Ἅγιοι τῆς Μητροπόλεως Προικοννήσου

Τοῦ Μητροπολίτου Προικοννήσου Ἰωσήφ

Ἡ Μητρόπολις Προικοννήσου εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς παλαιότερες ἐκκλησιαστικὲς ἐπαρχίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Γιὰ πρώτη φορὰ ἀναφέρεται ἡ ὕπαρξις Ἐπισκοπῆς Προικοννήσου στὴν ἐν Ἐφέσῳ Ἁγία Γ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (431), στὴν ὁποία μετέσχε ὁ Ἐπίσκοπος Προικοννήσου Ἰωάννης. Ἦτο μία ἀπὸ τὶς Ἐπισκοπὲς τὶς ὑποκείμενες στὴ Μητρόπολι Κυζίκου. Ἀργότερα, μετὰ τὴν ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο προήχθη σὲ Ἀρχιεπισκοπή (Ζ´ ἢ Η´ αἰ.), τέλος δέ, ἐπὶ Πατριάρχου Ἀνθίμου Γ´ καὶ Προικοννήσου Κοσμᾶ (1823) σὲ Μητρόπολι, ὁπότε καὶ ἀπενεμήθη στὸν Προικοννήσου καὶ ὁ τίτλος τοῦ «Ὑπερτίμου καὶ Ἐξάρχου πάσης Προποντίδος». Περιλαμβάνει τὰ νησιὰ τῆς Προποντίδος: Προικόννησο (Προκόννησο στὴν καθομιλουμένη τῶν ἐντοπίων) ἢ Μαρμαρᾶ (λόγῳ τῆς παραγωγῆς μεγάλων ποσοτήτων καὶ ἐκλεκτῆς ποιότητος μαρμάρου[1]), τὴν Κούταλι (Ekinlik γιὰ τοὺς κρατοῦντες), τὴν Ἀφουσία ἢ Ἀφισιὰ (Avşa) καὶ τὴν Ἁλώνη ἢ Πασᾶ Λιμάνι (Paşalimanı). Κατὰ τὸ «Τακτικὸν» Ἐπιφανίου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου (Ζ´ αἰ.). ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Προικοννήσου κατεῖχε τὴ 17η θέσι μεταξὺ τῶν Ἀρχιεπισκοπῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου.[2] Κατὰ τὸ «Συνταγμάτιον» Χρυσάνθου Ἱεροσολύμων (1715), ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Προικοννήσου εἶχε ἀναβιβασθῇ στὴν πρώτη θέσι.[3] Κατὰ τὸ «Συνταγμάτιον» τοῦ 1855 κατεῖχε τὴν 58η θέσι ἀνάμεσα στὶς Μητροπόλεις πλέον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐνῷ κατὰ τὰ «Συνταγμάτια» τοῦ 1896 καὶ τοῦ 1901 τὴν 66η.[4] Ἱδρυτὴ τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἡ λαϊκὴ παράδοσις θέλει τὸν ἅγιο Ἀπόστολο Ἀνδρέα τὸν Πρωτόκλητο, τὸν οὕτως ἢ ἄλλως θεμελιωτὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Βυζαντίου. Μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Πρωτοκλήτου ἐκαλεῖτο ἕνας λιμενίσκος στὴ νῆσο τοῦ Μαρμαρᾶ, ἀνατολικὰ τοῦ χωρίου Πραστειό, ὅπου πιστεύεται ὅτι εἶχε προσορμισθῆ ὁ Ἀπόστολος κατὰ τὸν πλοῦν του στὴν Προποντίδα.[5]

Πρῶτος τοπικὸς Ἅγιος, μετὰ -κατὰ τὰ ἀνωτέρω- τὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα, δύναται νὰ θεωρηθῇ ὁ ἤδη μνημονευθεὶς ἐκ τῶν Πατέρων τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου Προικοννήσου Ἰωάννης. Ἀναφέρεται ὅτι προηγουμένως ἦτο Ἐπίσκοπος Γόρδου τῆς Λυδίας καὶ ἐκεῖθεν μετετέθη στὴν Προικόννησο.[6] Ὅπως ἀκόμη ἀναφέρεται, «λαμπρῶς τῆς ἐπισκοπῆς διὰ βίου τοὺς οἴκακας ἐκλήρώσατο».[7] Ὑπάρχουν προσέτι δύο Ἀρχιεπίσκοποι Προικοννήσου, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν μέρος σὲ Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ συγκαταριθμοῦνται μεταξὺ τῶν Ἁγίων Πατέρων των. Ὁ Προικοννήσου Ἀκάκιος, ἕνας τῶν Πατέρων τῆς ἐν Χαλκηδόνι Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451)[8] καὶ ὁ Προικοννήσου Νικήτας, ἕνας τῶν τῆς ἐν Νικαίᾳ Ζ´ Οἰκουμενικῆς (787).[9] Στὴν εὐλάβεια ὅμως τοῦ τοπικοῦ ποιμνίου παλαιόθεν ἐδέσποζε ἡ μορφὴ ἄλλου ποιμένος τῶν νήσων, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Προικοννήσου Τιμοθέου, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη ἐτελεῖτο ἀνέκαθεν πανηγυρικῶς (1η Αὐγούστου), θεωρουμένου ὑπὸ πάντων ὡς θαυματουργοῦ. Ὁ ἅγιος Τιμόθεος φέρεται νὰ ἤκμασε ἐπὶ τῶν Αὐτοκρατόρων Ἰουστίνου Α´ τοῦ Θρακὸς (518-527) καὶ Ἰουστινιανοῦ Α´ τοῦ Μεγάλου (527-565).[10] Χωρὶς στέρεη ἱστορικὴ βάσι ὑποστηρίζεται ὅτι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ Προικοννήσιοι εἶχαν ἐξαχρειωθῆ ἐντελῶς καὶ ἐπιδίδονταν σὲ πειρατεῖες, φόνους καὶ ληστεῖες, ὁπότε ἦσαν τὸ μεγάλο πρόβλημα γιὰ τοὺς διαπλέοντες τὴν Προποντίδα καὶ γιὰ τοὺς κατοίκους τῶν γύρω ἀκτῶν. Ὁ Αὐτοκράτωρ Ἰουστῖνος, γνωρίζοντας τὴν ἀρετὴ καὶ ἁγιότητα τοῦ Τιμοθέου, ποὺ μέχρι τότε ζοῦσε στὴ Βασιλεύουσα, ἐζήτησε τὴν προαγωγή του σὲ Ἀρχιεπίσκοπο Προικοννήσου καὶ τὴν ἀποστολή του στὸν Μαρμαρᾶ, προκειμένου μὲ τὸν πειστικὸ λόγο του καὶ τὸ ἅγιο προσωπικὸ παράδειγμά του νὰ ἐξημερώσῃ τὸ ποίμνιο τῶν νησιῶν καὶ νὰ τὸ ἐπαναφέρῃ στὴν ὁδὸ τῆς κατὰ Θεὸν χρηστῆς πολιτείας. Ἔτσι ὁ Τιμόθεος ἀνέλαβε ταπεινὰ τοὺς οἴακες τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς καί, παρὰ τὶς πολλὲς δυσκολίες, τὰ προσκόμματα, τὶς ἰσχυρὲς ἀντιδράσεις καὶ τὶς ποταπὲς συκοφαντίες ποὺ ἀντιμετώπισε, ἐργάσθηκε μὲ ζῆλο, μὲ φιλοτιμία, μὲ πολλὴ ἀγάπη γιὰ τὸ ποίμνιό του, ζώντας ὁ ἴδιος μὲ αὐστηρότατη μοναχικὴ ἄσκησι καὶ λιτότητα, ὁπότε καὶ κατώρθωσε τελικὰ νὰ ἐξημερώσῃ τὰ ἤθη καὶ νὰ ὁδηγήσῃ σὲ μετάνοια καὶ θεοφιλῆ βιοτὴ τοὺς Χριστιανοὺς τῶν νησιῶν. Τότε καὶ ἡ πειρατεία ἐξέλιπε καὶ οἱ φόνοι καὶ οἱ ληστεῖες ἐσταμάτησαν. Φαίνεται ὅτι ὁ Τιμόθεος, ὡς ἐκκλησιαστικὸς Ποιμήν, ὑπῆρξε ἄξιος ὅλων τῶν Μακαρισμῶν τοῦ Κυρίου, ὄντως ἀξιόθεος Ἐπίσκοπος, καθαρὴ εἰκόνα τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ. Ἀναφέρεται μάλιστα ὅτι, ἔχοντας τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα, ἐθεράπευσε τὴ θυγατέρα τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἡ δὲ Αὐτοκράτειρα Θεοδώρα, ἐξ εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴν εὐεργεσία, ἀνήγειρε ἀργότερα, μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησί του, τὸ ἐπ’ ὀνόματί του Μονύδριο,[11] πάνω ἀπὸ τὴν κώμη Κλαζάκι τοῦ Μαρμαρᾶ, ὅπου καὶ κατατέθηκαν τὰ τίμια λείψανά του. Τὸ Μονύδριο ἐκεῖνο ἦταν γιὰ αἰῶνες τὸ κέντρο τῆς πρὸς τὸν Ἅγιο Τιμόθεο εὐλαβείας τῶν Προικοννησίων, οἱ ὁποῖοι τὸν θεωροῦν προστάτη τους. Σήμερα σώζονται ἐλάχιστα ἐρείπιά του, ἐνῷ διάφορα ἱερὰ σκεύη, Εὐαγγέλια, εἰκόνες, καθὼς καὶ τμήματα τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου ἔφεραν μαζί τους οἱ Μαρμαρινοί, μετὰ τὴν βάσει τῆς Συνθήκης τῆς Λωζάνης γενόμενη ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν, τὰ ὁποῖα θησαυρίζονται σήμερα στὸν ἐνοριακὸ ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῶν Νέων Παλατίων Ὠρωποῦ τῆς Ἀττικῆς. Ἐκεῖ καὶ ἀνεγείρεται ἤδη νέος ναὸς ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Τιμοθέου, τὸν ὁποῖο εἶχε τὴν εὐλογία νὰ θεμελιώσῃ στὶς 21 Μαρτίου 2010 ὁ γράφων διάδοχός του. Ὁ Μανουὴλ Γεδεών, μὲ ἐπιχειρήματα δυσκόλως ἀντικρουόμενα, ἀποκλείει παντελῶς τόσο τὴν ὕπαρξι Ἀρχιεπισκόπου Προικοννήσου μὲ τὸ ὄνομα Τιμόθεος, ὅσο καὶ τὶς παρουσιαζόμενες στὸ βίο του ἄθλιες καταστάσεις τοῦ λαοῦ τῆς Προικοννήσου. Πιστεύει ὅτι πρόκειται μᾶλλον γιὰ κάποιον ἀσκητή, ἴσως τῆς περιόδου τῆς Εἰκονομαχίας, ὀνόματι Τιμόθεο,[12] ποὺ προφανῶς ἁγίασε στὸ νησὶ καὶ ἄφησε ζωηρὴ ἐντύπωσι στὸ λαὸ λόγῳ τῆς ἀρετῆς καὶ θαυματουργίας του, ἡ δὲ ὅλη ὑπόθεσις περὶ Ἀρχιεπισκοπικῆς του ἰδιότητος, καὶ μάλιστα ὑπὸ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὄχι ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Κυζίκου (ποὺ θὰ ἦταν τὸ πιὸ φυσικό), εἶναι προϊὸν συγχύσεως καὶ φαντασίας. Καὶ ἂν ἀκόμη ἡ γνώμη τοῦ Γεδεὼν εὐσταθῇ, ἡ σύνεσις μᾶς ἐπιβάλλει νὰ ἀκολουθήσωμε τὴν παράδοσι καὶ τὴν ἀπὸ αἰώνων παγιωμένη πεποίθησι καὶ βεβαιότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία καὶ Ἀρχιερέα καὶ πολιοῦχο καὶ προστάτη τῶν ἁπανταχοῦ Προικοννησίων θέλει τὸν Ἅγιο Τιμόθεο, παρὰ τὰ ἐνδεχομένως ἱστορικὰ «ἁλατοπίπερα» στὶς λεπτομέρειες τῆς βιογραφίας, ἀφήνοντας στὸν Θεὸ τὰ περαιτέρω.

Τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία Προικοννήσου ἁγίασε στὴν ἀρχαιότητα διὰ τῆς μαρτυρικῆς χύσεως τοῦ αἵματός της ἡ ἁγία Μάρτυς Βάσσα ἡ Ἐδεσσαία, μητέρα τῶν ἁγίων Μαρτύρων Θεογνίου, Ἀγαπίου καὶ Πιστοῦ., κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Γαλερίου Μαξιμιανοῦ (293-311). «Ἔφυ μὲν ἡ καλλίπαις αὕτη καὶ καλλίμαρτυς, πόλεως μὲν Ἐδέσσης τῆς καθ’ Ἑλλάδα, προγόνων δὲ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν θερμῶν καὶ τὸν ζῆλον τὸν ἔνθεον».[13] Στὴν Ἔδεσσα καταδόθηκε ὡς Χριστιανὴ στὶς ἀρχὲς ἀπὸ τὸν ἴδιο της τὸ σύζυγο, φανατικὸ εἰδωλολάτρη ἱερέα. Ὅμως ὄχι μόνο ἡ ἴδια παρέμεινε ἀκλόνητη στὴν εἰς Χριστὸν πίστι, ἀλλὰ καί, ὡς ἄλλη Σολομονὴ τοὺς Μακκαβαίους, ἐνίσχυσε ἠθικῶς καὶ πνευματικῶς τοὺς τρεῖς εὐσεβεῖς γιούς της νὰ παραμείνουν καὶ αὐτοὶ ἀκλόνητοι στὴν εὐσέβεια καὶ νὰ προτιμήσουν τὸ μαρτύριο ἀπὸ τὴν ἄρνησι τοῦ Χριστοῦ. Δικάστηκαν, βασανίστηκαν κι ἐμαρτύρησαν ἀλληλοδιαδόχως καὶ οἱ τρεῖς, μπροστὰ στὰ μάτια τῆς μητέρας τους. Ἡ ἴδια, ἀφοῦ φυλακίσθηκε, ἀνακρίθηκε καὶ ξαναανακρίθηκε, ὑποβλήθηκε σὲ τερατώδη βασανιστήρια, στὴ συνέχεια, κάτω ἀπὸ περίεργες συνθῆκες, συναποκομίσθηκε ἀπὸ τὸν ἀναχωροῦντα ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα γιὰ τὴν Θεσσαλονίκη διώκτη της Ρωμαῖο Ἀνθύπατο, προκειμένου νὰ συνεχίσῃ ἐκεῖ τὶς πιέσεις του ἕως ὅτου τὴν καταφέρῃ νὰ σεβασθῇ τὴν πολύθεη θρησκεία τοῦ Αὐτοκράτορος. Τὴν ὑπέβαλαν ξανὰ καὶ ξανὰ σὲ πολλὰ καὶ ἀποτρόπαια βασσανιστήρια καὶ τελικὰ τὴν ἔριξαν στὴ θάλασσα νὰ πνιγῇ. Θαυματουργικῶς σώθηκε καὶ βρέθηκε στὴν Ἀλώνη τῆς Προικοννήσου. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἔζησε γιὰ ἕνα διάστημα εἰρηνικά, κάποιος τὴν κατέδωσε στὸν ἔπαρχο τῆς Κυζίκου. Ἔσπευσαν στὴν Ἀλώνη, τὴ συνέλαβαν, τὴν ὑπέβαλαν σὲ νέες ἐξετάσεις καὶ νέα μαρτύρια καὶ τελικῶς τὴν ἀποκεφάλισαν. Ὁ πρεσβύτερος τῆς Ἀλώνης Σωφρόνιος ἐνταφίασε τὸ μαρτυρικό της λείψανο καί, ὅταν κατέπαυσε ὁ διωγμός, στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου της κτίσθηκε ἕνα ναΰδριο. Ἀσματικὸ κανόνα πρὸς τιμὴν τῆς Ἁγίας συνέταξε ὁ ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος. Κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Μ. Γεδεών, τὴν Ἀκολουθία τῆς Ἁγίας «συνεπλήρωσεν ὁ Προικοννήσου Νικηφόρος, οὗτινος ἐστὶ ποίημα τὸ ἐν τῷ Ἑσπερινῷ δοξαστικὸν καὶ τὸ πρὸ τούτου στιχηρόν... καὶ τῆς Λιτῆς τὸ πέμπτον, εἰς ἦχον πλάγιον τοῦ Α´».[14] Νεώτερη πλήρη Ἀκολουθία τῆς Ἁγίας, μὲ Παρακλητικὸ Κανόνα καὶ Χαιρετισμούς, ἐποίησε καὶ ἐξέδωσε, μαζὶ μὲ τὸν Βίο της, ὁ Ἀρχιμ Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (σήμερα Σεβ. Μητροπολίτης Ἐδέσσης καὶ Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας).[15] Ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας (21 Αὐγούστου) τιμήθηκε ἐνωρίτατα στὴν Ἀλώνη, τὰ λοιπὰ νησιὰ τῆς Προικοννήσου καὶ τὴν Κύζικο, ἰδιαίτερα ὅμως στὴ Χαλκηδόνα, ὅπου καὶ ναὸς καὶ Μονὴ ἐπ’ ὀνόματί της ἱδρύθηκε στὸ προάστιο Ἵμερος. Τὶς τελευταῖες δεκαετίες, μὲ πρωτοβουλία τοῦ μακαριστοῦ φιλαγίου Μητροπολίτου Ἐδέσσης Καλλινίκου ἄρχισε νᾶ τιμᾶται ἰδιαίτερα καὶ στὴν πατρίδα της, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Πάντων, ἐνῷ ὁ σημερινὸς ἐπίσης φιλάγιος καὶ λόγιος Μητροπολίτης Ἐδέσσης ἀνεγείρει ἤδη νέο λαμπρὸ ναὸ ἐπ’ ὀνόματί της, ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι ὁ πέμπτος ἐνοριακὸς ναὸς τῆς πόλεως Ἐδέσσης. Εἶχε δὲ τὴν εὐγενῆ καλωσύνη νὰ προσκαλέσῃ τὸν γράφοντα νὰ θέσῃ τὸν θεμέλιο λίθο, τιμῆς ἕνεκεν, ἐπειδὴ ἡ Ἐδεσσαία Μάρτυς ἐτελειώθη στὰ ὅρια τῆς Μητροπόλεώς του.

Γέννημα καὶ θρέμμα τῆς Μητροπόλεως Προικοννήσου ὑπῆρξε ὁ νέος Ὁσιομάρτυς Γαβριήλ. Γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴν Ἁλώνη. Ἔχοντας ἀπὸ παιδὶ ἔνθεο ζῆλο ἔγινε μοναχὸς καὶ ὑπηρετοῦσε στὸν Πατριαρχικὸ Ναὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς νεωκόρος καὶ «λαοσυνάκτης» (κράχτης), δηλ. ἐκαλοῦσε ἀπὸ θύρα σὲ θύρα τοὺς πιστοὺς τῆς ἐνορίας τοῦ Ἁγ. Γεωργίου γιὰ τὶς Ἀκολουθίες. Καθὼς πλησίαζε ἡ Μεγ. Τεσσαρακοστή, εἶχε καθ’ ὁδὸν ἕνα μικροεπεισόδιο μὲ κάποιο περαστικὸ Τοῦρκο, ἐπειδὴ δὲν ἐμέριασε ὡς ραγιᾶς γιὰ νὰ περάσῃ ἐκεῖνος πρῶτος. Αὐτὸ ἦταν μιὰ ἀφορμὴ μόνο γιὰ νὰ ἐκδηλώσῃ ὁ φιλόχριστος Μοναχὸς τὰ ἀρνητικά του αἰσθήματα ἔναντι τοῦ Μουσουλμανισμοῦ καὶ τοῦ λεγομένου «Προφήτου» του. Κατηγορήθηκε ἀμέσως στὶς ἀρχὲς ὡς ὑβριστὴς τοῦ Ἰσλάμ, ὁπότε συνελήφθη, φυλακίσθηκε καὶ βασανίσθηκε πιεζόμενος νὰ ἀρνηθῇ τὴν Χριστιανικὴ πίστι καὶ νὰ ἐξισλαμισθῇ. Ἔμεινε ἀμετακίνητος, ἐπαρρησιάσθη ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας καὶ ἐμαρτύρησε ἀποτμιθεὶς τὴν κεφαλὴ χάριν τοῦ Χριστοῦ τὴν Τετάρτη τῆς Καθαρᾶς Ἑβδομάδος, ποὺ συνέπιπτε μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς (2 Φεβρουαρίου) τὸ 1676, ἐπὶ Σουλτάνου Μωάμεθ (Μεχμὲτ) Δ´, πατριαρχοῦντος Κωνσταντινουπόλεως Γερασίμου Β´ τοῦ ἀπὸ Τορνόβου. Οἱ δήμιοι ἔρριψαν τὸ τίμιο λείψανό του στὴ θάλασσα. Τὸ μαρτύριό του συνέγραψε ὁ Ἰωάννης Καρυοφύλλης καὶ τὸ συμπεριέλαβε ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ Νέον Μαρτυρολόγιόν του.[16] Ἡ μνήμη του ἄγεται τὴν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου (2 Φεβρουαρίου), ἀπαρρησιάστως βέβαια, λόγῳ τῆς μεγάλης Δεσποτικῆς-Θεομητορικῆς ἑορτῆς. Φρονῶ ὅτι θὰ ἦταν προτιμότερο νὰ μετετίθετο σὲ μεταγενέστερη ἡμερομηνία.

Κατὰ καιροὺς ἡ ἐπαρχία Προικοννήσου ὑπῆρξε τόπος ἐξορίας μεγάλων καὶ ἁγίων ἀναστημάτων τῆς Ἐκκλησίας. Πρώτη σχετικὴ μαρτυρία εἶναι ἡ κατὰ τὸν διωγμὸ τῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ Γαλερίου ἐξορία στὴν Προικόννησο τοῦ Ὁμολογητοῦ Φιλεταίρου: τοῦ Νικομηδέως: «Ὡς δὲ εἶδεν ὁ βασιλεὺς μηδόλως κυριευόμενον αὐτόν, εἰς Προικόννησον ἐξορίζει, καὶ δέσμιος παραγενόμενος, καθ’ ὁδὸν θαύματα οὐκ ὀλίγα ἐποίει δαίμονας διώκων, λεπροὺς ἀποκαθαίρων, καὶ πᾶν ἕτερον νόσημα θεραπεύων. Εἴδωλα λόγῳ μόνον ἀφ’ ὕψους καταράσσων καὶ εἰς χοῦν καὶ ὕδωρ μετασκευάζων».[17] Ὁ ἅγιος Φιλέταιρος τελικῶς ἐκοιμήθη εἰρηνικὰ στὴν περιοχὴ τῆς Σιγριανῆς τῆς Κυζίκου, ἐπισκεπτόμενος τὸν ἐκεῖ ἀσκητεύοντα Ὁμολογητὴ Ὅσιο Εὐβίοτο. Παρ’ ὀλίγον νὰ ἐξορισθῇ στὴν Προικόννησο καὶ ὁ μέγας Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, καθ’ ὅσον στὴν παρὰ τὴν Δρῦν ληστρικὴ Σύνοδο ἀκούσθηκε διάτορος ἡ κραυγὴ τῶν ἐχθρῶν του: «Τῆς Αὐγούστης ἡμῶν [δηλ. τῆς Αὐτοκρ. Εὐδοξίας] πολλὰ τὰ ἔτη, καὶ τῶν ἐχθρῶν αὐτῆς τῇ Προικοννήσῳ».[18] Ἀλλὰ ἐὰν αὐτὸ δὲν συνέβη στὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, συνέβη στὸν ἐκ τῶν διαδόχων του ἅγιο Ἀρσένιο τὸν Αὐτωρειανό. Ὁ ἐν Ἁγίοις Πατριάρχης αὐτὸς κριθεὶς ἐρήμην ἀπὸ ἄθεσμη Σύνοδο ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ βασιλέως Μιχαὴλ Παλαιολόγου καθαιρέθηκε ἐκδικητικῶς καὶ ἐξωρίσθηκε στὴν Προικόννησο (Μαρμαρᾶ) λήγοντος τοῦ 1267, διότι ἀντέδρασε εὐθαρσῶς καὶ ἀφώρισε τὸν φιλόδοξο Μιχαὴλ Παλαιολόγο. Τοῦτο συνέβη ἐπειδὴ ὁ τελευταῖος, προκειμένου νὰ ἀποκλείσῃ διὰ παντὸς τοῦ θρόνου τὸν νόμιμο διάδοχο Ἰωάννη Β´ τὸν Λάσκαρη, ἑπταετῆ υἱὸ τοῦ ἀποθανόντος Αὐτοκράτορος τῆς Νικαίας Θεοδώρου Β´, ποιητοῦ τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος, ἀνοσιουργῶν, ἀφοῦ πρῶτα ἐφρόντισε νὰ δολοφονηθῆ ὁ κηδεμόνας τοῦ βασιλόπαιδος-διαδόχου, τὸν ἴδιο ἐτύφλωσε τὰ Χριστούγεννα (!) τοῦ 1261.[19] «Υπέκαιε γὰρ αὐτὸν ὁ τῆς μοναρχίας ἔρως, καὶ τὴν παρερχομένην δόξαν περὶ πλείονος ἐτίθει τοῦ θείου φόβου διὰ τὴν τοῦ πλείονος ὄρεξιν», ὅπως παρατηρεῖ ὁ Παχυμέρης.[20] Ὁ Ἀρσένιος περιωρίσθηκε φρουρούμενος στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Γέννας (ἢ Γαίας, κατὰ τὸν Μ. Γεδεών). «Νηῒ ἁλιάδι ἐνθέμενοι περιώριζον ἀνὰ τὴν Προικόννησον, τῷ ἐκεῖσε μονυδρίῳ τῷ ἄνω τῆς ἐγχωρίως λεγομένης Σούδας κειμένῳ ἐγκατακλείσαντες, τάξαντες καὶ ὀπτῆρας ἐκ τῶν βασιλικῶν, ὡς μὴ θεῷτο τοῖς βουλομένοις».[21] Ἐκεῖ τὸν ἐπισκέφθηκαν λίγο ἀργότερα ἀπεσταλμένοι τῆς Συνόδου ὁ ἀφωσιωμένος σ’ αὐτὸν Μητροπολίτης Νεοκαισαρείας Κωνσταντῖνος καὶ ὁ Μωκησσοῦ καὶ Πρόεδρος Προικοννήσου Γεώργιος, μαζὶ μὲ τὸν Παχυμέρη καὶ ἕναν «ἐπὶ τῶν Σεκρέτων» κληρικὸ ὀνόματι Γαληνό, προκειμένου νὰ τοῦ ἐπιδώσουν ἔγγραφη κατηγορία γιὰ τὴν ἀνυποχώρητη ἐμμονή του στὸ ἀφορισμὸ τοῦ Βασιλέως, ἡ ὁποία, κατὰ τοὺς κρατοῦντες ἔφθανε στὰ ὅρια «ἐγκλήματος καθοσιώσεως». Ἐπίσης νὰ τοῦ ἀποδώσουν εὐθῦνες γιὰ τὴν ἐκτράχυνσι τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, καθ᾿ ὅσον ἡ ἄθεσμη καθαίρεσίς του εἶχε ἤδη δημιουργήσει σχίσμα στὴν Ἐκκλησία, τὸ περίφημο «Ἀρσενιανὸν Σχίσμα», τὸ ὁποῖο καὶ τὴν ἐταλάνισε τελικῶς σχεδὸν ἐπὶ μισὸ αἰῶνα. Ὁ Πατριάρχης παραπονούμενος τοὺς εἶπε ὅτι εἰσπράττει τὴν ἀγνωμοσύνη τοῦ Αὐτοκράτορος ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε στέψει, καὶ τώρα, διωγμένος καὶ φρουρούμενος σὰν κακοῦργος, ἐκάθητο «ἐπ’ ἀκρωρείας ταυτησὶν ὡσεί τις ἀτίμητος μετανάστης, τὸν παρὰ τῶν Χριστιανῶν καθ’ ἑκάστην ἀπεκδεχόμενος ἔλεον».[22] Ὁ ναὸς τῆς Μονῆς ἐκείνης τοῦ Ἁγίου Νικολάου ὅπου περιωρίσθηκε ὁ Πατριάρχης Ἀρσένιος, κτίσμα τοῦ ΙΑ´ αἰῶνος, εἶναι ὁ μόνος σωζόμενος σήμερα ναὸς σὲ ὅλη τὴν ἔκτασι τῆς Μητροπόλεως Προικοννήσου, ἔστω καὶ σὲ ἄθλια κατάστασι. Ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ἐκοιμήθη στὴν Προικόννησο τὴν 30ὴ Σεπτεμβρίου 1273[23] καὶ τὰ ἱερά του λείψανα μετακομίσθηκαν στὴ Βασιλεύουσα τὸ 1287 ἀπὸ ἀπεσταλμένους τοῦ λογίου Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Κυπρίου (†1290). Κοντὰ στὴν πόλι τοῦ Μαρμαρᾶ ὑπῆρχε ἁγίασμα, φερόμενο ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 28 Ὀκτωβρίου.

Ἀπὸ τὴν πρώτη περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας, δηλ. κατὰ τὰ μέσα τοῦ Η´ αἰῶνος κ.ἑ. ἄρχισαν νὰ ἐξορίζωνται στὰ νησιὰ τοῦ Μαρμαρᾶ πολλοὶ τῶν Ὁμολογητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας. Πρῶτος φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε ὁ ἅγιος Στέφανος ὁ Μάρτυς καὶ Ὁμολογητής, ὁ «Νέος Πρωτομάρτυς» ὅπως ἀπεκλήθη,[24] ὁ ὁποῖος ἐξωρίσθηκε στὴν Προικόννησο ἀπὸ τὸν Λέοντα Ε´ τὸν Κοπρώνυμο, μετὰ τὴν ἄρνησί του νὰ ὑποταχθῇ στὶς ἀποφάσεις τῆς Εἰκονομαχικῆς Συνόδου τῆς Ἱερείας (754). Ὁ Στέφανος ἦταν περιβόητος γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ ἁγιότητά του καὶ ὁ λόγος καὶ οἱ θέσεις του ἐπηρέαζαν εὐρύτατα καὶ τοὺς μοναχοὺς καὶ τὸν λαό. Βλέποντας ὁ Στέφανος τὴ διωκτικὴ μανία τοῦ Αὐτοκράτορος ἐναντίον ὄχι μόνον τῶν ἁγίων εἰκόνων καὶ ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ καὶ τοῦ Μοναχισμοῦ ὡς θεσμοῦ (ἔκλεινε, διέλυε καὶ ἀφάνιζε Μονὲς) καὶ τῶν Μοναχῶν, τοὺς ὁποίους βιαίως ὑπεχρέωνε νὰ ἀποσχηματισθοῦν καὶ νὰ νυμφευθοῦν εἰδ’ ἄλλως τοὺς ὑπέβαλλε σὲ φρικώδη βασανιοστήρια καὶ σωματικοὺς ἀκρωτηριασμούς, πολλοὺς δὲ καὶ ἐθανάτωνε, ἀρνήθηκε νὰ δεχθῇ τὶς ἀποφέσεις τῆς Συνόδου, τὴν ὁποία μὲ ἀκλόνητα θεολογικὰ ἐπιχειρήματα ἀπεδείκνυε ὡς ἀνακόλουθη τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ δογματίζουσα τὴν ἀσέβεια ἀντὶ τῆς εὐσεβείας. Κατὰ φυσικὴ συνέπεια εἰσέπραξε πλήρη τὴν ὀργὴ τοῦ Κοπρωνύμου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐφυλάκισε, τὸν ἐβασάνισε καὶ κατόπιν τὸν ἐξώρισε στὴν Προικόννησο (755). Ἐκεῖ ὁ ἐξόριστος Ὁμολογητὴς ἐπῖδόθηκε σὲ σκληροὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, ἐνῷ μὲ τὸ παράδειγμά του, μὲ τὰ θαύματα μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἐχαρίτωσε ὁ Θεὸς νὰ ἐπιτελῇ καὶ μὲ τὸ λόγο του ἐστήριξε στὴν εὐσέβεια τοὺς κατοίκους: «Θαυμάτων γενόμενος ἐργάτης οὐ μόνον τοῖς ἐκεῖ κατοικοῦσιν, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἐκ τῆς θρακικῆς Ἡρακλείας μεταβαίνουσι, διέμενε περὶ τὰ ἔτη 754-757 ἐν τῷ νοτιαίῳ κρημνῷ τῆς νήσου ταύτης εἰς σπήλαιόν τι τερπνὸν καὶ θαυμαστόν, Κισσοῦδα μὲν ὀνομαζόμενον, ἔχον δὲ προϊδρυμένον (ἴσως παρ’ αὐτῷ) ναὸν ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ἁγίας Ἄννης».[25] Γιὰ νὰ σταματήσῃ τὸ «κακό», τὸν ἀνεκάλεσαν στὴν Κωνσταντινούπολι, ὅπου τὸν ἐφυλάκισαν μαζὶ μὲ ἑκατοντάδες ἄλλους Ὁμολογητές, μέχρι ποὺ στὶς 20 Νοεμβρίου 765 (ἢ 767) τὸν ἐθανάτωσαν διὰ δημοσίου λιθοβολισμοῦ. Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 28 Νοεμβρίου.[26]

Τὴν ἄνοιξι τοῦ 822 ἔφθασε στὴν Προικόννησο ὁ περιβόητος γιὰ τὴν ἀρετή του Γρηγόριος ὁ Δεκαπολίτης, θερμὸς ὑπερασπιστὴς καὶ αὐτὸς τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ τῶν ἀποφάσεων τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Εἶχε ξεκινήσει ἀπὸ τὴν Ἔφεσο μὲ προορισμὸ τὴν Κωνσταντινούπολι γιὰ νὰ παρρησιασθῇ ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων, «ἀλλ’ ὑπὸ τῆς θείας χάριτος κωλυθεὶς ἐπέμενε τῇ Προκοννήσῳ, ξενιζόμενος παρά τινι πένητι», κατὰ τὸν βιογράφο του.[27] Ἐκοιμήθη τὸ 842 σὲ Μονὴ τοῦ Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας καὶ ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 20 Νοεμβρίου. Τὸ ἄφθαρτο (μέχρι σήμερα) ἱερό του λείψανο, ἀγορασθὲν τὸ 1497 ὑπὸ τοῦ ἡγεμόνος τῆς Κραϊόβας Μπάρμπου Κραϊοβέσκου ἀπὸ τοὺς Τούρκους, μεταφέρθηκε στὶς Ρουμανικὲς χῶρες καὶ θησαυρίζεται σήμερα στὴ γυναικεία Μονὴ Μπίστριτσα τῆςἘπισκοπῆς Ραμνικίου στὴν Ὀλτενία, ὅπου τιμᾶται μεγάλως ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας.

Ἀπὸ τὸν Θ´ αἰ. κ.ἑ. ἡ προτίμησι τῶν ἐξοριζόντων ἑστιάσθηκε στὴν Ἀφισιά. Ὅπως κομψὰ ἀναφέρει ὁ Μ. Γεδεών, ἡ «Ἀφουσία ἀπὸ τοῦ Θ´ αἰῶνος ἐγένετο δυστυχῶς τὸ συνεντευκτήριον ὁσίων ἀνδρῶν, ὅσοι τὴν πρὸς τὴν τιμὴν τῶν ἁγίων εἰκόνων ἀφοσίωσιν αὐτῶν ἔβλεπον οἰκτρῶς δοκιμαζομένην, καὶ τὸ τῶν βιωτικῶν πραγμάτων ἐπίκηρον ἐστέλλοντο νὰ μελετήσωσιν ἐν τῇ μικρᾶ ταύτῃ νήσῳ».[28] Μεταξὺ τούτων τῶν Ὁμολογητῶν διακρίνομε τὸν Ἅγιο Μακάριο, ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου (Πελεκητῆς) στὴν Τρίγλια τῆς Βιθυνίας, ἀπὸ τοὺς κορυφαίους στύλους τῆς εὐσεβείας καὶ πολεμίους τῆς Εἰκονομαχίας, τὸν ὁποῖο ἐξώρισε στὴν Ἀφισιὰ ὁ Εἰκονομάχος Μιχαὴλ ὁ Τραυλός. Ὁ Ἅγιος παρέμεινε ὥς τὸ τέλος τοῦ βίου του στὸ νησὶ τῆς ἐξορίας καὶ ἐκεῖ ἐκοιμήθη εἰρηνικὰ στὶς 18 Αὐγούστου 840.[29] «Μιχαὴλ ὁ Τραυλός (ὁ τοῦ Λέοντος Ε´ διάδοχος) καὶ αὐτὸς τῆς βδελυρᾶς αὐτοῦ θρησκείας ὑπάρχων, ἐξαγαγὼν τὸν ἅγιον τῆς φυλακῆς καὶ πολλὰ δι’ ἑαυτοῦ καὶ δι’ ἑτέρων κολακεύσας καὶ ἀπειλήσας, ἤνυε πλέον οὐδέν· διὸ καὶ ἐν Αφουσίᾳ τῇ νήσῳ τοῦτον ἐξορίσας ἐν ἀσφαλείᾳ ἐφύλαττεν· ὁ δὲ ἅγιος πάντα γενναίως φέρων, ηὐχαρίστει τῷ Θεῷ· χρονίσας δ’ ἐν τῇ τοιαύτῃ ἐξορίᾳ καὶ πλεῖστα ἀγωνισάμενος, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον», κατὰ τὸ Συναξαριακὸ ὑπόμνημα τῆς 1ης Ἀπριλίου (ἡμέρα μνήμης τοῦ Ἁγίου) στὸ ἀντίστοιχο Μηναῖον. Ὑπάρχει καὶ ἡ γνώμη ὅτι στὴν Ἀφισιὰ τὸν ἐξώρισε ὄχι ὁ Μιχαὴλ Β´, ἀλλὰ ὁ γιός του Θεόφιλος.[30] Στὸ νησὶ τῆς ἐξορίας του ὁ ἅγιος Μακάριος ἔφθασε συνοδευόμενος ἀπὸ μοναχοὺς μαθητές του καὶ ἵδρυσαν μιὰ μικρὴ Μονή. Ἐκεῖ διέπρεψε μὲ τὴν ἀγάπη του πρὸς τοὺς πάμφτωχους κατοίκους, τοὺς ὁποίους ὄχι μόνο ἐστερέωσε στὸ ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλὰ καὶ μὲ πλεῖστα θαύματα ἰάσεως ἀσθενειῶν, καθὼς καὶ μὲ τὴ θαυματουργικὴ ἐξασφάλισι ἄρτου σὲ καιροὺς μεγάλης σιτοδείας καὶ λιμοῦ εὐεργέτησε.[31] Ὁ Εἰκονομάχος Αὐτοκράτωρ Θεόφιλος ἐξώρισε στὴν Ἀφισιὰ τὸ 834 τοὺς αὐταδέλφους Ὁμολογητὲς ἱερομονάχους Θεόδωρο καὶ Θεοφάνη, τοὺς κατόπιν ἀποκληθέντες «Γραπτούς», καθ’ ὅσον, γιὰ νὰ τοὺς εὐτελίσῃ, διέταξε νὰ γράψουν μὲ πυρωμένο σίδερο στὸ μέτωπό τους ἕνα ἰαμβικὸ δωδεκάστιχο ποὺ ἐξηγοῦσε τοὺς λόγους τοῦ διωγμοῦ τους. Τὴν ἴδια χρονιὰ ἐξώρισε στὸ ἴδιο νησὶ καὶ τὸν ἐπίσης ἐκ τῶν θερμοτέρων ὑποστηρικτῶν τῆς ἁγίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡγούμενο τῆς Μονῆς τῶν Καθαρῶν τοῦ Ὀλύμπου Βιθυνίας Ἰωάννη. Ὁ πλεῖστα μέχρι τότε ὑποστὰς χάριν τῆς ἐμμονῆς του στὴν εὐσέβεια Ὁμολογητὴς ἐκεῖνος Ἅγιος ἔζησε δυόμιση χρόνια στὴν Ἀφισιά, ὅπου βρισκόταν σὲ διαρκῆ πνευματικὴ κοινωνία μὲ τοὺς συνεξορίστους ἀδελφοὺς ἁγίους Θεοφάνη καὶ Θεόδωρο τοὺς Γραπτούς, καθὼς καὶ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν ἐκ Μυτιλήνης. Προεῖπε τὸν θάνατό του τρεῖς ἡμέρες ἐνωρίτερα. Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 27 Ἀπριλίου. Ὁ Θεόδωρος καὶ ὁ Θεοφάνης ἔμειναν ἐξόριστοι στὴν Ἀφισιὰ ἐπὶ μία διετία. Οἱ περιπέτειές τους χάριν τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων εἰκόνων συνεχίστηκαν ἀλλοῦ καὶ κράτησαν ὅσο καὶ ὁ βίος τους.[32] Ὁ Θεοφάνης ἀξιώθηκε νὰ δῇ τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ μάλιστα προήχθη σὲ Μητροπολίτη Νικαίας ἀπὸ τὸν Πατριάρχη ἅγιο Μεθόδιο. Ἡ εὐλάβεια τῶν Προικοννησιωτῶν γι’ αὐτούς ἦταν καὶ εἶναι ἀπεριόριστη, καὶ μάλιστα γιὰ τὸν Θεοφάνη, τοῦ ὁποίου τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς μιᾶς χειρὸς ἐθησαυρίζετο παρ’ αὐτοῖς καὶ ἤδη ἁγιάζει τὸ νησὶ τῆς Ἀμμουλιανῆς -ἀρχαῖο Βατοπαιδινὸ Μετόχι ποὺ παραχωρήθηκε ἀπὸ τὴν κυρίαρχο Μεγίστη Μονὴ τοῦ Βατοπαιδίου προφρόνως καὶ δωρεὰν στοὺς Προικοννησιῶτες πρόσφυγες, κατόπιν αἰτήματος τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Προικοννήσου Γεωργίου πρὸς τοὺς τότε Προϊσταμένους τῆς Μονῆς, τινὲς τῶν ὁποίων ἦσαν Προικοννήσιοι. Ἐκεῖ τὸ ἔφεραν οἱ πρόσφυγες, τὸ κατέθεσαν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ τὸ τιμοῦν. Ὁ ἅγιος Θεοφάνης ἑορτάζεται στὶς 11 Ὀκτωβρίου καὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος στὶς 27 Δεκεμβρίου. Ὁ Συμεὼν εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐταδέλφους Λέσβιους Ὁσίους (Δαβίδ, Συμεὼν καὶ Γεώργιος Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης), ποὺ ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ τὴν 1η Φεβρουαρίου. Εἶχε ἀφιερωθῆ ἀπὸ μικρὸς στὸν Θεό, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίβλεψι καὶ καθοδήγησι τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ του Δαβίδ, ἡγουμένου ἤδη Μονῆς στὸ ὄρος Ἴδη τῆς Τρῳάδος καὶ διέπρεπε στὴν ὑπακοὴ καὶ τὶς ἄλλες μοναχικὲς ἀρετές. Μετὰ τὴν κοίμησι τοῦ ἀδελφοῦ καὶ Γέροντός του, ἐπέστρεψε στὴ Μυτιλήνη ὅπου ἐπιδόθηκε σὲ ἄκρα ἄσκησι ὡς Στυλίτης, ἀκολουθώντας τὰ ἴχνη τοῦ παλαιοῦ ἐκείνου ὁμωνύμου καὶ ὁμοτρόπου Ἁγίου. Ἀσφαλῶς, ὅπως καὶ ὁ ἀδελφός του Γεώργιος ποὺ ἀργότερα ἔγινε Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης, ἀνῆκε στοὺς ὑπερασπιστὲς τῶν ἁγίων εἰκόνων καὶ Ὁμολογητὲς τῆς ὀρθοδόξου εὐσεβείας. Ὁ τότε Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης Λέων, Εἰκονομάχος ὤν, τὸν κατεδίωξε. Ἀργότερα ὁ Αὐτοκράτωρ Θεόφιλος τὸν ἐξώρισε στὴν Ἀφισιά. Ἐκεῖνος ἵδρυσε ἐκεῖ Μονὴ καὶ «ἀναδείχθηκε μέγα στήριγμα τῶν μοναχῶν καὶ τῶν κατοίκων τοῦ νησιοῦ». Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τὸ 843, μετὰ τὸ πέρας τῆς Εἰκονομαχίας στὴ Μυτιλήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Μονὴ ποὺ κατὰ τὴν παράδοσι βρισκόταν στὴν τοποθεσία «Τρία Κυπαρίσια», καὶ ἀργότερα κατέλαβαν οἱ Ὀθωμανοὶ καὶ ἔχτισαν ἐκεῖ τὸν τεκὲ «Σαρῆ Μπαμπᾶ». Ὁ σημερινὸς ἐνοριακὸς ναὸς τῶν Ἁγίων Συμεὼν (Θεοδόχου, Στυλίτου καὶ Νέου Στυλίτου τοῦ Λεσβίου) τῆς Μυτιλήνης βρίσκεται σὲ ἀπόστασι μόλις 500 μέτρων ἀπὸ τὸ σημεῖο ποὺ ἡ παράδοσις θέλει τὴ Μονὴ καὶ τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Ὁμολογητοῦ (καὶ τῶν δύο ἁγίων ἀδελφῶν του).[33] Ὁ ἴδιος Αὐτοκράτωρ ἔστειλε ἐπίσης ἐξόριστο στὴν Ἀφισιὰ καὶ τὸν Ὁμολογητὴ Ἱλαρίωνα, ἡγούμενο τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μονῆς τῶν Δαλμάτων, μετὰ ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες, πλησιόχωρες ἐξορίες, φυλακίσεις καὶ δαρμούς, ὄχι μόνο διότι ἦταν ἀπὸ τοὺς ἡγέτες τῶν τιμώντων τὶς ἱερὲς εἰκόνες, ἀλλὰ καὶ διότι τὸν ἤλεγξε γιὰ τὴν ἀσέβειά του καὶ τὸν συνεχιζόμενο διωγμὸ τῶν εὐσεβῶν. Ὁ ἅγιος Ἱλαρίων ὅταν ἔφθασε στὴν Ἀφισιὰ ἔσκαψε σ’ ἕνα βράχο τοῦ νησιοῦ ἕνα πολὺ μικρὸ κελλί, πιθανὸν στὴν τοποθεσία ποὺ ὁ Μανουὴλ Γεδεὼν βρῆκε νὰ ἀποκαλοῦν οἱ ἐντόπιοι Ἐκκλησίτσα, ὅπου καὶ ὑπῆρχε πηγὴ ὕδατος ἢ στὴν τοποθεσία Ἅη-Λάρι ποὺ θυμίζει τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου καὶ ὅπου ὑπῆρχε ἁγίασμα.[34] Ἔμεινε ἐκεῖ ἔγκλειστος, ἀσκητεύοντας καὶ προσευχόμενος ἐπὶ ὀκταετία (834-842), μέχρι τὸν θάνατο τοῦ Θεοφίλου (842), ὁπότε καὶ ἔληξε ἡ ἐξορία του μὲ ἐντολὴ τῆς Αὐτοκρατείρας Θεοδώρας. Παρέστη μάλιστα καὶ στὴ θριαμβευτικὴ ἀναστήλωσι τῶν εἰκόνων στὴν Κωνσταντινούπολι τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Στὴν Ἀφισιά, ποὺ πάντοτε ὑπέφερε ἀπὸ μεγάλη λειψυδρία, διὰ τῆς προσευχῆς του ἀνέβλυσε νερὸ πόσιμο στὴν περιοχὴ ποὺ ἀσκήτευε, πρὸς μεγάλη ἀνακούφισι τῶν νησιωτῶν. Ἐκοιμήθη ὁσιακὰ τὸ 845, σὲ ἡλικία ἑβδομήντα ἐτῶν[35] καὶ ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 6 Ἰουνίου.

Ἡ παρουσία τόσων ἁγίων Ὁμολογητῶν τῆς ἐποχῆς τῆς Εἰκονομαχίας στὰ ὅρια τῆς Μητροπόλεως Προικοννήσου ἀπετέλεσε αἰτία ἀνθήσεως τοῦ Μοναχισμοῦ καὶ ἱδρύσεως πολλῶν Μονῶν, μικρῶν σχεδὸν ὅλων, μερικὲς τῶν ὁποίων διασώθηκαν, ἔστω καὶ ὡς σκιὲς τοῦ ἐνδόξου ἀπωτέρου παρελθόντος, μέχρι τὰ χρόνια τοῦ ξεριζωμοῦ.[36] Τοῦτο ὤθησε καὶ ἄλλους φιλόθεους ἄνδρες νὰ ἔλθουν καὶ νὰ διερευνήσουν τὴ δυνατότητα νὰ μονάσουν στὴν περιοχή. Μεταξὺ αὐτῶν καταλέγεται ὁ ἐκ Κρήτης καταγόμενος ἅγιος Νικόλαος ὁ Στουδίτης ὁ Ὁμολογητής, πολλὰ καὶ ἐκεῖνος παθὼν ἀπὸ μέρους τῶν Εικονομάχων, ποὺ ἦλθε γιὰ λίγο στὴν Προικόννησο τὴν ἐποχὴ τῶν Ἰγνατιο-Φωτιανῶν ἐρίδων (τὸ 866 ἢ λίγο πρίν), ἀλλὰ τελικὰ δὲν παρέμεινε. Ἐκοιμήθη τὸ 868 καὶ ἡ μνήμη του ἄγεται στὶς 4 Φεβρουαρίου. Κατὰ τὸν Νικήτα τὸν Παφλαγόνα, καὶ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μετὰ τὴν καθαίρεσί του, πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν Προικόννησο ἀναζητώντας τόπο ἀσφαλοῦς ἡσυχίας μακριὰ ἀπὸ τοὺς διῶκτες του: «Εἰς πλοῖον ἐμβάς, καὶ τὰς Πριγκιπείους, καὶ Προικονησίους, οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ Προποντίους νήσους, ἄλλην ἐξ ἄλλης ἀμείβων, καὶ ἐν ἐρημίαις πλανώμενος, ὄρεσί τε καὶ σπηλαίοις, καὶ ταῖς τῆς γῆς, ἀποστολικῶς φάναι, κατακρυπτόμενος ὀπαῖς, ὑστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος, τὰς πρὸς τὸ ζῆν ἀφορμὰς ἐπαίτου τρόπον διὰ τῶν φιλοχρίστων ἠρανίζετο».[37]

Ὁ γνωστὸς ἐκδότης τοῦ «Εὐχολογίου» Jacobus Goar (1601-1653) στὰ σχόλιά του στὴ Χρονογραφία τοῦ Θεοφάνους (Thophenes Chronographia, 1729), ἄγνωστον ποῦ στηριζόμενος, ἀναφέρει ὅτι καὶ οἱ αὐτάδελφοι ἅγιοι Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καὶ Ἰωσὴφ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἐξωρίσθηκαν στὴν Προικόννησο. Ὅμως, ἐξ ὅσων γνωρίζω, κάτι τέτοιο εἶναι ἄγνωστο στὶς Ἁγιολογικές πηγές. Σύγχυσις ἆραγε μὲ τοὺς ἀδελφοὺς Θεόδωρο καὶ Θεοφάνη τοὺς Γραπτούς;

Ὁ κατάλογος τῶν Ἁγίων τῆς Προικοννήσου μᾶλλον περατοῦται ἐδῶ. Ὁ Θεὸς γνωρίζει ἐὰν καὶ πόσοι ἄλλοι ἀκόμη ὑπάρχουν, ποὺ εἴτε κατάγονται ἀπὸ τὰ μαρτυρικὰ αὐτὰ νησιὰ τῆς Ρωμιοθάλασσας τοῦ Μαρμαρᾶ, εἴτε ἔζησαν σ’ αὐτά, εἴτε μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο συνέδεσαν τὸ ὄνομά τους μαζί τους.-

Σημειώσεις

[1] Ὁ Στράβων ἀναφέρει περὶ τῆς νήσου: «πόλιν ἔχουσα καὶ μέταλλον ἔχουσα λευκοῦ λίθου σφόδρα ἐπαινούμενον» (ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ, βιβλ. ΙΓ, ἐν Παύλου Καρολίδου: ΣΤΡΑΒΩΝΟΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ, Ἀθῆναι 1889, σ.102).

[2] Ἐπιφανίου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου: “ΕΚΘΕΣΙΣ ΠΡΩΤΟΚΛΗΣΙΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ ΤΕ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ”, ἐν: Jean Darrouzѐs, A.A. Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae, Texte Critique, Introduction et Notes, Institut Français d’ Études Byzantines, Paris 1981.

[3] Jean Darrouzès, ἔνθ. ἀνωτ.

[4] Ἔνθ’ ἀνωτ.

[5] Θ. Σ. Θεοφανίδου: Η ΝΗΣΟΣ ΜΑΡΜΑΡΑΣ – Συνοπτικὴ Ἱστορικὴ Πραγματεία, Ἐν Σταμπούλ, ἀνατύπωσις ἐκ τοῦ Ἐγκυκλοπαιδικοῦ Ἡμερολογίου Σ. Ν. Ζερβοπούλου τοῦ 1927, σ. 24..

[6] Ἀδἠλου: «Περὶ Μεταθέσεων» ἐν Γ.Α. Ράλλη – Μ. Ποτλῆ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ, τ. 5, σ. 392.

[7] Μανουὴλ. Ἰω. Γεδεών: ΠΡΟΙΚΟΝΝΗΣΟΣ - Ἐκκλησιατικὴ Παροικία, Ναοὶ καὶ Μοναί, Μητροπολῖται καὶ Ἐπίσκοποι, Ἐν Κωνσταντινουπόλει 1895, σ. 201.

[8] Μ. Γεδεὼν, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 201.

[9] Μ. Γεδεών, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 202.

[10] «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΤΙΜΟΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΡΟΙΚΟΝΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ, Μεταγλωττισθεὶς ἀπὸ τῆς ἑλλάδος φωνῆς εἰς κοινὴν διάλεκτον παρὰ τοῦ ἐν Μοναχοῖς ἐλαχίστου Ἀρσενίου τοῦ ἀπὸ Γαλατᾶ», ἐν: ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΤΙΜΟΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΡΟΙΚΟΝΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ, Ποιηθεῖσα μὲν ὑπὸ Νικολάου τοῦ Χιλιοδρομέως, νῦν δὲ τυπωθεῖσα τὸ δεύτερον φιλοτίμῳ δαπάνῃ τοῦ Εὐγενεστάτου κυρίου Ζαχαρίου Ζαχάρωφ τοῦ Κουταληνοῦ, Συμβούλου τοῦ ἐμπορίου καὶ Ἰπποτῶν (sic) διαφόρων Ρωσικῶν Ταγμάτων, Κατ’ ἔγκρισιν τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, Κωνσταντινούπολις 1844. Ὁ Μανουὴλ Γεδεὼν μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ ὡς ἄνω Ἀρσένιος Μοναχὸς «ἤκμαζε μικρῷ πρὸ τῶν μέσων τοῦ ΙΗ´ αἰῶνος» ὁ δὲ συντάκτης τῆς ἀκοιλουθίας «Νικόλαος Χιλιοδρομεύς, ἤτοι ἐξ Ἡλιοδρομίων, ἦν κατὰ τὰ μέσα τοῦ αἰῶνος τούτου Διδάσκαλος τῆς Αὐθεντικῆς Ἀκαδημίας Ἰασίου» (ἔνθ. ἀνωτ., σ. 120).

[11] Ἱερομ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, τ. ΙΒ´ (Αὔγουστος), σ.15, ἔκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Ἀθῆναι 2009.

[12] «Εἰκάζω τοῦτον μοναχὸν μετὰ τὸν Η´ αἰῶνα ζήσαντα, κατὰ τοὺς αἰῶνας ἴσως τῶν Εἰκονομάχων, ὅτε τῶν Ἰσαύρων ἡ δυναστεία ἐπλήρου τὰς νήσους ταύτας ἐξορίστων μοναχῶν». (Ἔνθ’ ἀνωτ., σ 124).

[13] Μαρτύριον τῆς Ἁγίας μάρτυρος Βάσσης καὶ τῶν τριῶν αὐτῆς τέκνων Θεογνίου, Ἀγαπίου καὶ Πιστοῦ. Ἀπὸ τὸν κώδικα Ambrosianus N. 152 Acta Sanctorum Augusti vol.IV (Dies 20-24) Antverpiae 1739 (Editions Culture et Civilisation, Bruxelles 1970. p. 419.

[14] Μ. Γεδεών, ἔνθ’’ ἀνωτ. σ. 189.

[15] Ἰωὴλ Φραγκάκου, Ἀρχιμ.: ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΒΑΣΣΗΣ ΤΗΣ ΕΔΕΣΣΑΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΑΥΤΗΣ ΑΓΑΠΙΟΥ, ΘΕΟΓΝΙΟΥ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΥ... Ἔδεσσα 1990.

[16] Νικοδήμου Ἁγιορείτου: ΝΕΟΝ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ ΗΤΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΦΑΝΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀθῆναι 1961, σσ. 88-89.

[17] Ὑπόμνημα Συναξαριστοῦ τῆς 30ῆς Δεκεμβρίου, στὸ ἀντίστοιχο Μηναῖον.

[18] Βλ. ἐν: Θ. Σ. Θεοφανίδου, ἔνθ’ ἀνωτ. σ.8.

[19] Τάσου Ἀθ. Γριτσοπούλου: «ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΕΠΩΝΥΜΟΥΜΕΝΟΣ ΑΥΤΩΡΕΙΑΝΟΣ – ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ», ἐν: ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, τ. Γ´, Ἀθῆναι 1963 στ. 238.

[20] Γεωργίου Παχυμέρη: ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ, P.G., 632 A.

[21] Γ. Παχυμέρη: Ἔνθ’ ἀνωτ., 717 Α.

[22] Γ. Παχυμέρη: Ἔνθ’ ἀνωτ., 734 Α.

[23] Χ. Γ. Πατρινέλη: «ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΕΠΩΝΥΜΟΥΜΕΝΟΣ ΑΥΤΩΡΕΙΑΝΟΣ», ἐν: Θ.Η.Ε., τ. Γ., Ἀθῆναι 1963 στ. 236.

[24] Γεωρ. Δ. Μεταλληνοῦ: «ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ο ΝΕΟΣ. ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ», ἐν: Θ.Η.Ε., τ.11, Ἀθῆναι 1967, στ. 473.

[25] Μ. Γεδεών, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ.147-148.

[26] Βλ. πλείονα ἐν Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΧΡΙΔΟΣ, τ.11, ἐκδ. ΑΘΩΣ, σσ. 258-261.

[27] Μ. Γεδεών, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 148.

[28] Ἐν: Μ. Γεδεών, ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 57.

[29] Ἱερομ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, ἔνθ’ ἀνωτ., τ. Η´ (Ἀπρίλιος), σ. 15.

[30] Ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 14.

[31] Ἔνθ’ ἀνωτ.

[32] Βλ. Ἱερομ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, ἔνθ’ ἀνωτ., τ.Δ´ (Δεκέμβριος), σσ.313-315.

[33] Γ. Π. Σωτηρίου: ΛΕΣΒΙΑΚΟ ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ (ἐκ τῆς ἰστοσελίδος «ΠΗΓΗ ΖΩΗΣ-ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ» τοῦ Ἱ. Ναοῦ Ζωοδόχου Πηγῆς Βαρειᾶς Μυτιλήνης).

[34] Μ. Γεδεών, ἔνθ’ ἀνωτ. σ.73.

[35] Ἱερομ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, ἔνθ’ ἀνωτ., τ. Ι´ (Ἰούνιος), σ. 73.

[36] Μονὴ Ἁγίου Νικολάου τῆς Γέννας, Μονὴ Παναγίας τῆς Καστρέλλας, Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Ἀφθόνης, Μονὴ Ἁγίου Ἑρμολάου Πραστειοῦ, Μονή Παναγίας - Θείας Μεταμορφώσεως Στυλαρίου (Μετόχι τῆς Μονῆς Κουτλουμουσίου), Μονὴ Ἁγίου Τιμοθέου στὸ ὄρος Καραλῆ, Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς στὴ Γαλλιμὴ (Μετόχι τῆς Μονῆς Δοχειαρίου), Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Παλατίων, Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου (ἀπὸ τὸ 1789 κ.ἑ. Βατοπαιδινὸ Μετόχι) στὴν Ἀφισιά, Μονὴ «Παναγίας στὰ Δένδρα» Ἀλώνης, Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς στὸ Παραδείσι τῆς Ἀλώνης, Μονὴ Παναχράντου Ἀλώνης, Μονὴ Ἁγίου Ἀθανασίου Πασᾶ-Λιμανιοῦ

[37] Νικήτα Παφλαγόνος, ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΒΙΟΣ, ΗΤΟΙ ΑΘΛΗΣΙΣ Migne, P.G. t.105, 524C.