Ἀρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου: Οἱ Ἅγιοί μας.
Ἱ. Μ. Τατάρνης
Εὐρυτανίας, ἔκδοσις γ´, σελ.123-1372.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας, ἦταν καὶ πρέπει νὰ εἶναι, πάντοτε φειδωλή, προσεκτικὴ πολύ, σε ἀπονομὴ τιμητικῶν τίτλων, ἀκόμη καὶ στοὺς Ἁγίους.
Τὸν τίτλο τοῦ Ἰσαποστόλου σὲ ἐλαχίστους Ἁγίους τὸν ἀπένειμε. Ἰσαπόστολος σημαίνει: ἴσος μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, Ἀπόστολος δηλαδή.
Φαντασθεῖτε πόσο βαρὺς εἶναι ὁ τίτλος. Δόθηκε μόνον σὲ ὅσους ἢ ὅσες ὡδήγησαν λαοὺς καὶ ἔθνη ἀπὸ τὰ σκότη τῆς εἰδωλολατρείας στὸ φῶς τῆς ἀληθοῦς πίστεως τοῦ Χριστοῦ.
Νίνα ἡ Ἰσαπόστολος: ἐφώτισε τοὺς Γεωργιανούς. Γρηγόριος ὁ Ἰσαπόστολος: ἐφώτισε τοὺς Ἀρμενίους. Φρουμέντιος ὁ Ἰσαπόστολος: ἐφώτισε τοὺς Αἰθίοπες. Ὄλγα ἡ Ἰσαπόστολος: ἐφώτισε τοὺς Ῥώσσους. Μεθόδιος καὶ Κύριλλος οἱ Ἰσαπόστολοι: ἐφώτισαν τοὺς Σλάβους· καὶ ἐλάχιστοι ἄλλοι.
Οἱ αἰῶνες πέρασαν. Φθάνουμε στὰ ζοφερὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Κανεὶς Ἰσαπόστολος. Ἐκτὸς ἑνός. Τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Ποιό ἔθνος ἐφώτισε; Τὸ γένος τῶν Ῥωμηῶν. Τοὺς σκλαβωμένους. Τοὺς ἐγκαταλελειμένους. Τοὺς κατατρεγμένους.
Προσέφερε τόσα πολλὰ στὸ Γένος μας ποὺ δικαίως ἡ Ἐκκλησία τὸν ὠνόμασε Ἰσαπόστολο. Εἶναι ὁ μόνος ποὺ φέρει αὐτὸ τὸν επίζηλο τίτλο καθ᾿ ὅλην τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ἀλλὰ καὶ πολὺ πρίν. Μέχρι σήμερα ἄλλος δὲν φάνηκε καὶ -φοβοῦμαι- δὲν πρόκειται νὰ φανῇ ποτὲ πιά.
Ὁ βίος του ὑπῆρξε περιπετειώδης καὶ μεγαλειώδης. Τόμοι πολλοὶ πρέπει νὰ γραφθοῦν γιὰ νὰ εἶναι πλήρης. Καὶ πάλι θὰ μᾶ διαφεύγῃ κάτι: ἡ ἱερὴ φλόγα ποὺ ἔκαιγε στὰ στήθη του. Ἀπὸ πολυθρόνες καὶ ἀπὸ γραφεῖα βίος τέτοιου ἐκρηκτικοῦ Ἁγίου δὲν γράφεται.
Γιὰ αὐτὸ οἱ περισσότεροι ποὺ ἔγραψαν γιὰ αὐτόν, παρενόησαν ἐντελῶς τοὺς σκοποὺς καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου. Ὁ καθένας ἀναλόγως μὲ τὴν κοσμοθεωρία του ἔγραψε και τὶς ἀνοησίες του.
Οἱ ἀριστεροὶ ἔγραψαν ὅτι εἶναι ἐπαναστάτης, οἱ δεξιοὶ ὅτι εἶναι ἐθνεγέρτης. Οἱ ἑλληνολάτρες ὅτι ἦταν ὁ γνήσιος Ἕλληνας ποὺ γκρέμιζε ἐκκλησίες καὶ ἔχτιζε σχολεῖα, οἱ δημοτικιστὲς ὅτι ἦταν λαϊκὸς μπροστάρης στὴν γλώσσα, οἱ δάσκαλοι ὅτι ἦταν κήρυκας τῆς μόρφωσης, οἱ διαφωτιστὲς ὅτι ἦταν σκοταδιστής, οἱ σκοταδιστὲς ὅτι ἦταν πράκτορας τῶν Ῥώσσων καὶ ἄλλα φαιδρά.
Ἐλάχιστοι ἔγραψαν γιὰ τὸν Ἅγιό μας ὅ,τι ἔπρεπε νὰ γράψουν. Αὐτὸ ποὺ ἦταν. Ἦταν ἰσαπόστολος. Ἕνας ταπεινὸς μοναχός, μὲ βαθειὰ πίστη καὶ μὲ θεῖο φωτισμό. Μὲ ἁγιότητα βίου καὶ ἀγάπη γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μὲ μεγάλη μόρφωση γιὰ τὴν ἐποχή του ἀλλὰ καὶ μὲ ἀπέραντη ταπείνωση. Τί ξέρουν οἱ κοσμικοὶ συγγραφεῖς γιὰ ταπείνωση, πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, φιλοπτωχεία, ἀκτημοσύνη, ἁγνότητα, παρθενία, φωτισμό, ἔλλαμψη, ἁγιότητα, θέωση; Αὐτὰ εἶναι ἱερογλυφικὰ γιὰ αὐτούς. Καὶ τὰ ἀντιπαρέρχονται ὡς ἀνύπαρκτα. Ἦσαν ὅμως ὅλα μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ Ἁγίου ἀνδρός. Καὶ αὐτὰ καὶ τόσα ἄλλα... Ἀγάπη πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ἀγωνία γιὰ τὴν σωτηρία του, ζῆλος γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν.
Ὅλα ὅσα συγκροτοῦν τὴν μορφὴ ἑνὸς Ἰσαποστόλου.
Καὶ κάτι ἀκόμη:
Ὡς Ἰσαπόστολος ἀνήκει σὲ ὅλο τὸ γένος τῶν Ῥωμιῶν. Ἄρα ἀνήκει σὲ ὅλη τὴν Ἑλληνικὴ Χερσόνησο, τὴν ἀκρίτως λεγομένη Βαλκανική. Τὸν περιλαμβάνουμε ἐδῶ, στοὺς Ἁγίους τῆς Εὐρυτανίας, γιὰ δύο κυρίως λόγους:
α) Τὸ χωριὸ ποὺ γεννήθηκε, ἀνῆκε τότε στὸν Καζὰ τοῦ Καρπενησίου.
β) Ἡ περιοχὴ ποὺ συμβατικῶς ὀνομάζεται σήμερα Εὐρυτανία, ἐδέχθη πλουσιοπάροχα τὸν σπόρο τοῦ κηρύγματος τοῦ Ἁγίου. Εὐλογήθηκε μὲ τὴν παρουσία του. Εἶδε τὰ θαύματά του. Μοναστήρι Προυσσοῦ, Μοναστήρι Τατάρνας, Κυπαρίσσι Πρασιᾶς καὶ τόσα ἄλλα χωριὰ καὶ μοναστηράκια διηγοῦνται μέχρι σήμερα μετ᾿ ἐγκαυχήσεως πολλῆς: ἀπὸ δῶ πέρασεν ὁ πατρο-Κοσμᾶς.
Πολλοὶ σπουδαίοι ἄνδρες ἔδρασαν στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια. Ὅλοι ὅμως λησμονήθηκαν ἀπὸ τὸν λαό. Τοὺς μαθαίνουμε ἀπὸ τα βιβλία καὶ τὶς μελέτες τῶν ἱστορικῶν.
Μόνον ἡ προσωπικότητα τοῦ πατρο-Κοσμᾶ ἔμεινε ἀνεξίτηλα χαραγμένη στὴν μνήμη τοῦ λαοῦ. Ἂν κανεὶς περάσῃ σὲ χωριό, ποὺ ἔστω καὶ γιὰ λίγο παρέμεινεν ὁ Ἅγιος, θὰ ἀκούσῃ διηγήσεις ὁλοζώντανες γιὰ τὸ τί ἔκαμε, τί ἐκήρυξε, τί προφήτεψε, πῶς ἐθαυματούργησεν.
Ἀλλὰ τὰ τοῦ Ἁγίου Πατρός, δὲν τελειώνουν ποτέ.
Ἂς ἀσχοληθοῦμε διὰ βραχέων μὲ τὸν βίο του.
Γεννήθηκε στὸ Μέγα Δένδρο Ἀποκούρου, στὸ χωριό, ποὺ πολλὰ χρόνια πρίν, εἶχε γεννηθῆ καὶ ὁ Ἅγιος Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός. Εἶναι μερικὰ χωριά, ἀπὸ τὸν Θεὸ εὐλογημένα ποὺ τὸ νταμάρι τους βγάζει μεγάλους ἀνθρώπους. Ἕνα τέτοιο ἦταν καὶ τὸ Μεγάλο Δένδρο, τὸ χωριουδάκι των εἴκοσι σπιτιῶν.
Εἶχε γονεῖς εὐσεβεῖς, ποὺ τὸν ἀνέθρεψαν ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου. Ὁ ἀδελφός του ἐγένετο καὶ αὐτὸς ἱερομόναχος ὀνομασθεὶς Χρύσανθος, διδάσκαλος σὲ σχολεῖα καὶ εὐλαβέστατος κληρικός.
Στὴν πατρίδα του ἔμαθε τὰ πρῶτα ἱερὰ Γράμματα. Τὰ ἄνωθεν τὰ ἔμαθε κοντὰ σὲ κάποιον Ἱεροδιάκονο ὀνόματι Ἀνανία. Θέλοντας ὅμως νὰ μάθῃ περισσότερα, ἀναχωρεῖ γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ πρὶν λίγα μόλις χρόνια εἶχεν ἱδρυθῆ ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἡ περίφημος Ἀθωνιὰς Σχολή. Ἕνα ὁλόκληρο πανεπιστήμιο στὰ ὅρια τῆς Μονῆς τοῦ Βατοπεδίου. Ἀκόμη χάσκουν τὰ ἐρείπιά της μέσα στὸ πυκνὸ δάσος ποὺ τὴν περιβάλλει καὶ ποὺ τὴν ἔπνιξε. Ἐκεῖ ἐδιδάχθη τὴν Ἱερὰν Ἐπιστήμην τῆς Θεολογίας, ἀλλὰ καὶ τὰ θύραθεν μαθήματα· φιλοσοφία, ῥητορική, μαθηματικά κ.τ.λ.
Εἶχε διδασκάλους, τοὺς σοφωτάτους· Παναγιώτη τὸν Παλαμᾶ, Εὐγένιο τὸν Βούλγαρη, καὶ ἄλλους. Τότε ἦταν ἀκόμη λαϊκός, καὶ ὠνομαζόταν Κωνσταντῖνος. Σὲ τίποτε ὅμως δὲν διέφερε ὡς πρὸς τὴν πνευματικὴ ζωή, ἀπὸ τοὺς μοναχούς, παρὰ μόνον στὸ σχῆμα. Δὲν ἄργησε νὰ ἔλθῃ ἡ παρακμὴ τῆς Σχολῆς. Ἔριδες, διενέξεις, ἀστοχίες τὴν διέλυσαν. Ἄλλη μία θλιβερὴ σελίδα τοῦ Γένου μας. Ἡ διχόνοια ἡ δολερή, ἔκαμε τὸ ἀπαίσιον ἔργον της.
Φεύγει καὶ ἔρχεται στὴν Μονὴ Φιλοθέου. Ὑπετάγη στοὺς προϊσταμένους τῆς Μονῆς, ἐδοκιμάσθη κατὰ τὸ σύνηθες καὶ τὸ πρέπον καὶ ἐκάρη μοναχός. Κατὰ τὴν κουρά του ἔλαβε τὸ ὄνομα Κοσμᾶς κατὰ τὸ κρατοῦν ἔθος σὲ μερικὰ μοναστήρια νὰ δίδουν ὄνομα τὸ ὁποῖον νὰ ἀρχίζῃ ἀπὸ τὸ ἴδιο γράμμα ποὺ ἀρχίζει καὶ τὸ ὄνομα τὸ κοσμικό. Ἔτσι καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ἔγινε Κοσμᾶς. Ὑπετάσσετο μὲ πολλὴν προθυμία καὶ ζοῦσε μὲ πολλὴν ἄσκηση, ἀλλὰ καὶ πολλὴ ταπείνωση. Ἀργότερα ἐχειροτονήθη διάκονος καὶ κατόπιν πρεσβύτερος-ἱερομόναχος, ὅπως συνήθως λέγονται οἱ καλογεροπαπάδες.
Τὸ Γένος κινδύνευε τὸν ἔσχατο κίνδυνο. Ἀπὸ τὴν μία οἱ Τοῦρκοι, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ διαφωτισμός, ὁ ἄθεος διαφωτισμὸς τῆς Γαλλίας. Ἡ πίστις διαρκῶς ὑποχωροῦσε. Τὸ Ἰσλὰμ ἐν θριάμβῳ. Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ἠφανίζετο. Ἐπαρχίες ὁλόκληρες εἶχαν ξεχάσει τὰ ῥωμέϊκα καὶ μιλοῦσαν ἄλλες τούρκικα, ἄλλες σλάβικα, ἄλλες ἀρβανίτικα, ἄλλες βλάχικα.
Ἦσαν καὶ οἱ ξένες προπαγάνδες. Παπικοὶ μισσιονάριοι, λουθηροκαλβίνοι ψευδοϊεραπόστολοι ἐκμεταλλευόμενοι τὴν φτώχεια τοῦ λαοῦ, ἔμπηγαν τὰ γαμψὰ καὶ μολυσμένα νύχια τους στὶς ἄχραντες καὶ ἀμίαντες σάρκες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀντελήφθη ὁ Ἅγιος τὸν κίνδυνο. Τὰ ἀπαισιόδοξα μηνύματα ἔφθαναν καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὰ συνέλαβε. Ἔπρεπε νὰ διακόψῃ τὴν ἄσκηση στὴν Μονή. Τὸν περίμενε τὸ Γένος του, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μόρφωση εἶχε ἀποκτήσει πολλήν, ἀρετὲς δυσκατόρθωτες γιὰ τοὺς πολλοὺς εἶχε, ταπείνωση διέθετε δυσθεώρητη, ζῆλος ἔνθεος ἔκαιγε στὴν καρδιά του.
Ἔλαβε τὴν εὐχὴ τῶν πατέρων τῆς Μονῆς. Πῆρε τὸ ῥαβδὶ καὶ τὸν τορβά του καὶ ξεκίνησε. Ξεκίνησε ἀπὸ ποῦ; Ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὡς ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας ἤξευρε ὅτι ἂν δὲν λάβῃ τὴν εὐλογία τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας θὰ ἐκοπίαζε εἰς μάτην. Τὸ ἔργο του δὲν θὰ εἶχε καρποφορία. Μεταβαίνει λοιπὸν στὸ Φανάρι καὶ συναντᾷ τὸν Πατριάρχη τοῦ Γένους. Πατριάρχης τότε ἦταν ὁ Σεραφείμ. Συζήτησε μαζί του γιὰ τὴν κατάσταση τοῦ Γένους. Συγκινήθηκε ὁ Πατριάρχης. Συμφώνησε ἀπολύτως. Ἔδωσε τὴν εὐχή του καὶ μάλιστα ἐγγράφως. Ὅπου κι ἂν πάῃ νὰ τὸν δέχονται ὡς γνήσιο κήρυκα τοῦ Ευαγγελίου. Στον κόρφο του ὁ Ἅγιος κρύβει τὸ Πατριαρχικὸ γράμα πρὸς τοὺς μητροπολίτας καὶ ἐπισκόπους τῆς δικαιοδοσίας του.
Ἀρχίζει τὸν εὐαγγελισμὸ τῶν πιστῶν ἀπὸ τὰ περίχωρα τῆς Βασιλεούσης. Υπῆρχαν τότε ἑκατοντάδες χωριά, ἀμιγῶς Χριστιανικά, γύρω ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὸν ἀπέραντο κάμπο τῆς Θράκης.
Κατόπιν κατέβηκε πρὸς τὰ μέρη τῆς καταγωγῆς του. Κήρυξε στὰ Κράββαρα (ὀρεινὴ Ναυπακτία), στὸ Μεσολόγγι, στὸ Βραχώρι (Ἀγρίνιο). Ὁ Πατριάρχης ἄλλαξε. Εἶναι ἡ ζοφερὴ ἐποχὴ τῶν συχνῶν ἀλλαξοπατριαρχειῶν. Ὁ Σουλτάνος, ἤθελε χρήματα, πολλὰ χρήματα. Καὶ ὄχι μόνον αὐτός. Ὅλοι. Ἀπὸ τὸν μεγάλο Βεζύρη ἕως καὶ τὸν τελευταῖο αὐλικό. Ὅλοι ἤθελαν μπαξίς. Ὅσο τακτικότερα ἄλλαζε Πατριάρχης τόσο πιὸ πολλὰ χρήματα ἔμπαιναν στὴν τρύπια του τσέπη. Γιὰ αὐτὸ καὶ κάθε λίγο εἴχαμε ἄλλο Πατριάρχη. Γιὰ αὐτὸ καὶ τὸ ἴδιο πρόσωπο πατριάρχευε δύο καὶ τρεῖς ἢ καὶ περισσότερες φορές. Γιὰ αὐτὸ και τὸ Πατριαρχεῖο ἦταν πάντα καταχρεωμένο και πνιγόταν ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις τῶν Ἑβραίων τοκογλύφων.
Νέος Πατριάρχης ἦταν ὁ Σωφρόνιος. Ζήτησε καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἄδεια. Τὴν ἔλαβε. Μὲ αὐτὴν κατέρχεται καὶ κηρύττει στὰ Δωδεκάνησα. Ἀνέρχεται στὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸ ὁποῖο καὶ περιώδευσε ὅλο. Φθάνει, κηρύσσων καθ᾿ ὁδόν, στὴν Θεσσαλονίκη, στὴν Βέῤῥοια καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν Μακεδονία. Ἔφθασε μέχρι τὴν Χειμάῤῥα τῆς Ἠπείρου. Κατέβηκε στὴν Ἀκαρνανία καὶ Αἰτωλία, μετὰ στὴν Πρέβεζα καὶ τὴν Ἄρτα, στὴν Λευκάδα καὶ τὴν Κεφαλληνία. Κατόπιν ἐπεσκέφθη στὴν Ζάκυνθο καὶ τὴν Κέρκυρα. Τέλος ἔφθασε καὶ στὴν Ἀλβανία ὅπου τὸ πλεῖστον τῶν Ἀλβανῶν Χριστιανῶν εἶχεν ἀλλαξοπιστήσει, οἱ δὲ Ῥωμηοὶ Χριστιανοί, εἶχαν ξεχάσει τὴν γλώσσα τους καὶ μιλοῦσαν Ἀρβανίτικα. Ἐκεῖ καὶ ἐμαρτύρησε. Ἀλλὰ περὶ τούτου ἀργότερα.
Ὅπου καὶ ἂν πήγαινε γινόταν μεγάλη σύναξις τῶν Χριστιανῶν. Ἄκουαν μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό, μὲ ἡσυχία ἀπόλυτη, μὲ κατάνυξη καὶ δάκρυα τὸ ἁπλὸ καὶ γλυκὺ κήρυγμα τοῦ Ἁγίου. Ἡ διδασκαλία ἠκολουθεῖτο ἀπὸ πλεῖστα ὅσα θαύματα τῶν ὁποίων καὶ μόνη ἡ ἀπαρίθμησις εἶναι ἀκατόρθωτη. Τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸν Χριστό, γιὰ τὴν ψυχή, γιὰ τὸ ποθούμενο ποὺ ἦταν ἡ λευτεριά, προφήτευε γιὰ τὰ ὅσα ἔμελλε νὰ συμβοῦν. Καὶ ὅπως τὰ προεῖπε ἔτσι καὶ ἔγιναν.
Κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐξημέρωσε καρδιὲς ἐξαγριωμένες ἀπὸ τὴν ἀμάθεια, κατεπράϋνε ληστές, μετέβαλε ἀσπλάγχνους σὲ εὐσπλάγνους, ἀνευλαβεῖς μεταποίησε σὲ εὐλαβεῖς καὶ ἐν συντόμῳ ἐφάνη στὴν Ἐκκλησία Χριστοῦ νέος Ἀπόστολος.
Ἀπὸ ὅπου καὶ ἂν περνοῦσε παραινοῦσε τοὺς χριστιανοὺς νὰ ἱδρύουν σχολεῖα γιὰ νὰ μαθαίνουν τὰ Ῥωμηόπουλα τὴν Ελληνικὴ Γλώσσα καὶ τὰ Ἱερὰ Γράμματα ποὺ ὁδηγοῦν εἰς ευσέβειαν.
Παρότρυνε τοὺς Ῥωμηοὺς νὰ ὁμιλοῦν τὴν γλώσσα τους. Ἐγνώριζε καλῶς ὅτι ὅποιος χάνει τὴν γλῶσσά του, σιγὰ-σιγά, χάνει καὶ τὴν πίστη του.
Γιὰ πολλὰ χρόνια μετά, ἕνας μεγάλος ξύλινος Σταυρός, ποὺ στηνόταν πάντα στὸν τρόπο ποὺ κήρυττε, ὑπενθύμιζε τὴν διδασκαλία του καὶ τὰ θαύματά του. Ὁ Ἅγιος ἔφευγε γιὰ ἄλλους τόπους κινούμενος ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔμενε ὅμως ὁ Σταυρός, ἀψευδὴς μάρτυς τῆς ἁγίας διελεύσεώς του.
Τὸ σπουδαῖον εἶναι τὸ ὅτι ὄχι μόνον οἱ Χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ οἱ Ὀθωμανοί, τιμοῦσαν ὑπερβολικὰ τὸν Ἅγιο. Τὸν σέβονταν, ὡς Ἀζίζ, ὡς Ἅγιο. Εἶχε θεραπεύσει πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς ἀπὸ ἀνίατες ἀσθένειες. Τὸ ὁμολογεῖ καὶ ὁ ἴδιος σὲ μία ἐπιστολή του πρὸς τὸν αὐτάδελφό του Χρύσανθο ποὺ τότε ἦταν δάσκαλος στὴν Νάξο.
Τὸν μισοῦσαν ὅμως θανάσιμα οἱ Ἑβραῖοι. Ὁ Ἅγιος οὐδέποτε εἶχεν ἐκστομίσει κάτι ἐναντίον τους. Στὰ κηρύγματά του εἰσχωροῦσαν καὶ κατάσκοποι, ῥωμηοὶ πολλὲς φορές, σταλμένοι ἀπὸ τοὺς κρατοῦντας. Τὸ γνώριζε αὐτὸ ὁ Ἅγιος καὶ γιὰ αὐτὸ ἦταν προσεκτικός. Μιλοῦσε ἀλληγορικὰ καὶ ὁ νοῶν νοείτω. Γιατί τὸν μισοῦσαν λοιπόν; Γιατὶ ἐμμέσως τοὺς ἐζημίωνε. Δίδασκε τὸν λαό, ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ κάνουν παζάρια, οὔτε νὰ πηγαίνουν σὲ παζάρια καὶ νὰ κάνουν ἀγοραπωλησίες κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Ἡ Κυριακή, εἶναι ἡμέρα ἁγιασμένη, ανήκει στὸν Κύριο. Οἱ Χριστιανοί, πρέπει νὰ πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία και ὄχι στὰ παζάρια. Καὶ μετὰ τὴν Ἐκκλησία νὰ προσεύχονται, νὰ διαβάζουν βιβλία πνευματικά.
Οἱ Ἑβραῖοι ἦσαν φανατικοὶ τηρητὲς τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Οὔτε φωτιὰ δὲν ἄναβαν. Εἶχαν πείσει τοὺς Τούρκους –μὲ χρῆμα ἄφθονο βέβαια- νὰ γίνονται τὰ παζάρια τὴν Κυριακή. Τοὺς Τούρκους δὲν τοὺς ἔνοιαζε καὶ πολύ. Αὐτοὶ σὰν ἀργία εἶχαν τὴν Παρασκευή. Οἱ Χριστιανοί, δυναστευόμενοι δὲν εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ ἀντιδράσουν. Ἦσαν τὰ θύματα. Θὰ μποροῦσαν τὰ παζάρια νὰ γίνονται σὲ ἄλλη μέρα τῆς ἑβδομάδος, ἀλλὰ τότε οἱ Χριστιανοί, ἐργάζονταν. Καὶ ποιός θὰ τοὺς ἄρμεγε; Τὰ παζάρια ἦσαν τότε ἀπαραίτητα. Ἐκεῖ εὕρισκες ἀπὸ βελόνι μέχρι κανόνι, ποὺ λέει ὁ λόγος. Ἐμπορικὰ καταστήματα δὲν ὑπῆρχαν. Τὸ ἐμπόριο γινόταν σχεδὸν ἀποκλειστικὰ στὰ παζάρια. Καλοῦσε λοιπὸν ὁ Ἅγιος σὲ παθητικὴ ἀντίσταση τοὺς Χριστιανούς. Αὐτοὶ ἦσαν οἱ περισσότεροι. Δὲν ἦτο δυνατόν, μία μικρὴ μειονότης ποὺ ἦσαν οἱ Εβραῖοι νὰ ἐπιβάλλουν τὶς θελήσεις των. Τὰ παζάρια ἔπρεπε νὰ γίνονται τὰ Σάββατα.
Εἶναι προτιμότερο νὰ πατήσῃς τίγρη στὰ νύχια, παρὰ Ἑβραῖο στὸ συμφέρον. Αὐτὸ τὸ συμφέρον τοὺς εἶχε μεταβάλλει σὲ δυνάστες. Ὅλοι οἱ Ῥωμηοί, ἀκόμη καὶ τὸ Πατριαρχεῖο, στέναζαν ἀπὸ τὴν τοκογλυφία τους.
Ἔπρεπε λοιπόν, νὰ φύγῃ ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν μέση. Μὰ πῶς ὅμως; Ἡ κατηγορία ὅτι κήρυττε νὰ γίνονται τὰ παζάρια τὸ Σάββατο δὲν θὰ ἔπιανε. Καὶ ἂν ἔπιανε δὲν θὰ ὡδηγοῦσε σὲ θάνατο τὸν Ἅγιο. Χρειάζονταν νὰ βροῦν γερὸ πάτημα. Καὶ δὲν ἄργησαν νὰ τὸ βροῦν. Μαΐστορες στὴν συκοφαντία, ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ μας. Διέδωσαν ὅτι ὁ Ἅγιος ἦταν πράκτορας τῆς Μοσχοβίας, τῆς Ῥωσσίας δηλαδή. Αὐτὸ θὰ ἔπιανε ἔστω καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε ἴχνος ἀληθείας. Οἱ Τοῦρκοι φοβοῦνταν τοὺς Ῥώσσους, ὅπως ὁ διάβολος φοβᾶται τὸ λιβάνι. Οἱ ἀλλεπάλληλοι Ῥωσσοτουρκικοὶ πόλεμοι κατέληγαν πάντα μὲ νίκη τῶν Ῥώσσων. Τὸ μάτι τοῦ Τσάρου ἦταν πάντα στραμμένο στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ Αἰγαῖο, στὴν Μεσόγειο. Κάθε λοιπὸν ἀναφορὰ στοὺς Ῥωσσους, θεωροῦνταν προδοσία κατὰ της Ὑψηλῆς Πύλης. Οἱ ἀναφορὲς τῶν κατασκόπων ἦταν αρνητικές. Ἀπεδείχθη ὅτι ἡ κατηγορία ἦταν ψευδής, καὶ ἔτσι ἔπεσε στὸ κενό. Ἀλλὰ δὲν ἀπελπίστηκαν. Ὅταν δὲν πιάνει ἡ συκοφαντία πιάνει ὁ παράς. Ἐδωροδόκησαν (παληὰ ἡ τέχνη καὶ πάντοτε ἐπιτυχής), τον Κοὺρτ Πασά. Κοὺρτ στὰ τούρκικα σημαίνει λύκος και λύκος ἦταν. Μὲ δόλο συνέλαβε τὸν Ἅγιο. Σύντομες οἱ διαδικασίες. Οἱ επτὰ δήμιοι τοῦ ἀνέγνωσαν τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση τοῦ Πασά: Θάνατον στὴν ἀγχόνη. Κρεμάλα. Αἴτιο: Ἦταν προδότης, ἀγνώμων στὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Σουλτάνου. Τόλμησε νὰ σηκώσῃ τὸ κεφάλι κατὰ τοῦ αὐθέντη του.
Ὁ Ἅγιος ἐδέχθη μὲ πολλὴ χαρὰ τὴν ἀπόφαση, καίτοι ἤξερε ὅτι ἦταν κατασκευασμένη. Ἄλλωστε αὐτὸ δὲν ποθοῦσε πάντοτε; Νὰ σφραγίσῃ μὲ τὸ αἷμά του τὴν διδαχή του.
Τὸ περίμενε πάντα. Γιὰ αὐτὸ μόλις ἄκουσε την καταδίκη του γονάτισε καὶ προσευχήθηκε στὸν Ἅγιο Θεό. Τὸν εὐχαρίστησε καὶ τὸν ἐδόξασε γιατὶ τὸν ἀξίωσε νὰ θυσιάσῃ καὶ τὴν ζωή του γιὰ Αὐτόν, τὸν ὁποῖον ἠγάπησεν ἡ ψυχή του.
Σηκώθηκε, ἐστράφη καὶ πρὸς τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος καὶ εὐλόγησε ὅλους τοὺς Χριστιανούς, στὰ πέρατα τῆς γῆς, ὅσους φυλάσσουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
Οἱ δήμιοι τον ἔσυραν κοντὰ σὲ ἕνα γέρικο δένδρο. Ἔψαξαν καὶ βρῆκαν ἕνα γερὸ κλωνάρι. Θέλησαν νὰ δέσουν πισθάγκωνα τὰ χέρια του. Ὁ Ἅγιος ὑπεσχέθη ὅτι δὲν πρόκειται νὰ φέρῃ ἀντίσταση. Θὰ τὰ κρατεῖ σταυρωμένα μπροστὰ στὸ στῆθός του, σὰν νὰ ἦταν δεμένα. Τὸ δέχθηκαν. Τί μποροῦσε ἐξ ἄλλου νὰ κάμη ἕνα ἀδύναμο γεροντάκι σὲ ἑπτὰ θηρία; Ἔφεραν τὸ χοντρὸ σκοινί. Ἔκαμαν θηλειὰ συρόμενη στὸ ἕνα ἄκρο. Ζύγιασαν τὸ ἄλλο ἄκρο καὶ τὸ πέταξαν πάνω ἀπὸ τὸ κλωνάρι. Πέρασαν τὴν θηλειὰ στὸ λαιμὸ τοῦ Ἁγίου. Τὴν ἔσφιξαν. Ἑπτὰ ζευγάρια μυώδη μπράτσα τράβηξαν τὸ σχοινί. Τὸ ἁγιασμένο σῶμα βρέθηκε μὲ μιᾶς μετέωρο. Ἦλθε τὸ τέλος. Ἡ ψυχή του σὰν λευκὸ περιστέρι πέταξε στὸν οὐρανό. Ὁ ἀστὴρ ὁ μέγας καὶ τὸ καύχημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστου, ἔδυσε στὴν γῆ γιὰ νὰ ἀνατείλῃ στὸν οὐρανό.
Μόλις τὸ σῶμα ἔπαψε νὰ κινῆται, οἱ βάρβαροι δήμιοι τὸ κατέβασαν ἀπὸ τὴν αὐτοσχέδια κρεμάλα. Τὸ ξεγύμνωσαν, τοῦ ἔδεσαν στὸ λαιμὸ ἕνα βαρὺ λιθάρι καὶ τὸ πέταξαν στὸ ποτάμι. Καὶ ὅλα αὐτὰ κρυφὰ καὶ ἐν βίᾳ. Νὰ μὴ τὸ μάθῃ ὁ λαός.
Δὲν ἄργησε νὰ τὸ μάθῃ. Πλήθη πιστῶν ἄρχισαν νὰ συῤῥέουν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ἔψαχναν, ἔψαχναν ὅλο τὸ ποτάμι γιὰ νὰ βροῦν τὸ Ἅγιο Λείψανο, ἀλλὰ εἰς μάτην.
Ἐκεῖ κοντά, ὑπῆρχεν ἕνα μοναστήρι ἀφιερωμένο στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Ἔφθασε καὶ σὲ αὐτὸ ἡ φήμη ὅτι ὁ Ἅγιος μαρτύρησε καὶ ὅτι τὸ ἅγιο λείψανο δὲν βρισκόταν.
Ἕνας εὐλαβὴς ἱερομόναχος τοῦ Μοναστηριοῦ, ὀνομαζόμενος παπα-Μάρκος ἀπεφάσισε νὰ ψάξῃ καὶ αὐτός. Ἦταν ἤδη ἡ τρίτη ἡμέρα μετὰ τὸ μαρτύριο. Κατεβαίνει στὸ ποτάμι, μπαίνει σὲ μία βάρκα, κάνει τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, προσεύχεται καί... βλέπει τὸ ἅγιο λείψανο. Πλέει στὸ νερὸ ὄρθιο, σὰν νὰ εἶναι ζωντανό. Τὸ συστέλλει μὲ πολλὴν εὐλάβεια, το τυλίγει μὲ τὸ ῥάσο του καὶ τὸ ἐνταφιάζει πίσω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βῆμα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς του.
Ὁ τάφος δὲν ἄργησε νὰ γίνῃ προσκύνημα τῶν Χριστιανῶν τῆς ἐνιαίας Ἠπείρου.
Ἀργότερα, ὁ Ἀλὴ Πασὰς ὁ Τεπελενλῆς, ὁ σατράπης τῶν Ἰωαννίνων κατέβαλε μεγάλο ποσὸ χρημάτων γιὰ νὰ χτισθῇ μεγάλος ναός, στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του.
Τί σχέση μποροῦσε νὰ ἔχει ὁ τύραννος ἐκεῖνος Τουρκαλβανός, μὲ τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ; Τὸν θεωροῦσε ἅγιο ἄνθρωπο καὶ κυρίως προφήτη. Ὅταν ακόμη ἦταν ἄσημος ληστής, στὸ Τεπελένι, ὁ Ἅγιος τοῦ προεῖπε ὅτι θα γινόταν πασάς. Καὶ σφηνώθηκε στὸ μυαλό του. Καὶ ὅταν ἔγινε πασάς, βεβαιώθηκε γιὰ τὸ προφητικό του χάρισμα. Καὶ τὸ ξεπλήρωσε μὲ τὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ. Ὅταν τὸν ῥώτησε ὁ πασάς, ἂν θὰ πάῃ στὴν Πόλη νικητής, ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπήντησε: Θὰ πᾶς ἀλλὰ μὲ κόκκινα γένεια. Δὲν ἔζησε γιὰ νὰ δῇ τὴν προφητεία ἐκπληρουμένη. Ἕνας τορβᾶς μὲ κομμένο καὶ ἁλατισμένο κεφάλι, μὲ τὰ γένεια κόκκινα, ἔφθασε κάποτε στὴν Πόλη. Ἦταν τὸ δικό του.
Ἤθλησεν ὁ Ἅγιος στὶς 24 Αὐγούστου τοῦ 1779ου σ.ἔ. Ἀργότερα ἔγινε ἡ ανακομιδὴ τῶν τιμίων καὶ χαριτοβρύτων λειψάνων του. Ἄπειρα θαύματα ἔχουν γίνη ἐκεῖ στὸ Κολικόντασι. Καὶ στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια καὶ στὰ κατόπιν ζοφερότατα.
Τὸ 1967 τὰ πάντα διελύθησαν. Ἡ διαταγὴ τοῦ Ἐμβὲρ Χότζα ἦταν σαφής· νὰ μὴν μείνῃ τίποτε ποὺ νὰ θυμίζῃ θρησκεία. Ἀπεσχηματίσθησαν παπάδες, διαλύθησαν μοναστήρια, γκρεμίστηκαν ἐκκλησίες, κάηκαν Εἰκόνες, τίποτε δὲν ἔμεινε ὄρθιο. Ἔμειναν ὅμως τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου ἀκέραια. Παρηγοριὰ γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ἀλβανίας. Παρηγοριά, στὸν ἀβασταχτο πόνο καὶ φῶς στὸ σκοτάδι. Καὶ ἐνῷ σώθηκαν ἀπὸ τόσες περιπέτειες, χάθηκαν στὶς ἡμέρες μας. Χάθηκαν ἢ ἐκλάπησαν; Ἐκλάπησαν ἢ τὰ κρύβουν οἱ Ἀλβανοί, σὰν κάποιο διαπραγματευτικὸ χαρτί;
Ξέρουν τὴν τιμὴ τῆς Ῥωμηυοσύνης ὅλης πρὸς τὸν Ἅγιο καὶ τὴν ἐκμεταλλεύονται. Μὲ τὸν πιὸ ἀνίερο τρόπο. Θὰ δοθοῦν κάποτε στὴν ταλαίπωρη Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας;
Ὁ χρόνος θὰ δείξῃ, καὶ ὁ Ἅγιος πάλιν θὰ θαυματουργήσῃ.