνά, τῆς ἐπαρχίας τοῦ Λιτζᾶς καὶ Ἀγράφων. Ἀγνοοῦμε πῶς ὠνομαζόνταν οἱ γονεῖς του καὶ πότε ἐγεννήθη. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἔχει μικρὴ σημασία γιὰ τοὺς χριστιανούς. Σημαῖνον εἶναι τὸ ἔτος τῆς βαπτίσεώς των· καὶ τῶν Μαρτύρων, ἡ ἡμερομηνία καὶ τὸ ἔτος τοῦ μαρτυρίου των. Ἀγνοοῦμε ἐπίσης καὶ τὸ ὄνομα ποὺ τοῦ ἐδόθη κατὰ τὴν βάπτισι. Γνωρίζουμε μόνο τὸ ὄνομα ποὺ τοῦ ἐδόθη κατὰ τὴν μοναχική του κουρά. Στὴν περιοχὴ αὐτὴ ὑπῆρχαν μοναστηράκια στὰ ὁποῖα εὐλαβεῖς πατέρες μάθαιναν στὰ σκλαβόπουλα τὰ Ἱερὰ Γράμματα. Ἐκεῖ τὰ ἔμαθε καὶ ὁ Κυπριανός. Ἕνεκα τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸν Κύριο ἔγινε μοναχός. Ἀργότερα, ἡ ἀρετή του καὶ ὁ ἀγγελικός του βίος τὸν ἠξίωσε καὶ τῆς ἱερωσύνης.

Ὅμως τὸν τραβοῦσε σὰν μαγνήτης τὸ Ἅγιον Ὄρος. Εἶχε ἀκούσει διηγήσεις πολλές, γιὰ τὴν ἀρετὴ τῶν ἐκεῖ ἐνασκουμένων πατέρων, γιὰ τὸ ἀπαράμιλλο τῆς ὁσιακῆς τους ζωῆς, καὶ ἀπεφάσισε νὰ συνεχίσει ἐκεῖ τοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες. Ὅταν ἔφθασε στὸν Ἄθω, περιῆλθε ὅλες τὶς Μονές, καὶ τὶς Σκῆτες, καὶ ἀπεφάσισε νὰ μείνῃ σὲ κελλί, ἔξω ἀπὸ μοναστήρι. Ἔτσι ἀγόρασε τὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ποὺ ἦταν ὑπὸ τὴν ἐξουσία τῆς Μονῆς Κουτλουμουσίου. Καὶ ὅταν λέμε κελλί, ἐννοοῦμε μιὰ περιφραγμένη περιοχή, μὲ κῆπο, μὲ ὀπωροφόρα καὶ καρποφόρα δένδρα, μὲ κτίρια γιὰ τὴν διαμονὴ τῶν πατέρων, μικρὸ ξενώνα, ἀποθῆκες, βαγεναριό, ἐργαστήριο κ.τ.λ. Στὸ μέσο τοῦ κτιρίου καὶ στὸ ἐσωτερικό του ἕνα ἐκκλησάκι εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὶς Ἱερὲς Ἀκολουθίες. Ἕνα τυφλός, ἀσπιδοειδὴς τροῦλλος, ντυμένος μὲ πηλιορείτικη πλάκα καὶ ἕνας σταυρός, πέτρινος ἢ σιδερένιος, φανερώνουν τὴν ὕπαρξί του. Εἶναι μιὰ μικρογραφία μοναστηριοῦ, τὸ ὁποῖον ὅμως ἀνῆκει σὲ κάποιο μεγάλο ἀπὸ τὰ εἴκοσι μοναστήρια.

Στὰ χρόνια ποὺ ἔζησε ὁ Ἅγιος Κυπριανός, τὰ μοναστήρια τοῦ Ἄθω ἀντιμετώπιζαν πολλὰ προβλήματα, κυρίως οἰκονομικά, λόγῳ τῶν παραλόγων ἀπαιτήσεων τῶν Ὀθωμανῶν. Ἀδυνατοῦσαν νὰ συνεχίσουν τὸν κοινοβιακὸ βίο καὶ νὰ θρέψουν πολλοὺς πατέρες. Δυσβάστακτα χρέη ἀνάγκασαν, τὰ μὲν Μοναστήρια νὰ εἰσάγουν τὸν ἰδιόῤῥυθμο βίο (ὁ κάθε μοναχός, ζοῦσε μὲν μέσα στὸ Μοναστήρι, ἀλλὰ μαγείρευε μόνος του, ἔτρωγε μόνος του, ἐξασφάλιζε τὰ πρὸς τὸ ζῆν μόνος του μὲ μικρὴ ἐπικουρία τῆς Μονῆς- ζοῦσε κατ᾿ ἴδιον ῥυθμόν, μὲ τὸν δικό του τρόπο δηλαδή), πολλοὺς δὲ πατέρες ποὺ ἐπιθυμοῦσαν αὐστηρότερο βίο νὰ ἀνοικοδομοῦν κελλιὰ σὲ ἐρημικὲς τοποθεσίες, νὰ συγκροτοῦν Σκῆτες, ἢ νὰ ἀνακαινίζουν ἐγκαταλελειμένα κτίρια, ὅπως συνέβη μὲ τὸν Κυπριανό. Ἔχουμε δηλαδὴ ἐδῶ τὶς ἀπαρχὲς τοῦ σκητιωτικοῦ ἢ κελλιωτικοῦ βίου ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει ὡς τὶς ἡμέρες μας στὸ Ἅγιον Ὄρος.

Στὸ κελλί, ὁ μοναχός, πρέπει νὰ ἀσχολεῖται μὲ ὅλα μόνος του ἢ μὲ τὴν συνοδία δύο ἢ τριῶν ἀδελφῶν. Καλλιεργεῖ τὴν γῆ, κάνει ἐργόχειρο γιὰ νὰ ζήσῃ, μαγειρεύει, πλένει, μπαλῶνει καὶ τὸ πρῶτο καὶ μέγιστο κάνει τὶς Ἀκολουθίες του καὶ τὸν Κανόνα του ἀνελλιπῶς. Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τὸν Ἅγιο Κυπριανό. Μὲ δύο ἄλλους ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, ἄρχισε νὰ ἀγωνίζεται στὸ δύσκολο ἀγῶνα τῆς ἐπιβιώσεως καὶ τῆς ἐν Χριστῷ τελειώσεως. Ἔγινε ἐντὸς ὀλίγου τύπος καὶ ὑπογραμμὸς πνευματικῆς ζωῆς, ὥστε νὰ θαυμάζουν πάντες οἱ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει πατέρες. Τότε ἐπῆλθε καὶ ἡ ἀλλοίωσις τοῦ Ἁγίου. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐλογίζετο ὡς οὐδέν. Ἐλογίζετο ὅτι μόνη ἀντάξια θυσία, γιὰ τὴν θυσία τοῦ ὑπὲρ ἡμῶν σταυρωθέντος Ἰησοῦ, εἶναι τὸ αἷμα, τὸ μαρτύριο δηλαδή. Ψάλλοντας συνεχῶς τὸ δαβιτικόν: Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ, περὶ πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν; ἀπαντοῦσε στὸν ἑαυτό του: Ἡ μόνη ἀνταπόδοσις εἶναι ἡ θυσία τῆς ζωῆς μας γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτὲς οἱ ἱερὲς σκέψεις περνοῦσαν διαρκῶς ἀπὸ τὸ μυαλὸ τοῦ μακαρίου Κυπριανοῦ. Δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἡσυχάσῃ. Ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἀπεῤῥοφήθη παντελῶς καὶ φαινόταν σὰν ξένος πρὸς κάθε τὶ τὸ γήϊνο. Τὸ μυαλό του μέρα-νύχτα στριφογύριζε στὸ πῶς θὰ πετύχει τὸ ποθούμενο. Πῶς θὰ βρεθῇ ἡ κατάλληλη εὐκαιρία.

Κοντὰ στὸ Ἅγιον Ὄρος βρίσκεται ἡ συμβασιλεύουσα, ἡ Θεσσαλονίκη. Ἡ σκέψις του πηγαίνει κατὰ κεῖ. Δὲν ἀργεῖ νὰ θέσῃ εἰς ἐφαρμογὴν τὸ σχέδιο του. Βγαίνει ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔρχεται στὴν μεγάλη αὐτὴ πόλι μὲ σκοπὸ νὰ ἀγωνισθῇ ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας.

Παρουσιάζεται στὸν Κριτὴ τῆς πόλεως καὶ ἀρχίζει νὰ τοῦ λέγει εὐθαρσῶς: Ἦλθα ἐδῶ γιὰ νὰ ἀποδείξω σὲ σένα καὶ στοὺς ὁμόπιστούς σου ἀγαρηνοὺς τὸ μεγάλο καὶ ὀλέθριο σκοτάδι ποὺ ἔχετε στὸ μυαλό σας, καὶ νὰ σᾶς διδάξω ὅτι μία εἶναι ἡ ἀληθινὴ πίστις, ἠ πίστις τῶν χριστιανῶν. Σὲ σᾶς ἐπαληθεύτηκαν ἐκεῖνα ποὺ εἶπεν ὁ Κύριος· Ἐγὼ ἦλθον ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός μου καὶ οὐκ ἐδέξασθέ με, ἄλλος ἐλεύσεται ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, κακεῖνον λήψεσθε. Αὐτοὶ εἶσθε σεῖς οἱ Ἀγαρηνοί, ποὺ δεχθήκατε τὸν Μωάμεθ. Ἦλθε μὲ διδασκαλία δική του καὶ σᾶς ἐπλάνησε.

Ὁ Κριτής, ἄκουσε ἔκπληκτος αὐτὰ τὰ ἐντελῶς ἀνέλπιστα γιὰ αὐτόν, ποὺ ποτὲ δὲν περίμενε νὰ ἀκούσῃ. Ἦταν τέτοια ἢ ἔκπληξίς του ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ προχωρήσει σὲ ἐξέταση ἢ δίκη. Σκέφτηκε:

Γιὰ νὰ τολμᾷ ἕνας ῥαγιὰς καλόγερος νὰ λέγῃ μὲ τόσο θάῤῥος αὐτὰ τὰ ἐξοργιστικὰ πράγματα σημαίνει ὅτι εἶναι ἀνισόῤῥοπος. Ἄρα δὲν πρέπει καὶ δὲν δικαιοῦμαι νὰ τὸν δικάσω.

Οἱ Ὀθωμανοὶ σέβονταν τοὺς παράφρονες. Τοὺς θεωροῦσαν μάλιστα ὡς ἱερὰ πρόσωπα.

Γιὰ αὐτὸ ὁ Κριτής, ἔδιωξε μὲ τὴν βοήθεια τῶν ὑπηρετῶν του τὸν Ἅγιον χωρὶς νὰ τὸν τιμωρήσῃ. Συνέστησε δὲ καὶ στοὺς παρευρισκομένους: Ὁ καλόγηρος αὐτὸς εἶναι παράφρων καὶ δὲν πρέπει νὰ τὸν ἀκοῦτε. Μὴν ὀργισθῆτε ἐναντίον του.

Ὁ Κυπριανός, λυπήθηκε πολὺ γιὰ τὴν ἔκβασι τῶν ἐνεργειῶν του. Ποτὲ δὲν περίμενε ὅτι θὰ τὸν ἔπαιρναν γιὰ τρελλό. Δὲν ἀπελπίστηκε ὅμως. Διαρκῶς ἔρχονταν καὶ ξανάρχονταν στὸ μυαλό του τὰ λόγια τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων: Ἀναστήσομαι δή, καὶ κυκλώσω ἐν τῇ πόλει, ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ ἐν ταῖς πλατείαις καὶ ζητήσω ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου. Αὐτὸς ὁ πόθος γιὰ αὐτόκλητο μαρτύριο τὸν ὡδήγησε στὴν Κωνσταντινούπολι. Συγκοινωνία ὑπῆρχε τακτικὴ μὲ τὴν Πόλι διὰ θαλάσσης. Κάθε μέρα ἔφευγαν ἱστιοφόρα γιὰ τὴν Πόλι καὶ γιὰ τὴν Μαύρη Θάλασσα. Στὸ ταξίδι σκέφθηκε ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀλλάξῃ συμπεριφορά. Δὲν ἔπρεπε νὰ τὸν πάρουν πάλι γιὰ παλαβό. Ἔπρεπε νὰ ἐνεργήσῃ κατὰ ἄλλον τρόπο. Νὰ στοχεύσῃ ψηλά. Θυμήθηκε τὸ τοῦ Δαβίδ: Ἐλάλουν ἐναντίον βασιλέων καὶ οὐκ ᾐσχυνόμην.

Ἔγραψε λοιπόν, μιὰ ἐπιστολὴ σύντομη καὶ περιεκτική:

Ὦ ταλαίπωροι Ἀγαρηνοί, ἕως πότε θὰ εἶσθε πλανεμένοι καὶ δὲν πιστεύετε εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ἀληθινὸν Υἱὸν καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πιστεύετε στὸν Μωάμεθ καὶ τὸν θεωρεῖτε προφήτη καὶ ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν προφήτης ἀλλὰ ἀπατεώνας ποὺ σᾶς κορόϊδεψε; Γιὰ αὐτὸ συνέλθετε καὶ πιστέψετε στὸν Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεό, καὶ βαπτισθῆτε γιὰ νὰ ἀπολαύσετε τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Πάνω-κάτω αὐτὰ ἔγραψε. Τὰ μεταφέρουμε ἐδῶ ἐν περιλήψει.

Κρατάει τὸ γράμμα στὸ χέρι καὶ τρέχει κατευθείαν γιὰ τὰ ἀνάκτορα τοῦ Τὸπ-Καπί, γιὰ τὴν αὐλὴ τοῦ Βεζύρη. Ἐκεῖ ὑπῆρχε πλῆθος γραφιάδων. Ἔγραφαν αἰτήσεις καὶ ἀναφορὲς πρὸς τὸ Ντοβλέτι (κυβέρνησι) γιὰ τοὺς ἀναλφάβητους Ὀθωμανούς. Τοὺς παρακαλεῖ νὰ μεταφράσουν τὴν ἐπιστολὴ ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ στὰ τούρκικα.

Κανεὶς ὅμως δὲν ἤξερε ἑλληνικὰ γιὰ νὰ κάνῃ τὴν μετάφρασι. Κατὰ συγκυρίαν περνάει ἀπὸ ἐκεῖ ἕνας Ἕλληνας ἐξωμότης, ποὺ εἶχε δηλαδὴ τουρκέψει. Εἶδε τὸν καλόγηρο, ἄκουσε τὸ αἴτημά του. Τὸν πλησιάζει (τὸ αἷμα νερὸ δὲν γίνεται καὶ ἂν γενῇ δὲν πίνεται), τοῦ ζητᾷ τὴν ἐπιστολή, τὴν διαβάζει καὶ ἐξηγεῖ στὰ τούρκικα τὴν ἔννοιά της στοὺς γραφιάδες. Αὐτοὶ τὰ ἔχασαν. Μόλις συνῆλθαν ἀπὸ τὴν πρώτη ἔκπληξι, ἄρχισαν νὰ βρίζουν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν σπρώχνουν νὰ βγῇ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα. Βρέθηκαν ἐκεῖ καὶ μερικοὶ χριστιανοί, γιὰ προσωπικές τους ὑποθέσεις. Ἄκουσαν φασαρία, εἶδαν σπρωξιὲς καὶ τραβήγματα, ἔμαθαν τὶ συνέβαινε. Ἕνας ῥωμηὸς καλόγηρος βρίζει τὴν πίστι τοῦ Μωάμεθ. Φοβήθηκαν γιὰ τὰ μελλούμενα. Εἶχαν πικρὴ πείρα. Τὰ καλντερίμια τῆς Πόλης ἦσαν πάντα γεμάτα αἵματα. Ὁ Βόσπορος ἦταν κόκκινος. Καὶ ἄλλο κακό; Τὸν συμβουλεύουν νὰ φύγῃ πρὶν τὸ ἀντιληφθεῖ ὁ Βεζύρης γιατὶ τὸν περιμένουν μεγάλα δεινά.

Ὁ Μάρτυς εἶχε κατὰ νοῦν τὸ γραφικό: δίκαιος ὡς λέων πέποιθε. Οὔτε κὰν ἀκούει τὶς συμβουλὲς τῶν χριστιανῶν. Ὁρμοῦν οἱ στρατιώτες γιὰ νὰ τὸν ἀπομακρύνουν. Τὸν τραβοῦν ἀπὸ τὰ ῥάσα, ἀπὸ τὰ γένεια, ἀπὸ τὰ μαλλιά. Εἶχε ὅμως ὁ Μάρτυς τέτοια δύναμι ποὺ ἐνῷ αὐτοὶ τὸν τραβοῦσαν πρὸς τὰ ἔξω, αὐτὸς προχωροῦσε πρὸς τὰ μέσα. Φθάνει στὸν ὀντὰ ποὺ βρισκόταν καθισμένος σὲ ἀναπαυτικὸ ντιβάνι ὁ Βεζύρης. Ὁ ἀρχηγὸς τῆς φρουρᾶς βλέποντας τὴν ἐπιμονή του σκέφθηκε: Ἀφοῦ θὲς νὰ φᾶς τὸ κεφάλι σου, φάτο. Τὸν τραβάει καὶ τὸν σέρνει βαναύσως μπροστὰ στὸν Βεζύρη.

Ἐρωτᾷ ὁ Βεζύρης: Ποιός εἶσαι καλόγηρε, καὶ τί ζητᾷς καὶ ἦλθες ἐδῶ;

Εὐθαρσῶς ἀπαντᾷ ὁ Μάρτυς: Ἦλθα ἐδῶ ἐνδοξότατε αὐθέντα ζητώντας τὴν δικιά σου σωτηρία. Ἦλθα γιὰ νὰ σὲ ὁδηγήσω στὴν ἀλήθεια. Ἦλθα γιὰ νὰ σὲ πείσω νὰ ἀφήσῃς τὴν ἀπατηλή σου θρησκεία καὶ νὰ προσέλθῃς στὴν θρησκεία τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ. Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλά, εἶπε ὁ Μάρτυς ἀφόβως.

Ὁ Βεζύρης κατεπλάγη ἀπὸ τὴν ἀνδρεία καὶ τὸ θάῤῥος τοῦ ἀνδρός, καὶ ἀμέσως ἄρχισε νὰ σκέπτεται πῶς θὰ τὸν ὁδηγήσῃ αὐτὸς στὴν δικιά του θρησκεία. Ἄρχισε τότε τὶς γνωστὲς κολακεῖες, προσπαθώντας νὰ πείσει τὸν Ἅγιο.

Ἀλλὰ αὐτὸς ὀ μακάριος, φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔγινε ἀπολογητὴς τῆς ἀμωμήτου πίστεώς μας. Μετὰ ἀπὸ πολλὴν συζήτησι ὁ Βεζύρης ἐπείσθη ὅτι ὁ Ἅγιος ἦτο ἀμετάπειστος. Τότε τὸν παρέδωσε στὸν Μουφτῆ (τὸν Νομοκράτορά τους), γιὰ νὰ τὸν ἀνακρίνῃ αὐτός, ἐπειδὴ ἡ ὐπόθεσις ἦταν θρησκευτικῆς φύσεως. Αὐτὸς θὰ ἀποφάσιζε γιὰ τὸ ποιὰ τιμωρία τοῦ ἔπρεπε. Ὁ Μουφτῆς ἀνέκρινε ἐπὶ πολλὴν ὥρα τὸν Μάρτυρα. Δὲν ἔχει ὅμως τὴν ὑπομονὴ νὰ τελειώσῃ τὴν ἀπολογία του ὀ Μάρτυς. Μέσα σὲ θυμὸ πολύν, καὶ σκληρότητα καρδίας, ἔβγαλε ἀπόφασι: Θάνατος διὰ ἀποκεφαλισμοῦ καὶ μάλιστα στὸ Φανάρι, μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ Πατριαρχείου.

Γιατί στὸ Φανάρι καὶ γιατί μπροστὰ στὸ Πατριαρχεῖο;

Οἱ λόγοι ἦσαν πολλοί.

Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς περιπλανήσεις καὶ διώξεις (πρῶτα στὴν Ἁγία Σοφία, μετὰ τὴν Ἅλωση στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μετὰ τὴν κατεδάφισι τοῦ ναοῦ αὐτοῦ στὴν Μονὴ τῆς Παμμακαρίστου, μετὰ τὴν μετατροπή της σὲ τζαμί, στὸ μετόχι τοῦ Παναγίου Τάφου, γιὰ δύο μὲ τρία χρόνια στὸν Ἅγιο Δημήτριο Ξυλόπορτας καὶ τέλος στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τὸ 1601 ὅπου καὶ βρίσκεται μέχρι σήμερα), ἡ ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μεταφέρεται στὴν συνοικία τοῦ Φαναρίου. Ἐκεῖ ὑπῆρχε Μετόχι τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καὶ Μετόχι τῆς Μονῆς τοῦ Σινᾶ. Ἐκεῖ συγκεντρώθηκε ὅλο τὸ ἀρχοντολόγιον τῶν Ῥωμιῶν. Ἐκεῖ ἦσαν οἱ κατοικίες τῶν Ἡγεμόνων τῆς Οὐγγροβλαχίας καὶ τῆς Μολδαβίας. Ἐκεῖ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ὅλοι οἱ ὀφφικιάλοι (ἀξιωματοῦχοι) τοῦ Πατριαρχείου. Ἐκεῖ καὶ ὅλη ἡ Ρωμιοσύνη. Συνοικία καθαρῶς χριστιανική, καὶ ῤωμαίϊκη.

Εὐκαιρία λοιπὸν ἦταν νὰ φοβηθοῦν καὶ νὰ πτοηθοῦν οἱ πάντες. Ὁ Πατριάρχης, οἱ μητροπολίτες, οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ἱερεῖς, οἱ μοναχοί, οἱ ὐπηρέτες, οἱ ἄρχοντες, ὁ λαός, οἱ πάντες. Ἡ εὐκαιρία ἦταν μοναδική.

Ὁ Κυπριανός, ἦταν μοναχός, καὶ πρεσβύτερος, πρόσωπο κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον σεβαστό, καὶ στοὺς χριστιανούς, καὶ στοὺς Ὀθωμανούς. Ὁ ἀποκεφαλισμός του μπροστὰ στην πόρτα τοῦ Πατριαρχείου σήμαινε· εἶναι μὲν σεβαστοί, οἱ κληρικοί, καὶ οἱ μοναχοί, καὶ ἔχουν προνόμια, ἀλλὰ ἂν τολμήσουν νὰ σηκώσουν κεφάλι, ἁπλούστατα δὲν θὰ ἔχουν πιὰ κεφάλι. Τὸ μήνυμα ἦταν σαφέστατο.

Ὅταν ἄκουσε τὴν ἀπόφασι τοῦ Μουφτῆ ὁ Μάρτυς, ἐχάρη περισσῶς καὶ ἀγαλλίασις γέμισε τὴν καρδιά του. Ἐπὶ τέλους πέτυχε τὸ ποθούμενο.

Δεμένο λοιπὸν τὸν φέρνουν μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ Πατριαρχείου. Γονατίζει, προσεύχεται καὶ χαρούμενος ἁπλώνει τὸν λαιμό, γιὰ νὰ τὸν κόψῃ ὁ δήμιος.

Ἀλλὰ καὶ τὴν ὥρα αὐτὴ δὲν ἐγκαταλείπουν τὶς προσπάθειες. Φαντασθεῖτε μπροστὰ στὴν Πύλη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ ἀποκηρύξῃ τὸν Χριστὸ ἕνας ἱερομόναχος. Καὶ ὅλα αὐτὰ μπροστὰ σὲ ἑκατοντάδες ἐξαγριωμένους φανατικοὺς τούρκους. Μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Πατριάρχη καὶ τῆς ἀκολουθίας του. Μπροστὰ σὲ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς τῆς συνοικίας τοῦ Φαναρίου...

Κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις. Θά... θά.... θά... Σκέψου τὴν ζωήν σου, ἂν γίνεις τοῦρκος θά... θά... θά...

Ὁ Ἅγιος δὲν ἀκούει πιά. Ἡ ψυχή του, πρὶν κοπῇ τὸ νῆμα τῆς ζωῆς του, βρίσκεται κοντὰ στὸν ἀγαπημένον του Ἰησοῦν. Ζῇ μὲ ὅλους τοὺς ἀπ᾿ αἰῶνος Μάρτυρες, ξένος πρὸς κάθε τὶ ποὺ συμβαίνει γύρω του.

Κάνει μὲ εὐλάβεια πολλή, καὶ γιὰ τελευταία φορά, τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

Τὸ ξίφος ἔπεσε καὶ τὸ κεφάλι τοῦ Ἁγίου κατρακύλισε στὸ καλντερίμι, πρὸς τὸ Κεράτιο, ἐκεῖ ποὺ ὁ γράφων καὶ τόσες χιλιάδες ἄλλοι ἔχουμε μετὰ δέους προσκυνήσει. Ἔτος 1679, Ἰουλίου 5[1].

Ὅσιος, πρεσβύτερος, Μάρτυς. Ὁσιοϊερομάρτυς. Σπάνια σύνοδος τριῶν ἱερῶν ἰδιοτήτων.


[1] Πατριάρχης τότε ἦτο ὁ Διονύσιος Δ´ ὁ Βυζάντιος, ἀνὴρ λόγιος, νηστευτής, καὶ φιλακόλουθος.