Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος, Ἐκπαιδευτικός
Ἀνάμεσα στοὺς φωταυγεῖς ἀστέρες, ποὺ ἔλαμψαν μὲ τὸν ἱεραποστολικό τους ζῆλο καὶ τὸ ἀγωνιστικό τους φρόνημα στὴν ἱστορικὴ καὶ ἁγιοτόκο μικρασιατικὴ γῆ συγκαταλέγεται καὶ ὁ Ἅγιος ἔνδοξος ἱερομάρτυς Ἀντίπας. Ὁ μαρτυρικὸς καὶ φλογερὸς αὐτὸς ἱεράρχης τῆς ἁγιωτάτης καὶ εὐλογημένης Ἐκκλησίας τῆς Περγάμου, ποὺ κατόρθωσε νὰ μεταδώσει στοὺς κατοίκους τῆς ἐπαρχίας του τὸ φῶς τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας καὶ ἀγάπης, ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ χάρισμα νὰ θαυματουργεῖ ἀδιαλείπτως.
Ὁ Ἅγιος Ἀντίπας ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δομιτιανοῦ (81-96 μ.Χ.) καὶ ἦταν σύγχρονος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ διδάχθηκε τὴ χριστιανικὴ πίστη. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση σπούδασε στὴ φημισμένη ἰατρικὴ σχολὴ τῆς Περγάμου καὶ ἀσκοῦσε ἀφιλοκερδῶς τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη μὲ εἰδικότητα στὴ θεραπεία τοῦ πόνου καὶ τῶν ἀσθενειῶν τῶν δοντιῶν. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἐπισκόπου Γαΐου καὶ γύρω στὸ 70 μ.Χ. χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Περγάμου, στὴν ὀποία ἐργάσθηκε μὲ ἔνθεο ζῆλο καὶ ἀγωνιστικὸ φρόνημα, διακρίθηκε δὲ γιὰ τὶς πάμπολλες ἀρετές του καὶ τὴ φλογερή του πίστη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ἦταν ἐκεῖνος, ποὺ τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο, τὸν ἀποκαλεῖ στὴν Ἀποκάλυψη «πιστὸ ἱερέα» καὶ «μάρτυρα καλῶν».
Τὸ ἔργο τοῦ χαρισματικοῦ, δυναμικοῦ καὶ ἐνάρετου ἱεράρχη τῆς Περγάμου, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε ἐφάμιλλος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἦταν ἰδιαίτερα ἐπίπονο καὶ ἐπικίνδυνο, ἀφοῦ οἱ χριστιανοὶ ἀποτελοῦσαν μία ὀλιγάριθμη κοινότητα. Ἐπιπλέον ἡ Περγάμος ἦταν ὀνομαστὸ καὶ ἰσχυρὸ εἰδωλολατρικὸ κέντρο μὲ φημισμένο Ἀσκληπιεῖο, ὁπού λατρευόταν ὁ Ἀσκληπιὸς καὶ ἕνα τεράστιο ἄγαλμα τοῦ Δία κοσμοῦσε τὴν ἀκρόπολη τῆς πόλεως. Ἄλλωστε καὶ στὴν Ἀποκάλυψη, ἡ ὁποία γράφτηκε μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἀντίπα, ἀναφέρεται ἡ Πέργαμος ὡς ὁ τόπος, ὅπου «κατοικεῖ ὁ Σατανᾶς».
Ἡ ἔντονη ἱεραποστολικὴ δράση τοῦ φλογεροῦ καὶ χαρισματικοῦ ἱεράρχη τῆς Περγάμου, ὁ ὁποῖος παρεῖχε δωρεὰν τὶς ἰατρικές του ὑπηρεσίες καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ θεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς, ἄρχισε νὰ ἐνοχλεῖ ἔντονα τους εἰδωλολάτρες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἡγεμόνα τῆς περιοχῆς μὲ τὴν αἰτιολογία, ὅτι ἐμφανίστηκαν σ᾿ αὐτοὺς οἱ δαίμονες, ποὺ τοὺς λάτρευαν, καὶ τοὺς εἶπαν, ὅτι δὲν μποροῦν νὰ κατοικοῦν πιὰ στὸν τόπο αὐτὸ καὶ νὰ δέχονται τὶς θυσίες τους, ἐπειδὴ τοὺς ἔδιωχνε μὲ τὴ φωτεινή του παρουσία καὶ δράση ὁ θεοπρόβλητος γεραρὸς ἐπίσκοπος τῆς Περγάμου. Ὁ ἡγεμόνας ἄρχισε νὰ πιέζει τὸν Ἅγιο νὰ ἀρνηθεῖ τὴ χριστιανική του πίστη καὶ νὰ θυσιάσει στὰ ἄψυχα εἴδωλα. Γιὰ νὰ τὸν πείσει μάλιστα καὶ νὰ ἐπιτύχει τὸν σκοπό του, ἰσχυρίστηκε ὅτι ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων ἔχει μεγαλύτερη ἀξία καὶ εἶναι πολυτιμότερη, γιατί εἶναι παλαιότερη καὶ ἔχει περισσότερους ὀπαδούς, ἐνῶ ἡ χριστιανικὴ θρησκεία ἐμφανίστηκε τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ δὲν ἔχει τὴν ἀξία τῆς παλαιᾶς θρησκείας τῶν εἰδώλων. Στὴν ἐπιχειρηματολογία τοῦ ἡγεμόνα ἀπάντησε ὁ Ἅγιος μὲ τὴν ἱστορία τοῦ ἀδελφοκτόνου Κάϊν, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ εἶναι πολὺ ἀρχαιότερος ἀπὸ ὅλους τοὺς μεταγενέστερους ἀνθρώπους, προκαλεῖ τὴν ἀποστροφὴ καὶ τὸν ἀποτροπιασμὸ σὲ ὅλους καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει παράδειγμα πρὸς μίμηση. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ ἀσέβεια, τὴν ὁποία δείχνουν οἱ εἰδωλολάτρες, ποὺ εἶναι ἀρχαιότεροι, εἶναι μισητὴ στοὺς χριστιανούς, ποὺ εἶναι μεταγενέστεροι. Ἡ ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση τοῦ γεραροῦ ἐπισκόπου προκάλεσε τόσο πολὺ τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἀγανάκτηση τοῦ ἡγεμόνα, ὥστε διέταξε νὰ τὸν ρίξουν μέσα σ᾿ ἕνα πυρακτωμένο χάλκινο ὁμοίωμα βοδιοῦ γιὰ νὰ καεῖ. Μέσα σ᾿ αὐτὸ ὁ Ἅγιος ἀνέμενε μὲ χαρὰ νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ προσευχόμενος ζήτησε μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀπὸ τὸν Θεό, ὅποιος τιμᾶ τὴ μνήμη του καὶ ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομά του, νὰ ἀπαλλάσσεται ἀπὸ κάθε ἀσθένεια καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν ἀφόρητο πόνο τῶν δοντιῶν. Εὐχήθηκε ἀκόμα γι´ αὐτοὺς νὰ συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες τους καὶ ὅσοι ἑορτάζουν τὴ μνήμη του, νὰ βροῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸν ἐξιλασμὸ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως. Μὲ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀντίπα, τὸ ὁποῖο ἔλαβε χώρα στὶς 11 Ἀπριλίου τοῦ 83 ἢ 85 μ.Χ., ποὺ εἶναι καὶ ἡ ἡμέρα τιμῆς καὶ μνήμης του ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, θεμελιώθηκε τὸ δένδρο τῆς χριστιανικῆς πίστεως στὴν ἔνδοξη μικρασιατικὴ γῆ, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν στὸ διάβα τῶν ἑπόμενων αἰώνων καὶ ἄλλὰ φωτεινὰ παραδείγματα ἁγίων, ποὺ μαρτύρησαν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἐνταφιάστηκε μὲ ἰδιαίτερη εὐλάβεια ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς καὶ ὁ τάφος του κατέστη ἀέναη πηγὴ ἰαμάτων, ἀφοῦ ἀνέβλυζε διαρκῶς μύρο, τὸ ὁποῖο θεράπευε σωματικὲς καὶ ψυχικὲς ἀσθένειες. Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ θαύματα, ποὺ τέλεσε ὁ Ἅγιος μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, γεγονὸς ποὺ ἐξυμνεῖται στὶς τέσσερις ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ στοὺς δύο παρακλητικοὺς κανόνες, ποὺ συντάχθηκαν πρὸς τιμήν του. Ἀποδέκτης τῆς θαυματουργικῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Ἀντίπα ὑπῆρξε καὶ ὁ κορυφαῖος σκιαθίτης λογοτέχνης Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ ὁποῖος συνέταξε ᾀσματικὴ ἀκολουθία πρὸς τιμήν του, ὡς ἔκφραση τῆς βαθιᾶς εὐγνωμοσύνης του πρὸς τὸν Ἅγιο.
Ἡ θαυματουργικὴ φήμη τοῦ Ἁγίου Ἀντίπα ὡς ἰατροῦ καὶ θεραπευτοῦ τῶν δοντιῶν, τὸν κατέστησε προστάτη ἅγιο τῶν Ἑλλήνων ὀρθοδόξων ὀδοντιάτρων. Ἡ ἐπίσημη αὐτὴ καθιέρωση τοῦ Ἁγίου ἔγινε τὸ 1966 κατόπιν εἰσηγήσεως τοῦ ἀειμνήστου Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τῆς Στοματολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Ὀρέστου Λουρίδου, ὁ ὁποῖος καὶ πρωτοστάτησε στὴν ἀνέγερση τοῦ περικαλλοῦς βυζαντινοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου στὸν περίβολο τῆς Ὀδοντιατρικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν στὸ Γουδί. Στὸν ἱερὸ αὐτὸ πανεπιστημιακὸ ναό, ποὺ τιμᾶται στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου καὶ ἐγκαινιάσθηκε στὶς 25 Μαΐου τοῦ 1975, φυλάσσεται μικρὸ τεμάχιο τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του καὶ πολυάριθμοι χριστιανοὶ προσέρχονται κάθε χρόνο στὸν ἐτήσιο ἑορτασμὸ τῆς μνήμης του. Ἑορτασμοὶ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου πραγματοποιοῦνται ἐπίσης στὸν ἱερὸ ναὸ Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Κεφαλαρίου Κηφισιᾶς ἀπὸ τὸν Σύλλογο Περγαμηνῶν «Ὁ Ἄτταλος», στὸν ἱερὸ μητροπολιτικὸ ναὸ Ἁγίας Τριάδος Πειραιῶς καὶ στὸν ἱερὸ ναὸ Ἀναλήψεως Κυρίου Θεσσαλονίκης ἀπὸ τοὺς Ὀδοντιατρικοὺς Συλλόγους τῶν δύο πόλεων.
Ὁ Ἅγιος ἱερομάρτυς Ἀντίπας ὁ θαυματουργὸς τιμᾶται ἐπίσης στὴν ἱερὰ μονὴ τῆς Πάτμου, ὁπού φυλάσσεται τμῆμα τῆς τιμίας κάρας του, καὶ στὴ Λέσβο λόγῳ τῆς κοντινῆς ἀπόστασης τοῦ νησιοῦ μὲ τὴ μικρασιατικὴ ἀκτὴ καὶ τὴν περιοχὴ τῆς Περγάμου. Στὸ ἁγιοτόκο καὶ εὐλογημένο νησὶ τῆς Λέσβου, ὅπου ὁ Ἅγιος εἶναι γνωστὸς μὲ τὴν προσωνυμία «Ἅγιος Δοντᾶς», ὑπάρχουν τρεῖς ναοὶ ἐπ᾿ ὀνόματί του, εὑρισκόμενοι στὸ Πλωμάρι, τὴν Ἁγιάσο καὶ τὸ Μεγαλοχώρι, ὅπου ὁ ναὸς χρονολογεῖται ἀπὸ τὸ 1790. Ναοὶ τοῦ Ἁγίου ὑπάρχουν ἐπίσης στὴ Σίφνο, τὴ Σαντορίνη, τὴν Τῆνο καὶ τὴ Νάξο, ἀλλὰ καὶ στὸ χωριὸ Πυροίτης ἐπαρχίας Λάρνακας στὴν Κύπρο. Ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου φυλάσσονται τεθησαυρισμένα στὶς ἁγιορείτικες μονὲς Διονυσίου (δεξιὰ χείρα) καὶ Μεγίστης Λαύρας (κάτω γνάθος), στὴν ἱερὰ μονὴ Προφήτου Ἠλιοὺ Θήρας (ἡ ὠλένη τῆς χειρός), στὴν ἱερὰ μονὴ Παναχράντου τῆς Ἄνδρου καὶ στὸν ἱερὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Μυτιλήνης. Ἰδιαίτερο καλλιτεχνικὸ ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ παλαιὰ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, ἡ ὁποία φυλάσσεται στὴν ἱερὰ μονὴ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης Σινᾶ καὶ χρονολογεῖται στὰ τέλη τοῦ 13ου αἰώνα, καθὼς καὶ οἱ φυλασσόμενες παλαιὲς εἰκόνες τοῦ Ἁγίου στὶς ἱερὲς μονὲς Διονυσίου καὶ Κουτλουμουσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Σταυροβουνίου τῆς Κύπρου, ἀλλὰ καὶ στὸ Μουσεῖο Μπενάκη Ἀθηνῶν, ποὺ χρονολογεῖται τὸ 1738.
Εἴκοσι αἰῶνες ἔχουν περάσει ἀπὸ τὴν ἐποχή, ποὺ ἔζησε καὶ μαρτύρησε ὁ Ἅγιος ἱερομάρτυς Ἀντίπας. Τί ἔχει ἄραγε νὰ προσφέρει ἕνας μικρασιάτης Ἅγιος, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, στὸν ἐγωκεντρικὸ καὶ αὐτονομημένο ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄνθρωπο τοῦ 21ου αἰώνα, ποὺ ἀπολαμβάνει πλουσιοπάροχα τὶς ἀνέσεις καὶ τὰ ἀγαθὰ τοῦ πολιτισμοῦ; Ὁ φλογερὸς ἱεράρχης τῆς Περγάμου, ποὺ διηκόνησε τὸν ἄνθρωπο ὡς ἰατρὸς καὶ ὡς ἐπίσκοπος, στέλνει σὲ ὅλους μας ἕνα ἀφυπνιστικὸ καὶ ἐλπιδοφόρο μήνυμα. Ὡς ἰατρὸς ἔρχεται νὰ μᾶς ὑπενθυμίσει, ὅτι οἱ ἐπιστήμονες ἔχοντας θεοποιήσει τὶς ἐπιστημονικές τους γνώσεις καὶ ἱκανότητες, ξέχασαν τὴν εὐεργετικὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐπαγγελματική τους σταδιοδρομία. Ὡς ἐπίσκοπος ἔρχεται νὰ διδάξει καὶ νὰ παραδειγματίσει τοὺς ὀρθόδοξους κληρικούς, ἱερεῖς καὶ ἐπισκόπους, ὅτι ἡ διακονία τους στὴν Ἐκκλησία θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἕνας συνεχὴς ἀγώνας προσφορᾶς καὶ θυσίας, ποὺ θὰ ἐμπνέεται καὶ θὰ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.