Βίος καὶ Μαρτύριον τῶν Ἁγίων Πέντε Κανονικῶν Παρθένων ἐν Κρήτῃ

Ἡ μνήμη τους τιμᾶται στὶς 9 Ἰουνίου.

Ἡ πεντάριθμη αὐτὴ χορεία ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Σαβωρίου, Βασιλέως τῶν Περσῶν τὸ 330 μ.Χ. Τόπος καταγωγῆς τους ἡ Ἀργυρούπολη Ρεθύμνης1, ὅπου ὑπάρχει μέχρι καὶ σήμερα ἀρχαιολογικὸς χῶρος μὲ ναΰδριο ἀφιερωμένο στὴ μνήμη τους. Τὰ ὀνόματά τους τὰ ὁποῖα γράφτηκαν στὴν αἰωνιότητα εἶναι Μάρθα, Μαρία2, Ἐνναθᾶ, Θέκλα καὶ Μαριάμνη.

Ἔζησαν στοὺς χρόνους τῶν διωγμῶν. Καὶ ἐνῷ οἱ χριστιανοὶ διώκονταν, ἡ πεντάκλωνη αὐτὴ χορεία μοναζουσῶν ἀνέβαινε τὴν κλίμακα τῆς ἁγιότητας μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἄθληση. Ἔζησαν τὸν μοναχικὸ βίο, πρὶν ἀκόμα ὀργανωθοῦν συστηματικὰ τὰ μοναστικὰ ἰδεώδη. Μέσα ἀπὸ τὴν κοινοβιακὴ ζωή τους ἐνέκρωναν τὰ πάθη τοῦ σώματος καὶ δυνάμωναν τὸ πνεῦμα τους. Ἀνδρώνεται, δυναμώνεται, καὶ σκληραγωγεῖται ὁ μοναχὸς τόσο, ὅσο ἀγωνίζεται στὸν αὐτοέλεγχο, στὴν περισυλλογή, στὴν αὐτογνωσία καὶ αὐτοεξετάζεται συνειδητὰ στὸν κώδικα τῶν κανόνων καὶ κανονισμῶν τῆς μοναστικῆς ἰδιοτυπίας. Ἔτσι καλλιεργεῖται ἡ ἠθικὴ φιλοσοφία τῆς μοναστικῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι θεολογία ἀνόθευτης Ὀρθοδοξίας. Καὶ ἐνῶ αὐτὲς ἐπρόκοπταν πνευματικά, ὁ λειτουργός τους, ὁ ἱερέας τους Παῦλος, κυριευόταν ἀπὸ φιλαργυρία. Στάθηκε προδότης τῆς χριστιανικῆς βιοτῆς τους, φιλάργυρος Ἰούδας καὶ βρόχος τρισάθλιος τῆς ὡραίας ψυχῆς τους.

Ἡ φιλαργυρία τοῦ ἱερέα γίνεται ἀντιληπτὴ στὸν ἀρχιμάγο τοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖος τὸν καταδίδει στὸν ἄρχοντά του μὲ σκοπὸ νὰ κερδηθεῖ ὁ συναγμένος πλοῦτος του. Διότι ὅσοι δὲν προσκυνοῦσαν τὰ εἴδωλα καὶ ἰδιαίτερα οἱ Χριστιανοὶ ποὺ δὲν ἀρνοῦνταν τὴν πίστη τους, οἱ εἰδωλολάτρες βασιλεῖς τοὺς καταδίκαζαν σὲ μαρτυρικὸ θάνατο καὶ ἔτσι κέρδιζαν τὰ πλούτη τους καὶ τὶς περιουσίες τους.

Τὸ πρόσταγμα δόθηκε, νὰ παρουσιαστεῖ ὁ ἱερέας μὲ τὴ συνοδεία του μπροστὰ στὸν Ἄρχοντα καὶ νὰ προσκυνήσουν τὸ θεὸ Ἥλιο. Οἱ παρθένες ἀρνήθηκαν, ἐνῶ ὁ ἱερέας, ὡς ἄλλος Ἰούδας, ὑπολόγισε στὰ ἀργύρια, καὶ στὴν διάσωση καὶ διασφάλιση τῆς περιουσίας του. Ἔτσι προσκυνᾶ τὰ εἴδωλα, γεύεται αἷμα θυσιῶν, καὶ ὑπακούει ἀναντίρρητα σὲ κάθε πρόσταγμα. Ταυτόχρονα παροτρύνει καὶ τὶς παρθένες νὰ πράξουν τὸ ἴδιο, αὐτὲς ἀντιστέκονται σθεναρὰ μὲ πρῶτο τίμημα νὰ δαρθοῦν ἀνηλεῶς ἐπὶ πολλὲς ὧρες. Ἡ ἀπάντησή τους ἦταν ὅτι προσκυνοῦμε μόνο τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Τότε ὁ πονηρὸς καὶ μιαρὸς Βασιλιὰς σκέφτεται δόλια καὶ προτείνει στὸ φιλάργυρο ἱερέα νὰ φονεύσει μὲ ξίφος αὐτὸς τὶς πέντε παρθένες γιὰ νὰ κερδίσει τὸν πλοῦτο του.

Αὐτὸς μπροστὰ στὸ φόβο νὰ χάσει τὸ θησαυρό του, ὑπακούει στὸν δυνάστη καὶ ἀποκεφαλίζει τὶς ἀγωνίστριες τῆς εὐσεβείας. Τελικὰ τὸ μόνο ποὺ κέρδισε ὁ φιλάργυρος ἱερέας ἦταν νὰ χάσει καὶ αὐτὸς τὸ κεφάλι τοῦ ἀφοῦ πίστευσε τὸν δόλιο Ἄρχοντα ὅτι, ἂν πράξει αὐτὸ ποὺ τὸν πρόσταξε, θὰ τὸν ἄφηνε ἐλεύθερο μὲ ὅλο τὸ συναγμένο πλοῦτο του. Ὅμως ἐκείνη τὴ νύχτα τὸν σκότωσαν καὶ τὸν ἔριξαν στὰ σκυλιὰ ὡς βορὰ καὶ ἅρπαξαν καὶ τὴν περιουσία του. Ἔτσι ζημιώθηκε δίπλα ὁ τρισάθλιος Παῦλος, ἐνῶ τὰ ἅγια λείψανα τῶν πέντε ὁσιομαρτύρων, τὰ πῆραν οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ καὶ τὰ τοποθέτησαν σὲ ἰσάριθμες λάρνακες καὶ τὰ ἐνταφίασαν μὲ μεγάλες τιμές.

Σεμνύνεται τὸ Ρέθυμνο στὴν ἑορτὴ τῶν πέντε Παρθένων, στὴ μικρὴ Ἐκκλησία τους στὴν κοιλάδα τῆς Ἀργυρουπόλεως. Ὁ ἀρχαιολόγος καθηγητὴς Μιχ. Δέφνερ ὁμιλεῖ περὶ «οἰκογενειακοῦ εἰδωλολατρικοῦ τάφου τῆς Ἑλληνορωμαϊκῆς ἐποχῆς ποὺ ἔγινε προσκύνημα πέντε χριστιανῶν Μαρτύρων». Ἐντυπωσιάζει ὁ χῶρος αὐτὸς (πλάτος 2,70, μῆκος 3,20, ὕψος 1,80 καὶ βάθος 0,90). Εἶναι πέντε διαμερίσματα. Τὸ Β´ καὶ Γ´ εἶναι τάφοι γιὰ μεγάλους. Τὸ Δ´ καὶ Ε´ τάφοι γιὰ παιδιά. Ὁ ἐνδιάμεσος χῶρος εἶναι γιὰ σπονδές. Ἡ εὐλάβεια τῶν Ρεθυμνίων ραίνει ἑόρτια μὲ τὰ ροδοπέταλα τῆς πίστεώς της τὰ θερινὰ αὐτὰ ἄνθη τῆς πεντάκλωνης ἀνθοδέσμης τοῦ Ἰουνίου.

Ὑποσημειώσεις

1. Ἡ Ἀργυρούπολη ἀπέχει 27 χλμ. ἀπὸ τὸ Ρέθυμνο καὶ βρίσκεται στὴ διαδρομὴ τῆς παλαιᾶς ἐθνικῆς ὁδοῦ Ρεθύμνου – Χανίων. Τὸ χωριὸ εἶναι χτισμένο στὴ θέση τῆς ἀρχαίας Λάππας καὶ συνδυάζει σπάνια φυσικὴ ὀμορφιὰ καὶ ἱστορία. Ἡ Λάππα ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικότερες πόλεις τῆς Δυτικῆς Κρήτης κατὰ τὰ ρωμαϊκὰ χρόνια καὶ ὑπολογίζεται ὅτι κατοικοῦσαν σ᾿ αὐτὴ περὶ τοὺς δέκα χιλιάδες ἄνθρωποι. Ἡ πόλη ὅμως εἶναι πολὺ ἀρχαιότερη καὶ ἡ δράση της ἔνδοξη, ἤδη ἀπὸ τὸ 220 π.Χ., ὅταν παρεῖχε ἄσυλο στοὺς ἐκδιωκόμενους Λυττίους ἀπὸ τὴν ἰσχυρὴ Κνωσσό. Ἂν βρεθεῖτε στὴν περιοχή, ἀξίζει νὰ ἐπισκεφθεῖτε τὶς πηγὲς στὴ θέση Ἁγία Δύναμη, ὅπου μέσα στὸ σπήλαιο βρίσκεται τὸ ὁμώνυμο ἐκκλησάκι. Οἱ μικροὶ γραφικοὶ καταρράκτες, οἱ ξύλινοι νερόμυλοι καὶ ἡ πυκνὴ βλάστηση χαρακτηρίζουν τὸ τοπίο. Στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ βρίσκεται ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη, χτισμένη τὸν 17ο αἰώνα, δίπλα στὸ λαογραφικὸ μουσεῖο, ὅπου ὁ ἐπισκέπτης ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ δεῖ εἴδη λαϊκῆς τέχνης, ἐνδυμασίες, ἐργαλεῖα καὶ οἰκιακὰ σκεύη ποὺ χρησιμοποιοῦνταν κατὰ τὸ παρελθόν. Ἡ Ἀργυρούπολη κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἐνετοκρατίας θὰ πρέπει νὰ διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο, καθὼς μνημεῖα τῆς ἐποχῆς σώζονταν στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνα μας. Σ᾿ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ μέγαρα τοῦ 1500 ἀναγραφόταν στὴν πόρτα του τὸ “omnia mundi fumus et umbra”, δηλαδὴ «πάντα τὰ ἐγκόσμια εἶναι καπνὸς καὶ σκιά».

2. Μαρία. Παραλλαγὲς καὶ χαϊδευτικὰ τὰ Μαρίκα, Μάρω, Μαρούλα, Μαρίτσα, Μαριγώ κ.ἄ. Ἐπίσης, ἐπειδὴ εἶναι τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας, ἔχομε ἀπὸ ἐδῶ τὰ Παναγιώτα-Παναγιώτης. Προέρχεται ἀπὸ τὸ ἑβραϊκὸ ρῆμα μαρὰ ποὺ σημαίνει ἐπαναστατῶ, στασιάζω. (ἐβρ. γραφὴ) miryam (ἀγγλ. γραφὴ) καὶ σημαίνει ἡ ἀπείθεια, πίκρα. Ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα ἀποδόθηκε ὡς Μαριὰμ ἀντὶ Μύριαμ. Κατὰ τὸν Δαμασκηνὸ Στουδίτη, Μαρία εἶναι ἐκείνη ποὺ λύτρωσε ἀπὸ τὸ δηλητήριο τοῦ ὄφεως τὸ ἀνθρώπινο γένος. Μάλιστα σὲ ὁμιλία του πρὸς τὴ Θεοτόκο ἀναλύει ἀνὰ γράμμα τὸ ὄνομά της. Ἐπίσης ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέγει, ὅτι «Μαρία θέλει νὰ εἰπῇ κυρία, ὡσὰν ὁποὺ ἔμελλε ἡ Θεοτόκος νὰ γίνῃ βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, νὰ παρακαλῇ διὰ τὲς ἁμαρτίες μας». Ἡ Παναγία μας τιμᾶται πολλὲς φορὲς τὸ χρόνο. Κύριες ἑορτές: τῆς Γεννήσεως (8 Σεπτεμβρίου), τῶν Εἰσοδίων (21 Νοεμβρίου), τοῦ Εὐαγγελισμοῦ (25 Μαρτίου), τῆς Κοιμήσεως (15 Αὐγούστου).