Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 9 Ἰανουαρίου
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος, Μητροπολίτης Μόσχας, κατὰ κόσμο Θεόδωρος, καταγόταν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῶν εὐγενῶν Κολιτσέφ, καὶ κατεῖχε ἐξέχουσα θέση στὴ Δούμα τῶν Βογυάρων, στὸ δικαστήριο τῶν ἡγεμόνων τῆς Μόσχας. Γεννήθηκε τὸ ἔτος 1507. Ὁ πατέρας του, Στέφανος Ἰβάνοβιτς, ἦταν ἄνθρωπος φωτισμένος καὶ πλήρης στρατιωτικῆς ἰδιοφυΐας, ἑτοίμασε προσεκτικὰ τὸν γιό του γιὰ νὰ λάβει θέση σὲ κάποια κυβερνητικὴ ὑπηρεσία. Ἡ εὐσεβὴς μητέρα του Βαρβάρα, ἡ ὁποία ἐκοιμήθη ὡς μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Βαρσανουφία, ἐμφύτευσε στὴν ψυχὴ τοῦ γιοῦ της εἰλικρινὴ πίστη καὶ βαθιὰ εὐσέβεια. Ὁ νεαρὸς Θεόδωρος Κολιτσὲφ ἐφήρμοζε μὲ ἐπιμέλεια τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὶς ἐπιταγὲς τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Ὁ Μέγας Πρίγκηψ τῆς Μόσχας, Βασίλειος ὁ Τρίτος, πατέρας τοῦ Ἰβὰν τοῦ Τρομεροῦ, τὸν προώθησε στὸ δικαστικὸ σῶμα, ἀλλὰ τὸν νεαρὸ Θεόδωρο δὲν τὸν προσέλκυε αὐτὴ ἡ προοπτική. Ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς ματαιοδοξίας καὶ τῶν ἁμαρτιῶν του, ὁ Θεόδωρος ἑλκύονταν ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση βιβλίων καὶ ἀπὸ τὰ προσκυνήματα στὶς ἐκκλησίες. Ἡ ζωὴ στὴ Μόσχα ἀπωθοῦσε τὸν νεαρὸ ἀσκητή. Τὴν Κυριακή, 5 Ἰουνίου 1537, κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία, ὁ Θεόδωρος αἰσθάνθηκε στὴν ψυχή του ἔντονα τὰ λόγια τοῦ Σωτῆρος: «Κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ὑπηρετήσει δύο κυρίους» (Ματθ. στ´ 24), τὰ ὁποῖα καθόρισαν τελικῶς τὴ ζωή του. Διακαῶς προσεύχεται στοὺς θαυματουργοὺς ἁγίους της Μόσχας καὶ χωρὶς νὰ χαιρετήσει τοὺς συγγενεῖς του, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴ Μόσχα καὶ γιὰ λίγο καιρὸ κρύφτηκε, μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, στὸ χωριὸ Χίζνα, κοντὰ στὴν Λίμνη Ὀνέγκα, κερδίζοντας τὰ πρὸς τὸ ζεῖν ὡς βοσκός.
Μετὰ ἔφυγε γιὰ τὸ φημισμένο μοναστήρι Σολοβσκὴ στὴν Λευκὴ Θάλασσα. Ἐκεῖ μετὰ ἀπὸ ἐνάμιση χρόνο δοκιμῶν, ὁ ἡγούμενος Ἀλέξιος τὸν ἔκειρε μοναχό, δίνοντάς του τὸ ὄνομα Φίλιππος. Ἔκανε ὑπακοὴ στὸν Γέροντα Ἰωνᾶ Σαμινᾶ, συνασκητὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ (30 Αὐγούστου). Ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τῶν ἐμπείρων γερόντων, ὁ Φίλιππος συνδύασε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἐργαζόμενος μὲ βαρὺ σφυρί. Τὸ 1546 στὸ Νόβγκοροντ, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θεοδόσιος ἔκανε τὸν Φίλιππο ἡγούμενο τῆς μονῆς Σολοφσκή. Τὸ μοναστήρι γνώρισε πνευματικὴ ἀναγέννηση. Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ἔχτισε δύο ναούς: μιὰ ἐκκλησία τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὸ ἔτος 1557 καὶ μία ἐκκλησία τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ ἡγούμενος ἐργάστηκε καὶ ὁ ἴδιος ὡς ἁπλὸς ἐργάτης, βοηθώντας τους νὰ βελτιώσουν τὰ τείχη τῆς ἐκκλησίας τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ σὲ αὐτὰ τὰ χρόνια ἄνθισε στὸ μοναστήρι, ἀγωνιζόμενος μὲ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδέλφούς του καὶ ὑποτακτικούς του –Ἁγίους Ἰωάννη καὶ Λογγίνο τῆς Γιαρένγκα (3 Ἰουλίου)καὶ Βασσιανὸ καὶ Ἰωνᾶ τοῦ Περτομίνσκ (12 Ἰουλίου) Ὁ Ἅγιος Φίλιππος συχνὰ ἀποσύρονταν σὲ ἕνα ἐρημικὸ σημεῖο στὴν ἄγρια φύση γιὰ προσευχή, σὲ ἕνα μέρος ποὺ ἔμεινε γνωστὸ ἀργότερα ὡς τὴν ἔρημο Φιλίππωφ.
Ἀλλὰ ὁ Κύριος προετοίμαζε τὸν ἅγιο γιὰ κάτι ἄλλο. Στὴ Μόσχα, ὁ τσάρος Ἰβὰν Δ´ (ὁ Τρομερὸς) θυμήθηκε τὸν ἐρημίτη τοῦ Σολοφσκὶ τὸν ὁποῖο γνώριζε ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία. Ὁ Τσάρος ἐλπίζει νὰ βρεῖ στὸν Ἁγίο Φίλιππο ἕνα πνευματικὸ σύμβουλο. Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ Ἁγίου Φιλίππου ὡς ἀρχιποίμενος τῆς Ῥωσικῆς Ἐκκλησίας τοῦ φαινόταν ὡς ἡ καλύτερη δυνατή. Γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα ὁ ἅγιος ἀρνήθηκε νὰ ἀναλάβει τὸ μεγάλο αὐτὸ βάρος, ἀφοῦ δὲν εἶχε νόημα καμία πνευματικὴ συγγένεια μὲ τὸν Ἰβάν. Προσπάθησε νὰ πείσει τὸν Τσάρο γιὰ τὴν κατάργηση τῆς Ὀπριτσνίκι [μυστικῆς ἀστυνομίας], ὅμως ὁ Ἰβὰν ὁ Τρομερὸς ἐπιχείρησε νὰ ὑποστηρίξει τὴν πολιτικὴ ἀναγκαιότητά της. Τέλος, ὁ φοβερὸς Τσάρος καὶ τὸ ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Συμβούλιο ἦρθαν σὲ συμφωνία: ὁ Φίλιππος νὰ μὴν παρεμβαίνει στὶς ὑποθέσεις τῆς Ὀπριτσνίκι καὶ τὴν λειτουργία τῆς κυβέρνησης.
Στὶς 25 Ἰουλίου, 1566 ἔγινε ἡ ἐνθρόνιση τοῦ ἱεράρχη στὴ Μόσχα. Ὁ Ἰβὰν ὁ Τρομερὸς ἐπιθυμοῦσε τὴν Ὀπριτσνίκι νὰ παρουσιάζεται σὰν μιὰ μορφὴ μοναστικῆς ἀδελφότητας, καὶ νὰ ὑπηρετοῦν τὸν Θεὸ μὲ ὅπλα καὶ στρατιωτικὰ ἔργα. Οἱ Ὀπριτσνίκι ἔπρεπε νὰ ντύνονται μὲ μοναχικὸ ἔνδυμα καὶ νὰ παρακολουθοῦν τὶς μακριὲς καὶ κουραστικὲς ἀκολουθίες στὴν ἐκκλησία, ποὺ διαρκοῦσαν ἀπὸ τὶς 4 ἕως στὶς 10 ἡ ὥρα τὸ πρωί. Ὁ Ἅγιος Φίλιππος, θεώρησε ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀναμειγνύεται τὸ γήινο μὲ τὸ οὐράνιο καὶ ὁ Σταυρὸς νὰ ἐξυπηρετεῖ τὸ ξίφος. Ὁ Ἅγιος Φίλιππος εἶδε πόσο ἀμετανόητοι ἦσαν καὶ τὴ κακία καὶ τὸν φθόνο ποὺ κρύβονταν κάτω ἀπὸ τὶς μαῦρες κεφαλὲς τῶν Ὀπριτσνίκι, διότι προέβαιναν διαρκῶς σὲ δολοφονίες καὶ μαζικὲς αἱματοχυσίες. Ὁ Ἰβὰν ὁ Τρομερὸς ἤθελε νὰ ἐξιλεώσει τὴν μαύρη ἀδελφότητά του, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ἀποφάσισε νὰ ἐναντιωθεῖ στὸν Ἰβὰν ἐξαιτίας ἑνὸς νέου κύματος ἐκτελέσεων κατὰ τὰ ἔτη 1567-1568. Ὁ Τσάρος ἄρχισε νὰ δείχνει ὅλο καὶ μεγαλύτερη σκληρότητα σὲ ὅσους ἦσαν ἀντίθετοι στὴν πολιτική του. Οἱ ἐκτελέσεις ἀκολουθοῦσαν ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη. Ἡ ὁριστικὴ ρήξη τῶν δύο ἀνδρῶν ἐπῆλθε τὴν ἄνοιξη τοῦ 1568, ὅταν ὁ Τσάρος μὲ τοὺς Ὀπριτσνίκι εἰσῆλθαν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως μὲ μοναχικὰ ἔνδυματα, ὅπως ἦσαν τὰ ἔθιμά τους καὶ ὁ Ἅγιος Φίλιππος ἀρνήθηκε νὰ εὐλογήσει τὸν τσάρο καὶ ἄρχισε νὰ καταγγέλει ἀνοιχτὰ τὶς ἄνομες πράξεις ποὺ διαπράτταν οἱ Ὀπριτσνίκι.
Ἡ τύχη τοῦ Ὁμολογητοῦ Ἁγίου Φιλίππου ἦταν σφραγισμένη. Ὁ Ἰβὰν ἤθελε νὰ κρατήσει τὰ προσχήματα καὶ συνέστησε μητροπολιτικὸ δικαστήριο γιὰ νὰ ἀποδώσει διάφορες κατηγορίες στὸ Μητροπολίτη Φίλιππο. Θὰ κατηγορηθεῖ ἀκόμη καὶ γιὰ μαγεία μὲ πρωτοστάτη τῶν ἡγούμενο τοῦ Σολοφκὶ καὶ κἄποιους μοναχούς. Ἀκόμη, μετὰ ἀπὸ τὴν ποινὴ φυλάκισης ποὺ τοῦ εἶχε ἐπιβληθεῖ, ὑπεχρέωσαν τὸν Ἅγιο Φίλιππο νὰ λειτουργήσει στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως. Αὐτὸ ἔγινε στὶς 8 Νοεμβρίου 1568. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας μπῆκαν μέσα στὸ ναὸ οἱ Ὀπριτσνίκι. Τὸν ξέντυσαν ἀπὸ τὰ ἄμφια καὶ τὸν ἔντυσαν μὲ κουρέλια, τὸν ἔσυραν ἔξω ἀπὸ τὸν Ναὸ καὶ τὸν ὁδήγησαν μακριά, στὸ μοναστήρι τῶν Θεοφανείων.
Τὸν φυλάκισαν στὸ κελάρι τοῦ μοναστηριοῦ. Τοποθέτησαν τὰ πόδια του καὶ στὰ χέρια του ἁλυσίδες καὶ μιὰ βαριὰ ἁλυσίδα γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό του καὶ τὸν ἄφησαν νηστικό. Ἔβαλαν δίπλα του καὶ μιὰ νηστικὴ ἀρκούδα. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες τὸν βρῆκαν προσευχόμενο ἐνῶ ἡ ἀρκούδα καθόνταν δίπλα του ἥσυχη. Ἀντὶ ὁ τσάρος νὰ μαλακώσει, θύμωσε πιὸ πολὺ καὶ διέταξε νὰ σκοτώσουν ὅλους τοὺς συγγενεῖς του, τὸ γένος Κολιτσὲφ μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν ἀγαπημένο του ἀνηψιό, τοῦ ὁποίου τὸ κομμένο κεφάλι ἔφεραν στὸν Ἅγιο Φίλιππο. Τέλος, τὸν ὁδήγησαν μακριὰ στὸ μοναστήρι Τβὲρ Ὀτρόχ.
Στὶς 23 Δεκεμβρίου 1569, ὁ ἅγιος θανατώθηκε ἀπὸ τὸν Μαλιούτα Σκουράτωφ, τὸν πιὸ θηριώδη ἀπὸ τοὺς φρουροὺς τοῦ τσάρου. Τὸ 1591, ὅταν τσάρος ἦταν ὁ Θεώδωρος Ἰβάνοβιτς, τὰ λείψανα τοῦ Ἱερομάρτυρος Φιλίππου μεταφέρθηκαν στὸ Σολοφκί. Τὰ μηναῖα τοῦ 1636 γράφουν γιὰ τὸ πόσο πολὺ ἐτιμᾶτο ὁ Ἅγιος.
Τὸ 1646 ὁ τσάρος Ἀλέξιος Μιχαήλοβιτς ἀπόφασισε τὴ μετακομιδὴ τοῦ ἀφθάρτου λειψάνου στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς κοιμήσεως στὴ Μόσχα ὅπου μὲ ἀπόφασή του ἔβαλαν στὸ χέρι τοῦ Ἁγίου ἕνα γράμμα μὲ τὸ ὁποῖο ζητοῦσαν νὰ συγχωρήσει τὸν Ἰβὰν γιὰ ὅσα τοῦ ἔκανε. Ἀρχικά, ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Φιλίππου ἑορτάστηκε ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία στὶς 23 Δεκεμβρίου. Τὸ 1660 ἡ ἑορτὴ μετεφέρθη στὶς 9 Ἰανουαρίου, ἐνῶ ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου στὴ Μόσχα ἑορτάζεται στὶς 31 Ἰουλίου.