ἐγεν. Σούρα Ρωσίας 18-10-1829 - ἐκοιμ. Κρονστάνδη Ρωσίας 20/12/1908. Μνήμη: 20 Δεκεμβρίου
Ἐπιμέλεια - Παρουσίαση: Παναγιώτης Μπούρδαλας
Ὁ π. Ἰωάννης (Ἰβὰν) Ἴλιτς Σέργιεφ γεννήθηκε τὴν 18 Ὀκτωβρίου 1829, μέρα γιορτῆς τοῦ μεγάλου Σλαύου Ὁσίου Ἰωάννη τῆς Ρίλας (Βουλγαρίας), τοῦ ὁποίου πῆρε τὸ ὄνομα. Τὸ χωριό του λέγεται Σούρα στὸ νομὸ Ἀρχάγγελσκ στὴ βορεινὴ Λευκὴ θάλασσα τῆς Ρωσίας.
Ὁ πατέρας του, Ἠλίας Μιχαήλοβιτς Σέργιεφ, ἦταν ὀλιγογράμματος ἱεροψάλτης τῆς ἐνοριακῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ. Ἡ μητέρα του Θεοδώρα Βλάσιεβνα ἦταν λίγο μορφωμένη. Ὁ παππούς του ἦταν ἱερέας ἀπὸ γένος ἱερατικό.
Ἡ θεία λατρεία καὶ ἡ αὐστηρὴ νηστεία ἦταν οἱ βάσεις τῆς παιδικῆς του κατήχησης, παρότι γεννήθηκε καχεκτικὸς καὶ βαφτίστηκε τὴ νύχτα τῆς γέννησής του.
Ὅταν ἔγινε ἕξι ἐτῶν ἄρχισε ἡ μητέρα του νὰ τοῦ παραδίδει μαθήματα. Σὲ ἡλικία 10 ἐτῶν στάλθηκε στὴν ἐνοριακὴ σχολὴ τοῦ Ἀρχάγγελκ. Τέλειωσε 22 ἐτῶν, σὰν πρῶτος μαθητής, τὸ θεολογικὸ Σεμινάριο καὶ μὲ κρατικὴ ὑποτροφία στάλθηκε στὴ θεολογικὴ Ἀκαδημία τῆς Πετρούπολης. Τότε πεθαίνει ὁ πατέρας του σὲ ἡλικία 48 ἐτῶν.
Μὲ ὅπλο τὸν καλλιγραφικὸ γραπτό του χαρακτήρα, γίνεται γραμματέας τῆς Ἀκαδημίας καὶ μὲ πενιχρὸ μισθὸ ἐννέα ρούβλια τὸ μήνα ζεῖ αὐτὸς καὶ ἡ μητέρα του. Ἐνῷ εἶχε τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνει ἱεραπόστολος στὴ μακρινὴ Κίνα, στὸ τέταρτο ἔτος τῶν σπουδῶν περνάει βαθειὰ κατάθλιψη, ποὺ ὅμως τὴν ξεπερνάει σιγὰ-σιγά. Μελέτησε τὰ γραπτὰ πολλῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, στάθηκε ὅμως ἰδιαίτερα στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο καὶ τὸν Φιλάρετο Μόσχας. Στὴν Ἀκαδημία ἐπιπλέον διδάχθηκε ὅλες τὶς τότε γνωστὲς ἐπιστῆμες.
Εἶναι ὅμως ἀναγκαῖο νὰ σημειώσουμε ὅτι π. Ἰωάννης εἶναι καρπὸς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀναγέννησης ποὺ σημειώθηκε στὰ τέλη τοῦ 18ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα, παρότι αὐτὴ δὲν σημάδεψε καίρια καὶ πλήρως τὴν Ρωσικὴ θεσμικὴ Ἐκκλησία. Νὰ θυμίσουμε ὅτι ἡ ἀρχὴ ἔγινε μὲ τὸν στάρετς Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ (1722-1794) ποὺ ἀναγνωρίστηκε ὡς ἅγιος τὸ 1988 ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία.
Πνευματικοὶ ἀπόγονοι καὶ καρποὶ ἦσαν πολλοὶ ἀκόμα. Ἀνάμεσά τους ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ (1759 -1833, μνήμη 2 Ἰανουαρίου, ἀναγνώριση τὸ 1903), ἡ ὁσία Ξένη Γκριγκόριεβνα, ἡ διὰ Χριστὸ σαλή, (1732 – 1806/1814, ἀναγν. τὸ 1988), ὁ ὅσιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα (1812-1891, ἀναγν. τὸ 1988) ὁ μητροπολίτης Μόσχας Πλάτων, μητροπολίτης Πετρουπόλεως Γαβριήλ, ὁ ἐπίσκοπος Ἰγνάτιος Μπραντσανίνωφ (1807-1867, ἀναγν. τὸ 1988), ὁ ὅσιος Θεοφάνης ὁ ἔγκλειστος (1815-1894, ἀναγν. τὸ 1988, ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης (†1937), ὁ ὅσιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ , κλπ.
Στὸ τέλος τῶν σπουδῶν του ἐγκαταλείπει ὁριστικὰ τὴ σκέψη τῆς ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς, διότι ἔνοιωσε τὴν ἀνάγκη τοῦ ὀρθόδοξου φωτισμοῦ τοῦ δικοῦ του λαοῦ. Ἔτσι τοῦ προτείνεται ἡ θέση ἱερέα στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ Πρωτοκλήτου στὴν Κρονστάνδη ἡ ὁποία, στὸ νησὶ Κότλινε τοῦ Φιννικοῦ κόλπου, ἦταν τόπος ἐξορίας κάθε «παραστρατημένου» μικροαστοῦ. Ὁ γέροντας ἱερέας Κωνσταντῖνος Νετβίτσκυ τοῦ ζήτησε ἐπιπλέον, καὶ αὐτὸς δέχτηκε, νὰ νυμφευτεῖ καὶ τὴν κόρη του Ἐλισσάβετ Κωνσταντίνοβνα.
Στὶς 11 Νοεμβρίου 1855 (26 ἐτῶν) ἔγινε διάκονος καὶ τὴν ἑπόμενη πρεσβύτερος, ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Χριστόφορο Βιννίτσκυ, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Πέτρου καὶ Παύλου. Ὁ ἱερέας πιὰ Ἰωάννης, γιὰ νὰ βρίσκεται σὲ ἱερατικὴ ἐγρήγορση, βάζει αὐστηροὺς κανόνες στὸν ἑαυτό του. Τοὺς τηρεῖ ὅλους μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τὸν ἤθελε νὰ ἡσυχάζει πολὺ στὸ σπίτι, γιατὶ οἱ ἀνάγκες τῶν πονεμένων ἀδελφῶν του ἦταν περισσότερες ἀπὸ ὅ,τι ὑπολόγιζε. Ἡ σύζυγός του γίνεται μὲ αὐταπάρνηση βοηθὸς στὸ ἔργο του καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρονικὸ διάστημα συναποφασίζουν τελικὰ νὰ ζήσουν χωρὶς παιδιά, σὰν ἀδέλφια.
Στὸν τόπο ἐξορίας, στὴν Κρονστάνδη, ἀκόμη καὶ τὰ παιδιὰ ἀπὸ 7 ἐτῶν ἦταν παραστρατημένα καὶ ἐπικίνδυνα. Γρήγορα ὁ π. Ἰωάννης κατάλαβε πὼς ὅλοι ἀνήκουν στὸ ποίμνιό του. Ἡ προσέγγιση ἄρχισε ἀπὸ τὰ παιδιά, γιατὶ ὅπως ἔλεγε κρατοῦν ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ μεγαλεῖο της εἰκόνας τοῦ Θεοῦ. Ἀκολούθησαν σιγὰ-σιγὰ καὶ οἱ μεγάλοι. Ἡ μέριμνά του ἁπλώθηκε καὶ ἀγκάλιασε καὶ ψυχὲς ἔξω ἀπὸ τὴν ἐνορία του.
Ἐνθάρρυνε κάθε ἄνδρα καὶ γυναίκα, ἀρκεῖ νὰ ἔβλεπε καὶ τὸν παραμικρὸ σπινθῆρα στὶς ψυχές τους. Μοίραζε τόσα ἀπὸ τὰ πενιχρά του ἔσοδα, ποὺ γιὰ τὸ σπίτι του δὲν εἶχε οὔτε τὰ ἀπαραίτητα. Ἔφτανε σ᾿ αὐτὸ πολλὲς φορὲς χωρὶς τὰ παπούτσια του. Οἱ φτωχοὶ καὶ παραμελημένοι ἦταν στὴν καρδιά του. Τοὺς ἀγόραζε πολλὲς φορὲς τρόφιμα ὁ ἴδιος, τοὺς ἔφερνε γιατρό, τοὺς πήγαινε στὸ φαρμακεῖο. Πάντα πίσω του ἀκολουθοῦσε πλῆθος ζητιάνων.
Ἔτσι ἄρχισε νὰ προκαλεῖ δυσφορία στὴν «ὑψηλὴ κοινωνία» τῆς Κρονστάνδης. Ὅμως αὐτὸς ἐπιτίθετο καὶ ἐνοχλοῦσε πλούσιους καὶ πολιτικοὺς παράγοντες πρὸς τὴν κατεύθυνση λύσης τῶν προβλημάτων τῶν φτωχῶν καὶ ἐξόριστων, παρ᾿ ὅλη τὴν χλεύη ποὺ δεχόταν.
Ἡ βάση τῆς φιλανθρωπικῆς του δράσης στηριζόταν στὸ νὰ ὀργανώσει αὐτοὺς ποὺ μποροῦσαν νὰ βοηθοῦν. Μὲ συχνὰ κηρύγματα ἀνέλυε τὶς πολύπλευρες αἰτίες τῆς Κρονστανδικῆς πενίας καὶ ἐπαιτείας. Κατάφερε σύντομα λοιπὸν νὰ ἱδρυθοῦν πτωχοκομεῖα, ἐργατικὲς πολυκατοικίες, ἐπαγγελματικὲς σχολὲς καὶ ἔτσι νὰ δοθεῖ ἀνάλογα στὸν καθένα κατοικία καὶ ἐργασία. Ἔμβλημά του ἡ κοινωνικὴ ἀλληλεγγύη.
Ἂς ἀναφέρουμε μέρος τοῦ ἔργου του:
Ἰδιαίτερη μέριμνα δείχνει γιὰ τὸ χωριό του. Χτίζει ἐκεῖ τρισυπόστατο πέτρινο ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Ἅγ. Νικόλαο, τὸν Ἅγ. Ἰωάννη τῆς Ρίλας καὶ τὴν Ἁγ. Παρασκευή. Ἱδρύει ἀκόμη ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ ἀδελφότητα, σχολεῖο, παιδικὴ στέγη, πριονιστήριο καὶ συνεταιρισμό. Κατόπιν δημιουργεῖ ἱερὰ γυναικεία μονὴ ἀφιερωμένη στὸν Ἅγ. Ἰωάννη τῆς Ρίλας.
Τὸ 1912 ἡ μονὴ εἶχε 120 μοναχές, ἐνῷ διέθετε ξεχωριστὴ σκήτη κοντὰ στὸ χωριὸ καὶ μετόχι στὸ Ἀρχάγγελκ.
Ἐπὶ 32 χρόνια ὁ π. Ἰωάννης ἐργάστηκε σὰν παιδαγωγὸς (1857-1862 στὴν περιφερειακὴ σχολὴ Κρονστάνδης καὶ 1862-1889 στὸ Γυμνάσιό της). Βασική του ἀρχὴ ἦταν ἡ ἁπλότητα στὴ διδασκαλία. Θεωροῦσε πῶς ἡ γνώση εἶναι ἀπέραντη, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐκλεγεῖ γιὰ τὰ παιδιὰ μόνο τὸ πιὸ ἀπαραίτητο τμῆμα της. Γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ ἕνα ἁρμονικὸ σύστημα, θεωροῦσε πὼς ἡ μόρφωση εἶναι ἀχώριστη ἀπὸ τὴν ἀγωγὴ τῆς καρδιᾶς, ἡ ὁποία καὶ προηγεῖται.
Σὰν δάσκαλος ἀπέφευγε νὰ τιμωρεῖ, δίδασκε μὲ συζήτηση, ἐπαναλάμβανε τὶς ἐκλεκτὲς περικοπὲς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, προκαλοῦσε ἐρωτήματα, ἐνθάρρυνε τὴν παιδικὴ ἐλευθερία καὶ πρωτοβουλία. Τὰ παιδιὰ ἐνθουσιασμένα μαζί του ἐλεύθερα τὸν ἔκαναν συχνὰ ἐξομολόγο τους.
Προσωπικές του παιδαγωγικὲς ἀρχές:
Ἦλθε σύντομα ἀντίθετος μὲ τὴ Ρωσικὴ συνήθεια τῆς «μιᾶς φορᾶς τὸ χρόνο» Θείας Κοινωνίας. Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο πρότεινε συχνὴ συμμετοχὴ στὶς ἀκολουθίες, ἀγωνιστικὴ διάθεση φιλανθρωπίας καὶ ἐξομολόγηση μετὰ ἀπὸ μετάνοια. Ἡ προσωπικὴ ἐξομολόγηση ποὺ ἔκανε, ἦταν συχνὰ πολύωρη, ἔτσι τὸ μεγάλο πλῆθος τῶν πιστῶν τὸν ὁδήγησε σὲ ἀναβίωση τῆς κοινῆς ἐξομολόγησης.
Καταδίκαζε μὲ αὐστηρότητα τὴν χλιαρότητα καὶ τὸν τυπικὸ εὐσεβισμὸ τῆς Ρωσικῆς κοινωνίας, ποὺ εἶχε ὑποβαθμίσει τὴ μετοχὴ στὴ θεία Κοινωνία σὲ μία «ἅπαξ τοῦ ἔτους ὑποχρέωση» καὶ τὴν Θεανδρικὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησίας στὸ ἐπίπεδο τῶν «ἐθίμων».
Δὲν εἶναι ἑπομένως τυχαῖο ὅτι τὸ 1890 καθημερινὰ τὸν ζητοῦσαν γιὰ ἐξομολόγηση 150-300 πιστοί. Στὴ Θεία Λειτουργία ἡ Θεία Κοινωνία διαρκοῦσε πάνω ἀπὸ δύο ὦρες. Ἔγινε λοιπὸν ἕνας «στάρετς» ποὺ ἔκαναν σ᾿ αὐτὸν ἐλεύθερη ὑπακοὴ χιλιάδες πιστοί, γιατὶ ἄνοιξε καινούργιους δρόμους μένοντας πιστὸς στὴν ὀρθόδοξη πίστη. Ἐμπόδιζε ἀπὸ τὴ Θεία Κοινωνία μόνο τοὺς φανατικοὺς ὀπαδούς του (Ἰωαννίτες), μὲ τοὺς ὁποίους εἶχε ἀνοικτοὺς λογαριασμοὺς ἀπὸ τὸ 1880.
Οἱ θρησκόληπτοι αὐτοί, ὅπου ὑπερίσχυαν οἱ γυναῖκες, τὸν θεωροῦσαν ὡς νέα ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἀκόμη λόγος νὰ πηγαίνει στὰ μέρη ποὺ ... δροῦσαν γιὰ νὰ τοὺς πολεμήσει. Ἔτσι τὸ πρῶτο ταξίδι γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ τὸ ἔκανε τὸ 1892 στὴ περιοχὴ Γντόφσκυ, κοντὰ στὴ Πετρούπολη.
Ὅσο παράδοξο καὶ ἂν φαίνεται ὁ π. Ἰωάννης ἔκανε μεγάλες, πολλὲς καὶ ποικίλες περιοδεῖες. Τὶς ἐπαναλάμβανε σὲ τακτὰ διαστήματα. Αὐτὸ ὀφείλεται στὴν ἀνάγκη ποὺ δημιούργησε ἡ ἀπήχηση τῆς ζωῆς του πέρα ἀπὸ τὴν Κρονστάνδη καὶ ἡ τεράστια ἀλληλογραφία ποὺ εἶχε.
Τὰ ταξίδια αὐτὰ ἄρχισαν τὸ 1988 πηγαίνοντας κάθε χρόνο στὸ χωριό του Σούρα. Τὰ ὑπόλοιπα ταξίδια - περιοδεῖες ἔγιναν στὸ Βορονέζ, Χάρκοβο, Κίεβο, Κούρκ, Ὀδησσό, Βαρσοβία καὶ ... Βερολίνο. Στὸ ἐνδιάμεσο ἐννοεῖται ὅτι σταματοῦσε συχνά. Σὲ μιὰ ἐνδιάμεση στάση στὸ Ρίζοβο πέρασαν ἀπὸ ἐκεῖ 100.000 ὀνόματα. Ὑπῆρχαν μέρες ποὺ περνοῦσαν 7.000 ἕως 8.000.
Συχνὰ ταξίδευε μὲ τραῖνο. Ἔτσι ἀναγκάζονταν νὰ συνδέσουν 10-12 βαγόνια συμπληρωματικὰ γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν συναντήσουν! Ὀφείλουμε νὰ τονίσουμε πὼς δὲν ἦταν μόνο ὁ λόγος τῆς ἐξομολόγησης ἢ τοῦ κηρύγματος γιὰ τὴ μεγάλη κοσμοσυρροή. Ἦταν συχνὰ καὶ τὸ ξετύλιγμα τῆς ἰαματικῆς χάρης ποὺ τοῦ δινόταν καὶ καρποφοροῦσε στοὺς ἀληθινὰ πιστοὺς καὶ ὄχι στοὺς θρησκόληπτους.
Ὁ π. Ἰωάννης μὲ τὴν προσευχὴ ἦταν αἴτιος πολλῶν θαυμάτων, ἐνῷ ἀπαντοῦσε ἀκόμη σὲ γραπτὲς παρακλήσεις ἢ καὶ σὲ τηλεγραφήματα πιστῶν καὶ μή. Πολλὲς θεραπεῖες ἀναφέρονται στὶς βιογραφίες του ἐν ζωῇ, ἀλλὰ καὶ μετὰ θάνατον.
* Ἀναφέρει ὁ ἴδιος γιὰ σημεῖο θεραπείας ποὺ σχετιζόταν μὲ τὴ θεία μετάληψη: «Ἕνας ἄρρωστος ἔπασχε ἀπὸ θανάσιμο ἕλκος στομάχου. Ὑπέφερε ἐπὶ ἐννέα ἡμέρες χωρὶς παραμικρὴ ἀνακούφιση ἀπὸ τοὺς γιατρούς... Κοινώνησε μὲ σταθερὴ πίστη. Προηγουμένως προσευχήθηκα θερμὰ γι᾿ αὐτόν... Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας μέρας θεραπεύτηκε καὶ τὸ βράδυ σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεβάτι!»
* Ὅταν οἱ ἀσθενεῖς ἦταν πάρα πολλοί, ἔκανε καὶ σύντομη ἀκολουθία τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ δέηση συγχωρητικὴ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἀρρώστου. Μιὰ τέτοια περίπτωση θεραπείας ἦταν τῆς πριγκίπισσας Εἰρήνης Βλαδιμήροβνα Μπαριατίνσκαγια, ποὺ δημοσιεύτηκε τὸ 1892 στὴν ἐφημερίδα «Γραζντανίν», ὅπου ἀναφέρεται: « ...Ἡ καταδικασμένη ἀπὸ διετίας νὰ κάθεται διαρκῶς στὴ καρέκλα λόγω παραλύσεως τῶν κάτω ἄκρων 13ετὴς κόρη, μετὰ προσευχὴ τοῦ π. Ἰωάννου, πρὸς ἀνέκφραστη χαρὰ ὅλων, σηκώθηκε καὶ περπάτησε». Τὴν ἄρρωστη πριγκίπισσα νοσήλευαν χωρὶς ἀποτέλεσμα μέχρι τότε οἱ καλύτεροι γιατροὶ Ράουχφοους, Ριμπάλκιν καὶ Μερζεέφσκυ.
* Ὁ συγγραφέας Σούρσκυ ἀναφέρει τὴν κάπως κωμικὴ περίπτωση τοῦ ἱερορράπτη Π. Γ. Θεοδώροβιτς, ποὺ πίστευε ὅτι θὰ θεραπευόταν ὁ τραυλισμός του. Πράγματι: «Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1893 ὁ βραδύγλωσσος περίμενε στὴ Μόσχα ἀνάμεσα στὸ πλῆθος γιὰ τὸ ...θαῦμα. Ἄρχισε νὰ φωνάζει τραυλίζοντας φοβερά: Μπάτιουσκα, προσευχηθεῖτε γιὰ μένα. Ὁ π. Ἰωάννης τὸν χτύπησε μὲ τὸ δεξὶ χέρι στὸ ἀριστερὸ μάγουλο καὶ τὸν διέταξε: Μίλα καθαρά, μίλα καθαρά. Τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἡ τόσο ἐνοχλητικὴ πάθηση ἔπαυσε νὰ τὸν ταλαιπωρεῖ...»
* Οἱ περιπτώσεις θεραπείας τυφλῶν ξεχωρίζουν ἀπὸ τὶς ἄλλες, ἐπειδὴ χρησιμοποιοῦσε σχεδὸν πάντα ἁγιασμό. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Μπογουτσάρσκυ Σεραφεὶμ διηγεῖται ὅτι «ἕνας τυφλὸς ὁδηγήθηκε στὸ σταθμὸ Γολοὺτ τὴν ὥρα ποὺ στάθμευε τὸ τραῖνο μὲ τὸ ὁποῖο ταξίδευε ὁ π. Ἰωάννης. Τότε ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ βγάλει ὁ ἄρρωστος τὸ μαντήλι ἀπὸ τὰ μάτια του. Ἔψαλε τὴν ἀκολουθία τοῦ ἁγιασμοῦ, ἔβρεξε τὸ μαντήλι στὸ ἁγιασμένο νερὸ καὶ ἔνιψε τρεῖς φορὲς τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. Ξαφνικὰ ὁ τυφλὸς φώναξε: Βλέπω! Βλέπω! ... Ἔπεσε αὐτὸς καὶ οἱ συγγενεῖς στὰ πόδια τοῦ π. Ἰωάννη... Ἀναγκάστηκαν νὰ τὸν ἀπομακρύνουν μὲ τὴν βοήθεια τῆς χωροφυλακῆς».
* Ὁ ἐπίσκοπος Πετσὲρκ Ἰωάννης ἀφηγήθηκε στὸ Βελιγράδι γιὰ τὸν καθηγητὴ Ἀ. Ι. Ἀλεξάντρωφ πῶς «ἄργησε νὰ ἔλθει στὴν παράκληση σὲ ἕνα σπίτι τῆς πόλης Καζάν. Θέλοντας νὰ μείνει ἀπαρατήρητος στάθηκε στὸ διπλανὸ δωμάτιο. Ὅλοι ἀσπάζονταν τὸ Σταυρὸ τοῦ π. Ἰωάννη καὶ αὐτὸς στράφηκε στὸ πίσω μέρος τῆς πόρτας, ποὺ κρυβόταν ὁ Ἀλεξάντρωφ, καὶ φώναξε: Γιατί ὁ καθηγητὴς δὲν ἔρχεται;
Ὅταν αὐτὸς παρουσιάστηκε τὸν ρώτησε: Φοβάστε τὸ Σταυρό; Γιατί αὐτό; Ἀφοῦ μάλιστα πολὺ γρήγορα θὰ τὸν δίνετε καὶ σὲ ἄλλους νὰ τὸν ἀσπαστοῦν... Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ τὸν ἄφησε ἡ γυναίκα του, πῆρε διαζύγιο καὶ κάρηκε μοναχός. Ἀργότερα ἔγινε πρύτανης τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας καὶ Ἀρχιερέας...»
Καὶ ἐνῷ κατὰ τὸ 1907 ἤδη ἦταν ἐπίλεκτο μέλος πολλῶν κοινωφελῶν ὀργανώσεων, διορίστηκε καὶ μέλος τῆς Ἱ. Συνόδου. Ὅμως ποτὲ δὲν ἔκανε χρήση τοῦ δικαιώματος νὰ συμμετάσχει. Τὰ παράσημα ποὺ τοῦ ἔδωσαν, ὅπως καὶ τὰ βαρύτιμα ράσα ἢ οἱ δωρεὲς τῶν πλουσίων, ἔδιναν ἀφορμὲς γιὰ ἐπικρίσεις. Ἦταν ἕνα συμπλήρωμα τῶν δοκιμασιῶν του.
Διότι δὲν ξεχώρισε τὴν καλὴ ἀγγελία καὶ ὡς ἀνάγκη καὶ τῶν πλουσίων καὶ τῶν ἐπιφανῶν. Σὲ μιὰ ταραγμένη ἐποχὴ δὲν ἤθελαν νὰ τὸν ξεχωρίσουν, αὐτὸν ποὺ ἔδωσε τὰ πάντα καὶ χάρισε ὅλη τη ζωή του γιὰ τοὺς βασανισμένους, ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἐκμεταλλεύονταν τὰ ἀξιώματα γιὰ ἴδιο ὄφελος...
Βαριὰ ἄρρωστος τὸν Δεκέμβρη τοῦ 1908, χωρὶς νὰ καταλύει τὴν νηστεία τῶν Χριστουγέννων, τέλεσε γιὰ τελευταία φορὰ τὴ θεία Λειτουργία στὶς 10-12-1908. Εἶχε μία ἐντελῶς ἀδύνατη φωνὴ μὲ βασανιστικοὺς πόνους καὶ στὸ τέλος ἐν μέσῳ λυγμῶν τῶν πιστῶν δίδαξε πάνω σὲ κάθισμα γιὰ τελευταῖα φορά.
Στὶς 18 τοῦ μηνὸς εἶπε «δόξα τῷ Θεῷ, ὅτι ἔχουμε δυὸ μέρες ἀκόμα γιὰ νὰ τὰ κάνουμε ὅλα». Στὶς 19 ἔχασε τὶς αἰσθήσεις του, τὸ βράδυ συνῆλθε ἀλλὰ μὲ πυρετό. Λειτούργησαν μεσάνυκτα γιὰ νὰ προλάβουν νὰ τὸν κοινωνήσουν μὲ πολὺ κόπο. Στὶς 6.00 τοῦ διάβασαν τὴν εὐχὴ «εἰς ψυχορραγοῦντα».
Ἀπεβίωσε, στὴν Κρονστάνδη, στὶς 07:40 τῆς 20 Δεκεμβρίου 1908, σὲ ἡλικία 80 ἐτῶν. Ἡ κηδεία του ἦταν ἐπιβλητική. Τὴν ἀκολούθησαν πάνω ἀπὸ 20.000 πιστοί. Συμμετεῖχε ὁ πρωθιεράρχης τῆς ρωσικῆς ἐκκλησίας μὲ πολλοὺς ἐπισκόπους, 60 ἱερεῖς καὶ 20 διακόνους.
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος διέταξε ὁ βίος του νὰ διδάσκεται στὰ ἱερατικὰ σεμινάρια. Ὁ τάφος του βρίσκεται στὸν ὑπόγειο ναὸ τῆς γυναικείας μονῆς Ἰωάννοφσκυ τῆς Πετρούπολης, ὡς μεγάλο προσκύνημα. Ἡ ζωή του χαρακτηρίζεται προφητικὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τοῦ 20οῦ καὶ 21ου αἰῶνα.
Στὶς 8 Ἰουνίου 1990, ἡ Ἱ. Σ. τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, στὴν πράξη ἀναγνώρισης τῆς ἁγιότητάς του ἀναφέρει ὅτι ἔγινε «... γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωή του μὲ τὴν ὁποία ἦταν τύπος τῶν πιστῶν καὶ γιὰ τὴν πλήρη ζήλου καὶ θυσιῶν ὑπηρεσία του στὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Γιὰ τὴν ἀγάπη του στὸν πλησίον μὲ τὴν ὁποία σὰν τὸν καλὸ Σαμαρείτη δίδασκε στὸ ποίμνιό του τὴν εὐσπλαχνία πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς δυστυχισμένους. Γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, τόσο στὴ ζωή, ὅσο καὶ μετὰ θάνατον, μέχρι σήμερα...»
Παρότι ὁ στάρετς Ἰωάννης ἦταν πνευματικὸ τέκνο τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ, στὰ συγγράμματα καὶ τοὺς λόγους του ἡ δραστηριότητά του ἐξωτερικὰ εἶχε λατρευτικὸ (Θ. Λειτουργία – ἀκολουθίες – μυστηριακὴ ζωή) καὶ κοινωνικὸ χαρακτήρα (κοινωνικὴ ἀλληλεγγύη καὶ ἰάσεις). Ἔτσι τὰ ἔργα του ποὺ τυπώθηκαν ἦταν:
α) Συζητήσεις καὶ κηρύγματα
β) Ἀντιρρητικὴ συγγραφή, ἀναμνήσεις καὶ ἐπιστολές. Τὰ γράμματα καὶ τὰ τηλεγραφήματα ποὺ δέχονταν, ἔφθαναν - καὶ ἑπομένως ἀπαντοῦσε σχεδὸν σὲ ὅλα – καθημερινὰ γύρω στὰ 6.000 ἀπὸ τὰ πιὸ ἀπίθανα σημεῖα τῆς Ρωσίας.
γ) Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιό του μὲ τὸ τὸν τίτλο «ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου».
Τὸ βιβλίο αὐτὸ γνώρισε πολλὲς «ἐπαυξημένες» ἐκδόσεις, ἐκδόσεις σὲ πολλὲς γλῶσσες καὶ ἐκδόσεις σὲ ἄλλες ὁμολογίες. Ἡ ἀγγλικὴ μετάφραση τοῦ Γουλιάεφ, 1987, προκάλεσε μάλιστα μεγάλη αἴσθηση στοὺς διανοούμενους. Κρίσεις γράφηκαν στὸν ἀγγλικό, ἀμερικανικὸ καὶ αὐστραλέζικο τύπο.
Ὁ δομινικανὸς Στὰρκ ἐξέδωσε μικρὸ τόμο ἀπὸ ἀποσπάσματα στὴ γαλλικὴ γλώσσα. Ἀργότερα μεταφράστηκαν ἔργα του καὶ μελέτες στὶς διάφορες σλαβικὲς γλῶσσες. Ξεχωρίζει τὸ ἔργο τοῦ Βούλγαρου ἱερομονάχου Μεθοδίου.
Ἡ ἑλληνικὴ μετάφραση τοῦ βιβλίου «Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου» ἔγινε ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς Μιχαήλ. Τὸ 1974 ὁ Β. Μουστάκης κυκλοφόρησε τόμο μὲ ἀποσπάσματα μὲ τὸν ἴδιο τίτλο (ἐκδ. «Ἀστήρ»).
1. Γιὰ τὴν καρδιά: «Ἡ καρδιὰ εἶναι ὁ πρῶτος παράγοντας στὴ ζωή μας. Ἡ καρδιακὴ γνώση προηγεῖται τῆς νοησιαρχικῆς. Ἡ καρδιὰ βλέπει ἄμεσα, ἀστραπιαία, ἑνιαία. Αὐτὴ ἡ γνώση τῆς καρδιᾶς μεταδίδεται στὸ νοῦ, καὶ μέσα στὸ νοῦ χωρίζεται σὲ μέρη, ἀναλύεται σὲ συστατικά. Ἡ ἀλήθεια ἀνήκει στὴ καρδιὰ καὶ ὄχι στὸ νοῦ. Στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο καὶ ὄχι στὸν ἐξωτερικό...
Στὴ κατάσταση τῆς ἀπιστίας γιὰ κάτι ἀληθινὸ καὶ ἅγιο, ἡ καρδιὰ συνήθως γεμίζει ἀπὸ στενοχώρια καὶ φόβο. Ἀντίθετα στὴν εἰλικρινὴ πίστη νοιώθει χαρά, ἠρεμία, ἄνεση καὶ ἐλευθερία. Ἡ ἀλήθεια φανερώνεται καὶ θριαμβεύει στὶς καταστάσεις τῆς καρδιᾶς...
Ἐμεῖς ἔχουμε ἕνα βαρόμετρο ἀκριβείας, τὸ ὁποῖο δείχνει τὴν ἄνοδο ἢ τὴν πτώση τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ καρδιά. Μποροῦμε νὰ τὴν ὀνομάσουμε καὶ πυξίδα».
2. Γιὰ τὴ θεία λατρεία: «Κατὰ τὴ θεία λατρεία, κατὰ τὴν τέλεση ὅλων τῶν Μυστηρίων καὶ τῶν Ἀκολουθιῶν, ἔχε ἐμπιστοσύνη στὴ δύναμη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὸ μικρὸ παιδὶ ἔχει ἐμπιστοσύνη στοὺς γονεῖς του. Θυμήσου, ὅτι οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, σὰν θεόπνευστοι φωστῆρες, κινούμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, σὲ ὁδηγοῦν στὶς τρίβους τῆς σωτηρίας.
Νὰ μετέχεις λοιπὸν στὴ θεία λατρεία μὲ ἁπλὴ καρδιά, μὲ ἐμπιστοσύνη μικροῦ παιδιοῦ. Νὰ ἐναποθέτεις ὅλη σου τὴ φροντίδα στὸν Κύριο καὶ νὰ εἶσαι ἐντελῶς ἐλεύθερος ἀπὸ τὴ λύπη καὶ τὴν ἀγωνία. «Μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσετε. Δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσετε» (Ματθ. Ι´ 19). Πῶς συμβαίνει τώρα αὐτό; «Οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστὲ οἱ λαλοῦντες, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Πατρὸς ὑμῶν τὸ λαλοῦν ἐν ὑμῖν» (στίχ. 20).»
3. Γιὰ τὴν παιδαγωγική: «Προσπαθῆστε νὰ προοδεύετε στὴν ἐσωτερικὴ καρδιακὴ ἐπιστήμη, στὴν ἐπιστήμη δηλαδὴ τῆς ἀγάπης, τῆς πίστης, τῆς προσευχῆς, τῆς πραότητας, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς εὐγένειας, τῆς ὑπακοῆς, τῆς σωφροσύνης, τῆς συγκαταβατικότητας, τῆς συμπάθειας, τῆς αὐτοθυσίας, τῆς κάθαρσης ἀπὸ πονηροὺς καὶ κακοὺς λογισμούς...
«Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. στ´ 33).»
Περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα νὰ μαθαίνετε τὴν γλώσσα τῆς ἀγάπης, τὴν πιὸ ζωντανὴ καὶ ἐκφραστικὴ γλώσσα. Χωρὶς αὐτή, ἡ γνώση τῶν ξένων γλωσσῶν δὲν φέρνει καμμιὰ οὐσιαστικὴ ὠφέλεια.»
4. Γιὰ τὴν προσευχή:
Ι. «Ἡ σωτηρία καὶ ἡ προσευχὴ δὲν βρίσκονται στὰ πολλὰ λόγια, ἀλλὰ στὴν κατανόηση καὶ στὴν θέρμη τῆς καρδιᾶς. Τὸ σπουδαιότερο πράγμα, ποὺ πρέπει νὰ θυμᾶσαι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας εἶναι ὅτι πρέπει νὰ ἔχεις συνεχῆ μνήμη Θεοῦ, νὰ κάνεις δηλαδὴ μυστικὴ νοερὰ προσευχή.
Κι ἐγὼ ὁ ἴδιος δὲν ἔχω καιρὸ νὰ παρευρίσκομαι σὲ μακρὲς μοναστηριακὲς ἀκολουθίες, ἀλλὰ ὅπου κι ἂν πάω, εἴτε μὲ τὰ πόδια εἴτε μὲ τὸ πλοῖο, εἴτε μὲ τὴν ἅμαξα καθιστὸς ἢ ξαπλωμένος, δὲν μ᾿ ἐγκαταλείπει ποτὲ ἡ σκέψη τοῦ Θεοῦ. «Προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντός... ἵνα μὴ σαλευθῶ.» (Ψαλμ. 15:8). Ἡ σκέψη ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι κοντά μου δὲν μ᾿ ἐγκαταλείπει ποτέ. Πρέπει καὶ σὺ νὰ προσπαθήσεις νὰ κάνης τὸ ἴδιο.»
ΙΙ. «... Ὅταν, προσευχόμενοι μὲ ζέση ἱστάμενοι, καθήμενοι, ἐξηπλωμένοι ἢ περιπατοῦντες, αἴφνης μᾶς ἐπισκέπτεται τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκούοντες τὴν Φωνήν Του αἰσθανόμεθα ὅτι εἰσέρχεται εἰς τὴν ψυχήν μας ὄχι διὰ τοῦ στόματος, οὔτε διὰ τῆς ρινός μας, οὔτε διὰ τῶν ὤτων - μολονότι ὁ Σωτὴρ μετέδωκε τὸ Πνεῦμα διὰ τοῦ λόγου καὶ τῆς πνοῆς καὶ μολονότι «ἡ πίστις ἔρχεται δι᾿ ἀκοῆς» (Ῥωμ. 10, 17) – ἀλλ᾿ ἀπ᾿ εὐθείας διὰ τοῦ σώματος εἰς τὴν καρδίαν, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Κύριος ἐπέρασε διὰ τῶν τοίχων τῆς οἰκίας ὅταν ἐπεσκέφθη τοὺς Ἀποστόλους μετὰ τὴν Ἀνάστασιν, καὶ ἐνεργεῖ ταχέως ὅπως ὁ ἠλεκτρισμὸς καὶ μάλιστα ταχύτερον ἀπὸ κάθε ἠλεκτρικὸν ρεῦμα.
Τότε αἰσθανόμεθα τὴν ὕπαρξίν μας ἐλαφράν, διότι αἰφνιδίως ἐλευθερωνόμεθα ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, τὸ αἴσθημα τῆς συντριβῆς διὰ τῆς ἁμαρτίας, τὸ πνεῦμα τῆς εὐλαβείας, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς χαρᾶς μᾶς ἐπισκέπτεται ...»
ΙΙΙ. «...Μάθε νὰ προσεύχεσαι. Βίαζε τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὴν προσευχήν. Κατ᾿ ἀρχὰς θὰ εὕρῃς δυσκολίαν, ὕστερον ὅμως ὅσον περισσότερον βιάζῃς τὸν ἑαυτόν σου, τόσον εὐκολώτερον θὰ προσεύχεσαι. Εἰς τὴν ἀρχὴν ὅμως εἶναι πάντοτε ἀναγκαῖον νὰ βιάζῃ κανεὶς τὸν ἑαυτό του...»
5. Γιὰ τὴν συμμετοχή μας στὶς ἀκολουθίες: «Νὰ ἔρχεσαι ὅσο μπορεῖς συχνότερα στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ συμμετέχεις στὶς ἀκολουθίες γιὰ νὰ δοξάζεις τὸν Κύριο ἢ νὰ ζητᾶς τὸ ἔλεός Του γιὰ τὴν πνευματική σου ἀδυναμία, γιὰ τὴν ψυχική σου φτώχεια καὶ ἁμαρτωλότητα. Κανεὶς τόσο δυνατὰ καὶ τόσο εἰλικρινὰ δὲν θὰ πονέσει μαζί σου γιὰ τὴν ἀδυναμία σου ὅσο ἡ Ἐκκλησία. Ὅλα ὅσα δοκιμάζεις ἐσὺ τὰ δοκίμασαν ἀκόμη καὶ τὰ ἐκλεκτότερα τέκνα Της, ἔπασχαν πνευματικὰ ὅπως κι ἐσύ, ἁμάρταναν καὶ ἔπεφταν ὅπως ἀκριβῶς κι ἐσύ...
Πουθενὰ τόσο βαθειὰ καὶ ὁλοκληρωτικὰ δὲν ἐρχόμαστε σὲ συναίσθηση καὶ αὐτογνωσία ὅσο μέσα στὸν ναό, γιατὶ ἐδῶ εἶναι ἰδιαίτερα αἰσθητὴ ἡ παρουσία τοῦ σῴζοντος Θεοῦ καὶ ἐνεργεῖ μὲ ἀνερμήνευτο τρόπο ἡ χάρη Του. «Ὁ Θεὸς γὰρ ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ὑμῖν καὶ τὸ θέλειν καὶ τὸ ἐνεργεῖν ὑπὲρ τῆς εὐδοκίας» (Φιλιπ. 2, 13).
Μὲ τὴ βοήθεια τῶν εὐχῶν, τῶν ὕμνων καὶ τῶν ἀναγνωσμάτων, ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν ἑαυτό του σ᾿ ὅλη του τὴ γυμνότητα, διαπιστώνει τὴν ἀδυναμία του, τὴ πνευματική του φτώχεια, τὴν ἀθλιότητα καὶ ἄκρα ἁμαρτωλότητά του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, συναντᾶται μὲ τὴν ἄπειρη εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄκρα ἀγαθότητά Του, τὴν πανσοφία καὶ τὴ παντοδυναμία Του.»
6. Γιὰ τὴν ἐντολὴ τῶν «καλῶν ἔργων»: «Ἐγὼ τὴν ἐννοῶ ὡς ἑξῆς: «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς.» (Ματθ. 5:16). Ἀφῆστε λοιπόν, τὸν κόσμο νὰ ἰδῇ τὰ καλὰ σὰς ἔργα, γιὰ νὰ δοξάσει γι᾿ αὐτὰ τὸν Κύριο. Θὰ πάρουν ἔτσι οἱ ἄνθρωποι ἕνα ζωντανὸ παράδειγμα καὶ θὰ πεισθοῦν γι᾿ αὐτὰ τὰ ἔργα.
Ἀπ᾿ αὐτὴν ὅμως πρέπει νὰ τὰ κρύβετε (κι ἔδειξε μὲ τὸ δάχτυλό του τὴν καρδιά). Ἀπ᾿ αὐτήν, ὅλα πρέπει νὰ μένουν κρυφὰ «Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. 6:3). Μὲ τὸ «ἀριστερὰ» ἐννοεῖ στὴν πραγματικότητα τὴν γνώμη, ποὺ ἔχομε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν ματαιοδοξία.»
7. Γιὰ τὸ φόβο τοῦ μέλλοντος: «Γιατί νὰ κοιτάζουμε τὸ μέλλον; «Ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» (Ματθ. 6:34). Ἂς παραδοθοῦμε σὰν παιδιὰ στὸν Οὐράνιο Πατέρα μας. «Ὁ Θεὸς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε» (Α´ Κορ. 10:13). Μὲ τὶς ὑποψίες βασανίζεις μόνο τὸν ἑαυτό σου καὶ δὲν ἐξυπηρετεῖς τὸν σκοπό, ποὺ ἔταξες. Βλάπτεις ἀκόμη καὶ τὸν ἑαυτό σου μὲ τὸ νὰ φαντάζεσαι ἐκ τῶν προτέρων ὅτι ὑπάρχει κακὸ ἐκεῖ, ὅπου πιθανὸν δὲν ὑπάρχει τίποτε. Ἐφόσον ἐμεῖς δὲν κάνομε κακὸ σὲ κανένα, ἂς μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, ἂν τὸ ἐπιτρέπει αὐτὸ ὁ Θεός.»
8. Γιὰ τὸν πειρασμὸ τῆς ἀπελπισίας στὴν ἡγουμένη Ταϊσία: «Ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει σ᾿ αὐτὸν τὸν πειρασμὸ νὰ προσβάλλει τὶς δυνατότερες φύσεις, αὐτοὺς δηλαδή, ποὺ εἶναι πιὸ πεπειραμένοι στὸν πνευματικὸ πόλεμο. Ὁ ἐχθρός σου τὸν παρουσιάζει, ἐπειδὴ βλέπει ὅτι οἱ ἀγῶνες σου φθάνουν σ᾿ ἕνα τέλος, ὅτι ἑτοιμάζεται γιὰ σένα στὸν οὐρανὸ μία ἀνταμοιβὴ καὶ θέλει νὰ σὲ χτυπήσει καὶ νὰ σὲ ρίξει κάτω μ᾿ ἕνα δυνατὸ τίναγμα καὶ νὰ σοῦ στερήσει ἔτσι τὸν στέφανο.
Ἔχει καταστρέψει πολλοὺς με τὴν ἀπόγνωση. Νὰ εἶσαι δυνατὴ καὶ ἀνδρεία, νὰ πολεμᾶς τὶς μηχανορραφίες τοῦ ἐχθροῦ. Μὴν παραδίδεσαι. Νὰ σηκώνεις αὐτὸν τὸν σταυρὸ μὲ ταπείνωση καὶ ἀντοχή. Νὰ θεωρεῖς ὅτι αὐτὸς ὁ πειρασμὸς σοῦ παρουσιάζεται, γιὰ νὰ μεγαλώσει τὴν ταπεινοφροσύνη σου καὶ ὁ Κύριος θὰ σὲ βοηθήσει. Αὐτὸς ποὺ ἔχει θεμελιωμένη τὴν ψυχή του πάνω σὲ βράχο, δὲν θὰ κλονισθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνέμους τῶν πειρασμῶν τοῦ ἐχθροῦ, καμιὰ καταιγίδα δὲν εἶναι ἀρκετὰ δυνατὴ νὰ συγκλονίσει τὰ θεμέλια. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ τὸ σπίτι τῆς ψυχῆς του εἶναι χτισμένο στὴν ἄμμο, ἡ ψυχή, ποὺ δὲν ἔχει σὰν θεμέλιό της τὴν Πέτρα Χριστό, εὔκολα καταστρέφεται ἀκόμη καὶ μὲ μία μικρὴ μπόρα.
Τὴν πνευματικὴ κλίμακα νὰ τὴν ἀνεβαίνεις, ὄχι νὰ τὴν κατεβαίνεις. Νὰ ἀνυψώνεσαι στὸ πνεῦμα καὶ στὸν νοῦ. Κλήθηκες, γιὰ νὰ ὁδηγήσεις τὸ μικρό σου ποίμνιο τῶν παρθένων, ποὺ τὶς ἔχει διαλέξει ὁ Θεός, γιὰ ν᾿ ἀκολουθήσουν τὴν μοναχικὴ ζωή. Αὐτὸ τὸ ἔργο νὰ μὴν τὸ θεωρεῖς κατώτερο ἢ μικρότερο ἀπὸ τὶς ἀρετὲς ἐκεῖνες καὶ τὰ ἀσκητικὰ ἐπιτεύγματα, ποὺ θὰ μποροῦσες νὰ ἐπιτύχεις μὲ τὴν ἡσυχία προσπαθώντας νὰ σώσεις μόνο τὴν ψυχή σου.
Τώρα δὲν ἔχεις εἰρήνη, ἐπειδὴ ὑπηρετεῖς τὸν πλησίον σου. Οἱ ἀγῶνες σου τώρα εἶναι οἱ φροντίδες καὶ οἱ θλίψεις. Εἶναι φροντίδες καὶ θλίψεις μαρτύρων, γιατὶ ἐσὺ σταυρώνεσαι γιὰ ὅλους, γιὰ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον σου. Τί θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ὑψηλότερο;»
9. Τί θὰ πεῖ νὰ εἶσαι ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας; «Νὰ τί θὰ πεῖ, μὲ ἁπλὰ λόγια: Βλέπεις ἕνα φτωχὸ ποῦ ζητᾶ ἐλεημοσύνη; Ἀναγνώρισε σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀδελφό σου, καὶ ἐλέησέ τον μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι στὸ πρόσωπό του βλέπεις τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.
Σὲ ἐπισκέπτεται ἕνας ἄνθρωπος, γνωστὸς ἢ καὶ ἄγνωστος; Δέξου τον πάλι ὅπως θὰ δεχόσουν τὸν Κύριο, ἂν σοῦ χτυποῦσε τὴν πόρτα. Ἀγκάλιασέ τον μὲ τὴν ἀγάπη σου, φιλοξένησέ τον μὲ χαρὰ καὶ συζήτησε μαζί του πνευματικὰ θέματα.»
10. Γιὰ τὴν σχέση μὲ τοὺς ἀγνώστους: «Τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ σὲ πλησιάζει, νὰ τὸν δέχεσαι μὲ καλοσύνη καὶ μὲ χαρούμενη διάθεση, ἀκόμη κι ἂν εἶναι ἕνας ἐπαίτης ἢ μία πτωχὴ γυναίκα. Ἐσωτερικὰ νὰ ταπεινώνεσαι μπροστὰ σὲ ὅλους, θεωρώντας τὸν ἑαυτό σου κατώτερο ἀπὸ ὅλους, διότι ἐσὺ τοποθετήθηκες ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ νὰ εἶσαι ὑπηρέτης ὅλων. Οἱ ἀδελφοί σου εἶναι μέλη Του, ἀκόμη κι ἄν, ὅπως ἐσύ, φέρουν ἐπάνω τους τὰ τραύματα τῶν παραπτωμάτων».
11. Οἱ δυὸ ὄψεις τῆς ἐγκόσμιας ζωῆς: «Ὑπάρχει μία ἀληθινή, πραγματικὴ ζωὴ καὶ μία φαινομενική, ψεύτικη ζωή. Τὸ νὰ ζεῖς γιὰ νὰ τρῶς, νὰ πίνεις, νὰ ντύνεσαι, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνεις καὶ νὰ γίνεσαι πλούσιος, τὸ νὰ ζεῖς γενικὰ γιὰ ἐγκόσμιες χαρὲς καὶ φροντίδες, αὐτὸ εἶναι μιὰ φαντασία.
Τὸ νὰ ζεῖς ὅμως γιὰ νὰ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἐργάζεσαι μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ ζωή. Ὁ πρῶτος τρόπος ζωῆς εἶναι ἀκατάπαυτος πνευματικὸς θάνατος. Ὁ δεύτερος εἶναι ἀκατάπαυτη ζωὴ τοῦ πνεύματος.»
12. Γιὰ τὶς ἁμαρτίες - πάθη τῶν παιδιῶν: «Μὴν παραμελεῖτε νὰ ξεριζώνετε ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν τὰ ζιζάνια τῆς ἁμαρτίας, τοὺς ἀκαθάρτους, κακοὺς καὶ βλάσφημους λογισμούς, τὶς ἁμαρτωλὲς συνήθειες, κλίσεις καὶ πάθη. Ὁ ἐχθρὸς καὶ ἡ ἁμαρτωλὴ σάρκα δὲ λείπουν οὔτε ἀπὸ τὰ παιδιά. Τὰ σπέρματα ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν ὑπάρχουν καὶ σὲ αὐτά.
Δεῖξτε τους ὅλους τοὺς κινδύνους τῆς ἁμαρτίας στὸ δρόμο τῆς ζωῆς. Μὴν κρύβετε τὶς ἁμαρτίες ἀπ᾿ αὐτά, μήπως ἀπὸ ἄγνοια ἢ ἔλλειψη εὐφυΐας ἀποκτήσουν κακὲς συνήθειες καὶ ἐμπαθεῖς ροπές, οἱ ὁποῖες γίνονται ὅλο καὶ πιὸ ἰσχυρὲς καὶ δίνουν τοὺς καρπούς τους ὅταν τὰ παιδιὰ φθάσουν σὲ ὥριμη ἡλικία.»
13. Ὑλικὸς κόσμος: «Στὸν ὑλικὸ κόσμο ὑπάρχουν πολλὰ ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὸ πνευματικὸ κόσμο. Διότι ὁ ὑλικὸς κόσμος εἶναι δημιούργημα τοῦ Πνεύματος καὶ ὁ Δημιουργὸς δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ σφραγίσει μὲ τὴν εἰκόνα Του τὸ δημιούργημα...
Ὁ κόσμος σὰν δημιούργημα τοῦ ζῶντος καὶ πανσόφου Θεοῦ εἶναι γεμάτος ζωή. Παντοῦ καὶ σὲ κάθε τι ὑπάρχει ζωὴ καὶ σοφία. Σὲ ὅλα τὰ ὁρατὰ διακρίνουμε τὴν ἔκφραση τῆς σκέψεως. Ὄχι μόνο στὸ σύνολο, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε μέρος. Ὁ ὑλικὸς κόσμος εἶναι ἕνα συναρπαστικὸ βιβλίο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ διδαχθοῦμε τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ὄχι ὅμως τόσο καθαρὰ ὅπως ἀπ᾿ αὐτή.»
* «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος» λέγει ὁ Κύριος «ὑμεῖς τὰ κλήματα» (Ἰωάν. 15, 5), δηλαδὴ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Καὶ ὅπως ὁ Κύριος εἶναι Ἅγιος, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἁγία· ὅπως ὁ Κύριος εἶναι «ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή», ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία, διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ ἡ αὐτὴ μὲ τὸν Κύριον «ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» (Ἐφ. 5, 30) ἢ τὰ κλήματα Αὐτοῦ, ῥιζωμένη εἰς Αὐτόν - ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ζῶσα ἄμπελος καὶ τρεφομένη ἀπ᾿ Αὐτὸν καὶ αὐξάνουσα μὲ Αὐτόν. Ποτὲ μὴ φαντάζεσαι τὴν Ἐκκλησίαν χωριστὴν ἀπὸ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
...Κάθε ἱερεὺς εἶναι ἀπόστολος στὸ χωριὸ ἢ τὴν ἐνορία του καὶ ὀφείλει νὰ περιέρχεται τὰς οἰκίας τῶν πιστῶν κηρύττων τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, διδάσκων τοὺς ἀμαθεῖς, ἐξυπνῶν τοὺς ἀμελεῖς, τοὺς ζῶντας εἰς τὰ πάθη των καὶ τὰς σαρκικὰς ἀπολαύσεις, εἰς ζωὴν χριστιανικήν· ἐνθαρρύνων καὶ τονώνων, μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς μελλούσης ἀμοιβῆς, τοὺς εὐσεβεῖς καὶ νηφαλίους· ἐνισχύων καὶ παρηγορῶν τοὺς δυσαρεστημένους. Αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἀντικείμενον τῶν λιτανειῶν μὲ τὸν σταυρὸν κατὰ τὰς μεγάλας ἑορτάς... Πρέπει νὰ κηρύσσωμεν μὲ τὸν σταυρὸν εἰς τὰς χεῖράς μας ὅτι «ὁ Χριστὸς ἦλθεν εἰς τὴν γῆν διὰ νὰ μᾶς ὑψώσῃ εἰς τοὺς οὐρανούς»· ὅτι δὲν εἶναι ὀρθὸν νὰ προσκολλώμεθα εἰς τὰ γήϊνα· καὶ ὅτι ὀφείλομεν νὰ ἐκτιμοῦμε τὸν χρόνον, διὰ νὰ κερδίσωμεν τὴν αἰωνιότητα, νὰ καθαρίσωμεν τὰς καρδίας μας ἀπὸ κάθε ἀκαθαρσίαν καὶ νὰ κάμωμεν ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερα ἔργα ἀγαθά:
«Ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον» (Ἰωάν, 4, 34).
* Ἡ προσευχὴ τοῦ ἱερέως ἔχει μεγάλην δύναμιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀρκεῖ μόνον ὁ ἱερεὺς νὰ ἐπικαλῆται τὸν Κύριον μὲ ὅλην τὴν καρδίαν του, μὲ πίστιν καὶ ἀγάπην. Θεέ, δὸς ὥστε νὰ ὑπάρξουν περισσότεροι ἱερεῖς οἱ ὁποῖοι θὰ προσεύχωνται εἰς σὲ μὲ πνεῦμα ζέον· διότι ποῖος πρέπει νὰ προσεύχεται πρὸς τὸν Κύριον διὰ τὰ πρόβατά Του μὲ τόσην δύναμιν, παρὰ ὁ ἱερεύς, ὁ ὁποῖος ἔλαβε χάριν καὶ ἐξουσίαν παρ᾿ Αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ νὰ κάμνῃ αὐτό;
* Ὅπως τὸ φῶς καὶ ἡ θερμότης εἶναι ἀχώριστα ἀπὸ τὸν ἥλιον, ἔτσι καὶ ἡ ἁγιότης, ἡ διδαχή, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐσπλαγχνία πρὸς ὅλους πρέπει νὰ εἶναι ἀχώριστα ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ ἱερέως· διότι τίνος τὸ ὑπούργημα φέρει; τοῦ Χριστοῦ. Τίνος κοινωνεῖ τόσον συχνά; τοῦ Χριστοῦ - Αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος Αὐτοῦ. Διὰ αὐτὸ ὁ ἱερεὺς πρέπει νὰ εἶναι εἰς τὸν πνευματικὸν κόσμον, εἰς τὸ μέσον τοῦ ποιμνίου του, ὅ,τι εἶναι ὁ ἥλιος εἰς τὴν φύσιν! Φῶς δι᾿ ὅλους, ζωοποιὸς θερμότης, ἡ ψυχὴ ὅλων.
Ὁ ἱερεύς, ὡς ἰατρὸς ψυχῶν, ὀφείλει νὰ εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ πνευματικὲς ἀδυναμίες (δηλαδὴ ἀπὸ πάθη) διὰ νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ θεραπεύῃ καὶ τοὺς ἄλλους· ὡς ποιμήν, ὀφείλει νὰ τρέφεται εἰς τὰς χλοώδεις νομὰς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν συγγραμμάτων τῶν Ἁγίων Πατέρων, διὰ νὰ γνωρίζῃ ποῦ νὰ βοσκήσῃ τὰ πνευματικά του πρόβατα· ὀφείλει νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ παλαίῃ ἐναντίον τῶν νοητῶν λύκων, διὰ νὰ γνωρίζῃ πῶς θὰ ἠμπορῇ νὰ τοὺς ἐκβάλῃ καὶ νὰ τοὺς ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὴν ποίμνην τοῦ Χριστοῦ· ὀφείλει νὰ εἶναι ἔμπειρος καὶ ἰσχυρὸς εἰς τὴν προσευχὴν καὶ τὴν ἐγκράτειαν· νὰ μὴ δεσμεύεται ἀπὸ κοσμικὲς ἐπιθυμίες καὶ θέλγητρα, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν ἀπληστίαν, τὴν φιλαυτίαν, τὸν ἐγωϊσμόν, τὴν φιλοδοξίαν. Γενικὰ δὲ ὀφείλει νὰ εἶναι φῶς, διὰ νὰ φωτίζῃ ἄλλους· πνευματικὸν ἅλας, διὰ νὰ προφυλάσσῃ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν πνευματικὴν φθορὰν καὶ νὰ εἶναι καὶ ὁ ἴδιος ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὴν φθοροποιὸν ἐπίδρασιν τῶν παθῶν. Ἂν ὅμως τὸ ἀντίθετον συμβαίνῃ, κάθε πρόσωπον ἀσθενὲς πνευματικῶς θὰ μπορῇ νὰ πῇ: «ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτὸν» (Λουκ. 4, 23) πρῶτον καὶ ἔπειτα θὰ σοὶ ἐπιτρέψω καὶ ἐμὲ νὰ θεραπεύσῃς. «Ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Ματ. 7, 5).
Ὁ ἱερεὺς πρέπει νὰ εἶναι ἀδιάφορος πρὸς τὰ γήϊνα, διὰ νὰ μὴ παγιδεύεται ἀπὸ τὸν ἐχθρόν, ὅταν τελῇ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ τὰ ἁγιώτατα μυστήρια, ἀλλὰ νὰ φλέγεται πάντοτε ἀπὸ ἀγάπην ἁγνὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς πλησίον...
* Τί σὲ ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ; Ἡ σὰρξ καὶ ὁ κόσμος! δηλαδή, ἡ εὐχάριστος τροφὴ καὶ τὸ ποτόν, τὰ ὁποῖα κάμνουν τὴν καρδίαν ὀκνηρὰν καὶ παχυλήν - καὶ ἡ ἐπιθυμία κομψοῦ ἐνδύματος καὶ καλλωπισμῶν ἢ διακρίσεων καὶ ἀμοιβῶν· ἂν τὸ ἔνδυμα καὶ ὁ ἄλλος στολισμὸς εἶναι καμωμένα ἀπὸ πολὺ ὡραῖα, χρωματιστὰ καὶ μεταξοΰφαντα ὑφάσματα, φροντίζομεν καὶ μεριμνῶμεν ὅπως μὴ τὰ λερώσωμεν καὶ τὰ σπιλώσωμεν ἢ τὰ σκονίσωμεν καὶ τὰ βρέξωμεν, ἐνῷ ἡ μέριμνα καὶ ἡ φροντὶς πῶς νὰ εὐαρεστήσωμεν εἰς τὸν Θεὸν μὲ τὰς σκέψεις, τοὺς λόγους καὶ τὰ ἔργα ἐξαφανίζονται; ἡ δὲ καρδία τότε ζῇ διὰ τὰ ἐνδύματα καὶ τοὺς καλλωπισμοὺς καὶ καθ᾿ ὁλοκληρίαν καταπιέζεται ἀπὸ αὐτὰ καὶ παύει νὰ μεριμνᾷ περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἑνώσεώς της μετ᾿ Αὐτοῦ... Ἀγωνίζου ἐναντίον κάθε κοσμικοῦ δελεάσματος... καὶ φρόντιζε μὲ ὅλην τὴν δύναμιν διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς σου καὶ τῶν ψυχῶν τῶν ἄλλων...
* Κατὰ τὴν ὑπούργησιν τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας αἰσθάνεται κανεὶς τὴν οἰκτροτάτην ἁμαρτωλότητα τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅλην τὴν ἀθλιότητα, τὴν ἀμάθειαν καὶ τὸ ἐφάμαρτον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
Ἡ Ἐξομολόγησις εἶναι σταυρός, ἀληθῶς σταυρός! Τόσον ὁ πνευματικὸς βλέπει καὶ αἰσθάνεται τῶν ἀνθρώπων τὴν βαθεῖαν ἀμάθειαν, τὴν ἄγνοιάν των διὰ τὰς ἀληθείας τῆς θρησκείας καὶ τὰς ἁμαρτίας των, τὴν λιθίνην των ἀναισθησίαν, ὥστε ὀφείλει νὰ προσεύχεται δι᾿ αὐτοὺς μὲ θέρμην μεγίστην καὶ νὰ τοὺς διδάσκῃ ἡμέραν καὶ νύκτα, εὐκαίρως καὶ ἀκαίρως. Ὤ, ὁποία ἄγνοια! Μερικοὶ δὲν γνωρίζουν καὶ Αὐτὴν ἀκόμη τὴν Παναγίαν Τριάδα· δὲν γνωρίζουν ποῖος εἶναι ὁ Χριστός· δὲν γνωρίζουν διατί ζοῦν ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ ὁποῖον πλῆθος ἁμαρτιῶν! Καὶ ὅμως ζητοῦμεν πλουτισμόν, ἀνάπαυσιν· δὲν ἀγαπῶμεν τὴν ἐργασίαν, ἐξερεθιζόμεθα ὅταν ὑπάρχῃ ἐργασία περισσοτέρα τοῦ συνήθους! Ζητοῦμεν εὐρυχώρους κατοικίας, πλουσίαν ἐνδυμασίαν! Ἂς μὴ ἀγαπῶμεν τὴν ἀνάπαυσιν τῆς γῆς, ἂς μὴ γινώμεθα ῥάθυμοι, ἂς μὴ γινώμεθα ἀμελεῖς εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν πνευματικῶν μας καθηκόντων καὶ ἂς μὴ στεροῦμεν τοὺς ἑαυτούς μας τῶν ἐπουρανίων εὐλογιῶν καὶ τῆς ἐκεῖσε ἀναπαύσεως, διότι ἀφοῦ ἐδοκιμάσαμεν ὑπερβαλλόντως τὴν ἀνάπαυσιν τοῦ κόσμου ἐδῶ, ὁποίαν ἀνάπαυσιν ἠμποροῦμεν νὰ περιμένωμεν ἐκεῖ;
Τότε μόνον θὰ ἐκτελέσῃς ἀξίως τὸ μυστήριον τῆς μετανοίας ὅταν ἀγαπᾷς τὴν ψυχὴν καὶ ὄχι τὸ κέρδος, ὅταν εἶσαι ὑπομονητικὸς καὶ ὄχι εὐερέθιστος. Ὤ, πόσον μεγάλη ἀγάπη χρειάζεται διὰ τὰς ψυχὰς τῶν ἄλλων, διὰ νὰ ἐξομολογήσῃ κανεὶς αὐτοὺς ἀξίως, ὑπομονητικῶς, ὄχι ἐσπευσμένως καὶ χωρὶς ἀγανάκτησιν! Ὁ πνευματικὸς ἱερεὺς ὀφείλει νὰ ἐνθυμῆται ὅτι «χαρὰ γίνεται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15, 7 καὶ 10). Μὲ πόσον ζῆλον, λοιπόν, ὀφείλει νὰ προσπαθῇ νὰ ἀφυπνίσῃ τὸ συναίσθημα τῆς μετανοίας εἰς τοὺς ἐξομολογουμένους εἰς αὐτόν, οἱ ὁποῖοι ἐνίοτε δὲν γνωρίζουν διὰ ποῖον πρᾶγμα νὰ μετανοήσουν! Ὁ ἱερεύς, ἐπίσης, ὀφείλει νὰ ἐνθυμῆται πῶς ὁ Ἀπόστολος νύκτα καὶ ἡμέραν, μετὰ δακρύων ἐνουθέτει ἕκαστον ἐκ τῶν νεοφωτίστων χριστιανῶν...
Ὁ ἱερεὺς εἶναι μέγας ὅταν τελεῖ τίς καθημερινὲς ἀκολουθίες καὶ ἰδιαίτερα τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἔχει ἀναλάβει τὴν ὕψιστη ἐξουσιοδότηση ἀπὸ τὸν Θεό. Εἶναι παντοδύναμος καὶ μπορεῖ νὰ ἱκετεύσει τὸν Θεὸ γιὰ τὸν κόσμο Του. Πόσο ἀξιοσέβαστο εἶναι τὸ ἀξίωμα τῆς ἰεροσύνης! Πόσο μεγάλη, σωτήρια καὶ θαυμαστὴ εἶναι ἡ χάρις τῆς ἰεροσύνης! Μὲ τὴν ἰεροσύνη ὁ Κύριος ἐπιτελεῖ ἔργα μεγάλα καὶ σωτηριώδη. Καθαρίζει καὶ ἁγιάζει τὰ λογικὰ πλάσματά του, τὴν φύση, τὰ ζῶα, ὅλα τὰ στοιχεῖα. Ἀπαλλάσσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τοὺς δαίμονες, τοὺς ἀναγεννᾷ, τοὺς ἐνισχύει. Μεταβάλλει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο σὲ ἄχραντο σῶμα καὶ τίμιο αἷμα αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεανθρώπου. Τελεῖ τὸ μυστήριο τοῦ γάμου, τὸν κάνει τίμιο καὶ τὴν κοίτη ἀμίαντη. Λύνει τίς ἁμαρτίες, θεραπεύει τίς ἀσθένειες. Μεταβάλλει την γῆ σὲ οὐρανό. Ἑνώνει τὸν οὐρανὸ μέ τη γῆ, τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό. Ἑνώνει σὲ μία σύναξη ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους. Τί ὑψηλὸ πρόσωπο εἶναι ὁ ἱερεύς! Διαρκῶς ὁμιλεῖ στὸν Κύριο καὶ διαρκῶς ἀπάντα στὰ λόγια του ὁ Κύριος. Κάθε ἱεροτελεστία εἶναι προσευχὴ-δέηση πρὸς τὸν Κύριο. Κάθε ἱεροτελεστία εἶναι προσευχή-ἀπάντηση ἀπὸ τὸν Κύριο. Ὁ ἱερεὺς εἶναι ἄγγελος, δὲν εἶναι ἄνθρωπος. Εἶναι μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Εἶναι ὁ πιὸ κοντινὸς φίλος του. Εἶναι σὰν θεὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴν ἐξουσία ποὺ ἔχει νὰ λύνει καὶ νὰ δένει τὰ ἁμαρτήματα, νὰ ἱερουργεῖ γι᾿ αὐτοὺς τὰ ζωοποιὰ καὶ φρικτὰ μυστήρια νὰ θεώνεται καὶ νὰ θεοποιεῖ τοὺς ἄλλους μὲ τὰ μυστήρια αὐτά.