Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 14 Φεβρουαρίου
Ἀρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου: Οἱ Ἅγιοί μας.
Ἱ. Μ. Τατάρνης
Εὐρυτανίας, ἔκδοσις γ´, σελ.32-41.
Ὁ ὀρεινὸς ὄγκος τῶν Ἀγράφων, στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς ἦταν ἑνιαῖος καὶ ἀδιαίρετος. Συγκροτοῦσε τὸ περίφημο ἀρματολίκι τῶν Ἀγράφων. Ὅταν μὲ μύρια βάσανα στήθηκε τὸ σημερινὸ Ἑλληνικὸ Κράτος, τὰ Ἄγραφα χωρίσθηκαν στὰ δύο. Τὰ μισά, τὰ νότια, μπῆκαν στὸ Ἑλληνικό, τ᾿ ἄλλα μισά, τὰ βόρεια, ἔμειναν στὸ Τουρκικό. Κι᾿ ὅταν ἀκόμη ἡ Θεσσαλία μπῆκε στὸ Ἑλληνικό, πενήντα περίπου χρόνια ἀργότερα, τὰ Ἄγραφα δὲν ἑνώθηκαν. Ἀνήκουν σὲ δύο νομούς. Καὶ ἔτσι ἔχουμε τοὺς τεχνητοὺς ὅρους· Εὐρυτανικὰ καὶ Θεσσαλικὰ Ἄγραφα. Ὅμως ὁ χῶρος εἶναι ἑνιαῖος γεωπολιτικῶς καὶ πολιτισμικῶς. Εἶναι τὰ θρυλικὰ καὶ ἀδιαίρετα Ἄγραφα. Ἀπὸ τὸν χῶρο ποὺ προῆλθαν πολλοὶ Ἅγιοι καὶ πρῶτος ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς ἀπ᾿ τὸ Μυρίχοβο τῶν Θεσσαλικῶν Ἀγράφων. Οἱ γονεῖς του ἦσαν εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι, ἐκ ῥίζης εὐκλεοῦς καὶ ὁ καρπὸς εὐκλεής. Δὲν γνωρίζουμε πολλὰ ἀπὸ τὴν νεανική του ζωή, οὔτε ἂν ἔμαθε γράμματα στὴν πατρίδα του. Ἄν ὅμως λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι στὴν περιοχὴ ὑπῆρχαν κάποια μοναστήρια, μέσα στὰ ὁποῖα τὰ παιδιὰ τῶν γύρω χωριῶν θὰ μποροῦσαν νὰ μάθουν ἔστω καὶ τὰ κολυβογράμματα (ἢ ὀρθότερα κολοβογράμματα) ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι καὶ τὸ Χτωήχι καὶ τὴν μετέπειτα δρᾶσιν αὐτοῦ, φαίνεται ὅτι ἦταν κάτοχος παιδείας ἔστω καὶ στοιχειώδους. Ἡ καρδιά του ἀπὸ νεότητος ἦταν δοσμένη ἀλλοῦ, στὸν Χριστό. Ἀπὸ μικρὸς πόθησε τὴν μοναχικὴ πολιτεία, τὸν ὄντως φιλόσοφον βίον. Γι᾿ αὐτὸν ὅταν ἔφθασε στὴν κατάλληλη ἡλικία, τὴν μετεφηβική, τίποτε δὲν μποροῦσε νὰ τὸν κρατήσῃ.
Ἐγκατέλειψε τὴν πατρίδα κόσμον καὶ τὰ τοῦ κόσμου καὶ ἐπορεύθη πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὴν κιβωτὸν αὐτὴ τοῦ Γένους καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκεῖ κοινοβίασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου. Μετὰ τὴν κανονικὴ δοκιμασία ἐκάρη μοναχός. Ἀλλὰ οἱ δυσκολίες ποὺ περνοῦσαν τότε τὰ Ἁγιορείτικα μοναστήρια, ἕνεκα τῶν ἀφορήτων πιέσεων τῶν κρατούντων, ἡ εἴσοδος τῆς ἰδιοῤῥυθμίας πρὸς ἀντιμετώπισι τῆς καταστάσεως, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπιθυμία νὰ ζήσει αὐστηρότερη ζωὴ ἀπ᾿ αὐτὴ ποὺ ζοῦσε μέσα στὸ Μοναστήρι, τὸν ἔκαμαν νὰ ἀναχωρήσῃ διὰ τὴν ἐνδοτέραν ἔρημον.
Ἐκεῖ καὶ γιὰ τρία χρόνια ὑπετάγη σὲ κάποιον Δομέτιο, ἄνδρα ἄκρας ἀρετῆς καὶ ἀσκήσεως ἀλλὰ καὶ σημειοφόρο, θαυματουργό. Ἔτσι ἐμυήθη ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν ἅγιον ἄνδρα εἰς τὰ τῆς μυστικῆς θεολογίας καὶ τὶς πνευματικὲς ἀναβάσεις. Αὐτὰ τὰ τρία χρόνια ἦσαν γιὰ τὸν Δαμιανὸ χρόνια ἔντονης προπαρασκευῆς γιὰ κάτι ποὺ ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν προώριζε. Ὅταν πιὰ ἦταν ναῦς ἔμφορτος, καράβι γεμάτο ἀρετές, ἀξιώθηκε νὰ ἀκούσῃ θεία φωνή: Δαμιανέ, μὴ ζητᾷς μόνο τὸ δικό σου συμφέρον, ἀλλὰ καὶ τὸ συμφέρον τῶν ἄλλων. Ἀντελήφθη ὁ Ἅγιος ὅτι αὐτὴ ἡ φωνὴ δὲν ἦταν ἄλλη ἀπὸ φωνὴ Θεοῦ. Φωνὴ-ἐντολή. Τὸν διέτασσε νὰ ἀφίσῃ τὴν ἔρημο καὶ νὰ πορευθῇ στὸν κόσμο, νὰ διδάξῃ τοὺς ἀδελφοὺς Χριστιανούς.
Βρισκόμαστε στὸν 16ο αἰῶνα. Ἦταν αἰώνας δύσκολος, ἦταν αἰώνας ἀφανισμοῦ, καταστροφῶν, ἐξισλαμισμῶν. Οἱ γραμματιζούμενοι εἶχαν φύγει πρὸ πολλοῦ γιὰ τὴν Δύσι. Σχολεῖα δὲν ὑπῆρχαν, ἀλλὰ καὶ τὰ λίγα ποὺ ὑπῆρχαν ἦσαν τόσο πολυδάπανα καὶ τόσο μακρυά, ποὺ ἦσαν σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχαν.
Τὰ Ῥωμιόπουλα μάθαιναν γράμματα ἀπὸ τοὺς καλογήρους. Οἱ Ῥωμιοὶ μάθαιναν τὴν πίστι τους ἀπ᾿τοὺς φτωχοὺς καὶ ταπεινοὺς παπάδες. Ἀλλὰ καλόγηροι καὶ παπάδες πόσα ἤξεραν; Ἔχομε περιπτώσεις ἐπισκόπων ποὺ ἔκαμαν ὀρθογραφικὰ λάθη ἀκόμα καὶ στὴν ὑπογραφή τους. Πολὺ δύσκολα χρόνια.
Ἔτσι λοιπὸν ὁ Ἅγιος ἄφησε τὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος καὶ ὁδοιπορώντας γιὰ μέρες πολλές, ἔφθασε στὰ μέρη τοῦ Ὀλύμπου. Ἐκεῖ ἐπικρατοῦσε μιὰ σχετικὴ ἐλευθερία. Οἱ Τοῦρκοι σπανίως ἐπισκέπτονταν τέτοια ὀρεινὰ καὶ δυσπρόσιτα μέρη. Ἂν ὅμως οἱ Τοῦρκοι δὲν πατοῦσαν, εἶχαν γιὰ καλὰ πατήσει ἡ ἀμάθεια, ἡ βαρβαρότης, ἡ ζωοκλοπή, ἡ μέθη, καὶ ὅ,τι ἄλλο κακὸ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἀγραμματοσύνη. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τὸ μόνο ποὺ ἤξεραν γιὰ τὴν πίστι τους ἦταν τὸ ὅτι ἦσαν Χριστιανοί, καὶ ὄχι Μουσουλμάνοι. Τίποτε ἄλλο.
Ἄρχισε λοιπὸν ὁ Ἅγιος τὶς πεζοπορίες μέσα ἀπὸ μονοπάτια καὶ γιδόστρατες. Περιέρχεται ὅλα τὰ χωριὰ τοῦ Ὀλύμπου. Κηρύττει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Παρακινεῖ τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μετανοήσουν, ν᾿ ἀλλάξουν τρόπο ζωῆς, νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὶς ἀδικίες, καὶ τὶς λοιπὲς κακίες, νὰ φυλάττουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐργάζωνται τὰ καλὰ καὶ θεάρεστα ἔργα.
Ἀλλά. Ὅλα θὰ πήγαιναν καλὰ ἂν δὲν ὑπῆρχε τὸ ἀλλά! Ἐὰν ἕνα χωριὸ ἀλλάξῃ τρόπο ζωῆς πρὸς τὸ καλλίτερο, θίγονται πολλὰ συμφέροντα. Θίγεται ὁ κάπελας, θίγεται ὁ προαγωγός, θίγεται ὁ ἔμπορος, θίγεται ὁ τιμιουλκῶν σίτον, θίγεται ὁ τοκογλύφος, θίγεται ὁ ἐμπορευόμενος τὴν Κυριακή, θίγεται ὁ ζωοκλέπτης. Ὅλα ἀνατρέπονται. Μιὰ παγιωμένη κατάστασις παληανθρωπιᾶς ξαφνικὰ ἀνατρέπεται.
Αὐτὸ πάει πολύ.
Βρέθηκαν ὅθεν μερικοὶ μισόχριστοι μᾶλλον ἢ φιλόχριστοι καὶ τοῦ μισοκάλου συνεργοί, οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν νὰ κατηγοροῦν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ διαδίδουν ὅτι ἦταν ἀπατεώνας καὶ πλανεμένος. Δὲν ἀρκοῦνταν μόνο στὰ λόγια καὶ τὶς συκοφαντίες. Ἄρχισαν νὰ τὸν κατατρέχουν, νὰ τὸν ἀπειλοῦν, νὰ ἐμποδίζουν τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὶς συνάξεις στὶς Ἐκκλησίες, ὅπου μαζεύονταν γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸ κήρυγμά του, ἐπιβουλεύονταν ἀκόμη και τὴν ζωή του.
Στὰ χωριὰ ὑπῆρχεν ἀναβρασμός. Οἱ Τοῦρκοι δὲν ἦσαν καὶ πολλοὶ μακρυά. Καραδοκοῦσαν μάλιστα. Οἱ διαιρέσεις τῶν Χριστιανῶν γίνονταν αἰτία νὰ μπήγουν τὸ μαχαίρι βαθύτερα.
Ὁ Ἅγιος δὲν ἤθελαν τὶς διαμάχες. Ἤθελε οἱ χριστιανοὶ νὰ εἰρηνεύουν. Τίναξε λοιπόν, κατὰ τὸ Εὐαγγελικὸν παράγγελμα τὸν κονιορτὸν τῶν ὑποδημάτων του καὶ ἀναχώρησε ἀπ᾿ τὰ μέρη ἐκεῖνα. Τὸ πέρασμά του ἦταν ἕνα βότσαλο στὴν λίμνη. Ἔκαμνε μερικοὺς κύκλους, ἀνετάραξε τὰ στάσιμα νερά, καὶ μετά; Πάλι τὰ ἴδια. Τέλμα, ἕλος, τέναγος, πρασινισμένα, σάπια νερά.
Ἔρχεται ἀπέναντι. Στὰ μέρη τοῦ Κισσάβου καὶ τῆς Λάρισας. Ἐλπίζει ὅτι θὰ βρῇ κατανόησι καὶ εἰρήνη.
Ἀρχίζει τὶς περιοδεῖες καὶ τὸ κήρυγμα. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ζιζάνια καὶ ἐδῶ ἐπιβουλὲς καὶ ἀπειλές.
Φεύγει κι ἀπὸ κεῖ. Και ποῦ νὰ πάῃ; Τραβάει γιὰ τὴν πατρίδα του, τ᾿ Ἄγραφα. Ἐλπίζει ὅτι οἱ ἐκεῖ Χριστιανοί, θὰ εἶνα πιὸ ἥμεροι, πιὸ δεκτικοὶ στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Βλέπει ὅτι ὁ τόπος αὐτὸς ἀκμάζει. Μετὰ τὴν συνθήκη τοῦ Ταμασίου τὸ 1525, πνέει ἄνεμος κάποιας ἐλευθερίας. Χτίζονται καινούργια μοναστήρια, τῆς Ταρτάνης, τοῦ Σωτῆρος στὴν Φραγκίστα, τοῦ Τροβάτου, τῶν Βραγγιανῶν καὶ τόσα ἄλλα. Ὁ πληθυσμὸς αὐξάνεται, ἀλλὰ μαζὶ πληθαίνει καὶ ἡ φτώχεια. Ὁ τόπος δὲν μπορεῖ νὰ χορτάσῃ τόσον κόσμο. Καὶ τὸ χειρότερο, μαζὶ μὲ τὴν φτώχεια ὑπάρχει καὶ ἡ ἀγραμματοσύνη. Ἀρχίζει τὴν διδαχὴ ὁ Ἅγιος. Σὰν κέντρο ἔχει τὴν ἐμμονὴ στὴν Ὀρθόδοξη πίστι. Σαλπίζει ὁ μακάριος μετάνοια. Πολλοὶ ἀνταποκρίθηκαν, ἀλλὰ ὄχι ὅλοι.
Καὶ ἐδῶ ὁ διάβολος, μὴ ὑποφέροντας τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἐφρύαξε. Βρῆκε συνεργάτες. Τὸν κατηγοροῦν καὶ πάλι σὰν πλανεμένο, ψευδοκαλόγηρο καὶ ἀπατεώνα. Σ᾿ ἀνθρώπους ἀγράμματους αὐτὲς οἱ συκοφαντίες πιάνουν. Ἀρχίζει νέο κυνηγητό. Καὶ πάλι φεύγει ὁ Ἅγιος καὶ πάλι ἔρχεται στὰ μέρη τοῦ Κισσάβου. Ἐκεῖ, γιὰ νὰ ἡσυχάσῃ ἐπὶ τέλους, χτίζει Μοναστήρι ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Μαζὶ μὲ κάποιους ἄλλους πατέρες ποὺ τὸν ἀκολούθησαν ζῇ τὴν ζωὴ προσευχῆς ἀδιαλείπτου καὶ ἀσκήσεως. Καὶ γρήγορα αὐτὸ τὸ μικρὸ μοναστήρι, γίνεται διδασκαλεῖον ἀρετῆς. Ἔρχονται πολλοὶ ἀπ᾿ τὰ γύρω χωριά, γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὶς πνευματικὲς νουθεσίες τοῦ Ἁγίου Πατρός. Ὁ λόγος του πέφτει στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ὡς δρόσος ἐπ᾿ ἄγρωστιν καὶ ὡς νιφετὸς ἐπὶ χόρτον. Πολλοὶ πήγαιναν ἁπλῶς καὶ μόνον γιὰ νὰ δοῦν τὸν Ἅγιο, νὰ δοῦν και νὰ ἀπολαύσουν τὸ ἱλαρόν του πρόσωπον. Ἀρκεῖ ἡμῖν τὸ ὁρᾷν σε Πάτερ.
Ἀκτινοβολοῦσε ἁγιότητα τὸ τίμιο πρόσωπό του, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ θέα του μόνο εἰρήνευε τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅλα ἦσαν ἥσυχα καὶ εἰρηνικά. Τίποτα δὲν προμήνυε τὴν θύελλα. Ὅμως δὲν ἄργησε νὰ ἔλθῃ.
Κάποτε ὁ Ἅγιος μετέβη στὸ χωριὸ Βουλγαρίνη γιὰ ὑποθέσεις τοῦ Μοναστηριοῦ. Κατὰ τὴν συνήθειά του, κηρύττει στοὺς κατοίκους τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ξαφνικά, χωρὶς καμμιὰ ἀφορμή, συλλαμβάνεται ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνοὺς τῆς περιοχῆς, και παραδίδεται στὸν ἐξουσιαστὴ τῆς Λαρίσης.
Ἀφορμὴ γιὰ τὴν σύλληψί του δὲν ὑπῆρχε, ὑπῆρχε ὅμως σοβαρὴ αἰτία. Καὶ ἐξηγοῦμαι.
Ἀναφέρεται στὸ συναξάρι του, ὅτι οἱ κατήγοροί του τὸν κατηγόρησαν στὸν ἐξουσιαστὴ ὅτι ἐμπόδιζε τοὺς χριστιανοὺς νὰ πωλοῦν καὶ ν᾿ ἀγοράζουν τὴν Κυριακή, καὶ ὅτι τοὺς διδάσκει νὰ μένουν σταθεροὶ στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ.
Προσεκτικὴ παρατήρησις ὁδηγεῖ στὰ ἑξῆς δύο συμπεράσματα. Ἡ πρώτη κατηγορία ἔχει σχέσι μὲ τοὺς Ἑβραίους, ἡ δεύτερη μὲ τοὺς Τούρκους.
Οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν ἀνθοῦσα κοινότητα στὴν Λάρισα. Ἦσαν φανατικοὶ τηρητὲς τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Τὴν Παρασκευὴ εἶχαν ὡς ἀργία οἱ Τοῦρκοι. Πότε θὰ γίνονταν τὰ παζάρια; Τὴν Κυριακή, ἡμέρα ἀργίας τῶν Χριστιανῶν. Κι᾿ ἀφοῦ ὅμως αἱ ἀγοραπωλησίες γίνονταν στὸ παζάρι, ἀναγκαστικὰ οἱ Χριστιανοὶ δὲν πήγαιναν στὴν Ἐκκλησία. Οἱ Θεῖες Λειτουργίες γινόνταν σὲ ἄδειες -ἀπὸ ἄνδρες τουλάχιστον- Ἐκκλησίες. Κατεπατεῖτο ἀσυστόλως ἡ ἀργία τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Ἅγιος βλέποντας τὸ κακὸ ποὺ γίνονταν, καταφέρετο δριμύτατα τῆς ὀλεθρίας αὐτῆς συνήθειας. Αὐτὸ ὅμως ἐρχόταν σὲ ἀντίθεσι μὲ τὸν φανατισμὸ τῶν Ἑβραίων. Δωροδοκία λοιπὸν εἰς ἐνέργειαν καὶ ξεπάστρεμα τοῦ Ἁγίου. Ἡ φωνὴ αὐτὴ ἔπρεπε νὰ σιγήσῃ.
Οἱ Τοῦρκοι τώρα, σὰν χθεσινοὶ κατακτητές, ἦθελαν ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ν᾿ ἀλλαξοπιστήσουν. Ὁ βίαιος ἐξισλαμισμὸς ἀπαγορευόταν ἀπ᾿ τὸ Κοράνιο, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἔβρισκαν τρόπους νὰ καταπατοῦν τὴν ἀπαγόρευσι. Ἔκαναν τὴν ζωὴ τῶν Χριστιανῶν ἀφόρητη. Διελογίζοντο ἐν ἑαυτοῖς· πόσο θ᾿ ἀντέξουν; Θὰ ὑποκύψουν. Ἡ ἀμάθεια κυριαρχοῦσε, λόγος Θεοῦ δὲν ἠκούετο, ἡ φτώχεια ἦταν κακὸς σύμβουλος, οἱ φόροι καὶ τὸ παιδομάζωμα, οἱ ἐξευτελισμοὶ καὶ οἱ αἰχμαλωσίες, οἱ ἐξανδραποδισμοί, οἱ βιασμοὶ γυναικῶν ἦσαν ἐξουθενωτικοί. Ἔρχεται λοιπὸν ἕνας καλόγηρος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ κηρύττει καὶ ξυπνᾷ συνειδήσεις, καὶ ὁμιλεῖ γιὰ ἐμμονὴ στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ὁ καλόγηρος μᾶς χαλάει τὰ σχέδια. Πρέπει νὰ ἀφανισθῇ.
Προστάζει λοιπὸν ὁ Εξουσιαστὴς τοὺς φύλακες νὰ δείρουν ἀνηλεῶς τὸν Ἅγιο. Ὅταν ἀπόκαμαν νὰ δέρνουν τοῦ πέρασαν βαρειὲς ἀλυσίδες στὸν τράχηλο καὶ στὰ πόδια καὶ τὸν ἔῤῥιξαν σὲ σκοτεινὴ φυλακή. Ἐπὶ δέκα πέντε μέρες τὸν βασανίζουν, μὲ ὅσα βάσανα ἔχει ἐφεύρει ἡ ἀῤῥωστημένη φαντασία τους.
Τὰ βασανιστήρια διαδέχονται οἱ κολακεῖες καὶ οἱ ὑποσχέσεις: Ἄλλαξε τὴν πίστι σου καλόγηρε, καὶ γίνε Τοῦρκος, καὶ θὰ ἔχεις ὅτι ἐπιθυμήσει ἡ ψυχή σου. Εἶναι τὰ γνωστά, αὐτὰ ποὺ σ᾿ ὅλους τοὺς Μάρτυρες ὑπόσχονται, μὲ σκοπὸ νὰ καταισχύνουν τὴν πίστι τῶν Χριστιανῶν. Ἀλλ᾿ ὁ μακάριος ἐκεῖνος μ᾿ ὅλη τὴν δύναμι ποὺ τοῦ ἀπέμενε, αἱμόφυρτος, καταξεσκισμένος στὰ ῥάσα καὶ στὴν σάρκα, διεκήρυττε τὴν πίστι του στὸν Χριστό, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό.
Βλέποντας ὁ ἄρχων τῆς Λάρισας, ὅτι ἦταν ἀδύνατο νὰ καταπεισθῇ ὁ Ἅγιος καὶ νὰ ἐξομώσῃ, γεμάτος θυμὸ καὶ ὀργή, προστάζει μιὰ φρικτὴ καὶ διπλὴ τιμωρία: Νὰ θανατωθῇ πρῶτα στὴν ἀγχόνη καὶ μετὰ νὰ κάψουν τὸ πτῶμά του στὴ φωτιά.
Μὲ φωνὲς καὶ ἀλαλαγμούς, μὲ βρισιὲς καὶ δαρμούς, οἱ δήμιοι σέρνουν τὸν Μάρτυρα καὶ τὸν ὁδηγοῦν κατ᾿ εὐθείαν στὴν ἀγχόνη. Ἦταν πάντα ἕτοιμη νὰ δεχθῇ καταδικασμένους Χριστιανούς. Τοῦ περνοῦν τὴν θηλειὰ στὸ λαιμό. Μὲ μιὰ κλωτσιὰ ἀπομακρύνουν τὸ σκαμνί, καὶ τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου αἰωρεῖται στὸν ἀέρα. Τόση ὅμως εἶναι ἡ μανία τους ποὺ δὲν ἀρκοῦνται στο κρέμασμα. Ἕνας Ἀγαρηνός, τυφλὸς ἀπὸ μῖσος, χτυπάει τὸν Μάρτυρα μὲ τσεκούρι στὸ κεφάλι. Τὸ τσεκούρι χτυπάει τὸ κεφάλι, κόβει καὶ τὸ σχοινί. Τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου σωριάζεται στὴν γῆ. Δὲν ἔχει ἀκόμη ἀποθάνει. Ἀκόμη ἀναπνέει, αἰσθάνεται. Ἡμιθανῆ τὸν σέρνουν πρὸς τὴν φωτιά. Μετὰ ἀπὸ λίγη ὥρα, τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος γίνεται στάχτη.
Αὐτὴ τὴν στάχτη τὴν σκόρπισαν στὸν Πηνειὸ ποταμό. Φοβοῦνταν οἱ τάλαινες καὶ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου. Γνώριζαν τὴν τιμὴ ποὺ ἀπονέμουν οἱ Χριστιανοὶ στὰ Ἅγια Λείψανα. Γνώριζαν ὅτι ἡ ὕπαρξίς του θὰ διαιώνιζε τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου. Κι αὐτὴ την μνήμη ἤθελαν νὰ ἐξαλείψουν. Δὲν τὸ κατόρθωσαν ὅμως.
Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος. Μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς στὶς 14 Φεβρουαρίου τοῦ 1568ου ἔτους ἀπὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου μας. Ἦτο ὁ Ἅγιος ὁ πρόδρομος ὅλων τῶν μεγάλων διδασκάλων τοῦ Γένους. Προηγήθη τοῦ Εὐγενίου Αἰτωλοῦ κατὰ ἑκατὸ καὶ πλέον ἔτη, καὶ τοῦ Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ κατὰ διακόσια καὶ πλέον ἔτη.
Ὁ αἰώνας ποὺ ἔζησε ἦταν ὁ δυσκολότερος τοῦ Γένους μας. Προσπάθησε νὰ ὀργώσῃ ἕνα ἀπὸ χρόνια ἀκαλλιέργητο χωράφι. Τὸ καλλιέργησε μὲ τοὺς ἱδρῶτές του, τὸ ἔσπειρε μὲ τὴν διδασκαλία του, τὸ πότισε μὲ τὸ αἷμά του. Δὲν ἀξιώθηκε νὰ δῆ καρπούς. Αὐτοὶ ὅμως ἦλθαν. Πολὺ ἀργότερα, ἀλλὰ ἦλθαν. Ἄς μᾶς συνοδεύουν οἱ πρεσβεῖές του ἐν βίῳ, παντί.