Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Δημητρίου τοῦ ἐκ Χώρας Τριφυλίας

«Δημήτριε. Δημήτριε.. τώρα ποὺ θὰ πᾶς στὸν Οὐρανὸ νὰ προσεύχεσαι γιὰ μᾶς...» (14 Ἀπριλίου 1803)

Ἄρθρο τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Τρίτη τῆς Ἑβδομάδος τοῦ Θωμᾶ, τὸ 1803 στὴν Τριπολιτσά. Ὅλα σκοτεινὰ καὶ μαῦρα. Οἱ δύστυχοι ραγιάδες εἶναι κλεισμένοι στὰ σπίτια τους γιὰ τὸν φόβο τῶν Ἀγαρηνῶν, οἱ ὁποῖοι αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἔχουν ἐξαγριωθεῖ. Ὅμως, ἐνῶ ὅλα ἦταν ἔρημα καὶ ἡ ἀγορὰ στὸ κέντρο τῆς τουρκοκρατούμενης πόλης δείχνει νεκρή, ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων ξεχύνεται στοὺς δρόμους, κρατώντας κεριὰ καὶ λιβανιστήρια. Ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά, χωρὶς νὰ φοβοῦνται, μὲ τὰ πρόσωπα πλημμυρισμένα ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ γιόρτασαν πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες, βιάζονται νὰ βρεθοῦν στὴν σιταραγορὰ τῆς πόλης.

Τί γίνεται ἄραγε; Πῶς ὁ φόβος μεταβλήθηκε σὲ λευτεριᾶς καὶ ἀναστάσεως πανηγύρι; Ἕνα παλληκάρι, εἶναι δὲν εἶναι 24 ἐτῶν, τὸ πᾶνε οἱ Τοῦρκοι νὰ τὸ σφάξουν. Τὶς τελευταῖες ἡμέρες διαδόθηκε ἀπὸ στόμα σὲ στόμα. Τὸ εἶπε ὁ Παπαντώνης, ὁ παπὰς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, στὸν Δεσπότη, στὰ πνευματικά του παιδιά, τὸ ἔμαθε ὅλη ἡ Τριπολιτσά. Ὁ Δημήτρης ἀπὸ τὴν Λιγούδιστα, ἐκεῖνο τὸ παιδὶ ποὺ πρὶν λίγα χρόνια δούλευε στὸ γνωστὸ τουρκομάγαζο μπαρμπέρης, ἐκεῖνο τὸ παλληκάρι ποὺ τούρκεψε, ὁ Μεχμέτ (ἔτσι τὸν φώναζαν οἱ Τοῦρκοι), ἐκεῖνο τὸ παιδὶ ποὺ εἶχε χαθεῖ τὰ τελευταῖα χρόνια, ξαναγύρισε.

Μετανόησε, παρουσιάσθηκε μπροστὰ στοὺς ἀγάδες καὶ βροντοφώναξε ὅτι εἶναι Ἕλληνας Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος καὶ θέλει νὰ μαρτυρήσῃ γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν ἀγάπη.

Καὶ νά, σὲ λίγο ἀκούονται φωνὲς καὶ ἀντάρα μεγάλη γίνεται. Νάτος ὁ Δημήτρης, μὲ δεμένα τὰ χέρια. Τὸν σπρώχνουν, τὸν κτυπᾶνε, τὸν βρίζουν, τὸν φτύνουν, τὸν πᾶνε νὰ τοῦ κόψουν τὸ κεφάλι. Ἡ διαταγὴ εἶναι «τσεκούρι στὸν ἄπιστο».

Σὰν ἄγγελος τὸ παλληκάρι, μὲ γλυκὺ καὶ χαρούμενό τὸ βλέμμα, μὲ φωτισμένο τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, λουσμένος στὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, κοιτάζοντας μὲ χαρὰ τὸν κόσμο ποὺ εἶχε κατακλύσει τὰ σοκάκια, βαδίζει γιὰ τὴν μεγάλη νίκη.

Δὲν πατάει στὴ γῆ. Ἔχει ἤδη εἰσέλθει στὸν οὐρανό, ὁπού ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων καὶ βοώντων ἀπαύστως τό, «Κύριε Δόξα Σοι».

Βλέπει μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, ἐνῶ πορεύεται στὸ μαρτύριο, τὴ μάνα του. Ἔφυγε νέα ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. Τὸν ἄφησε μικρὸ μὲ τὸν ἀδελφό του, στὴν Λιγούδιστα (σημερινὴ Χώρα) τῆς Τριφυλίας. «Παιδάκια μου, νὰ μὴν ξεχάσετε τὴν πίστη σας στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη στὴν πατρίδα μας», ἦταν τὰ τελευταῖά της λόγια. Τώρα χαίρεται ἀπὸ ψηλά. Εἶχε δεῖ τὴν πορεία τοῦ Δημήτρη καὶ ἡ ψυχούλα της θλιβόταν. Ἔβλεπε τὰ βάσανα τῶν παιδιῶν της ἀπὸ τὴν μητριά τους, τὸν δρόμο τῆς ξενητειᾶς ποὺ πῆρε ὁ Δημήτρης γιὰ τὴν φημισμένη πόλη, τὴν Τριπολιτσά. Ράγισε ἡ καρδιά της ὅταν τὸ παιδί της τούρκεψε καὶ γυρνοῦσε στὴν πόλη φωνάζοντας: «Εἶμαι ὁ Μεχμέτ, δὲν εἶμαι ὁ Δημήτρης!».

Χαιρόταν τώρα ἡ ψυχή της, γιατὶ ἔφτασε ἡ ὥρα ποὺ ὁ Δημήτρης τελειώνει τὴν ὡραία πορεία ποὺ ἄρχισε, ὅταν ἔφυγε μετανοιωμένος ἀπὸ τὴν Τρίπολη καὶ ἔφτασε στὴν Σμύρνη καὶ τὶς Κυδωνιὲς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου νύκτα καὶ ἡμέρα ἔκλαιε γιὰ τὸ ἁμάρτημά του. Τελειώνει τώρα ὁ δρόμος ποὺ πέρασε ἀπὸ τὴν Χίο, ἀπὸ τὸ ταπεινὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Μακαρίου του Νοταρᾶ, ὅπου στάθηκε γονατιστὸς ὁ Δημήτριος κλαίοντας γιὰ τὸ ὀλίσθημά του. Ἄκουσε ἡ μάνα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὴν κραυγὴ τοῦ παιδιοῦ της: «Θεέ μου συχώρα με. Θέλω νὰ δώσω τὸ αἷμα μου γιὰ σένα...». Ἄκουσε καὶ τὴν πατρικὴ φωνὴ τοῦ Ἁγίου Μακαρίου: «Πάψε παιδί μου, συχωρέθηκες. Μὴ παιδί μου, μὴ χτυπᾶς τὸ κεφάλι σου στὸν τοῖχο. Παιδί μου, δὲν βλέπεις που τ᾿ αὐτιά σου καὶ ἡ μύτη σου βγάζουν αἵματα; Μὴ παιδί μου, ἀλήθεια σοῦ λέγω, συχωρέθηκες ἀπὸ τὸν Θεό...». Ὁ Δημήτριος ὅμως συνέχισε: «Γέροντα θέλω τὴν εὐχή σου νὰ πάω στὴν Τρίπολη καὶ ὅ,τι εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ ἂς γίνῃ». Καὶ ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπάντησε: «Πορεύου ἐν εἰρήνῃ Δημήτριε...».

Ἡ μάνα παρακολουθεῖ ἀπὸ τὸν οὐρανό. προσεύχεται. Τὸν βλέπει. Φτάνει στὸ Ἄργος, ξενυχτάει κλαίοντας, ἀνεβαίνει στὸ βουνὸ γιὰ νὰ περάσῃ στὴν ἄλλη μεριά, στὴν Ἀρκαδία. Καθὼς ἀνεβαίνει στὴν κορυφὴ —τί χαρὰ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ παλληκαριοὺ— βλέπει μπροστά του ἕνα μοναστήρι. «Θεέ μου σὲ εὐχαριστῶ, νὰ ξαποστάσω λίγο, νὰ πιῶ ἕνα ποτήρι νερό». Οἱ Καλόγεροι τὸν καλοδέχονται. «Ἔλα παλληκάρι, κάτσε νὰ προσευχηθῇς, νὰ ξαποστάσῃς». Ἐκεῖνος εἶναι ἀλλοῦ, δὲν πατάει στὴν γῆ. Γονατίζει μπροστὰ στὸ ἅγιο εἰκόνισμα τῆς Παναγίας. Ἡ Γοργοεπήκοος τῶν Τσηπιανῶν τὸν ἀγκαλιάζει μὲ τὸ γλυκύ της βλέμμα. Τοῦ μιλάει, τὸν παρηγορεῖ, τὸν ἐμψυχώνει: «Προχώρα Δημήτριε, μὴ φοβᾶσαι. Σὲ λίγο θὰ χαίρεσαι μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους στὸν Οὐρανό...».

Τώρα κατηφορίζει, ἔχει φτερὰ στὰ πόδια, φτάνει μπροστὰ ἀπὸ τὴν πόλη. Ξέρει τὸν τόπο. Τόσα χρόνια ἔζησε ἐδῶ. Κοντὰ εἶναι τὸ Μερκοβούνι, σὲ λίγο θὰ μπῆ στὴν Τριπολιτσά. Ξεκουράζεται κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο γιὰ νὰ πάρῃ δύναμη. (Σήμερα ἐκεῖ ὑψώνεται ὁ περικαλλὴς Ναὸς τοῦ χωριοῦ, ἀφιερωμένος στὴν μνήμη του). Ἡ μάνα παρακολουθεῖ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Τὸ παιδὶ ἔφτασε στὸν Ἅγιο Νικόλαο, τὸ Ἐκκλησάκι ἔξω ἀπὸ τοὺς Στρατῶνες. Ὁ ἱερομόναχος ποὺ ζεῖ διπλα, στὸ κελλί, εἰδοποιεῖ τὴν Μητρόπολη καὶ σὲ λίγο φτάνει ὁ Πρωτοπαπάς. «Ὁ Παπαντώνης, παιδί μου, εἶναι τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Δεσπότη. Ἦλθε νὰ κουβεντιάσετε». Ὁ Δημήτρης λέγει μὲ ἀποφασιστικότητα στὸν Ἀρχιερατικὸ Ἐπίτροπο: «Ἄφησέ με πατέρα μου καὶ μὴ μὲ ἐμποδίσῃς. Εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ δώσω τὸ αἷμα μου γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἑλλάδα...».

Ὅλα αὐτὰ τὴν ὥρα ἐκείνη, σὰν ἀστραπὴ περνᾶνε ἀπὸ τοῦ παλληκαριοῦ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά. Ἀλλὰ οἱ φωνὲς τοῦ πλήθους τὸν ἐπαναφέρουν ἀπὸ τὴν ἔκσταση. Ἀκούει τὸ ὄνομά του. Ὅλος ὁ κόσμος, μικροὶ μεγάλοι, φωνάζουν κρατώντας κεριά, τὸν λιβανίζουν, μπαίνουν μπροστὰ στοὺς μανιασμένους Τούρκους, γιὰ νὰ τὸν ἀκουμπήσουν. «Δημήτρη. Δημήτρη..., τώρα ποὺ θὰ πᾶς στὸν οὐρανό, νὰ προσεύχεσαι γιὰ μᾶς. Νὰ μᾶς λευτερώσῃ ὁ Θεός...». Δάκρυσε τὸ παλληκάρι.

Ἔφτασαν στὸν τόπο τῆς θυσίας. Γονάτισε ὁ νέος ἀπὸ τὴν Λιγούδιστα. Ἡ μάνα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μαζὶ μὲ πλῆθος Ἀγγέλων χαίρεται.

Σήκωσε τὸ παιδὶ τὰ μάτια ψηλά. Φώναξε προσευχητικά. Τὸν ἄκουσε ὁ κόσμος ὅλος καὶ συγκλονίστηκε. «Θεέ μου, τούτη τὴν πόλη νὰ τὴν φυλᾶς ἀπὸ σεισμὸ καὶ ἀπὸ φωτιά...». Τρεῖς φορὲς χτύπησε ὁ Ἀγαρηνὸς μὲ τὸ σπαθί, καὶ τὸ ἅγιο κεφάλι τοῦ Μάρτυρα κύλησε στὴν γῆ. Καὶ ἐνῶ τὸ αἷμα τρέχει καυτό, νά ἕνας Διάκος νέος, ἀσκητικός, ξερακιανός, ὁ Διάκος τοῦ Δεσπότη Νικηφόρου, τρέχει καὶ πλησιάζει. Ὁ Τοῦρκος τὸν σπρώχνει. Ἀλλὰ τὰ καταφέρνει, εἶναι ἀπὸ σκληρὴ γενηά. Εἶναι ὁ Ἰωσὴφ γνωστὸς καὶ ὡς δάσκαλος στὴν γειτονιὰ τῶν Ταξιαρχῶν (ἀργότερα ἔγινε Δεσπότης τῆς Ἀνδρούσης στὴν Μεσσηνία καὶ πρῶτος Ὑπουργὸς τῆς Θρησκείας καὶ τῆς Παιδείας τῆς Ἑλλάδος, ἀφοῦ πέρασε πρῶτα ἀπὸ τὸ φρικτὸ μαρτύριο τῆς εἱρκτῆς τῆς Τριπολιτσᾶς καὶ κατάφερε νὰ ζήσῃ). Βρέχει τὸ μαντήλι του στὸ αἷμα τοῦ Μάρτυρα. Εἶναι ἄρρωστο τὸ παιδὶ τοῦ ἀδελφοῦ του, ἑτοιμοθάνατο. Τό ῾ξερε ὁ Διάκος, δὲν ἔκανε λάθος. Σὲ λίγο το παιδὶ περπάτησε στοὺς δρόμους τῆς Τριπολιτσᾶς. Τὸ πρῶτο θαῦμα διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου, εἶναι πραγματικότης.

Τὸ κεφάλι τὸ πέταξαν οἱ Τοῦρκοι σὲ ἕνα πηγάδι μὲ βρομιές. Τὸ σῶμα μετὰ τρεῖς ἡμέρες τὸ πέταξαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Γνωστὸ σὲ ὅλους, ὅτι λίγα γρόσια εἶναι ἀρκετὰ γιὰ νὰ πουλήσουν οἱ ἄπιστοι τοὺς θησαυρούς. Ὁ Παπαντώνης πῆρε τὸ κεφάλι καὶ τὸ ἔθαψε μέσα στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Οἱ Μοναχοὶ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῶν Βαρσῶν, πῆραν τὸ σῶμα καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ τιμὲς μάρτυρα στὸ Μοναστήρι.

Στὸν τόπο τοῦ Μαρτυρίου του ὑψώθηκε Ναὸς στὴν μνήμη του, μὲ χορηγία τῆς εὐσεβοῦς Δήμητρας Παπα-Ἀλεξανδρῆ, ἀπ᾿ ὅπου περνώντας οἱ Τριπολιτσιῶτες προσκυνοῦν τὴν εἰκόνα του καὶ παρακαλοῦν τὸν Ἅγιο νὰ πρεσβεύῃ γιὰ τὸν καθένα καὶ τὴν πόλη τους.

Στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως εἶναι θησαυρισμένη ἡ πανσεβάσμια Κάρα τοῦ Μάρτυρος καὶ στὸ Μοναστήρι τῶν Βαρσῶν τὰ ὑπόλοιπα μυρίπνοα καὶ σεπτὰ Λείψανά του.

Πόσες φορὲς οἱ Καλόγεροι, ὁ κόσμος, σὲ ὧρες Θείας Λειτουργίας ἄκουσαν τὰ δαιμόνια νὰ κραυγάζουν μέσα ἀπὸ στόματα ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου βρῆκαν τὴν ὑγειά τους: «Μὲ ἔκαψε ὁ κοψοκέφαλος· μὲ ἔκαψε ὁ κοψοκέφαλος».

Οἱ συγχωριανοί του, στὴν Λιγούδιστα, κτίσανε Ναὸ στὴν μνήμη του. Ὅταν ἐπισκέπτωνται τὸ Μοναστήρι, τὰ Λείψανά του εὐωδιάζουν. Χαίρεται ὁ Ἅγιος γιὰ τὰ ἀδέλφια του.

Πήγαμε μὲ τὸν Ἅγιο στὸ χωριό του, μετὰ ἀπὸ παράκληση τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Τριφυλίας καὶ Ὀλυμπίας κυροῦ Στεφάνου καὶ τῶν συγχωριανῶν τοῦ Ἁγίου, τὸ ἔτος 1990. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ φύγαμε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι μέχρι ποὺ πήραμε τὰ Λείψανα γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε, εὐωδία πρωτόγνωρη πλημμύρισε τὴν ἀτμόσφαιρα.

Καὶ δεύτερη φορά, ὅταν πλῆθος Ἀρκάδων μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μαντινείας καὶ Κυνουρίας κ. Ἀλέξανδρο πήγαμε στὴ Λιγούδιστα γιὰ τὶς ἑορτὲς τοῦ Ἁγίου, ὁ Ἅγιος ἔδειξε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὴν χαρά του. Καὶ στὴν Λιγούδιστα καὶ στοῦ Φλόκα ἀπ᾿ ὅπου καταγόταν ὁ πατέρας του, ὅπου ἐπίσης τοῦ ἔχουν ἀφιερώσει τὸν ἐνοριακὸ Ναό, ἠ ἴδια χαρά, τὸ ἴδιο θαῦμα.

14 Ἀπριλίου 2013. Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ἀγάλλονται γιὰ τὴν χαρὰ τοῦ Δημητρίου. Πανηγυριστὴς ἐκεῖνος στὴν μεγάλη γιορτή, μᾶς ὁδηγεῖ ἐνώπιον τοῦ Οὐρανίου Ἑστιάτορος, γιὰ νὰ γίνωμε ὅμαιμοι καὶ σύσσωμοι Αὐτοῦ. Πλησιάζομε τὴν λάρνακα, ποὺ περιέχει τὸν ἀτίμητο θησαυρὸ καὶ ψάλλομε μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ Ἀνδρούσης, ποὺ ἔγραψε ἀμέσως μετὰ τὸ μαρτύριο τὴν ᾈσματικὴ Ἀκολουθία τοῦ Μάρτυρος:

«Τῆς Λιγουδίστης τὸν γόνον καὶ τῆς Χίου ἀνάστημα καὶ τὸ περιώνυμον ὄντως τῆς Τριπόλεως καύχημα, Δημήτριον τὸν νέον οἱ πιστοί, γεραίροντες ὡς Μάρτυρα Χριστοῦ, ἀνυμνήσωμεν βοῶντες τῷ ἐν ἁγίοις θαυμαστῷ Θεῷ ἡμῶν. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι αὐτόν, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι᾿ αὐτοῦ πᾶσιν ἰάματα...»

Στὴν Πάτρα θὰ τὸν γιορτάσωμε στὴν Παντάνασσα τὴν Κυριακὴ 14/4/2013 μαζὶ μὲ τὸν Ἀρκάδα Ἐθνοιερομάρτυρα Γρηγόριο τὸν Ε´.

Ὅμως θὰ ἐχωμε τὴν μεγάλη εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὰ Λείψανά του, μαζὶ μὲ ἐκεῖνα τοῦ Νεομάρτυρος Παύλου τοῦ ἐξ Ἀροανίας (ὁ ὁποῖος ἐπίσης ἐμαρτύρησε στὴν Τρίπολη στὶς 22 Μαΐου 1818), στὴν πόλη μας τὴν Πάτρα, στὶς 11 Μαΐου, Σάββατο τῆς Διακαινησίμου (ὥρα 6.30 στὴν Πλατεία Νόρμαν), γιὰ νὰ γιορτάσωμε τὴν μνήμη τους στὸν Ἅγιο Διονύσιο, ὁπού ἀπὸ τὸ 1861 εὑρίσκεται ἡ εἰκόνα τῶν δύο ἀριστέων τῆς Πελοποννήσου, λαμπρῶν Νεομαρτύρων Δημητρίου καὶ Παύλου. Θὰ τὰ συνοδεύσῃ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαντινείας καὶ Κυνουρίας κ. Ἀλέξανδρος, ὁ Ἡγούμενος καὶ οἱ μοναχοὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βαρσῶν καὶ ἄλλοι Κληρικοὶ καὶ ἀδελφοὶ ἀπὸ τὴν Τρίπολη.

Παράδειγμα γιὰ μίμηση ὁ βίος τοῦ Δημητρίου. Ἀξίζει τὸν κόπο νὰ μάθουν τὰ παιδιά μας γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ μαρτύριό του καὶ νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἰωσήφ, τὸν ὕμνο γιὰ τὴν σταθερότητα τῆς πίστεως τῶν μαρτύρων:

«Τί οὐκ ἐποίουν οἱ θῆρες, τί δὲ οὐκ ἔλεγον θωπεύοντές σε μάρτυς τοῦ Χριστοῦ ἀποστῆσαι. Τῆς πίστεως τῆς θείας, σὺ ἡ ἀηδών, ὦ Δημήτριε, ἔλεγες. Τὸν Ἰησοῦν μου κηρύττω καὶ Λυτρωτὴν καὶ Θεὸν καὶ Παντοκράτορα».