Βίος καὶ Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ ἐξ Ἀγαρηνῶν

Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 23 Σεπτεμβρίου

Ἀρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου: Οἱ Ἅγιοί μας.
Ἱ. Μ. Τατάρνης Εὐρυτανίας, ἔκδοσις γ´, σελ.149-157.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης εἶναι μιὰ ἐξαιρετικῶς σπάνια περίπτωσις. Δὲν ἦταν κἂν Ῥωμηός. Ἦταν Ὀθωμανός. Καὶ ἐνῷ στὰ ἀπαίσια ἐκεῖνα χρόνια εἴχαμε πολλοὺς ἑκούσιους καὶ ἀκούσιους ἐξισλαμισμούς, χριστιανοὺς δηλαδὴ ποὺ τούρκεψαν, ἐλάχιστοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀπὸ Μουσουλμάνοι ἔγιναν Χριστιανοί. Τὸ δεύτερο πάντοτε σήμαινε θάνατο. Καὶ σήμερα, ἐὰν Τοῦρκος ἢ Ἄραβας ἢ ὁποιοσδήποτε ἄλλος μουσουλμάνος θελήσῃ νὰ γίνῃ Χριστιανός, αὐτὸ σημαίνει ξεπάστρεμα φανερὸ ἢ κρυφό, καὶ ἔχουμε τέτοια παραδείγματα. Φαντασθῆτε τότε τὶ ἐσήμαινε. Θάνατος καὶ μόνον θάνατος ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα μιᾶς τόσον γενναίας ἀποφάσεως.

Ἐγεννήθη λοιπὸν αὐτὸς ὁ εὐλογημένος Μάρτυς τοῦ Κυρίου στὴν Κόνιτσα τῆς Ἠπείρου. Ἦτο Μωαμεθανός, ὅπως καὶ οἱ γονεῖς του. Ὁ πατέρας του ἦταν ἀξιωματοῦχος στοὺς Τούρκους καὶ πολὺ σεβαστὸς στὸ γένος του.

Στὰ εἴκοσί του χρόνια ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κόνιτσα καὶ κατέβηκε στὰ Γιάννενα, τὴν πρωτεύουσα τῆς Ἠπείρου. Ἐκεῖ εἰσῆλθε στὸ τάγμα τῶν Δερβισῶν, ἔγινε δηλαδὴ μουσουλμάνος μοναχός, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐκστασιάζονται χορεύοντας. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ καιρό, κατέβηκε στὸ Βραχώρι (τὸ σημερινὸ Ἀγρίνιο) καὶ κατέλυσε τὸ ἀρχοντικὸ τοῦ τοπικοῦ ἡγεμόνος, τὸ λεγόμενο Μουσελὶμ Σαράϊ.

Ὁ ἡγεμών, ὀνόματι Γιουσοὺφ Ἀράπης, σέβονταν πολὺ τὸν πατέρα τοῦ Ἰωάννου γιὰ αὐτὸ καὶ κράτησε τὸν νεαρὸ δερβίση στὴν ὑπηρεσία του. Καὶ ὅπως σέβονταν τὸν πατέρα, σέβονταν καὶ τὸν γιό.

Ἐκεῖ στὸ Βραχώρι συνέβη κάτι παράξενο. Ἔργον ὁπωσδήποτε τῆς Θείας Προνοίας.

Ὁ μακάριος Ἰωάννης παρατηροῦσε πῶς ζοῦσαν οἱ Χριστιανοί. Ἐμιμεῖτο τὶς συνήθειές των, ἐνήστευε ὅταν ἐνήστευαν καὶ ἐκεῖνοι καὶ μὲ ἕνα λόγο ἀγαποῦσε τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῶν Χριστιανῶν.

Μετὰ δύο χρόνια ὁ ἡγεμὼν ἄλλαξε. Ἀντὶ τοῦ Γιουσοὺφ Ἀράπη ἦλθεν ὁ Σουλεϊμὰν μπέης Βρυώνης. Ὥσπου νὰ ἔλθῃ ὁ νέος μπέης, στὸ Βραχώρι γιὰ ἕνα διάστημα δὲν ὑπῆρχε ἡγεμών. Τότε βρῆκε τὴν κατάλληλη εὐκαιρία ὁ Ἰωάννης. Ἔβγαλε τὰ τούρκικα ῥοῦχά του καὶ φόρεσε χριστιανικά. Ὑπῆρχε διαφορὰ μεγάλη μεταξὺ τῆς ἐνδυμασίας τῶν Τούρκων καὶ τῶν Χριστιανῶν. Στοὺς Χριστιανοὺς δὲν ἐπετρέπετο νὰ φοροῦν φορέματα λαμπρὰ καὶ πολυτελῆ οὔτε ποικιλόχρωμα. Ἰδίως ἀπαγορευόταν νὰ φοροῦν πράσινα. Τὸ πράσινο ἦταν ἱερὸ χρῶμα γιὰ τοὺς Τούρκους. Ἦταν τὸ χρῶμα τοῦ προφήτη τους, τοῦ Μωάμεθ. Γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς ἐπεβάλλοντο τὰ σκουρόχρωμα ταπεινὰ ῥοῦχα. Καὶ ἐπανερχόμεθα. Ὁ Ἰωάννης, χωρὶς νὰ εἶναι Χριστιανός, ζοῦσε σὰν Χριστιανὸς μαζὶ μὲ τοὺς Χριστιανούς. Ἤθελε νὰ βαπτισθῇ. Ἀλλὰ ποιός θὰ μποροῦσε νὰ διακινδυνεύσῃ κάτι τέτοιο; Ἄν τὸ μάθαιναν οἱ Ἀγαρηνοὶ τοῦ Βραχωρίου θὰ ἐξαγριώνονταν καὶ θὰ ξεσποῦσε ἀπηνὴς διωγμὸς καὶ σφαγὲς κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Τί νὰ κάμῃ; Ἐπιθυμοῦσε τόσο πολὺ νὰ βαπτισθῆ... Ἡ λύσις βρέθηκε. Τὰ Ἑπτάνησα ἦταν κοντά. Ἐκεῖ Τοῦρκοι δὲν ὑπῆρχαν γιατὶ ἦσαν κτήσεις τῆς Βενετίας. Ταξιδεύει λοιπὸν γιὰ τὴν Ἰθάκη. Κατηχεῖται ἐπαρκῶς στὴν Χριστιανικὴ πίστι. Τὰ ἑλληνικά του ἦσαν ἀρκετὰ καλὰ ὥστε νὰ ἀντιλαμβάνεται τὰ ὅσα τοῦ ἔλεγεν ὁ ἐνάρετος πνευματικὸς ποὺ τὸν ἀνέλαβε. Ὅταν ἡ κατήχησις τελείωσε ἠξιώθη τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος καὶ ὠνομάσθη Ἰωάννης.

Πατώντας στὰ χώματα τοῦ Ξηρομέρου, ἐπανέρχεται καὶ πάλι στὴ Τούρκικη ἐπικράτεια. Ἀποφεύγει νὰ κατοικήσῃ στὸ Βραχώρι, γιατὶ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ἀναγνωρισθῇ ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς. Παραμένει στὸν Μαχαλᾶ Ξηρομέρου. Ἐκεῖ προσελήφθη ἀπὸ κάποιον Χριστιανὸ κτηματία, σὰν ἀγροφύλακας. Ἔτσι ἔμεινε ἔξω ἀπὸ το χωριό, ἀποφεύγοντας ἀνεπιθύμητες συναντήσεις, γνωριμίες καὶ ἐπαφὲς μὲ τέως ὁμοθρήσκους του. Ἐνυμφεύθη μάλιστα μὲ κάποια εὐλαβῆ κοπέλα ἀπὸ τὸν Μαχαλᾶ.

Ὅλα κυλοῦσαν ἥσυχα καὶ καλά... Ἀλλὰ στὸ 1813ον σ.ἔ. ὁ πατέρας του ἔμαθε τὸ ἀνήκουστο, ὅτι ὁ γιός του ἔγινε Χριστιανός. Ἐθυμώθη λίαν. Στέλνει δύο δερβίσηδες μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ βροῦν πάσῃ θυσίᾳ τὸν γιό του καὶ νὰ τὸν φέρουν πίσω. Ῥωτώντας καὶ ψάχνοντας φτάνουν στὴν περιοχὴ τοῦ Ξηρομέρου. Ὁ τόπος μικρός, τὸ γεγονὸς μεγάλο. Πολὺ μεγάλο γιὰ νὰ μπορῇ νὰ κρυφθῇ. Ἔμαθαν ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν καλύβα ποὺ ἔμενε ὁ Ἰωάννης. Οπῆγαν σὲ αὐτή, ἐρεύνησαν ἀλλὰ δὲν τὸν βρῆκαν. Μπῆκαν μέσα, κατέλυσαν σὰν νοικοκυραῖοι. Ἔκαμαν τὸ λάθος νὰ μὴν περιμένουν. Ἔστειλαν ἄνθρωπο στὰ χωράφι νὰ τὸν εἰδοποιήσῃ ὅτι τὸν περιμένουν στὸ καλύβι γιὰ ἀνάκρισι. Ὁ Ἰωάννης ἀρνήθηκε νὰ πάῃ καὶ κρύφτηκε στὰ χωράφια. Ἀφοῦ περίμεναν-περίμεναν καὶ δὲν φάνηκε ἀνεχώρησαν καὶ ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι στὴν Κόνιτσα.

Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο ἀπεσταλμένους γλύτωσε. Δὲν γλύτωσε ὅμως ἀπὸ τοὺς ντόπιους.

Ἕνας Τοῦρκος τοῦ Μαχαλᾶ ἦταν νεροκράτης (ὑδρονόμος) στὰ χωράφια. Ἐξ αἰτίας τῆς ἐργασίας του ἐρχόνταν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Ἰωάννη. Ἀπὸ κάποια σημάδια καταλαβαίνει ὅτι εἶναι Τοῦρκος ποὺ ἔγινε Χριστιανός. Σπεύδει λοιπὸν στὸ Ἀγρίνιο καὶ καταγγέλλει τὴν ὑπόθεση στὸν Μουσελίμη, τὸν θρησκευτικὸ ἀρχηγὸ τῶν Μουσουλμάνων. Αὐτὸς κατεξανέστη καὶ ἀμέσως καταγγέλλει μὲ τὴν σειρά του στὸν Μουφτή (τὸν Νομοκράτορα τῆς πόλεως), τὴν ὑπόθεσι. Αὐτὸς εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ συλλάβῃ τὸν Ἅγιο. Στέλνει λοιπὸν στρατιῶτες στὸν Μαχαλᾶ. Συλλαμβάνουν τὸν Ἅγιο καὶ τὸν φέρνουν ἀλυσοδεμένο στὸ Βραχώρι.

Τότε ὁ Μουσελίμης πλήρης ὀργῆς ἄρχισε νὰ τὸν ἀνακρίνῃ. Τὸν ἐρωτᾷ γιὰ τὴν πατρίδα, τὸ γένος, τὸ ὄνομα καὶ τὴν θρησκεία του. σὲ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἅγιος ἀποκρίνεται μὲ ἕνα καὶ μόνο λόγο: Χριστιανὸς εἶμαι καὶ ὀνομάζομαι Ἰωάννης.Ἀκολουθοῦν οἱ γνωστὲς κολακεῖες καὶ τὰ ταξίματα. Ἀρνήσου τὸν Χριστὸ καὶ ἔλα στὴν προτέρα πίστι. Ἀλλιῶς σὲ περιμένουν βάσανα φοβερὰ καὶ οἰκτρὸς θάνατος. Ὁ Ἅγιος ἀπαντᾷ μὲ θάῤῥος:

Ὁ Μουσελίμης διατάζει: Δέστε τον, ῥίξτε τον στὰ μπουντρούμια, βασανίστε τον ὅπως καὶ ὅσο μπορεῖτε.

Ἄλλο ποὺ δὲν ἤθελαν οἱ βασιλικότεροι τοῦ βασιλέως ὑπηρέται. Δένουν τὸν Ἅγιο μὲ βαρειὲς ἀλυσίδες ἀπὸ τὸν τράχηλο καὶ τὸν ῥίχνουν σὲ σκοτεινὴ καὶ ὑγρὴ φυλακή. Ἀκινητοποιοῦν τὰ πόδια του στὸ τιμωρητικὸ ξύλο, ὅπως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στοὺς Φιλίππους.

Ἀρχίζει τὸ μαρτύριο. Ξύλο, κολαφισμοί, ῥαπίσματα, μαστιγώσεις, ὕβρεις, ἐμπαιγμοί, ὅ,τι κατέβαζε τὸ μανιακὸ μυαλὸ τῶν δημίων. Ἐχαίρετο ὁ Ἅγιος γιατὶ ἔπασχε γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας. Τὸ στόμα του ἦταν γεμάτο πηχτὰ αἵματα. Αὐτὸ δὲν τὸν ἐμπόδιζε νὰ ψιθυρίζῃ: Βοήθησέ με Θεέ μου.

Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Μουσελίμης συγκαλεῖ συμβούλιο τῶν οὐλεμάδων (σοφῶν) τοῦ γένους του. Ὅλοι μὲ μιὰ φωνὴ καὶ μία γνώμη ἀποφασίζουν. Ὁ Ἰωάννης πρέπει νὰ θανατωθῇ ἀμέσως, γιατὶ ἀρνήθηκε τὴν πίστι τοῦ Μωάμεθ.

Θάνατος διὰ ξίφους, ἀποκεφαλισμός.

Καὶ ἅμ᾿ ἕπος, ἅμ᾿ ἔργον.

Γεμάτοι χαρὰ οἱ δήμιοι ἁρπάζουν τὸν Μάρτυρα καὶ τὸν σύρουν κάτω ἀπὸ ἕνα πλάτανο πλησίον τοῦ σημερινοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Πρὶν τὸ βαρὺ σπαθὶ τοῦ δημίου πέσει στὸ κεφάλι του, ὁ Ἅγιος ζήτησε μιὰ χάρη. Νὰ τοῦ λύσουν τὸ δεξὶ χέρι γιὰ νὰ κάμῃ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Δὲν κατένευσαν ὅμως οἱ ἄκαρδοι τζελάτες (δήμιοι). Ἀναφωνεῖ τό: Μνήσθητί μου Κύριε ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου. Κλίνει τὴν κεφαλὴ καὶ δέχεται στὸν τράχηλό του τὸ καίριο χτύπημα ἀπὸ τὸ ἀκονισμένο φάσγανο τοῦ δημίου.

1814ον σ.ἔ. Σεπτεμβρίου 23, λίγα χρόνια πρὶν ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος της ἐλευθερίας.

Οἱ Ἀγαρηνοὶ ὥρισαν: Τὸ σῶμα καὶ το κεφάλι θὰ παραμείνουν ἄταφα γιὰ νὰ τὰ φάνε τὰ σκυλιά. Καὶ αὐτὸ πρὸς ἐξευτελισμὸ αυτοῦ ποὺ τόλμησε νὰ ἀρνηθῇ τὴν πίστι τους. Τὰ ἔῤῥιξαν λοιπὸν σὲ ἕνα χαντάκι γειτονικό.

Ἔρχεται τώρα ἡ γνωστὴ τακτική: Δωροδοκοῦν οἱ Χριστιανοὶ τὸν Μουσελίμη καὶ αὐτὸς ὑπόσχεται νὰ κάμῃ τὰ στραβὰ μάτια: Μόνο κάντε γρήγορα καὶ θάψτε τὸν ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται χωρὶς τιμὲς καὶ παρατάξεις πρὶν ξημερώσῃ.

Νύκτα, βιαστικὰ καὶ χωρὶς κόσμο, θάβουν τὸ σῶμα καὶ τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν, σύμφωνα μὲ τὴν προσταγὴ τοῦ Μουσελίμη.

Ὁ τόπος τῆς ταφῆς ἔμεινε χωρὶς σταυρό, χωρὶς σημάδι, χωρὶς περίβολο. Ἔμεινε μόνο στὴν ἀνάμνησι ὅσων παρευρέθησαν στὴν ταφή του.

Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ὁ φιλομάρτυς Ἡγούμενος τοῦ Προυσοῦ Κύριλλος ὁ Καστανοφύλλης κατεβαίνει στὸ Βραχώρι. Ξέρει γιὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου. Τὸ Μοναστήρι διατηρεῖ στενὲς σχέσεις μὲ τοὺς προεστῶτες τοῦ Βραχωρίου. Ἔπρεπε νὰ γίνῃ ἡ ἐκταφὴ καὶ νὰ φυγαδευθοῦν τὰ μαρτυρικὰ λείψανα. Τὸ ἔργον ἀνατίθεται στὸν Κύριλλο. Κρυφά-νύχτα ὅπως τὸν ἔθαψαν, γίνεται ἡ ἀνακομιδή. Οἱ σκιὲς χάνονται στὸ σκοτάδι καὶ τὰ ἅγια Λείψανα ξημερώνονται στὸν Προυσσό.

Δημιουργεὶ κρύπτη μέσα στὴν σπηλιά, πάνω ἀπὸ τὸν ναὸ τῆς Παναγίας τῆς Προυσιωτίσσης. Γράφει σὲ πηλὸ τὸ βεβαιωτικὸ τῆς γνησιότητος τῶν Ἁγίων Λειψάνων. Ψήνει τὸν πηλὸ γιὰ νὰ μὴν διαλυθῇ ἀπὸ τὴν ὑγρασία, τοποθετεῖ τὴν ἐπιγραφὴ αὐτὴ μέσα στὰ Ἅγια Λείψανα, τὰ σφραγίζει μέσα σὲ ξύλινο κιβώτιο καὶ τὰ τοποθετεῖ στὴν κρύπτη. Τὴν σοβατίζει ἐπιμελῶς καὶ ἀπ᾿ ἔξω γράφει μὲ μεγαλογράμματη καλλιτεχνικὴ γραφή:

Οὐ μεταλλεῖον ἀργυροχρύσου πέλω,
ἀλλ᾿ ὄλβον φέρω· πάντα λίθον μὴ κίνει.

Δηλαδή:

Δὲν εἶμαι μεταλλεῖο ποὺ βγάζει ἀσήμι καὶ χρυσάφι,
ἀλλὰ φέρνω εὐτυχία. Μὴν κουνᾶς κανένα λιθάρι.

Μὰ γιατί προφυλάξεις, τόση μυστικότης;

Ἁπλούστατα ὁ Μάρτυς ἦταν τοῦρκος τὸ γένος καὶ ὑπῆρχε φόβος τὸ μένος τῶν ὁμοεθνῶν του νὰ τὸν ἀκολουθῇ καὶ μετὰ τὸ μαρτύριον.

Οἱ κατόπιν πατέρες τῆς Μονῆς ἐγνώριζαν (ὡς κὶ ὁ γράφων) ἐκ παραδόσεως ὅτι κάτι τὸ ἱερὸ καὶ πολύτιμο κρύβεται ἐκεῖ, στὴν σπηλαιώδη κρύπτη.

Ἡ περιέργεια ὅμως τῶν καλογήρων δυσκόλως συγκρατεῖται. Καὶ πολὺ κράτησε. Τὸ 1974 αὐτοβούλως ἀνοίγουν τὴν κρύπτη καὶ τὰ ἅγια Λείψανα ἀνευρέθησαν.

Πολλὰ τεμάχια τῶν Ἁγίων Λειψάνων ἐδόθησαν πρὸς ἁγιασμὸν στὴν Κόνιτσα, στὸ Βραχώρι, στὴν Μονὴ Τατάρνης καὶ ἀλλαχοῦ.

Δημιουργεῖται παρεκκλήσιο μέσα στὴν σπηλιά, στὸν τόπο τῆς εὑρέσεως.

Παρεκκλήσιον ἀνηγέρθη καὶ στὸ Ἀγρίνιο στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του.

Ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου ἁπλώνεται. Στὴν Κόνιτσα, στὸ Ἀγρίνιο, στὴν Μονὴ Προυσοῦ καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα μέρη. Εἶναι μιὰ ὄντως ἰδιαιτέρα περίπτωσις. Καὶ ἀξίζει πάσης τιμῆς.