Ἀρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου: Οἱ Ἅγιοί μας.
Ἱ. Μ. Τατάρνης
Εὐρυτανίας, ἔκδοσις γ´, σελ.43-57.
Καὶ πάλι τὰ εὐλογημένα Ἄγραφα.
Τώρα, τὸ χωριὸ Μπεζήλα (ἀργότερα ἐξελληνίσθηκε σὲ Πεζούλα.)
Ἐκεῖ γεννήθηκε ἀπὸ γονεὶς ἐναρέτους καὶ θεοσεβεῖς, τοὺς Σωφρόνιο καὶ Μαρία, ὁ Σεραφείμ. Ἀνέθρεψαν τὸν Ἅγιο θεοφιλῶς καὶ εὐσεβῶς. Ὅταν ἔφθασε στὴν πρέπουσα ἡλικία δὲν δίστασαν νὰ τὸν βάλουν σὲ σχολεῖο ὅπου καὶ ἔμαθε τὰ Ἱερὰ γράμματα. Καὶ ὅταν μιλᾶμε γιὰ σχολεῖο, ἐννοοῦμε κάποιο μοναστήρι, ὅπου κάποιος ἀνώνυμος πλὴν εὐσεβὴς καλόγερος μάθαινε τὰ σκλαβόπουλα τὰ στοιχειώδη. Τὰ Ἱερὰ γράμματα, ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι (τὸ Ψαλτήριον τοῦ Δαβίδ), καὶ τὸ Χτωήχι (τὴν Ὀκτώηχο Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ). Μ᾿ αὐτὰ τὰ γράμματα ὅμως μάθαιναν τὴν Ἑλληνικὴ Γλῶσσα καὶ μαθαίνοντάς την μποροῦσαν κατόπιν νὰ διαβάζουν καὶ νὰ κατανοοῦν τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιο, τοὺς Ἁγίους Πατέρας, τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς.
Ὅταν ἦλθεν ἡ ὥρα γιὰ νὰ ἐπιλέξῃ τρόπο ζωῆς, ὁ εὐλογημένος νέος επέλεξε τὸν δύσκολο καὶ ἀνηφορικὸ δρόμο τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Προσῆλθε στὸ φημισμένο Μοναστήρι τῆς Κορώνας, κοντὰ στὸ χωριό του, καὶ ἔθεσε τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπὸ τὸν χρηστὸ ζυγὸ τοῦ Κυρίου. Ἔγινε μοναχός, ὀνομασθείς Σεραφείμ, καὶ ἔκτοτε ζοῦσε ζωὴ σεραφική, ἀγγελική. Ἀγωνίζονταν νὰ μεταβάλῃ τὸ κατ᾿ εἰκόνα εἰς τὸ καθ᾿ ὁμοίωσιν· κατὰ τὸ δυνατὸν ἀνθρώπῳ.
Βλέποντας ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς τὴν ἐπίδοσί του στοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, τὴν νέκρωσι τῶν παθῶν καὶ τὶς πνευματικές του ἀναβάσεις, τοῦ ἐπέτρεψε τὴν εἴσοδο στὴν ἱερωσύνη. Οὕτω πως ἐχειροτονήθη διάκονος καὶ κατόπιν πρεσβύτερος.
Δὲν ἐθεώρησε ὅμως ὁ μακάριος τὴν ἱερωσύνη ὡς λόγον ὑπερηφανίας, ἢ ῥαθυμίας πνευματικῆς, ὅπως δυστυχῶς συμβαίνει, ἀλλ᾿ ὡς ἀπαρχὴν γιὰ νέους πνευματικοὺς ἀγῶνες. Ἔτσι, ἡ φήμη του ὡς μεγάλου πνευματικοῦ πατρός, διεδόθη σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ τῶν Αγράφων, ἀλλὰ καὶ στὸ Θεσσαλικὸ κάμπο. Ἔφθασε καὶ στὰ αὐτιὰ τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης, ποὺ ἕδρα τότε εἶχε τὰ Τρίκαλα, ἕνεκα τοῦ ὅτι στὴν Λάρισα εἶχαν ἀπομείνει ἐλάχιστοι Χριστιανοί. Ὅταν ἐχήρευσεν ὁ ἐπισκοπικὸς θρόνος Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου, ἡ τοπικὴ σύνοδος τῶν ἐπισκόπων ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Λαρίσης, ἐξέλεξε μὲ κανονικὲς ψήφους τὸν Σεραφεὶμ ἐπίσκοπο αὐτῆς τῆς ἐπαρχίας. Ἐτέθη ὁ λύχνος ἐπὶ τὴν λυχνίαν καὶ ἔλαμψε πάσῃ τῇ οἰκίᾳ. Ἐφώτισε ὅλο τὸν κάμπο ποὺ στέναζε κάτω ἀπ᾿ τὸ πέλμα τοῦ κατακτητῆ. Ἐκεῖ ἡ κατάστασις ἦταν πολὺ πιὸ ἀπελπιστική. Ὅλοι δούλευαν γιὰ τοὺς ἀγάδες. Πλούσιος κάμπος καὶ πεινασμένοι καλλιεργητές.
Σὲ αὐτοὺς τοὺς ἐξαθλιωμένους ἔγινεν ὁ Ἅγιος ἀληθῶς· καλὸς ποιμήν, ἄξιος τῆς μεγάλης κλήσεως. Ὡδήγησε τὸ ποίμνιό του· εἰς τόπον χλόης καὶ ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως.
Καὶ ἐνῷ ὅλα πήγαιναν καλά, καὶ εἰρήνη ἐπικρατοῦσε στὴν ἐπισκοπή του, ξάφνου ἦλθαν τὰ πάνω, κάτω.
Βρισκόμαστε στὰ 1600.
Τὰ πράγματα εἶχαν φθάσει στὸ ἀπροχώρητο. Ἡ καταδυνάστευσις στὸν Θεσσαλικὸ κάμπο ἦταν πρωτοφανής. Μόνος ἕνας ξεσηκωμὸς τῶν ῥαγιάδων θὰ διόρθωνε τὴν κατάστασι. Μὲ ἐνέργειες τῆς Γαληνοτάτης Δημοκρατίας τῆς Βενετίας, ποὺ μόνο γαληνοτάτη δὲν ἦταν, ξεκίνησε μιὰ ἐπανάστασι, μιὰ ἀπὸ τὶς πολλές, με σκοπὸ τὴν ἐκδίωξι των Τούρκων ἀπὸ τὴν κυρίως Ἑλλάδα. Έπὶ κεφαλῆς ἐτέθη ὁ Μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος ὁ Φιλόσοφος, κληρικὸς μεγάλης μορφώσεως αλλὰ καὶ εὐσεβείας. Δὲν ὑπέφερε νὰ βλέπῃ τὸ ποίμνιό του νὰ ὑποφέρῃ τὰ πάνδεινα. Ὕψωσε τὴν σημαία τῆς Ἐπαναστάσεως κατὰ τοῦ δυνάστου. Ἔλαβε ἀπὸ τὴν Βενετία καὶ ἄλλους, ὑποσχέσεις βοηθείας. Ἀλλά, φεῦ! Κακὴ προετοιμασία, κακὸς ὁπλισμός, κακὴ στρατηγική, ἀθέτησις ὑποσχέσεων γιὰ βοήθεια, ἀπόλεμο τῶν χωρικῶν, αἴσθημα ὅτι ὁ Τοῦρκος δὲν νικιέται ποτέ, ἔφεραν τὴν καταστροφή. Ο Μητροπολίτης Λαρίσης συνελήφθη. Τὸν ἔγδαραν ζωντανό. Γέμισαν τὸ δέρμα του μὲ ἄχυρα καὶ τὸ περιέφεραν στοὺς δρόμους τῶν Ἰωαννίνων. Φρικτὸ θέαμα, μὲ μόνο σκοπὸ νὰ καταπτοήσουν τοὺς Ῥαγιάδες. Νὰ μὴν τολμήσουν νὰ ξανασηκώσουν κεφάλι ἐνάντια στὸ Ντοβλέτι, στὸ Σουλτάνο καὶ τὴν κυβέρνησί του.
Καὶ τώρα ἀκοῦστε συνειρμό.
Ἡ ἐπισκοπὴ Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου ἦταν ὑπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης. Λαρίσης ἦταν ὁ Διονύσιος, ὁ ὑπ᾿ ἀριθμὸν ἕνα ἐχθρὸς τῶν Τούρκων. Ὁ Σεραφεὶμ ἦταν ὑπὸ τὸν Λαρίσης, ἄρα ἦταν ὕποπτος γιὰ συνεργασία μὲ τὸν Σκυλόσοφο (ὅπως ὀνόμαζαν χλευαστικὰ τὸν Διονύσιο οἱ ἐχθροί του).
Τὸ ὅτι ὑπωπτεύθησαν μόνον τὸν Σεραφείμ, καὶ ὄχι ἄλλους ὁμόρους ἐπισκόπους ποὺ ἦσαν ὑπὸ τὸν Λαρίσης (καὶ ἦσαν ἀρκετοί, 10-12), σημαίνει ὅτι ὁ Ἅγιος Σεραφείμ, διέκειτο εὐμενῶς πρὸς τὴν ἐπανάστασι τοῦ Διονυσίου, συμμεριζόμενος τὶς ιδέες του. Ἴσως λάθρα νὰ βοήθησε τὴν ἀποτυχοῦσαν ἀπόπειρα ἀποτινάξεως του ζυγοῦ.
Ὁπωσδήποτε ὅμως ὑπῆρχαν καὶ Χριστιανοὶ δοσίλογοι, ποὺ ζοῦσαν παρασιτικά, κολλημένοι στοὺς δυνάστες σαν τσιμπούρια. Ἦσαν οἱ γνωστοὶ σὲ κάθε ἐποχὴ σπιοῦνοι, καταδότες, ποὺ κατέδιδαν καθε κίνησι τῶν Χριστιανῶν καὶ κάθε σκέψι ἀκόμα τῶν ὁμοθρήσκων τους. Κι ὅλα αὐτά, γιὰ τὸ ξεροκόμματο τοῦ σκύλου ποὺ γαυγίζει.
Ἀλλ᾿ ἂς ἐπανέλθουμε στὸ προκείμενο, ποὺ εἶναι τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου.
Στὰ χρόνια ἐκεῖνα, γιὰ νὰ σταθῆ στὴν θέσι του ὁ Πατριάρχης, ὁ Μητροπολίτης ἢ ὁ Ἐπίσκοπος, ἔπρεπε νὰ δωροδοκῇ συνεχῶς τοὺς δυνάστες. Ὁ Πατριάρχης τὸν Σουλτάνο καὶ την αὐλή του, ὁ Μητροπολίτης τὸν πασᾶ, ὁ επίσκοπος τοὺς ἀγάδες. Τὸ μπαχτσίς, ἦταν νόμος.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Σεραφεὶμ κατέβηκε στὸ Φανάρι τῆς Θεσσαλίας (φαίνεται ὅτι τὸ Νεοχώρι Νεβροπόλεως ἦταν ἡ ἕδρα του) γιὰ νὰ διαμοιράσῃ τα συνήθη φιλοδωρήματα στοὺς ἀγάδες.
Βλέποντάς τον οἱ ἀργόσχολοι καὶ ὀκνηροὶ Ὀθωμανοὶ ποὺ λιάζονταν ανέμελοι, νὰ περνᾷ ἀπὸ τὴν πλατεία, σιγομουρμούρισαν μεταξύ τους: Κι αὐτὸς ἦταν μαζὺ μὲ τὸν κατάρατο Διονύσιο! Καὶ τώρα, πῶς τόλμησε νὰ ξεμυτίσῃ καὶ νὰ βγῇ στὴν πλατεία, ὄντας προδότης καὶ ἐπίβουλος; Φαίνεται ὅτι μιλοῦσαν ῥωμέϊκα εἶτε γιατὶ μὲ τόσα χρόνια συμβιώσεως εἶχαν μάθει νὰ τὰ μιλοῦν, εἶτε ἐξεπίτηδες γιὰ νὰ τὰ ἀκούσῃ ὁ Ἅγιος.
Πράγματι τὸ αὐτὶ τοῦ Ἁγίου συνέλαβε τοὺς ψιθύρους τῶν Ἀγαρηνῶν. Καὶ ἐπειδὴ ἦτο ἐντελῶς ἀναίτιος, τοὺς ῥώτησε μὲ τὸ θάῤῥος τοῦ ἀθώου: Γιὰ ποιὸν τὰ λέτε αὐτά; Οἱ Ὀθωμανοὶ ἄδραξαν τὴν εὐκαιρία καὶ τοῦ ἀπήντησαν: Γιὰ σένα, ἀποστάτα καὶ ἐπίβουλε. Ἦλθεν ἡ ὥρα νὰ λάβῃς ἀμοιβὴ γιὰ τὴν κακία σου. Ὁ Ἅγιος δὲν περίμενε τέτοια κατὰ μέτωπον ἐπίθεσι. Ἐξεπλάγη. Ἀλλὰ καὶ μέσα του ἄναψε ὁ πόθος γιὰ τὸ μαρτύριο. Σκέφθηκε: Νὰ ἡ κατάλληλη εὐκαιρία, ποτὲ δὲν θὰ βρεθῆ καταλληλότερη.
Ἄρχισε μὲ παῤῤησία νὰ ὑπεραμύνεται τῆς ἀθωότητός του, ἀλλὰ καὶ τῆς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν πίστεώς του.
Τότε, οἱ ἄγριοι καὶ ἀπάνθρωποι Ἀγαρηνοί, χωρὶς κἂν νὰ σεβασθοῦν τὸ ἱερό του σχῆμα καὶ τὸ ἐπισκοπικό του αξίωμα, τὸν συνέλαβαν βιαίως καὶ βρίζοντας καὶ προπηλακίζοντας τὸν ἔφεραν στὸ Διοικητήριο τῆς πόλεως. Τὸν ἔστησαν μπροστὰ στὸν Χαμουζάμπεη, στὸν τοπικό τους ἡγεμόνα δηλαδή. Μὲ κραυγὲς καὶ χειρονομίες ἄπρεπες, ἄρχισαν ὅλοι μαζὶ νὰ κατηγοροῦν τὸν Ἅγιο. Μὲ λίγα λόγια τὸν κατηγόρησαν: Κι αὐτὸς ἦταν μὲ τὸν καταραμένο Διονύσιο, ἄρα εἶναι ἐχθρὸς τοῦ γένους μας καὶ ἐπίβουλος.
Ὁ τοπικὸς ἡγεμων κατάλαβε ὅτι πρόκειται περὶ σοβαρῆς ὑποθέσεως. Κάθισε μὲ κάθε ἐπισημότητα στὸν θρόνο του καὶ ἄρχισε μὲ τρόπον ἥρεμο καὶ ὕφος κολακευτικὸ νὰ τοῦ λέγει: Σὲ βλέπω ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος φρόνιμος καὶ συνετός, γιὰ αὐτὸ καὶ ἀπορῶ πῶς συμφώνησες μὲ κεῖνον τὸν καταραμένο Διονύσιο καὶ βαλθήκατε νὰ κάμετε πρᾶγμα ἐντελῶς ἀκατόρθωτο. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος πάει, σὰν κακὸς ποὺ ἦταν κακῶς ἀπωλέσθη. Σὺ ὅμως κινδυνεύεις νὰ πεθάνῃς μὲ θάνατο ἐλεεινὸ καὶ ἐπονείδιστο, ἐκτὸς ἐάν... ἐκτὸς ἐὰν μετανοήσῃς γιὰ τὸ ἔγκλημά σου καὶ γίνῃς Τοῦρκος ὅπως εμεῖς καὶ ἀσπασθῇς τὴν θρησκεία μας. Ἂν αὐτὸ συμβῇ ὄχι μόνον δὲν θὰ σὲ θανατώσω, ἀλλὰ θὰ σὲ γεμίσω μὲ μεγάλες τιμὲς καὶ δόξες.
Σὲ αὐτὰ τὰ ὕπουλα ἀπήντησε ὁ Ἅγιος μὲ θάῤῥος: Τὸ ὅτι πάσχω ἀδίκως καὶ τὸ ὅτι παρανόμως παραδόθηκα σὲ σένα, τὸ γνωρίζεις πολὺ καλά. Πλὴν ἐγὼ τὴν πίστι μου δὲν τὴν ἀρνοῦμαι καὶ μὴ γένοιτο σὲ μένα νὰ ἀρνηθῶ τὸν γλυκύτατόν μου Ἰησοῦ. Κι ἂν ὑποτεθῇ ὅτι θὰ λάβαινα μυρίους θανάτους γιὰ τὸ ἅγιον Ὄνομά Του, τὸ ἔχω ὡς χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Γι᾿ αὐτὸ ἡγεμόν, δεῖρέ με, σφάξε με, κόψε με, κάνε ὅ,τι ἔχεις ἐξουσία νὰ κάμῃς.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ὁ ἡγεμὼν προστάζει νὰ τὸν δείρουν ἀνηλεῶς καὶ μετὰ νὰ κόψουν τὴν μύτη του σὲ πολλὰ κομμάτια. Ὅλα αὐτὰ τα ὑπέστη ὁ Αγιος μετὰ πολλῆς χαρᾶς γιατὶ ἔπασχε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἦταν μόνον ἡ ἀπαρχή.
Ἀφοῦ χόρτασαν νὰ τὸν δέρνουν καὶ νὰ κόβουν σὲ ψιλὰ κομματάκια τὴν μύτη του, τὸν ἔῤῥιξαν στὴν φυλακή. Ἐκεῖ, τὸν ἄφησαν χωρὶς τροφὴ καὶ νερό μὲ ἀπώτερο σκοπό, νὰ μετανοήσῃ καὶ νὰ κάμῃ τὸ θέλημα τους.
Τὴν ἑπομένη τὸν ἔφεραν αἱμόρφυτο καὶ συρόμενο καὶ πάλιν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ. Αὐτὸς ἄρχισε νὰ ἀναμειγνύῃ ἀπειλὲς καὶ κολακεῖες. Κρυφὴ ἐπιθυμία του ἦταν νὰ ὁδηγήσῃ τὸν Ἅγιο σὲ ἀλλαξοπιστία. Πράγμα ποὺ θὰ ἀνύψωνε τὸν ἴδιο στὰ μάτια τοῦ Σουλτάνου –μεγάλο γεγονός, νὰ ἀλλαξοπιστήσῃ ἕνας ἐπίσκοπος- καὶ θὰ καταπτοοῦσε τοὺς Χριστιανούς. Ἴσως δὲ νὰ ἀκολουθοῦσαν καὶ ἀθρόες ἀλλαξοπιστίες.
Φαντασθῆτε τί δόξα θὰ ἦταν αὐτὸ γιὰ τοὺς τυράννους, καὶ τί καταισχύνη γιὰ τοὺς ῥαγιάδες.
Ἀλλ᾿ ὢ τῆς τοῦ Μάρτυρος στεῤῥότητος!
Ούδὲ κατ᾿ ἐλάχιστον ἐσαλεύθη ὁ γενναιόφρων!
Τοὐναντίον μάλιστα! Ἤλεγξε μὲ σφοδρότητα τὴν ἀσεβῆ θρησκεία τῶν Ἀγαρηνῶν.
Ἀκούοντας τὴν σταθερὴ ἀπολογία τοῦ Ἁγίου, ὁ ἡγεμὼν λύσσαξε ἀπὸ τὸ κακό του. Διατάζει νέα βασανιστήρια, βαρύτερα ἀπὸ τὰ πρῶτα.
Τὸν δέρνουν μὲ ὅλη τὴν δύναμι τῶν μιαρῶν χεριῶν τους, τοῦ τεντώνουν τὰ χέρια και τὰ πόδια, ὥστε νὰ ἐξαρθρωθοῦν ὅλοι οἱ ἁρμοὶ καὶ οἱ ἀρθρώσεις τοῦ σώματός του. Τὸν δέρνουν ἀνάσκελα στὸ ἔδαφος καὶ τοποθετοῦν ἐπάνω στὴν κοιλιά του ἕνα ὑπερμεγέθη καὶ βαρύτατο λίθο γιὰ νὰ τοῦ τσακίσουν τὰ κόκκαλα. Καταξεσκίζουν καὶ κατακόπτουν τὶς σάρκες του. Τελος τὸν ποτίζουν μὲ νερὸ βρώμικο ἀνακατωμένο μὲ χολή, καὶ κουρνιαχτό.
Ὁ Ἅγιος ἔχαιρε καὶ ἠγαλλιᾶτο γιατὶ ἐμιμεῖτο τὸ πάθος τοῦ Κυρίου, στὸν ὁποῖο οἱ σταυρωτές του προσέφεραν ξύδι ἀνακατωμένο μὲ χολή. Αὐτή του τὴν χαρὰ βλέποντες οἱ δήμιοι, παρ᾿ ὅλη τὴν ἀγριότητά τους, ἀποροῦσαν καὶ τὴν εὕρισκαν παράξενη καὶ ἀνερμήνευτη.
Τέλος, βλέποντας ὁ ἀρχηδήμιος τὸ ἀμετάθετο τῆς γνώμης του, διατάζει νὰ ὑποστῇ τὸν πλέον ἐπώδυνο θάνατο. Νὰ σουβλισθῇ.
Τὸν ὁδηγοῦν στὸ παζάρι κυριολεκτικῶς συρόμενο. Εἶναι ὅλος πληγή. Τὸ αἷμά του ῥέει κρουνηδὸν καὶ βάφει τὴν γῆ. Ὁ ὄχλος χλευάζει, βρίζει, χειρονομεῖ, πετάει πέτρες, ξύλα, ὅ,τι βρῇ μπροστά του. Βγάζουν ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα. Φανατισμός, λύσσα, φαρμάκι.
Μιὰ ἀραπίνα, μαύρη στὸ σῶμα, ἀλλὰ μαύρη καὶ στὴν ψυχή, ξεπερνᾷ ὅλους τοὺς ἄλλους σὲ χυδαιότητα καὶ βρισιές. Ὁ Ἅγιος μιμεῖται τὸν Κύριο καὶ σὲ αὐτό. Ὁ Κυριός μας: λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει καὶ πάσχων οὐκ ἠπείλει. Οἱ σωματικὲς δυνάμεις τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει, ἀλλὰ τὸ θάῤῥος ὄχι. Συρόταν, ἀλλὰ συρόταν χωρὶς φόβο, χωρὶς νὰ λιποψυχήσῃ οὐδὲ κατ᾿ ἐλάχιστον, χωρὶς νὰ διαμαρτυρηθῇ γιὰ τὰ βασανιστήρια ποὺ ἀδίκως ὑφίστατο.
Μόνον ἔστρεψε τὸ βλεμμα πρὸς τὴν ἀραπίνα καὶ ὢ τοῦ θαύματος! το ἀναιδὲς πρόσωπό της, τὰ μάτια καὶ τὸ στόμα της στράφηκαν πρὸς τὰ πίσω καὶ ἔμενεν ἔτσι ἐπὶ δέκα πέντε ἔτη, ἐλεεινὸ θέαμα, μέχρις ὅτου παρέδωσε τὴν ψυχή της.
Φθάνουν στὸ Παζάρι, τὴν κεντρικὴ πλατεία τοῦ Φαναρίου. Ἐκεῖ ὡδήγησαν τὸν Ἅγιο καὶ μὲ τρόπο αἰσχρό, καὶ μὲ λόγια αἰσχρά, Θεὲ καὶ Κύριε! τὸν ἐσούβλισαν κάτω ἀπὸ ἕνα αἰωνόβιο κυπαρίσσι ποὺ ὑπῆρχε στὸ μέσον τῆς πλατείας. Εἶναι φρικτὸ τὸ μαρτύριο τοῦ σουβλίσματος, τοῦ ἀνασκολοπισμοῦ. Μαρτύριο ποὺ ἀδυνατεῖ κανεὶς νὰ περιγράψῃ. Μαρτύριο, ποὺ δείχνει ποὺ μπορεῖ νὰ φθάσῃ ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἀφηνιάσῃ, ὅταν ἐξαγριωθῇ. Ζῶο σφαγμένο σουβλίζεις καὶ ἀνατριχιάζεις, ὄχι νὰ σουβλίσῃς ζωντανὸν ἄνθρωπο. Φοβερὸ τὸ παλούκωμα καὶ σὰν σκέψις ἀκόμα.
Καὶ συνέβη τὸ φρικτὸ αὐτὸ μαρτύριο στὶς 4 Δεκεμβρίου τοῦ 1601ου σ.ἔ.
Παρέδωσε τὴν ψυχή του ὁ Ἅγιος Μάρτυς μέσα σὲ φοβεροὺς πόνους ἀλλὰ γρήγορα. Τὸ καταταλαιπωρημένο σῶμά του δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀντέξῃ καὶ πολὺ ἀκόμη. Καὶ τὸ μὲν μαρτύριο ἔληξε. Δὲν ἔληξεν ὅμως καὶ τὸ μένος τῶν τυράννων. Ὁ θηριώδης ἐκεῖνος ἄρχων διέταξε νὰ παραμείνῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου στὴν σούβλα γιὰ πολλὲς μέρες. Νὰ σωφρονισθοῦν οἱ Χριστιανοί. Καίτοι ὅμως τὸ ἱερὸ ἐκεῖνο λείψανο παρέμεινε ἄταφο γιὰ πολλὲς μέρες, δὲν ἔπαθε τίποτε ἀπὸ ὅσα παθαίνουν τὰ πτώματα. Οὔτε πρήσθηκε, οὔτε δυσοσμία ἔβγαλε, οὔτε σκουλήκιασε. Φαινόταν σὰν ζωντανό. Ἀνέδιδε μάλιστα καὶ ἄῤῥητον εὐωδία πρὸς εὐφροσύνη τῶν πιστῶν καὶ καταισχύνη τῶν ἀσεβῶν.
Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς μέρες ἦλθεν ἄλλη διαταγή. Νὰ κόψουν τὸ κεφάλι τοῦ Ἁγίου καὶ μαζὶ μὲ τὰ κεφάλια ἄλλων κακούργων νὰ σταλοῦν πεσκέσι στὸν πασᾶ, στὰ Τρίκαλα ποὺ ἦταν ἡ πρωτεύουσα τῆς περιοχῆς. Τὰ ἔστειλαν μέσα σὲ τορβάδες ὅπως συνηθιζόταν, σὰν δεῖγμα... τῆς καλῆς διοικήσεως και γιὰ ἀμοιβὴ ἐφ᾿ ὅσον ἐπρόκειτο περὶ ἐπικηρυγμένων.
Ἔμπηξαν τὰ κεφάλια σὲ ψηλὰ κοντάρια καὶ τα ἔστησαν στὴν πλατεῖα τῶν Τρικάλων πρὸς παραδειγματισμόν. Ἦταν σύνηθες νὰ βλέπῃς κεφάλια παλουκωμένα στὶς πλατεῖες τῶν πόλεων. Καὶ δυστυχῶς δὲν ἦταν συνήθεια μόνο τῶν Ὀθωμανῶν. Εἶδαν καὶ τὰ δικά μας μάτια τέτοια ἀποτρόπαια θεάματα...
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ὅλων τῶν κακούργων τὰ κεφάλια ἔβλεπαν πρὸς τὴν δύσι, ἡ κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου εὑρίσκετο πάντοτε στραμμένη πρὸς τὴν Ἀνατολή. Οἱ φύλακες τὴν ἔστρεφαν πρὸς τὴν δύσι, αὐτὴ τὸ πρωὶ βρισκόταν νὰ βλεπῃ κατὰ τὴν ἀνατολή. Κι᾿ ὅμως κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ πλησιάσῃ γιατὶ ὁ χῶρος φυλάσσονταν νυχθημερὸν ἀπὸ πιστοὺς ὑπηρέτες τοῦ πασᾶ.
Κατὰ συγκυρίαν τὶς μέρες ἐκεῖνες βρέθηκε στα Τρίκαλα ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Δουσίκου στὶς Μεγάλες Πύλες. Τὸ Μοναστήρι, κτίσμα τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος πρὶν ἑξήντα περίπου χρόνια, ἦταν γειτονικὸ μὲ τὰ Τρίκαλα. Ἔμαθε γιὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου, επεσκέφθη τὸν χῶρο ὅπου ἦσαν παλουκωμένα τὰ κεφάλια καὶ εἶδε μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια τὸ προῤῥηθὲν θαῦμα. Διενοήθη λοιπόν, νὰ ἀποκτήσῃ τὴν Ἁγίαν αὐτὴ Κάρα, τὴν κεφαλὴ δηλαδὴ τοῦ Αγίου, γιὰ νὰ τὴν ἔχει σὰν πολύτιμο θησαυρὸ καὶ εὐλογία στὸ Μοναστήρι του.
Ἔδωσε λοιπὸν πενήντα γρόσια σὲ ἕναν Χριστιανὸ Ἀρβανίτη μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ ἀφαιρέσῃ νύχτα τὴν κεφαλή.
Συμφώνησε. Κατὰ τὰ βαθειὰ μεσάνυχτα, τὴν ὥρα ποὺ οἱ φύλακες νικημένοι ἀπὸ τὴν νύστα ἦσαν μισοκοιμισμένοι κοντὰ στὴν φωτιά, φθάνει ἀθόρυβα ὁ Ἀρβανίτης. Λαγοπατώντας, καὶ εἰδικὸς ὅπως ὅλοι οἱ πατριῶτές του στὴν κλεψιὰ ἕως καὶ σήμερα, πλησίασε, ἀφήρεσε τὴν κεφαλή, καὶ στράφηκε νὰ φύγῃ. Τὸ κοντάρι ὅπου ἦταν τὸ κεφάλι μπηγμένο, ἔπεσε. Ἀπὸ τὸν θόρυβο ξυπνησαν οἱ φύλακες. Βλέπουν μιὰ σκιὰ νὰ χάνεται στὸ σκοτάδι. Τὸ κοντάρι πεσμένο, ἀλλὰ τὸ κεφάλι λείπει. Ἡ τιμωρία τους ἀπὸ τὸν πασᾶ θὰ ἦταν μεγάλη. Ἀρχίζει ἀμέσως τὸ κυνήγι. Ὁ Ἀρβανίτης ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἔρχονται ξοπίσω του. Κρατάει τὴν κεφαλὴ καλὰ ἀπὸ τὰ μαλλιά, (σὰν μοναχὸς ὁ Ἅγιος εἶχε μακρυὰ μαλλιά), τὴν ῥίχνει στὸν ὦμο καὶ ἀγωνίζεται νὰ ξεφύγῃ. Οἱ φωνὲς ἀκούονται κοντύτερα, οἱ φύλακες πλησιάζουν. Φθάνει στὴν γέφυρα τῆς Σαλαμπριᾶς (τοῦ ποταμοῦ Πηνειοῦ), πετάει τὴν Κεφαλὴ στὸ ποτάμι καὶ χάνεται στὸ σκοτάδι. Τοὺς ξέφυγε.
Λίγο παρακάτω ἀπὸ τὸ γεφύρι, δύο ἀδέλφια εἶχαν κατασκευάσει καλαμωτὴ γιὰ νὰ πιάνουν ψάρια. Τὸ ῥεῦμα τοῦ ποταμοῦ ἔφερε ἁπαλὰ τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου πρὸς αὐτὸν τὸν φράχτη. Οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς μπερδεύονται στὰ καλάμια καὶ ἔτσι παρέμεινε ἀκίνητη.
Ὁ ἕνας ἀπὸ τὰ ἀδέλφια κοιμόταν εκεῖνο τὸ βράδυ μέσα σὲ ἕνα καλύβι κοντὰ στὴν ὄχθη. Σκοπὸ ειχε νὰ ἐπιβλέπῃ τὴν καλαμωτὴ γιατὶ ἦταν χειμώνας καὶ τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ ἀνεβασμένα. Ἡ καλύβα εἶχε ἕνα μικρὸ παράθυρο ποὺ ἔβλεπε πρὸς τὸ ποτάμι. Καθὼς ηταν ξαπλωμένος στο φτωχικό του ἀχυρόστρωμα βλέπει απὸ τὸ παράθυρο (ὢ τῶν θαυμασίων Σου Χριστὲ Βασιλεῦ!) ἕνα πύρινο στύλο να ξεκινᾷ ἀπὸ τὸν φράχτη καὶ να φθάνῃ μέχρι τὸν οὐρανό. Ταυτοχρόνως ἀκούει θεσπέσιες ψαλμωδίες. Παρέλυσε ἀπὸ τὸν φόβο. Βγῆκε ἀπὸ τὴν καλύβα, τρυπώνει σε μιὰ κουφάλα δένδρου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ παρακολουθεῖ ἐκστατικὸς τὰ συμβαίνοντα παράδοξα.
Ὅταν ξημέρωσε ὁ Θεὸς τὴν μέρα ἔρχεται τρέχοντας στὴν πόλι καὶ διηγεῖται στὸν ἀδελφό του τὰ συμβάντα τῆς προηγούμενης νύχτας. Κατέβηκαν και οἱ δύο στὸ ποτάμι. Τὴν ἑπόμενη νύχτα παρουσιάσθηκε πάλι ὁ πύρινος στύλος καὶ ἀσκούσθησαν οἱ οὐράνιες ψαλμωδίες.
Κατάλαβαν ὅτι κάτι τὸ ασυνήθιστο ὑπῆρχε στὸ ποτάμι. Μόλις χάραξε, κατέβηκαν στὴν καλαμωτή, καὶ βρῆκαν τὴν Τιμία Κεφαλὴ μπερδεμένη στὸ φράκτη. Εἶχαν πληροφορηθεῖ γιὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Αγίου. Ἀντελήφθησαν ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν κεφαλή του. Ἡ εὕρεσις διεδόθη ἀπὸ στόμα σὲ στόμα σὲ ὅλη τὴν πόλι καὶ τὰ περίχωρα. Τὸ ἔμαθε καὶ ὁ προῤῥηθεὶς ἡγούμενος. Ἔσπευσε, βρῆκε τα ἀδέλφια, συζήτησε μαζί τους καὶ αὐτοὶ προθύμως τοῦ παρέδωσαν τὴν Τιμία Κεφαλή.
Καὶ αὐτὸς ὁ εὐλογημένος τοὺς ἄμειψε μὲ 50 γρόσια.
Ἔτσι ἡ ἱερὰ αὐτη Κεφαλή, εὑρέθη στὸ Μοναστήρι τοῦ Δουσίκου, μεγάλως τιμωμένη ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ πατέρες καὶ τοὺς περιοίκους.
Μετὰ απὸ πολὺν καιρό, οἱ πατέρες τῆς Μονῆς Κορώνης, μαζὶ μὲ κάποιον προεστῶτα τοῦ Νεοχωρίου, ἔχοντες καὶ συμπρεσβευτὴ τὸν Μητροπολίτη Λαρίσης, ζήτησαν τὴν Κάρα τοῦ Ἁγίου. Τὸ αἴτημά τους ἦταν εὔλογο. Ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ ἦταν ἀδελφὸς τῆς Μονῆς καὶ συγκοινοβιάτης των. Ἔπρεπε αυτοὶ νὰ ἔχουν τὴν Τιμία Κάρα του. Ὅπερ καὶ ἐγένετο.
Καὶ μέχρι σήμερα βρίσκεται στὸ Μοναστήρι τῆς Κορώνης, ἐπιτελοῦσα ἄπειρα θαύματα. Ἔχει δὲ ὁ Ἅγιος παῤῥησία πρὸς τὸν Κύριο νὰ θεραπεύῃ ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἀσθενειῶν καὶ τὴν ἐπιδημία της πανώλης (πανούκλας).
Ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου διεδόθη σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ τῶν Ἀγράφων, τοῦ Καρπενησίου, τοῦ Ἀσπροποτάμου καὶ τοῦ Θεσσαλικοῦ κάμπου.
Πολλοὶ ναοὶ ἀνοικοδομήθηκαν πρὸς τιμήν του.
Πολλὰ χωριὰ προσκαλοῦν τὴν Τιμία Κάρα του πρὸς ἁγιασμὸν τῶν κατοίκων καὶ ευφορίαν τῶν καρπῶν της γῆς.
Πολλοὶ βαπτίζονται καὶ πέρνουν τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου. Γεμάτα εἶναι τὰ χωριὰ ἀπὸ Σεραφείμηδες. Πολλοὶ ἀγνοοῦν ὅτι στὶς 4 Δεκεμβρίου εἶναι ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. Ὅλοι λένε: εἶναι του Ἁγίου Σεραφείμ, εἶναι σκόλη.
Στὴν μακρινὴ Κωνσταντινούπολι (μακρινὴ γιὰ μᾶς, ὄχι γιὰ τοὺς τότε), οἱ ἐκεῖ Εὐρυτάνες γιὰ προστάτη εἶχαν τὸν Ἅγιο Σεραφείμ. Πολὺ πρὶν τὴν ἐπανάστασι τοῦ ᾿21, εἶχαν δωρήσει στὸν Ναὸ τῶν Εἰσοδίων στὸ Πέραν μεγάλη εἰκόνα του. Στὴν μνήμη του συνηθροίζοντο ὅλοι ἐκεῖ καὶ τελοῦσαν ἀρτοκλασία καὶ πανηγυρικὴ Θεία Λειτουργία. Θεωροῦσαν τὸν Ἅγιο δικό τους.
Σὲ πόλεις καὶ σὲ χωριά, ὑπάρχουν παλιὲς ἐικόνες τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ, μὲ στολὴ ἀρχιερατική. Σὲ πολλὲς μάλιστα ζωγραφίζεται νὰ πατάει ἐπάνω σὲ μιὰ δύσμορφη γυναίκα. Εἶναι... ἡ πανούκλα.
Μεγάλο τὸ μαρτύριό του, μεγάλη καὶ ἡ τιμὴ ποὺ τοῦ ἀποδίδει ὁ λαός. Ο λαὸς γνωρίζει.