1877. Γεννήθηκε στὸ Κὲρτς τῆς Κριμαίας. Μεγάλωσε στὸ Κίεβο ὅπου, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐγκύκλιες σπουδές, σπούδασε παράλληλα ζωγραφικὴ στὴ σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν.
1898-1903. Σπουδάζει ἰατρικὴ καὶ εἰδικεύεται στὴ χειρουργική.
1904-1905. Ἐθελοντὴς στρατιωτικὸς γιατρὸς στὸν Ρωσοϊαπωνικὸ πόλεμο. Νυμφεύεται τὴν Ἄννα Βασιλίγιεβνα καὶ ἀποκτοῦν τέσσερα παιδιά.
1905-1917. Ἐργάζεται σὲ διάφορα ἐπαρχιακὰ νοσοκομεῖα, ἑτοιμάζει τὴν διατριβή του καὶ σημαντικότατες ἐπιστημονικὲς μελέτες.
1917. Μετακομίζει στὴν Τασκένδη. Ἐκλέγεται καθηγητὴς Πανεπιστημίου στὴν ἕδρα τῆς τοπογραφικῆς ἀνατομίας καὶ χειρουργικῆς.
1919. Πρώτη σύλληψη ἀπὸ τὸ καθεστώς. Θάνατος τῆς συζύγου του Ἄννας.
1921. Χειροτονεῖται ἱερέας.
1923-1926. Χειροτονεῖται ἐπίσκοπος. Δεύτερη σύλληψη. Ἐξορία στὴ Σιβηρία.
1924. Ἐπιχειρεῖ τὴν πρώτη ξενομεταμόσχευση νεφροῦ ἀπὸ ζῷο σὲ ἄνθρωπο.
1930-1933. Τρίτη σύλληψη. Ἐξορία στὴ Βόρεια Ρωσία.
1934-1937. Κυκλοφορεῖ τὸ περίφημο σύγγραμμά του «Δοκίμια γιὰ τὴν χειρουργικὴ τῶν πυογόνων λοιμώξεων». Ἐργάζεται ἐντατικὰ στὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα. Οἱ ἔρευνές του τὸν ὁδηγοῦν πολὺ κοντὰ στὴν ἀνακάλυψη τῆς πενικιλίνης.
1937. Τέταρτη σύλληψη. Ἀκολουθοῦν δύο χρόνια φυλακῆς καὶ σκληρῶν βασανιστηρίων στὴν Τασκένδη.
1939. Ἐξορίζεται καὶ πάλι στὴ Σιβηρία.
1941. Διορίζεται ἀρχιχειρουργὸς στὸ στρατιωτικὸ νοσοκομεῖο Κρασνογιάρσκ. Ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος Κρασνογιάρσκ. Μετατίθεται στὸ Ταμπὼφ ὡς ἀρχίατρος καὶ Ἀρχιεπίσκοπος.
1946. Βραβεύεται μὲ τὸ Α´ βραβεῖο Στάλιν. Συγχρόνως μετατίθεται στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας. Σταδιακὰ χάνει τὴν ὅρασή του.
1961. Στὶς 11 Ἰουνίου ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὴ Συμφερούπολη ἔχοντας ὑπηρετήσει τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ ὡς Ποιμένας καὶ γιατρὸς μὲ θυσιαστικὴ ἀγάπη καὶ αὐταπάρνηση.
1996. Ἐπίσημη ἁγιοκατάταξη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Οὐκρανικὴ Ἐκκλησία. Ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του. Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 11 Ἰουνίου.
Μὲ ἰδιαίτερη χαρὰ κυκλοφοροῦμε τὴν «Πνευματικὴ Διαθήκη» τοῦ ἁγίου Λουκᾶ, ποὺ μέχρι τώρα παρέμενε ἀνέκδοτη καὶ ἄγνωστη. Τὴν φύλασσε ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ χρόνια ἡ ἐγγονὴ τοῦ ἁγίου Λουκᾶ, Μαρία Δημητρίεβνα, ἡ ὁποία ζεῖ στὴ Συμφερούπολη καὶ εἶχε τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία νὰ ζήσει μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο τὰ τελευταῖα δεκαπέντε χρόνια της ζωῆς του. Ὅταν τὸ 1946 ὁ ἅγιος Λουκᾶς ἀνέλαβε τὴν διαποίμανση τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας, ἐγκαταστάθηκε σ᾿ ἕνα μικρὸ διαμέρισμα στὴν ὁδὸ Γκοσπιτάλναγια ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ μικρὴ πολυκατοικία εἶχε καὶ ἄλλα διαμερίσματα. Ἦταν ἡ περίοδος ἀμέσως μετὰ τὸν πόλεμο καὶ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπου σ᾿ ὅλη τὴν Σοβιετικὴ Ἕνωση βρισκόταν σὲ δεινὴ κατάσταση. Φτώχεια, ἀνέχεια, πείνα, μάστιζαν τὸν πληθυσμό. Ὁ ἅγιος Λουκᾶς ἔκανε τεράστιους ἀγῶνες νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο τῶν ἀνθρώπων. Δὲν ξέχασε ὅμως καὶ τὰ συγγενικά του πρόσωπα. Κάποια ἀπ᾿ αὐτὰ προσκάλεσε στὴ Συμφερούπολη καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν ἴδια πολυκατοικία, στὰ διπλανὰ διαμερίσματα. Οἱ συγγενεῖς καὶ τὰ παιδιά τους βοηθοῦσαν τὸν ἅγιο καὶ συμπαραστέκονταν στὸ ἔργο του. Οἱ ἐμπειρίες ἀπὸ τὴν συναναστροφὴ μὲ τὸν ἅγιο εἶναι πολλὲς καὶ οἱ ἀναμνήσεις ἔντονες. Τὸ πρόσωπο ποὺ κυρίως βοηθοῦσε τὸν ἅγιο στὸ φιλανθρωπικό του ἔργο ἦταν ἡ ἀνιψιά του Βέρα Προζορόβκαγια, κόρη τοῦ ἀδελφοῦ του Βλαδίμηρου καὶ μητέρα τῆς Μαρίας. Πολλὰ προσωπικὰ ἀντικείμενα τοῦ ἁγίου Λουκᾶ διαφυλάχθηκαν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῆς Βέρας καί, ὅταν δημιουργήθηκε τὸ μουσεῖο τοῦ ἁγίου στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Τριάδας, ἡ οἰκογένεια τὰ παραχώρησε. Ἐλάχιστα κειμήλια παρέμειναν στὴν ἐγγονή του. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ ἦταν καὶ ἡ πνευματικὴ διαθήκη τοῦ ἁγίου ποὺ μὲ πολλὴ καλοσύνη μᾶς ἐμπιστεύθηκε ἡ κ. Μαρία Δημητρίεβνα.
Ἡ πνευματικὴ διαθήκη ἀπευθύνεται στὰ παιδιά, τὰ ἐγγόνια καὶ τὰ δισέγγονα τοῦ ἁγίου. Θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι μαζὶ μὲ τὸν πατέρα ὑπέφεραν καὶ τὰ τέσσερα παιδιά του. Δοκίμασαν τὴν πίκρα τῆς διπλῆς ὀρφάνιας καὶ τοῦ κατατρεγμοῦ. Θεωροῦνταν παιδιὰ ἑνὸς «ἐχθροῦ τοῦ λαοῦ» καὶ ἀντιμετώπισαν πολλὲς δυσκολίες. Ἑπόμενο ἦταν νὰ θεωροῦν ἀκατανόητη τὴν ἀπόφαση τοῦ πατέρα τους νὰ ἱερωθῇ. Γιὰ ὅλα τὰ δεινὰ ποὺ ὑπέστη ἡ οἰκογένεια θεωροῦσαν ὑπεύθυνη τὴν Ἐκκλησία. Καὶ τὸ ἐρώτημα ποὺ συνεχῶς ταλάνιζε τὶς ψυχές τους, ὅπως καὶ πολλοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν γνώρισαν ἦταν: Γιατί ἕνας διάσημος καὶ τόσο πετυχημένος καθηγητὴς τῆς χειρουργικῆς πῆρε μία τόσο μεγάλη ἀπόφαση νὰ χειροτονηθεῖ ἱερέας καὶ μάλιστα σὲ μία περίοδο διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας; Πῶς ἕνας δοξασμένος ἐπιστήμονας ἀφιερώθηκε στὴν ὑπηρεσία μίας «ξεπερασμένης ὑπόθεσης» τῆς θρησκείας; Τί εἶχε νὰ κερδίσει ὁ μεγάλος αὐτὸς δεξιοτέχνης τῆς χειρουργικῆς ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη;
Σὲ πολλὲς ἐπιστολές του ὁ ἅγιος προσπαθεῖ νὰ ἀπολογηθεῖ καὶ νὰ ἐξηγήσει στὰ παιδιά του τὸν λόγο ποὺ ἀποφάσισε νὰ πάρει αὐτὸ τὸν μαρτυρικὸ δρόμο. Τὰ παιδιά του δείχνουν νὰ μὴν τὸν καταλαβαίνουν. Καὶ αὐτὸς ἦταν ἕνας ἀκόμη σταυρὸς γιὰ τὸν ἅγιο Λουκᾶ. Ὡς τὸν θάνατό του δὲν ἔπαυε νὰ νουθετεῖ καί, κυρίως, νὰ προσεύχεται γιὰ τὰ παιδιά του, ποὺ εἶχαν τόσο πολὺ ἐπηρεασθεῖ, ὅπως καὶ ὅλη ἡ γενιά τους, ἀπὸ τὴν ἀντιθρησκευτικὴ προπαγάνδα.
Εἶναι συγκινητικὸ τὸ γράμμα ποὺ ἀπευθύνει στὸ μεγαλύτερο γιό του Μιχαήλ, στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿40.
«Νὰ θυμᾶσαι, Μιχαήλ, ὅτι ὁ μοναχικός μου βίος καὶ ὁ ὅρκος ποὺ ἔδωσα, τὸ ἀξίωμά μου, ἡ ἀπόφαση νὰ ὑπηρετῶ τὸν Κύριο, ἀποτελοῦν γιὰ μένα τὸ μεγαλύτερο ἱερὸ καὶ τὸ πρώτιστο καθῆκον. Εἰλικρινὰ καὶ ἐξ ὅλης τῆς καρδιᾶς ἀπαρνήθηκα τὰ ἐγκόσμια καὶ τὴν ἰατρική μου καριέρα, ἡ ὁποία, βέβαια, θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν πολὺ ἐπιτυχημένη, ἀλλὰ τώρα δὲν ἔχει καμιὰ σημασία γιὰ μένα. Ὅλη ἡ χαρά μου καὶ ὅλη ἡ ζωή μου εἶναι νὰ ὑπηρετῶ τὸν Κύριο, τὸν ὁποῖο πιστεύω...».
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1956 ὁ ἅγιος βρίσκεται στὴν πόλη Ἄλουστα τῆς Κριμαίας. Ἔχει χάσει τὴν ὅρασή του. Κοντεύει νὰ κλείσει τὰ ὀγδόντα χρόνια του καὶ νοιώθει πὼς οἱ δυνάμεις του τὸν ἐγκαταλείπουν. Ἀποφασίζει λοιπὸν νὰ συντάξει τὴν «Πνευματικὴ Διαθήκη» του πρὸς τὰ παιδιά, τὰ ἐγγόνια καὶ τὰ δισέγγονά του. Εἶναι μία ὕστατη προσπάθεια νὰ βοηθήσει τὰ παιδία του νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴν μέγγενη τοῦ ἀθεϊσμοῦ, νὰ ἀντισταθοῦν στὸ ἀντίχριστο ρεῦμα τῆς ἐποχῆς, νὰ ἀνακαλύψουν τὴν «ὕψιστη ἀλήθεια», τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τηρώντας τὶς ἁγίες ἐντολές Του καὶ ὑπηρετώντας τοὺς πονεμένους ἀνθρώπους, τοὺς «ἐλαχίστους ἀδελφούς» του Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἔχουμε τὴν αἴσθηση ὅτι ἡ πνευματικὴ διαθήκη τοῦ ἁγίου εἶναι καὶ σήμερα ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρη. Ἀπευθύνεται καὶ σὲ ὅλους ἐμᾶς, τὰ πνευματικὰ παιδιὰ τοῦ ἁγίου Λουκᾶ, ποὺ τὸν τιμοῦμε καὶ τὸν ἀγαποῦμε.
Ἂς γίνουμε κι ἐμεῖς μιμητές του. Καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσή του θὰ μᾶς ἐπισκιάζουν οἱ πρεσβεῖες καὶ οἱ προσευχές του, τώρα ποὺ βρίσκεται μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ Δημιουργοῦ μας.
Ἀρχιμ. Νεκτάριος
Ἅγιον Πάσχα 2009
Εἶμαι πλέον 79 χρονῶν. Ἢ καρδιά μου ἐξασθενεῖ καὶ οἱ δυνάμεις μου μὲ ἐγκαταλείπουν καὶ εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς ἀναχώρησής μου ἀπὸ τούτη τὴ γῆ.
Ὁ Ἀπ. Παῦλος ἄφησε διαθήκη σὲ ὅλους τοὺς Χριστιανούς. «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ».
Δὲν τολμῶ βέβαια νὰ πῶ πρὸς ὅλους τοὺς Χριστιανούς, ἀλλὰ σὲ σᾶς, τὰ παιδιά μου, μπορῶ νὰ πῶ: Μιμηθεῖτε ἐμένα, ὅπως καὶ ἐγὼ τὸν Ἀπ. Παῦλο.
Ἦταν σκληρὴ καὶ δύσκολη ἡ ζωή μου, ἀλλὰ οὐδέποτε προσευχήθηκα στὸν Θεὸ νὰ γίνει εὔκολη.
Διότι εἶναι «στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωὴν καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν» (Ματθ. 7,14).
καὶ ἀκόμη, «διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 14,22).
Διαβάστε ἀκόμη τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου. «Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι» (Λουκ. 16,25).
Γιὰ περισσότερα ἀπὸ 25 χρόνια ἡ ζωή μου ἦταν συνυφασμένη μὲ τὴν ἐργασία τοῦ ἀγροτικοῦ χειρουργοῦ καὶ καθηγητῆ τῆς χειρουργικῆς καὶ μετὰ ἕνδεκα χρόνια διώξεων γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μέσα στὶς φυλακὲς καὶ στὶς σκληρὲς ἐξορίες.
Ἀπὸ τὸ 1944 συνδύαζα τὴν ἐπίπονη διακονία τοῦ Ἐπισκόπου μὲ τὴν θεραπεία τῶν τραυματιῶν στὸ Ταμπὼφ καὶ μόλις τὸ 1946 ὁλοκληρώθηκε ἡ χειρουργική μου δραστηριότητα καὶ παρέμεινε μόνον ἡ Ἀρχιερατική.
Στὸν πολὺ κόσμο ἦταν ἀκατανόητο πῶς μποροῦσε ἕνας μεγάλος χειρουργός, ποὺ τιμήθηκε μὲ τὸ Α´ βραβεῖο Στάλιν, νὰ ἀφήσει τὴ χειρουργικὴ καὶ νὰ γίνει Ἐπίσκοπος. Ὅμως δὲν ὑπάρχει τίποτα τὸ περίεργο σ᾿ αὐτό, γιατὶ ἀπὸ τὰ νεανικά μου κι ὅλας χρόνια, ὁ Κύριος μὲ προώρισε γιὰ τὴν ὑπέρτατη μορφὴ διακονίας σ᾿ Αὐτὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅταν τελείωσα τὸ Γυμνάσιο, στὴν τελετὴ ἀποφοίτησης, ἔλαβα ἀπὸ τὸν Διευθυντὴ τοῦ σχολείου τὸ ἀπολυτήριο Γυμνασίου, τὸ ὁποῖο τὸ εἶχε βάλει στὸ ἱερὸ βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τὸ εἶχα διαβάσει καὶ πρίν, ἀλλὰ τώρα, ὅταν διάβασα ἐκ νέου τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ἀπευθυνόμενα στοὺς Ἀποστόλους: «ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργᾶται ὀλίγοι» (Ματθ. 9, 37-38), ἡ καρδιά μου σκίρτησε καὶ ἀναφώνησα σιωπηλά: «Ὦ, Κύριε! Σοῦ λείπουν οἱ ἐργάτες;».
Πέρασαν χρόνια. Ἔγινα διδάκτωρ τῆς Ἰατρικῆς καὶ σκέφθηκα νὰ γράφω τὸ βιβλίο «Δοκίμια γιὰ τὴ χειρουργικὴ τῶν πυογόνων λοιμώξεων». Ὅταν πῆρα τὴν ἀπόφαση αὐτή, μοῦ ἦρθε στὸ μυαλὸ ἡ ἑξῆς περίεργη σκέψη: «Ὅταν θὰ ὁλοκληρωθεῖ τὸ βιβλίο αὐτό, θὰ τὸ ὑπογράφει τὸ ὄνομα ἑνὸς ἐπισκόπου». Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω ἀπὸ ποῦ προερχόταν αὐτὴ ἡ σκέψη. Λίγα χρόνια ἀργότερα, ὅμως, κατάλαβα ὅτι ἦταν μία σκέψη ποὺ μοῦ εἶχε ὑποβληθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, διότι μετὰ τὴν πρώτη μου σύλληψη, στὸ γραφεῖο τοῦ διοικητῆ τῶν φυλακῶν, ὁλοκλήρωσα τὴν πρώτη ἔκδοση τοῦ βιβλίου μου καὶ στὸ ἐξώφυλλο ἔγραφα: «Ἐπίσκοπος Λουκᾶς, Δοκίμια γιὰ τὴν χειρουργικὴ τῶν πυογόνων λοιμώξεων».
Πέρασαν ἀκόμη δύο χρόνια. Ἤμουν στὴν πρώτη ἐξορία στὴ Σιβηρία, στὴν πόλη Γενισέισκ. Ἦρθε τότε ἐντελῶς ξαφνικὰ νὰ μὲ συναντήσει ἕνας μοναχὸς ἀπ᾿ τὸ Κρασνογιάρσκ. Στὴν πόλη αὐτὴ ὅλοι οἱ Ἱερεῖς εἶχαν προσχωρήσει στοὺς «νεωτεριστὲς» καὶ ὁ πιστὸς στὴν κανονικὴ Ἐκκλησία λαός, ἔστειλε αὐτὸ τὸ μοναχὸ νὰ χειροτονηθεῖ Ἱερέας, ὄχι σὲ μένα στὸ Γενισέισκ, ἀλλὰ στὸ Μινουσὶνσκ σὲ ἕναν ἄλλο ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο. Μία ἀνεξήγητη ὅμως δύναμη τὸν καθοδήγησε σὲ μένα στὸ Γενισέισκ. Ὅταν μὲ ἀντίκρισε, ξαφνιάστηκε, πάγωσε καὶ βουβάθηκε. Ἀποδείχθηκε πὼς, ὅταν μὲ εἶδε, ἀναγνώρισε, ξεκάθαρα ἐκεῖνον τὸν ἀρχιερέα ποὺ εἶχε δεῖ σὲ ἕνα ἀξέχαστο ὄνειρο, νὰ τὸν χειροτονεῖ ἱερέα δέκα χρόνια πρίν, ἐνῷ ἐγὼ ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἤμουν δημογιατρὸς στὴν πόλη Περεζλάβλ, Ζαλέσχι. Ὁ Κύριος ὁ Θεὸς μὲ προίκισε μὲ διάφορα ταλέντα. Ταυτόχρονα μὲ τὸ Γυμνάσιο, τελείωσα καὶ τὴ Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν τοῦ Κιέβου. Εἶχα μεγάλο ταλέντο στὴ ζωγραφικὴ καὶ ἀποφάσισα νὰ δώσω στὴν Ἀκαδημία Καλῶν Τεχνῶν στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Στὰ μισὰ τῶν ἐξετάσεων ὅμως τὶς ἐγκατέλειψα, γιατὶ θεώρησα πὼς πρέπει νὰ ὑπηρετήσω τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἔργο πιὸ ὠφέλιμο ἀπ᾿ ὅτι ἡ ζωγραφική. Ἂν καὶ κεῖνο τὸ διάστημα εἶχε ξεκαθαρίσει μέσα μου ἡ κατεύθυνση τῆς ζωγραφικῆς δραστηριότητας τὴν ὁποία θὰ ἀκολουθοῦσα, ἐὰν δὲν ἐγκατέλειπα τὴ ζωγραφική: Θὰ ἦταν καθαρὰ θρησκευτικὴ κατεύθυνση, ἢ θὰ ἀκολουθοῦσα τὰ ἴχνη τῶν Β. Βασνετσὼφ καὶ Νέστεριοφ.
Ἀπὸ τότε μὲ ἀπασχολοῦσαν πολὺ καὶ ἐπίμονα τὰ δύσκολα ζητήματα τῆς θεολογίας. Τὸ βασικὸ στοιχεῖο τοῦ χαρακτῆρα μου ἦταν ἡ ἔντονα ἔκδηλη ἐπιθυμία νὰ ὑπηρετῶ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μόνο χάρη σ᾿ αὐτό, παρὰ τὴν μεγάλη ἀντιπάθειά μου πρὸς τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες, ἔδωσα ἐξετάσεις στὴν Ἰατρικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Κιέβου καὶ τελείωσα μὲ ἄριστα.
Ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο κιόλας ἐκδηλώθηκε τὸ μεγάλο μου ταλέντο τοῦ ἀνατόμου καὶ χειρουργοῦ καὶ οἱ συμφοιτητές μου δὲν ἤθελαν κἂν νὰ ἀκούσουν πὼς προτίθεμαι νὰ γίνω δημογιατρός. Εἶχαν ἀποφασίσει ὁμόφωνα πὼς θὰ γίνω καθηγητὴς ἀνατομίας ἢ χειρουργικῆς. Ἀπ᾿ ὅτι γνωρίζετε, εἶχαν μαντέψει σωστὰ τὸ μέλλον μου. Ὡς δημογιατρὸς ἐργάστηκα γιὰ δεκατρία χρόνια ἀπὸ 12 ἕως 14 ὧρες τὴν ἡμέρα. Σκεφτόμουν σοβαρὰ νὰ ἐγκαταλείψω τὸ δημοτικὸ νοσοκομεῖο καὶ νὰ πάω σὲ ἀπομακρυσμένα χωριὰ ὅπου οἱ δύστυχοι ἄνθρωποι πεθαίνουν δίχως νἄχουν καμιὰ ἰατρικὴ βοήθεια. Ὁ Κύριος, ὅμως, εἶχε ἀποφασίσει διαφορετικὰ γιὰ μένα. Μὲ ἔστειλε στὴν Τασκένδη, ὅπου ἤμουν ἕνας ἀπὸ τοὺς διοργανωτὲς τοῦ Πανεπιστημίου Μέσης Ἀσίας καὶ καθηγητὴς τῆς τοπογραφικῆς ἀνατομίας καὶ ἄμεσης χειρουργικῆς. Ἦταν οἱ ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1920.
Στὰ χρόνια της πλήρους ἀσυδοσίας τῶν ἀντιθρησκευτικῶν διαδηλώσεων καὶ καρνάβαλων, ὅπου χλεύαζαν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἡ καρδιά μου φώναξε: «Δὲν μπορῶ νὰ σιωπῶ».
Στὴν Τασκένδη γινόταν τότε κληρικολαϊκὸ συνέδριο. Ἤμουν παρὼν καὶ γιὰ κάποιο σημαντικὸ πρόβλημα εἶχα κάνει μία ἐνθουσιώδη ὁμιλία. Αὐτὴ ἡ ὁμιλία εἶχε κάνει μεγάλη ἐντύπωση στὸν Ἐπίσκοπο Τασκένδης Ἰννοκέντιο καὶ στὸ τέλος τοῦ συνεδρίου μου εἶπε ξαφνικά. «Γιατρὲ πρέπει νὰ γίνετε ἱερέας».
Ἦταν ἐντελῶς ἀπροσδόκητο γιὰ μένα, ἀλλὰ τὰ λόγια του Ἀρχιερέα τὰ ἐξέλαβα ὡς κλήση τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν χειλέων του καὶ χωρὶς νὰ ταλαντευτῶ οὔτε ἕνα λεπτό, ἀπάντησα. «Ἐντάξει, Σεβασμιώτατε, ἂν εἶναι θέλημα Θεοῦ, νὰ γίνω Ἱερέας».
Καὶ τὴν ἑπόμενη Κυριακή, ἐγώ, ὁ καθηγητὴς τῆς ἰατρικῆς, μὲ ξένο δανεικὸ ράσο παρουσιάστηκα στὸν Ἐπίσκοπο ποὺ στεκόταν στὸν θρόνο καὶ χειροτονήθηκα ὑποδιάκονος καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θ. Λειτουργίας διάκονος. Μετὰ ἀπὸ δύο ἑβδομάδες ἤμουν ἤδη ἱερέας -ἐφημέριος στὸν καθεδρικὸ ναό.
Ἕνα χρόνο καὶ δύο μῆνες πρὶν ἀπὸ αὐτὸ τὸ μεγάλο γεγονὸς στὴ ζωή μου, πέθανε ἡ σύζυγός μου καὶ μητέρα σας. Ὁ μικρότερος ἀπὸ σᾶς, ὁ Βαλεντίνος, ἦταν τότε ἕξι χρονῶν καὶ ὁ μεγαλύτερος, ὁ Μιχαήλ, δεκατεσσάρων.
Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια καὶ τέσσερις μῆνες, ὁ Κύριος μὲ ἀξίωσε τοῦ μεγάλου ἀξιώματος τοῦ ἐπισκόπου. Ἡ μεγάλη θεία πρόνοια γιὰ μένα καὶ σᾶς τὰ παιδιά μου φάνηκε στὸ ὅτι ὁ Κύριος κάλεσε στὴν αἰώνια ζωὴ τὴ μητέρα σας, ἐπιτρέποντας ν᾿ ἀσθενήσει ἀπὸ καλπάζουσα φυματίωση, κι ἔτσι μοῦ ἄνοιξε τὸ δρόμο γιὰ τὸν μοναχισμὸ καὶ τὴν ἀρχιερατικὴ διακονία. Ὅλες τὶς φροντίδες γιὰ σᾶς, τὰ παιδάκια μου, τὶς ἀνέθεσα στὸν Κύριο καὶ βέβαια, δὲν διαψεύστηκα, ἐλπίζοντας σ᾿ Αὐτόν. Γιὰ τὴν μέριμνα καὶ ἀνατροφή σας μοῦ ἔστειλε μία σχεδὸν ἄγνωστη ἕως τότε γυναῖκα, τὴ Σοφία Σεργκέεβνα Βελέτσκαγια, ἡ ὁποία, στὴ διάρκεια τῶν φυλακίσεών μου καὶ τῶν τριῶν ἐξοριῶν, μὲ μεγάλη αὐταπάρνηση καὶ ἀγάπη σήκωσε τὸ βαρὺ σταυρὸ τῶν φροντίδων γιὰ σᾶς στὰ χρόνια τοῦ λιμοῦ, σᾶς ἀνέθρεψε ἐξαιρετικὰ καὶ σᾶς ἔδωσε σχολικὴ μόρφωση.
Ἀργότερα ὅλοι σας, οἱ τρεῖς γιοὶ καὶ ἡ κόρη μου, μὲ τὶς φροντίδες καὶ τὴν βοήθεια τῶν ἀγγέλων προστατῶν σας, ὁλοκληρώσατε τὶς ἀνώτατες σπουδές σας. Ὁ Μιχαὴλ ἐδῶ καὶ καιρὸ ἔχει γίνει καθηγητής, ἐνῷ ὁ Ἀλιόσα καὶ ὁ Βάλια εἶναι διδάκτορες τῶν ἰατρικῶν καὶ βιολογικῶν ἐπιστημῶν καὶ σὲ λίγο θὰ γίνουν ἐπίσης καθηγητές.
Ὁ Κύριος δέχθηκε ὅλες τὶς θυσίες ποὺ τοῦ πρόσφερα, καὶ ὄχι μόνο δέχθηκε, ἀλλὰ πολλὰ ἄλλαξε καὶ διόρθωσε. Ἐγκατέλειψα τὴ χειρουργική, χάρη τοῦ κηρύγματος γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Δὲν σκεφτόμουν καν τὴ δόξα τοῦ χειρουργοῦ, ποὺ σίγουρα μοῦ ἀνῆκε. Ἐνῷ στὸν Θεὸ ἡ δόξα αὐτὴ ἦταν χρήσιμη, σὲ μεγάλο βαθμὸ αὔξανε τὴν δύναμη καὶ τὴ σημασία τοῦ κηρύγματός μου. Τὸ ἀναγνωρισμένο καὶ φημισμένο βιβλίο μου «Δοκίμια γιὰ τὴν χειρουργικὴ τῶν πυογόνων λοιμώξεων» τὸ ὁλοκλήρωσα στὴν ἐξορία· ὅταν ἤμουν πιὰ ἀρχιεπίσκοπος. Γιὰ τὴν ἀποφασιστικότητά μου νὰ θυσιάσω τὰ πάντα πρὸς δόξα Του, ὁ Κύριος μοῦ ἔδωσε ἕνα ἄλλο μεγάλο τάλαντο, τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος, καὶ οἱ ἐννιὰ τόμοι τῶν κηρυγμάτων ἔχουν ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἀκαδημία τῆς Μόσχας ὡς «ἐξαιρετικὸ φαινόμενο στὴν σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ θεολογία» καὶ «θησαυρὸς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς». Κι ἐγώ, ὁ αὐτοδίδακτος στὴ θεολογία ἐξελέγην μέλος τῆς πνευματικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τὰ κηρύγματά μου θὰ ἔχουν ἀκόμη μεγαλύτερη σημασία ἀπ᾿ ὅτι τὰ «Δοκίμια γιὰ τὴ χειρουργικὴ τῶν πυογόνων λοιμώξεων».
Ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα, γιὰ τὰ ὁποῖα μίλησα παραπάνω καὶ διὰ τῶν ὁποίων ὁ Κύριος χωρὶς νὰ γνωρίζω πῶς, μυστικά, μὲ ὁδηγοῦσε στὴν Ἀρχιερατικὴ διακονία, βίωσα πολλὲς φορὲς ἀκόμη τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Αἰσθάνθηκα ἀρκετὰ καὶ αἰσθητὰ τὴν παρουσία κι ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεὸ στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὶς προσευχές μου.
Ὅμως, ἐὰν γιὰ κάποιον ἀπὸ σᾶς, ὅλα ὅσα εἶπα παραπάνω δὲν εἶναι ἀρκετὰ (γιὰ νὰ πεισθεῖ), νομίζω πῶς ἡ ἐνασχόλησή του μὲ τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες τόσο τὸν ἔχουν μαγέψει, ποὺ δὲν θέλει νὰ ἀκούει αὐτὰ ποὺ ἔχω ζήσει, στὰ ὅσα ἔχω βιώσει ἀρκετὰ αἰσθητὰ καὶ ἀδιαμφισβήτητα. Ἄλλωστε, θὰ σᾶς πῶ, ὅπως καὶ νἄχει, πόσο ἐκπληκτικὰ καὶ ξεκάθαρα ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸ θέλημά Του σὲ ὅσους Τὸν φοβοῦνται καὶ Τὸν ἀγαποῦν. Ὅταν ἤμουν στὸ Λένινγκραντ γιὰ ἐγχείρηση, κατὰ τὴν τέλεση τῆς παννυχίδας, ὁ Κύριος μὲ θαυματουργικὸ τρόπο καὶ συγκλονιστικὴ δύναμη ποὺ μοῦ προκάλεσε ρίγη τρόμου, μοῦ ἔδωσε τὴν ἐντολή: «Ποίμαινε τὰ πρόβατά μου, βόσκε τὰ ἀρνία μου». Πέρασαν τὰ χρόνια κι ἐγὼ ἀπὸ ὕπουλο διαβολικὸ πειρασμό, ξέχασα τὴν ἐντολὴ αὐτὴ τοῦ Θεοῦ· καὶ ὁ σατανᾶς ἔβαλε καὶ πάλι στὴν ψυχή μου τὴν ἀσυγκράτητη ὁρμὴ γιὰ τὴ χειρουργική. Γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος μὲ τιμώρησε μὲ ἀποκόλληση τοῦ ἀμφιβληστροειδοῦς. Δύο φορὲς χειρούργησε τὸ μάτι μου ὁ καθηγητὴς Ὄντιντσωφ, ἀλλὰ ἀνεπιτυχῶς, γιατὶ ἡ τιμωρία ἔπρεπε νὰ μείνει πάνω μου.
Τὴ μέρα μετὰ τὴ δεύτερη ἐγχείρηση, ὅταν ἤμουν ξαπλωμένος μὲ τὰ μάτια δεμένα, μὲ κυρίευσε καὶ πάλι τὸ πάθος γιὰ τὴ χειρουργική, ἐνῷ ὁ Κύριος μοῦ ἔστειλε ἕνα ἐκπληκτικὸ ὄνειρο: Ἤμουν σὲ μία ἐκκλησία χωρὶς φῶτα. Τὸ μόνο φωτισμένο σημεῖο ἦταν τὸ ἱερό. Λίγο πιὸ πέρα ἀπ᾿ τὸ Ἱερὸ ὑπῆρχε ἡ λάρνακα ἑνὸς ἁγίου. Πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα εἶχαν βάλει μία σανίδα καὶ εἶχαν ἀκουμπήσει πάνω ἕνα γυμνὸ ἀνθρώπινο πτῶμα. Πίσω καὶ δίπλα στὸ ἱερό, εἶδα τοὺς φοιτητὲς καὶ τοὺς γιατροὺς νὰ καπνίζουν τσιγάρα κι ἐγὼ νὰ τοὺς κάνω μάθημα ἀνατομίας πάνω στὸ πτῶμα. Ξαφνιάστηκα ἀπὸ ἕνα κρότο καί, ὅταν γύρισα τὸ κεφάλι μου, εἶδα ὅτι εἶχε πέσει τὸ σκέπασμα ἀπὸ τὴ λάρνακα τοῦ ἁγίου. Ὁ ἅγιος ἀνακάθισε μέσα στὴ λάρνακα, γύρισε καὶ μὲ κοίταξε μ ᾿ ἕνα βλέμμα γεμάτο παράπονο καὶ ἐπίπληξη. Μὲ τρόμο κατανόησα, τελικά, τὸ τεράστιο βάρος τῆς ἁμαρτίας μου, τὴν παρακοή μου στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου, ποίμαινε τὰ ἀρνία μου». Ἐδῶ καὶ δεκαπέντε χρόνια ἐκλιπαρῶ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ μὲ συγχωρήσει, ἐπαναφέροντας στὴν μνήμη μου μὲ σαφήνεια τὸ τρομαχτικό μου ὄνειρο καὶ τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ ποὺ κείτονταν στὴν Ἁγία Τράπεζα. Πρόσφατα πληροφορήθηκα ἀπὸ τὸν Θεὸ πὼς ἡ ἁμαρτία μου συγχωρήθηκε. Ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, ὅλο καὶ λιγότερο ξεκάθαρα ἔβλεπα τὸ πτῶμα στὴν Ἁγία Τράπεζα, ὥσπου τελικὰ ἐξαφανίστηκε ἐντελῶς.
Καὶ τώρα, παιδιά μου, ἂς περάσω στὰ τελευταῖα λόγια τῶν ἐντολῶν καὶ διαθηκῶν μου πρὸς ἐσᾶς.
Πιστεύω βαθειὰ στὸν Θεὸ καὶ ὅλη τὴν ζωή μου τὴν ἔκτισα πάνω στὶς ἐντολές Του· καὶ σὲ σᾶς κληροδοτῶ ὅλη τὴ ζωή σας νὰ τὴν ἀφιερώσετε στὸν Θεὸ καὶ νὰ χτίζετε ὅλα καὶ πάντα πάνω στὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ πολὺ καιρὸ καὶ μὲ μεγάλη ἐπιμονὴ ἔπλεα κόντρα στὸ ρεῦμα καὶ σὲ σᾶς τὰ παιδιά μου κληροδοτῶ νὰ πλέετε κόντρα στὸ ρεῦμα, ὅσο δύσκολο κι ἂν εἶναι αὐτό. Νὰ ἀποστρέφετε τὸ βλέμμα σας καὶ τὴν καρδιά σας ἀπὸ ἐκείνη τὴ μεγάλη πλειοψηφία τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ ἐπιδιώκει ὄχι τοὺς ὑψηλοὺς στόχους, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ ἐπιτευχθοῦν. Νὰ μὴν προσχωρήσετε σ ᾿αὐτὴ τὴ μεγάλη πλειοψηφία ποὺ ζεῖ ὄχι μὲ τὸ δικό της νοῦ, ἀλλὰ μὲ τὸ νοῦ τῶν ἡγετῶν καὶ χτίζει τὴ ζωή της, ὄχι μὲ τὶς ἱερὲς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ μὲ τὶς ὑποδείξεις ἐκείνων ποὺ ἔχουν τὴν ἐξουσία νὰ καθοδηγοῦν τοὺς ἀνθρώπους μόνον ἐκεῖ, ὅπου κατὰ τὴ γνώμη τοὺς πρέπει νὰ πηγαίνουν, ὄχι χάρη τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ γιὰ χάρη τῆς ἐπίτευξης τῶν ἀγαθῶν της ἐπίγειας βασιλείας.
Σκοπὸ τῆς ζωῆς νὰ θέσετε τὴν ἐπιδίωξη τῆς ὕψιστης ἀλήθειας καὶ νὰ μὴν παρεκκλίνετε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ δρόμο, ἂν σᾶς ἀναγκάσουν νὰ ὑπηρετήσετε τοὺς σκοποὺς τῆς κατώτερης ἀλήθειας, καταπατώντας τὴν ὕψιστη ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Νὰ εἶστε ἕτοιμοι ἀκόμη καὶ γιὰ τὸ μαρτύριο, ἐφ᾿ ὅσον πλέετε κόντρα στὸ ρεῦμα, νὰ τηρεῖτε πλήρη πίστη ἀκόμη καὶ στὶς σκέψεις, στοὺς ἄντρες καὶ τὶς γυναῖκες σας, ὅπως τήρησα κι ἐγώ.
Στὶς ἐπιστημονικὲς ἐνασχολήσεις καὶ στὸ ἔργο σας πάνω στὴ μελέτη τῶν μυστηρίων τῆς φύσης, μὴν ἐπιδιώκετε τὴ δόξα γιὰ τὸν ἑαυτό σας, ἀλλὰ μόνο τὸ νὰ ἐλαφρύνετε τὸν πόνο τῶν ἀσθενῶν καὶ ἀβοήθητων συνανθρώπων σας.
Νὰ θυμᾶστε ὅτι σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο ἐγώ, ὁ πατέρας σας, ἀφιέρωσα ὅλη μου τὴ ζωή. Μιμηταί μου γίνεσθε. Ὅπως κι ἐγὼ τοῦ Ἀπ. Παύλου καὶ νὰ μὴν ἐργάζεστε γιὰ τὴν κοιλιά σας, ἀλλὰ πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα νὰ φροντίζετε ἐκείνους ποὺ δίχως τὴν βοήθειά σας δὲν μποροῦν νὰ ἀπελευθερωθοῦν ἀπὸ τὴ μέγγενη τῆς ἀνέχειας καὶ τοῦ ψέματος.
Ἐὰν ἐκπληρώσετε ὅλα, ὅσα κληροδοτῶ σὲ σᾶς, θὰ κατέβει σὲ σᾶς ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὰ ἀδιάψευστα λόγια τοῦ προφητάνακτα Δαβίδ. «Τὸ δὲ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν, καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ ἐπὶ υἱοῖς υἱῶν τοῖς φυλάσσουσι τὴν διαθήκην αὐτοῦ καὶ μεμνημένοις τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ του ποιῆσαι αὐτάς» (Ψαλμ. 102).
Γιὰ αὐτὴ τὴν εὐλογία καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ πάντα προσευχόμουν στὴ ζωή μου γιὰ σᾶς τὰ παιδιά μου, τὰ ἐγγόνια καὶ δισέγγονά μου καί, βέβαια, πάντα θὰ προσεύχομαι στὴν αἰώνια ζωή, ὅταν θὰ σταθῶ ἐμπρὸς στὸ βῆμα τοῦ Θεοῦ μου καὶ Θεοῦ σας, Δημιουργοῦ μου καὶ Δημιουργοῦ σας.
Καὶ ὁ καιρὸς αὐτὸς προφανῶς εἶναι κοντά, γιατὶ ἐξασθένησαν ἡ καρδιά μου καὶ οἱ δυνάμεις μου.
Ἄλουστα, 22 Ἰουλίου 1956
Ὁ πατέρας σας
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΑΓΜΑΤΑ