Ἡ Ἁγία Φεβρωνία, ἦταν περιζήτητη νύμφη γιὰ τὴν σωματική της ὀμορφιά. Τὸ ἴδιο ὅμως ἔλαμπε καὶ ἡ ἁγνὴ ψυχή της. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό σε ἡλικία 17 ἐτῶν, ἐπέλεξε τὸ δρόμο της ἄσκησης καὶ τῆς ἐγκράτειας στὸ μοναστήρι ὅπου ἡγουμένη ἦταν ἡ θεία της, Βρυαίνη καὶ βρισκόταν στὴν Μεσοποταμία (στὴν πόλη τῆς Νισίβεως, ποὺ λέγεται Ἀντιόχειά της Μυγδονίας καὶ βρισκόταν στὰ σύνορά του Βυζαντινοῦ καὶ Περσικοῦ κράτους). Γρήγορα, παρὰ τὸ νεαρό της ἡλικίας της, προσαρμόσθηκε στοὺς δύσκολους κανόνες τῆς μοναχικῆς ζωῆς βρίσκοντας παράλληλα καὶ χρόνο γιὰ νὰ μελετᾶ καὶ νὰ ἐμβαθύνει στὶς Θεῖες Γραφές.
Ἔγινε δὲ ὑπόδειγμα ἀνάμεσα στὶς ἄλλες μοναχὲς γιὰ τὴ σύνεσή της τὸ ζῆλο της, τὴν προθυμία της καὶ τὸ ταπεινό της φρόνημα. Κάποια ἡμέρα ὅμως, ἕνα στρατιωτικὸ σῶμα τὸ ὁποῖο κατεδίωκε χριστιανούς, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸ Σεληνο (288 μ.Χ.) ἔφθασε καὶ στὸ μοναστήρι τῆς Φεβρωνίας.
Εἶχε λοιπὸν ἡ Βρυαίνη μεγάλο φόβο καὶ ἀγωνία, πὼς νὰ φυλάξει τὴν Φεβρωνία ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς γιὰ νὰ μὴν τὴν διαφθείρουν. Ἔτσι, οἱ μὲν ἄλλες ἔτρωγαν μία φορὰ τὴν ἥμερα, ἐνῶ αὐτὴν τὴν διέταξε νὰ τρώγει μία φορὰ κάθε δύο μέρες, γιὰ νὰ μαραθεῖ πολὺ ἡ ὀμορφιά της καὶ νὰ φαίνεται ἄσχημη. Ἡ Φεβρωνία ἔκανε περισσότερο ἀγώνα, ὅσο μποροῦσε, καὶ δὲν χόρταινε οὔτε ψωμί, οὔτε νερό, ἀλλὰ ἔτρωγε μόνο τόσο ὅσο γιὰ νὰ ζεῖ. Ἐπίσης κοιμότανε λίγο, καὶ ὄχι στὸ στρῶμα, ἀλλὰ ξεκουραζόταν καθισμένη σὲ σκαμνὶ ἢ ξάπλωνε κάτω στὴν γῆ γιὰ νὰ μὴν ἔχει ἀνάπαυση, ὥστε νὰ κοιμᾶται λίγο καὶ νὰ βασανίζει τὸ σῶμα της. Ὅταν πειραζόταν στὸν ὕπνο της ἀπὸ τὸν διάβολο, σηκωνότανε ἀμέσως καὶ παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα τὸν Θεὸ νὰ τὸν διώξει. Διάβαζε μὲ μεγάλη προσοχὴ τὰ βιβλία, διότι ἐκ φύσεως ἦταν φιλομαθής.
Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες ἦλθε στὴν περιοχὴ τοὺς ὁ Σελῆνος μὲ τὸν Λυσίμαχο. Ἔτσι ὅλοι οἱ Χριστιανοί, λαϊκοί, Κληρικοὶ καὶ Μοναχοί, ἄφηναν τὰ κελιά τους καὶ ἔφευγαν στὰ ὅρη καὶ στὰ σπήλαια, ἀκόμη καὶ αὐτὸς ὁ Ἐπίσκοπός της πόλεως, καὶ κρυβόντουσαν γιὰ τὸν κίνδυνο ποὺ ἐρχόταν. Ὅταν ἄκουσαν αὐτὸ οἱ Μοναχὲς ἐκείνης τῆς Μονῆς, πῆγαν λοιπὸν στὴν Ἡγουμένη καὶ τῆς εἶπαν. «Συγχώρησέ μας νὰ κρυφτοῦμε, διότι δὲν εἴμαστε ἐμεῖς καλύτερες ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς καὶ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο. Γνωρίζεις ὅτι ἐδῶ εἶναι μερικὰ κορίτσια, καὶ κινδυνεύουν πρῶτα μὲν νὰ τὶς μιάνουν οἱ στρατιῶτες, δεύτερον δὲ δὲν μποροῦμε νὰ ὑπομείνουμε τὰ βασανιστήρια, καὶ θὰ στερηθοῦμε, οἱ ταλαίπωρες καὶ τὸν μισθό της ἀσκήσεως. Λοιπὸν ἐὰν ὁρίζεις, ἃς πάρουμε καὶ τὴν Φεβρωνία, ποὺ ἦταν ἄρρωστη, καὶ ἃς κρυφτοῦμε σὲ κάποιο μέρος».
Ἡ Φεβρωνία ἀπάντησε. «Ζῆ Κύριος ὁ Χριστός μου, τὸν ὁποῖο νυμφεύθηκα καὶ τοῦ ἀφιέρωσα τὴν ψυχή μου. Δὲν βγαίνω ἀπὸ αὐτὸν τὸν τόπον, ἀλλὰ ἐδῶ θὰ πεθάνω καὶ θὰ ἐνταφιασθῶ γιὰ τὸν Δεσπότη μου». Ἡ Ἡγουμένη τὶς εἶπε. «Κάθε μία γνωρίζει τὸ συμφέρον της, κάντε ὅπως θέλετε». Τότε μία – μία χαιρετοῦσε τὴν Ἥγουμενη καὶ τὴν Φεβρωνία καὶ ἔφευγαν.
Τὸ πρωΐ, ὅταν ἀνέτειλε ὁ ἥλιος ἔγινε στὴν πόλι μεγάλη ταραχὴ καὶ σύγχυση, διότι ὁ Σελῆνος διέταξε καὶ ἔριξαν στὶς φυλακὲς πολλοὺς Χριστιανοὺς τοὺς ὁποίους βασάνισαν. Τοῦ ἀνέφεραν λοιπὸν μερικοὶ Ἕλληνες, γι’ αὐτὸ τὸ Μοναστήρι, καὶ ἀμέσως ἔστειλε στρατιῶτες, νὰ φέρουν στὸ δικαστήριο ὅσες βροῦν ἐκεῖ. Ἔσπασαν λοιπὸν οἱ στρατιῶτες τὶς πόρτες καὶ ἀφοῦ μπῆκαν μέσα βρῆκαν μόνον τρεῖς. Κάποιος στρατιώτης ἔβγαλε τὸ ξίφος νὰ σκοτώσει τὴν Ἡγουμένη. Τότε ἡ Φεβρωνία ἔπεσε στὰ πόδια τους καὶ τοὺς εἶπε: «Σᾶς ἐξορκίζω στὸν Θεὸν ὁ ὁποῖος κατοικεῖ στὰ οὐράνια, νὰ σκοτώσετε πρῶτα ἐμένα, γιὰ νὰ μὴ δῶ τὸν θάνατο τῆς Κυρίας μου». Ἔτσι ἐπέστρεψε στὸ Πραιτώριο, καὶ λέγει στὸν Λυσίμαχο. «Πήγαμε στὸ Μοναστήρι, καὶ εἶδα μία νέα της ὁποίας θαύμασα τὴν ὀμορφιά. Μὰ τοὺς θεοὺς δὲν εἶδα ὡραιότερη γυναίκα, καὶ πράγματι εἶναι ἄξια γιὰ σένα». Τοῦ λέγει ὁ Λυσίμαχος: «Ἔχω ἐντολὴ ἀπὸ τὴν μητέρα μου νὰ μὴν κακοποιήσω Χριστιανό. Πῶς νὰ κάνω κακὸ στὶς δοῦλες τοῦ Χριστοῦ; Σὲ παρακαλῶ λοιπὸν νὰ τὶς διαφυλάξεις, ὥστε νὰ μὴ πέσουν στὰ χέρια τοῦ θείου μου».
Ἕνας ὅμως πολὺ κακὸς στρατιώτης τὸ ἀνέφερε στὸν Σελῆνο. Τότε θύμωσε ὁ Σελῆνος καὶ ἔστειλε στρατιῶτες νὰ φέρουν τὴν νέα στὸ δικαστήριο. Πῆγαν λοιπόν, τὴν ἅρπαξαν σὰν ἄγρια θηρία, τὴν ἔδεσαν ἀπὸ τὸ λαιμὸ καὶ τὴν ἔσυραν. Ἡ Ἡγουμένη καὶ ἡ Θωμαῒς προσπάθησαν νὰ πᾶνε μαζί της γιὰ νὰ τὴν συμβουλεύσουν, ἀλλὰ οἱ στρατιῶτες δὲν ἐπέτρεψαν. Ἔτσι τοὺς παρακάλεσαν νὰ τὶς ἀφήσουν νὰ κάνουν προσευχὴ πρὸς τὸν Κύριον.
Ὅταν τελείωσαν τὴν προσευχὴ οἱ στρατιῶτες πῆραν τὴν Ἁγία τὴν ὁποία ἀκολούθησε ἡ Θωμαῒς μὲ ἀνδρικὰ φορέματα. Ἀλλὰ καὶ ἄλλες πολλὲς γυναῖκες κοσμικὲς (οἱ ὁποῖες πήγαιναν στὸ Μοναστήρι καὶ τὶς δίδασκε), ἀκολούθησαν, γιὰ νὰ δοῦν τοὺς ἀγῶνες τῆς Ἁγίας καὶ κτύπαγαν τὰ στήθη τους καὶ ἔκλαιγαν πικρά. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ Συγκλητικὴ Ἱερεία, μόλις τὸ ἔμαθε, ἔκλαιγε στὸ σπίτι της καὶ ἔλεγε στοὺς γονεῖς της. «Ἡ ἀδελφή μου καὶ δασκάλα μου Φεβρωνία δικάζεται καὶ ἐγὼ κάθομαι μὲ ἄνεση;». Καὶ ἐνῶ ἔλεγε αὐτά, ἔπεισε τοὺς γονεῖς της νὰ τὴν ἀφήσουν, νὰ πάει στὸ θέατρο. Ἔτσι πῆρε μαζί της ὡς συνοδοὺς μερικὲς δοῦλες της καὶ πῆγε μὲ δάκρυα στὸ θέατρο.
Ἀφοῦ συγκεντρώθηκε πολὺς κόσμος στὸ θέατρο, ἔφεραν τὴν Ἁγία, καὶ ὅλοι ὅσοι τὴν εἶδαν τὴν συμπόνεσαν. Τότε ὁ ἡγεμόνας ρώτησε. «Ἐγὼ εἶχα σκοπὸ νὰ μὴ σοῦ μιλήσω καθόλου, ἀλλὰ ἡ ὀμορφιά σου καὶ ἡ εὐγένεια τοῦ προσώπου σου σταμάτησαν τὴν πολλή μου ἀγανάκτηση. Λοιπὸν ὄχι ὡς κατηγορούμενη σὲ ἐρωτῶ, ἀλλὰ ὡς τέκνο μου ἀγαπητὸ σὲ συμβουλεύω, καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ ἀκούσεις τὰ λόγια μου. Μὰ τοὺς θεούς, ἀρραβωνιάσαμε τὸν Λυσίμαχο, μὲ μιὰ πλούσια καὶ ὡραία κοπέλα, ἐγὼ καὶ ὁ ἀδελφός μου Ἄνθιμος, ὁ πατέρας του. Ὅμως σήμερα συμφωνῶ νὰ λύσω ἐκεῖνον τὸν ἀρραβώνα, γιὰ νὰ πάρεις ἐσὺ αὐτὸν ὡς σύζυγο, ποὺ καὶ αὐτὸς εἶναι νέος, ὄμορφος καὶ ὡραῖος καὶ εἶναι τώρα δίπλα μοῦ. Καὶ μὴ φοβηθεῖς ἐὰν εἶσαι πτωχὴ καὶ ἄπορη ἀπὸ χρήματα, διότι ἐγὼ δὲν ἔχω παιδιὰ καὶ σᾶς χαρίζω ὅλον τὸν πλοῦτο μου, γιὰ νὰ μὲ ἔχετε σὰν πατέρα, νὰ ἔχεις δόξα ἀμέτρητη, νὰ σὲ μακαρίζουν ὅλες οἱ γυναῖκες, καὶ ὁ ἴδιος ὁ βασιλεὺς θὰ σᾶς δώσει ἀναρίθμητα δῶρα ὁ ὅποιος μάλιστα ὑποσχέθηκε νὰ κάνη τὸν Λυσίμαχο Ἔπαρχο, καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλο ἀξίωμα ἀπὸ αὐτὸ μεγαλύτερο. Λοιπὸν δῶς μου μιὰ καλὴ ἀπάντηση νὰ χαροποιήσεις τὴν ψυχή μου. Διότι ἐὰν δὲν συμφωνήσεις μὲ αὐτὰ πού σου εἶπα, τρεῖς ὧρες δὲν θὰ σὲ ἀφήσω νὰ ζήσεις σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο».
Τοῦ λέγει τότε ἡ Φεβρωνία. «Ἐγὼ ἔχω στοὺς οὐρανοὺς νυφικὸ δωμάτιο ἀχειροποίητο, νυμφώνα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ καταστραφεῖ, προίκα τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ Νυμφίο ἀθάνατο. Ἔτσι δὲν μπορῶ νὰ συζήσω μὲ ἄνθρωπο. Λοιπὸν μὴ πλανᾶσαι, οὔτε νὰ κουράζεσαι μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς νὰ μὲ δοκιμάζεις, διότι ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ μὲ νικήσεις».
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ τύραννος θύμωσε, καὶ διατάζει νὰ γδύσουν τὴν Ἁγία καὶ νὰ τὴν παρουσιάσουν γυμνὴ μπροστά σε ὅλους, γιὰ νὰ ντραπεῖ τὴν ἀσχημοσύνη της, καὶ νὰ σκεφθεῖ, ἀπὸ ποιὰ λαμπρὴ δόξα σὲ πόση ἀτιμία κατάντησε. Κατόπιν διέταξε νὰ τεντώσουν τὴν Ἁγία τέσσερις ἄνδρες, νὰ ἀνάψουν φωτιὰ ἀπὸ κάτω γιὰ νὰ καίγεται καὶ ἀπὸ πάνω νὰ τὴν κτυποῦν δυνατὰ καὶ ἀλύπητα στὴν ράχη της, ἄλλοι τέσσερις ἄνδρες. Καὶ ἐνῶ τὴν ἔδερναν γιὰ πολλὴ ὥρα οἱ ἄσπλαχνοι, ἄλλοι ράντιζαν μὲ λάδι τὴν φωτιά, γιὰ νὰ ἀνάβει περισσότερο καὶ νὰ τὴν καίει χειρότερα. Ὅταν εἶδε ὅτι ἔπεφταν οἱ σάρκες της καὶ φαινόταν ὡς νεκρή, διέταξε νὰ τὴν ρίξουν παράμερα.
Ὅταν εἶδε ὁ τύραννος ὅτι δὲν ἀπέθανε τὴν ἐξέταζε καὶ τῆς ἔλεγε. «Πῶς σου φαίνεται ἡ πρώτη τιμωρία σου Φεβρωνία;». Ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε: «Κατάλαβες μὲ τὴν πρώτη δοκιμή, ὅτι μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, ἔμεινα ἀνίκητος καὶ καταφρονῶ τὰ βασανιστήρια σου». Τότε πάλι εἶπε ὁ τύραννος. «Κρεμάστε τὴν στὸ ξύλο καὶ ξεσχίσθε δυνατά τα πλευρά της μὲ σιδερένια νύχια, ἔπειτα κάψτε τὰ ξεσχισμένα μέλη τῆς μέχρι τὰ κόκκαλά της». Τόσο πολὺ ξέσχισαν τὴν Ἁγία, ὥστε ἔπεφταν στὴν γῆ οἱ σάρκες της, καὶ τὸ αἷμα τῆς ἔτρεχε ποτάμι. Ἔπειτα ἔφεραν φωτιὰ καὶ κατέκαιαν τὰ σπλάγχνα της. Ἡ μακαρία ὅμως ἔβλεπε πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ ἔλεγε: «Ἔλα, Κύριε, καὶ βοήθησε μέ, καὶ μὴ παραβλέψεις τὴν δούλη σου». Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε σιώπησε διότι ἐκαίγετο ἀπὸ τὴν φωτιά.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς παρευρισκόμενους ἔφυγαν λόγω τῆς μεγάλης ἀγριότητας τοῦ ἡγεμόνα οἱ δὲ ὑπόλοιποι τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τὴν πάρει ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ ὁ τύραννος ὑπεχώρησε. Εἶπε δηλαδὴ καὶ ἔσβησαν τὴν φωτιά, ἀλλὰ τὴν ἄφησαν ἀκόμη κρεμασμένη καὶ τὴν ρωτοῦσε. Ἐκείνη ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ ἀπαντήσει. Ἔτσι τὴν κατέβασαν καὶ τὴν ἔδεσαν στὸν πάσσαλο, καὶ ἀφοῦ κάλεσε ὁ τύραννος γιατρὸ τὸν διέταξε νὰ κόψη τὴν γλώσσα της καὶ νὰ τὴν κάψουν ἐπειδὴ δὲν τοῦ ἀπάντησε. Ἡ Ἁγία ἔβγαλε ἀμέσως τὴν εὔλαλον γλώσσα της καὶ ἔκανε μὲ νόημα τοῦ γιατροῦ σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴ τοῦ τυράννου καὶ πράγματι πῆρε ὁ γιατρὸς τὸ σίδερο νὰ τὴν κόψη, ἀλλὰ ὁ λαὸς φώναζε, καὶ παρακαλοῦσε τὸν ἡγεμόνα νὰ τοὺς κάμει τὴν χάρη αὐτή, καὶ νὰ τὴν ἀφήσει γιὰ τὴν ὥρα. Ὁ ἄγριος ἡγεμόνας διέταξε νὰ ἀφήσουν τὴν γλώσσα καὶ νὰ σπάσουν τὰ δόντια της. Ἄρχισε λοιπὸν ὁ γιατρὸς νὰ ξεριζώνει τὰ δόντια καὶ ὅταν ξερίζωσε τὰ δέκα ἑπτά, ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ τὴν αἱμορραγία λιγοθύμησε ἡ ἁγία τότε ὁ τύραννος καὶ διατάζει τὸν γιατρό, νὰ σταματήσει. Τῆς ἔδωσε μάλιστα καὶ θεραπευτικὰ βότανα γιὰ νὰ σταματήσει νὰ τρέχει αἷμα.
Τότε πάλι τὴν ρώτησε ὁ τύραννος. «Τί λέγεις Φεβρωνία; Προσκυνᾶς τοὺς θεούς;» Ἡ Ἁγία του εἶπε ὄχι. «Γιατί δὲν μὲ θανατώνεις τὸ γρηγορότερο, γιὰ νὰ πάω στὸν ἀγαπημένο μου Χριστό, ἀλλὰ ἐμποδίζεις τὸν δρόμο μου;». Τότε διατάζει νὰ κόψουν, ἀλλοίμονον! τοὺς μαστούς της καὶ ἔπειτα νὰ κάψουν τὸ στῆθος της. Ἡ Ἱερεία, ὅταν εἶδε, ὅτι ὁ ἀλιτήριος Σελῆνος σκεπτόταν νὰ ὑποβάλει τὴν Φεβρωνία καὶ σὲ ἄλλα βασανιστήρια, στάθηκε μπροστά του καὶ τὸν ἔβρισε λέγουσα. «Δὲν χόρτασες, ἀπάνθρωπε, ποῦ τόσα κακὰ ἔκανες αὐτῆς τῆς Ἁγίας κοπέλας; Οὔτε θυμήθηκες τὰ μέλη τῆς μητέρας σου ὅπου θήλασες, ἡ ὁποία κακῶς σὲ γέννησε, ἀλλὰ ἔδειξες τόσην ἀσπλαχνία σὲ αὐτὴν τὴν ταπεινή; Εὔχομαι νὰ μὴ σὲ συγχωρήσει ὁ Οὐράνιος Βασιλεύς, ἀλλὰ νὰ σὲ βασανίσει καὶ σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ στὸν αἰώνιο». Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἄδικος δικαστὴς θύμωσε, καὶ διέταξε νὰ τὴν δέσουν καὶ αὐτὴν σὰν κατάδικη, γιὰ νὰ τὴν βασανίσει, ἐπειδὴ τὸν ἔβρισε. Ἐκείνη ἔμπαινε στὸ στάδιο χαρούμενη καὶ ἔλεγε: «Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ, δέξε μὲ καὶ ἐμένα τὴν ταπεινή, μαζὶ μὲ τὴν Κυρία μου Φεβρωνία». Τότε οἱ φίλοι του Σελήνου τὸν συμβούλεψαν νὰ μὴ κάνη κακὸ δημόσια στὴν Ἱερεία, ἐπειδὴ ὅλος ὁ κόσμος εἶναι μαζί της.
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ τύραννος δὲν τόλμησε νὰ κάνη σὲ αὐτὴν τίποτε καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ἐκδικηθεῖ, γὶ αὐτὸ τὸν λόγο διέταξε νὰ κόψουν τὰ χέρια τῆς Φεβρωνίας καί το ἕνα πόδι γιὰ τὸ πεῖσμα τῆς Ἱερείας. Ἔκοψαν λοιπὸν καὶ τὰ δύο χέρια τῆς Μάρτυρος. Ὅταν ἔκοβε τὸ πόδι, ὁ δήμιος ἀπὸ τὸν ἀστράγαλο, δὲν πέτυχε ὁ πέλεκυς τὴν ἄρθρωση καὶ τὴν κτύπησε τρεῖς φορές, ἕως ὅτου νὰ τὸ κόψη ὁ ἄσπλαχνος. Ἔτσι ὅλο το σῶμα τῆς μακαρίας συγκλονίστηκε ἀπὸ τὸν πόνο. Καὶ ἐπειδὴ αἰσθανόταν μεγάλους πόνους καὶ ἀνείπωτη κάκωση, ἅπλωσε καὶ τὸ ἄλλο πόδι, καὶ τὸ ἔβαλε στὸ ξύλο νὰ τὸ κόψη καὶ αὐτό, γιὰ νὰ ξεψυχήσει καὶ νὰ μὴ βασανίζεται. Βλέποντας αὐτὸ ὁ ἄδικος δικαστής, σκληρύνθηκε περισσότερο, καὶ εἶπε. «Βλέπετε πόση δύναμη ἔχει αὐτὴ ἡ ἀναίσχυντη». Ἔπειτα εἶπε πρὸς τὸν δήμιο. «Κόψε καὶ αὐτό». Ἀφοῦ πέρασε ὥρα πολλὴ καὶ ψυχορραγοῦσε πλέον ἡ Ἁγία, ρώτησε τοὺς δήμιους. Ἀκόμη ζεῖ αὐτὴ ἡ τρισκατάρατη;» Αὐτοὶ εἶπαν. «Ναί». Τότε διατάζει ὁ δυσεβέστατος νὰ τῆς κόψουν τὴν ἁγία της κεφαλή. Πῆρε λοιπὸν τὸ σπαθὶ ὁ δήμιος καὶ κρατώντας τὴν Ἁγία ἀπὸ τὰ μαλλιά, ἔκοψε τὴν τιμία της κεφαλὴ στὶς 25 Ἰουνίου.
Ὁ Λυσίμαχος ἔμεινε μέσα στενοχωρημένος καὶ ἔχυνε δάκρυα ἀπὸ τὴν καρδιά του γιὰ τὴν Μάρτυρα, τὴν ὁποία δὲν ἄφησε τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὴν πάρουν, γιατί προσπαθοῦσαν νὰ μοιρασθοῦν τὸ τίμιο λείψανο, ἀλλὰ διέταξε τοὺς στρατιῶτες νὰ τὸ φρουροῦν, γιὰ νὰ τῆς κάνη μεγάλη τιμή, νὰ ἐνταφιάσει τὸ πανάγιο σῶμα της σῶο καὶ ἀκέραιο στὸ ἅγιο Μοναστήρι της. Αὐτὰ ἀφοῦ διέταξε δὲν πῆγε στὸ γεῦμα, ἀλλὰ κλείσθηκε στὸ δωμάτιό του καὶ θρηνοῦσε τῆς Φεβρωνίας τὸν θάνατο. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Σελήνιος φρικτὸ θάνατο.
Ἔπειτα ὁ Λυσίμαχος κάλεσε τὸν κόμητα Πρίμο, καὶ τοῦ λέγει. «Διέταξε ἀμέσως ξυλουργοὺς νὰ κάνουν γιὰ τὴν Φεβρωνία μία λάρνακα ἀπὸ ξύλα ποὺ δὲν σαπίζουν, καὶ στεῖλε σε ὅλα τα μέρη κήρυκες νὰ φωνάξουν καὶ νὰ συγκεντρωθοῦν χριστιανοὶ χωρὶς φόβο ἡ κάποια δειλία στὴν ταφὴ τῆς Ὁσιομάρτυρος, ἐπειδὴ ὁ θεῖος μου ἀπέθανε. Καὶ ὅταν ὁ κόσμος συγκεντρωθεῖ, ἃς σηκώσουν μὲ εὐλάβεια οἱ στρατιῶτες τὸ ἅγιο λείψανο νὰ τὸ μεταφέρουν στὸ Μοναστήρι τῆς Βρυαίνης, καὶ νὰ μὴν ἀφήσεις κανέναν νὰ ἁρπάξει κάποιο μικρὸ κομμάτι. Οὔτε σκύλο νὰ ἀφήσεις ἡ ἄλλο ζῶο ἀκάθαρτο νὰ γλείψει καθόλου τὴν γῆ, ὅπου χύθηκε τὸ τίμιο αἷμα της. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ χῶμα νὰ τὸ πᾶς στὸ Μοναστήρι ποὺ σοῦ εἶπα».
Τότε ὁ Πρίμος ἔκανε ὅσα διέταξε ὁ Λυσίμαχος, καὶ σήκωσαν οἱ καλύτεροι στρατιῶτες τὸ ἅγιο λείψανο, ἐνῶ ὁ ἴδιος κράτησε τὴν τιμία κεφαλή, τὰ χέρια, τὰ πόδια, καὶ τὰ ἄλλα μέλη στὸν μανδύα του μὲ εὐλάβεια. Καὶ ἐνῶ πήγαιναν στὸ Μοναστήρι ἔτρεχε πάρα πολὺ πλῆθος λαοῦ.
Μετὰ τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας, πλῆθος Ἑλλήνων εἰδωλολατρῶν ἐπέστρεψαν στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκαν. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Πρίμος καὶ ὁ Λυσίμαχος, οἱ ὁποῖοι βαπτίσθηκαν καὶ ἀρνήθηκαν τελείως τὸν κόσμο. Οὔτε ἐπέστρεψαν στὸν ἀσεβέστατο βασιλέα, ἀλλὰ πῆγαν στὸν Ἀρχιμανδρίτη Μαρκελλίνο, καὶ τοὺς ἔκανε Μοναχούς, καὶ τελείωσαν τὴν ζωὴ τοὺς ἀσκητικά, μὲ θεάρεστη ζωή. Βαπτίσθηκαν ἐπίσης πολλοὶ στρατιῶτες καὶ τελείωσαν τὴν ζωὴ τοὺς θεάρεστα.
Ὁ Ἐπίσκοπος ἐκείνης τῆς πόλεως ἐπὶ ἕξι χρόνια ἔκτιζε περικαλλῆ ναὸ στὸ ὄνομα τῆς Φεβρωνίας, καὶ ὅταν τὸν τελείωσε, συνεκάλεσε καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἐπισκόπους γιὰ τὰ ἐγκαίνιά του. Τὴν εἰκοστὴ πέμπτη Ἰουνίου ἥμερα ποὺ μαρτύρησε ἡ Ἁγία ἔκαμαν ὁλονύκτια ἀγρυπνία, καὶ συγκεντρώθηκε τόσος πολὺς λαός, ὥστε δὲν τοὺς χώραγε ἡ Ἐκκλησία. Τὸ πρωί, ὅταν τελείωσαν τὴν Ἀκολουθία, πῆγαν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι στὸ Μοναστήρι, νὰ ζητήσουν τὸ ἅγιο Λείψανο τῆς Ἁγίας, γιὰ νὰ τὸ φέρουν στὸν νέο Ναὸ ποὺ ἔκτισαν. Ἡ Ἡγουμένη ὅμως καὶ ὅλες οἱ ἀδελφές, ὅταν ἄκουσαν αὐτά, ἔπεσαν στὰ πόδια τῶν Ἐπισκόπων καὶ μὲ δάκρυα ἔλεγαν: «Ἐλεῆστε μας γιὰ τὸν Κύριο, καὶ μὴ μᾶς στερήσετε τέτοιας παρηγοριᾶς καὶ παρακλήσεως, νὰ μᾶς πάρετε τὸν θησαυρό μας».
Τότε λέγει πρὸς τὴν Βρυαίνη ὁ Ἐπίσκοπος. «Ἄκουσε ἀδελφή. Σὺ γνωρίζεις καλὰ πόσο φρόντισα καὶ βασανίσθηκα ἕξι χρόνια μέχρι σήμερα, μὲ πολὺ κόπο καὶ ἔξοδα πρὸς δόξα της Ἁγίας Μάρτυρος. Λοιπὸν μὴ θελήσεις νὰ μείνει ὁ κόπος μου ἄκαρπος».
Ἡ Ἡγουμένη τοῦ εἶπε. «Ἐὰν αὐτὸ τὸ ἔργο ἀρέσει τῆς Ἁγίας καὶ τῆς ἁγιοσύνης σας, τί εἶμαι ἐγὼ νὰ σᾶς ἐμποδίσω; Πηγαίνετε λοιπὸν καὶ σηκῶστε τὴν, ἐὰν εἶναι θέλημα Θεοῦ».
Τότε πῆγαν οἱ Ἀρχιερεῖς στὸν τάφο τῆς Μάρτυρος, καὶ διάβασαν τὶς εὐχὲς γιὰ νὰ σηκώσουν τὴν λάρνακα. Ὅταν τελείωσαν τὴν εὐχὴ οἱ Ἐπίσκοποι, καὶ ἅπλωσαν τὰ χέρια νὰ σηκώσουν τὸ ἅγιο Λείψανο, γίνεται ἀμέσως στὸν ἀέρα τόση μεγάλη καὶ φοβερὴ βροντή, ὥστε ἔπεσαν ὅλοι τρομαγμένοι κάτω στὴν γῆ. Καὶ πάλι, ὅταν πέρασε λίγη ὥρα καὶ συνῆλθαν ἀπὸ τὸν φόβο, ξαναδοκίμασαν νὰ τὸ σηκώσουν, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν. Διότι ἔγινε τόσο μεγάλος καὶ φοβερὸς σεισμὸς ὥστε φαινόταν ὅτι θὰ ἔπεφτε ὅλη ἡ πόλις.
Τότε κατάλαβαν ὅλοι, ὅτι ἡ Ἁγία δὲν ἤθελε νὰ φύγει ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ἔτσι οἱ μὲν ἀδελφὲς χάρηκαν, ὁ δὲ εὐλαβὴς ἐπίσκοπος καὶ οἱ πολίτες λυπήθηκαν καὶ μάλιστα οἱ παρακάλεσαν τὴν Ἡγουμένη νὰ τοὺς δώσει ἔστω ἕνα μικρὸ κομμάτι ἀπὸ τὸ ἅγιο λείψανο. Τότε ἡ Βρυαίνη ἄνοιξε τὴν λάρνακα καὶ βγῆκε λάμψις ὅμοια μὲ τὴν ἀκτίνα τοῦ ἥλιου καὶ ἀστραπὴ πυρὸς ἀπὸ τὴν Ἁγία. Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ ἡ Βρυαίνη ἅπλωσε τὸ δεξί της χέρι νὰ πάρει τὸ ἕνα χέρι τῆς Μάρτυρος νὰ τὸ δώσει στὸν Ἐπίσκοπο, ἀμέσως τὸ χέρι της Ἡγουμένης ξεράθηκε καὶ ἔμεινε (ὢ τοῦ θαύματος) ἀκίνητο, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ βγάλει ἀπὸ τὴν λάρνακα. Ἔτσι μὲ δάκρυα ἔλεγε. «Σὲ παρακαλῶ, Φεβρωνία παιδί μου, μὴ ὀργίζεσαι ἐναντίον μου, τῆς ταπεινῆς, ἀλλὰ ἐνθυμήσουν τοὺς κόπους μου, καὶ μὴν παραδειγματίσεις τὰ γερατεῖα μου». Τότε λοιπὸν τὴν συγχώρεσε ἡ ὁσία καὶ γιατρεύτηκε τὸ χέρι της. Ἔτσι πῆρε μόνο ἕνα δόντι τῆς Μάρτυρος καὶ τὸ ἔδωσε στὸν Ἐπίσκοπο, τὸ ὁποῖο πῆραν μὲ εὐλάβεια, καὶ ἔψαλλαν ὅλοι μὲ λαμπάδες καὶ θυμιάματα, καὶ ὅταν ἔφθασαν στὸν Ναὸ τὸ τοποθέτησαν στὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο.
Ὁ παντοδύνανος Θεὸς ἔδειξε καὶ ἐκεῖ τα θαυμάσια του σὲ ἐκεῖνο τὸ μικροτατο μέρος τοῦ λειψάνου καὶ γινόντουσαν ἐξαίσια θαύματα. Τυφλοὶ ἔβλεπαν, χωλοὶ περπατοῦσαν, παράλυτοι σηκωνόντουσαν, καὶ δαίμονες ἔφευγαν ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς. Αὐτὰ μαθεύτηκαν παντοῦ καὶ ὅλοι ἀπὸ κάθε μέρος καὶ χώρα ἔφερναν ἀρρώστους, ἄλλους μὲ τὸ κρεββάτι καὶ ἄλλους στὰ ἄλογα φορτωμένους, καὶ ὅλοι γινόντουσαν καλά.