Ἡ μνήμη της τιμᾶται στὶς 27 Σεπτεμβρίου
Συνηθίσαμε -γράφει κάποιος θρησκευτικὸς συγγραφεύς- κάθε φορά, ποὺ μιλοῦμε γιὰ τοὺς Ἁγίους Μάρτυρας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἡ σκέψη μας νὰ τρέχει πολὺ πίσω, στὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια, στὰ χρόνια τῶν κατακομβῶν, καὶ τῶν ἀμφιθεάτρων.
Ὅμως οἱ Μάρτυρες δὲν εἶναι μόνο στολίδι τῆς ἀρχαίας μας Ἐκκλησίας. Κάθε ἐποχὴ καὶ κάθε τόπος, ἔχει νὰ παρουσιάσει μορφὲς Μαρτύρων ποὺ πρόσφεραν τὴν ζωή τους θυσία, γιὰ νὰ μὴν ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους.
Στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ἕνα ἀνυπολόγιστο πλῆθος Νεομαρτύρων, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ξεπήδησε μέσα ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τοῦ σκλαβωμένου Ἑλληνισμοῦ, ποῦ βασανίσθηκε, ἀπαγχνονίσθηκε, πέθανε μέσα σὲ φρικτοὺς πόνους καὶ τρομερὰ μαρτύρια, γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Ἀνάμεσα σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ γνωστὸ καὶ ἄγνωστο πλήθος τῶν Νεομαρτύρων, εἶναι καὶ ἡ παρθενομάρτυς Ἁγία Ἀκυλίνα ἡ Ζαγκλιβερινή.
Ἐδῶ, στὸ Ζαγκλιβέρι τῆς Θεσσαλονίκης, γεννήθηκε ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα, κατὰ τὸ 1745 μ.Χ., σὲ ἕνα σπίτι ποὺ σώζεται ἀκόμη, μπαίνοντας στὸ χωριό, στὴν ἀριστερὰ μεριὰ τοῦ δρόμου. Ἐκεῖ περνοῦσε μὲ τοὺς χριστιανοὺς γονεῖς της, τὸν πατέρα της τὸν Γιώργη καὶ τὴν μητέρα της –τὸ ὄνομα τῆς ὁποίας δυστυχῶς δὲν διασώθηκε- μία ἥσυχη χριστιανικὴ ζωή.
Ὅμως ἕνα ξαφνικό, τρομακτικὸ γεγονός, ἦρθε νὰ ταράξει τόσο τὴν μικρὴ αὐτὴ οἰκογένεια, ὅσο καὶ ὁλοκληρο τὸ Ζαγκλιβέρι, τοῦ ὁποίου ὁ μισὸς πληθυσμός, ἦτανε σχεδὸν τούρκικος.
Ἐφιλονίκησε, λέει, μία μέρα ὁ πατέρας τῆς Ἀκυλίνας μὲ ἕναν Τοῦρκο γείτονά του. Ἐπάνω στὴν λογομαχία, ἄναψε ὁ θυμὸς τοῦ Ἕλληνα, μαχαιρώνει τὸν Τοῦρκο στὴν καρδία, καὶ τὸν ξαπλώνει κάτω νεκρό.
Τὸ χωριό, ἀναστατώνεται, τρομερὸς πανικὸς δημιουργεῖται, προπαντὸς ἀνάμεσα στοὺς χριστιανούς, ποὺ τρομαγμένοι, τρέχουν νὰ κρυφτοῦν ὅπου ὀ καθένας μπορεῖ. Οἱ δὲ Τοῦρκοι, τρέχουν καὶ αὐτοὶ ἀγριεμένοι νὰ πιάσουν καὶ νὰ ἐκδικηθοῦν τὸν φονιά.
Σὲ λίγες μέρες ὁ Γιώργης συλλαμβάνεται, καταδικάζεται σὲ θάνατο καὶ ἁλυσοδεμένος ὁδηγεῖται στὴν κρεμάλα. Βλέποντας ὅμως τὸ σχοινὶ τῆς ἀγχόνης καὶ τὴν θηλειὰ ἕτοιμη νὰ περασθῇ στὸν λαιμό του, ἀνατριχιάζει, τρέμει ὁλόκληρος καὶ χάνει τὸ θάῤῥος του. Ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι δὲν χάνουν εὐκαιρία νὰ τὸν ἀλλαξοπιστήσουν. Μοναδικὸς τρόπος –τοῦ λένε- νὰ σώσεις τὴν ζωή σου, εἶναι νὰ τουρκέψεις καὶ ἐσὺ καὶ ὅλη σου ἡ οἰκογένεια. Ὁ φόβος τοῦ θανάτου, κάνει τὸν δυστυχισμένο νὰ γίνει Ὀθωμανός, ὑποσχόμενος καὶ τὰ περαιτέρω, νὰ τουρκέψει δηλαδή, καὶ τὴν οἰκογένειά του μὲ τὸν καιρό.
Τὸ θλιβερὸ αὐτὸ γεγονός, φαρμακώνει τὶς καρδίες τῶν χριστιανῶν. Πένθος βαρὺς ἁπλώνεται σὲ ὅλο τὸ χριστιανικὸ κόσμο τοῦ Ζαγκλιβερίου καὶ τῆς περιοχῆς του. Πολλοί, περπατοῦσαν μὲ σκυμμένα τὰ κεφάλια, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ποῦν μία λέξη, ἄλλοι ἔσφιγγαν τὰ δόντια τους καὶ τὶς γροθιές τους ἀπειλητικὰ μονολογῶντας: Ἀκοῦς ἐκεῖ, νὰ βρεθεῖ Ζαγκλιβερινός, νὰ ἀλλάξῃ τὴν πίστη του!
Τὸ πιὸ μεγάλο φαρμάκι ὅμως τὸ ἔπιναν δίχως ἄλλο, ἡ γυναῖκα τοῦ ἐξωμότη καὶ ἡ κόρη του, ἡ μικρὴ Ἀκυλίνα.
Ντυμένες καὶ οἱ δύο στὰ μαῦρα, κλείστηκαν μέσα στὸ σπίτι του καὶ θρηνοῦσαν τὸν δυστυχῆ ἀποστάτη. Οὔτε στὴν ἐκκλησία τολμοῦσαν νὰ πᾶνε. Ποῦ νὰ παρουσιασθοῦν στὸ κόσμο... Ὅλοι θὰ τὶς ἔβλεπαν μὲ περιφρόνηση καὶ θὰ ἔλεγαν μεταξύ τους: Νά, ἡ γυναίκα καὶ ἡ κόρη αὐτοῦ ποὺ ἀλλαξοπίστησε... Ὅταν μάλιστα ἀπὸ τὶς σχισμὲς τῶν κλειστῶν παραθύρων τοῦ σπιτιοῦ τους, ἔβλεπαν καμμία φορὰ τοὺς διαβάτες νὰ κάνουν ἀνατριχιασμένοι τὸν σταυρό τους μόλις ἀντίκρυζαν τὸ σπίτι τους, τὶς ἔρχονταν νὰ ξεριζώσουν τὰ μαλλιά τους ἀπὸ τὴν ἀπελπισία.
Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, οἱ Τοῦρκοι πανηγυρίζουν τὸ γεγονός, ἔχοντας ἀνάμεσά τους τὸν ἀρνησίχριστο, ντυμένο τουρκικὰ μὲ τὸ σαρίκι, φορτωμένο δῶρα, καὶ τιμές, καὶ πλούτη. Γιορτάζουν τὸ γεγονὸς αὐτό, σὰν θρησκευτικὴ νίκη τῆς πίστεώς τους κατὰ τῶν Γκιαούρηδων. Τοῦ κάκου ἡ καλή του γυναίκα προσπαθεῖ μὲ δάκρυα νὰ τὸν κάνει νὰ συνέλθει, νὰ μετανοήσει, νὰ ἐξομολογηθεῖ, νὰ ἐπανορθώσει γιὰ τὸ σφάλμα του, νὰ σωθεῖ. Ἐκεῖνος τυφλωμένος ἀπὸ τὶς τιμές, καὶ τὰ δῶρα τῶν τυράννων, δὲν θέλει οὔτε λέξη νὰ ἀκούσει γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Τότε ἡ χριστιανὴ μάνα, βρίσκει μοναδικὴ παρηγοριά, καὶ ἀνακούφιση στὴν συνεχῆ χριστιανικὴ φροντίδα καὶ ἀνατροφὴ τῆς μικρῆς της Ἀκυλίνας. Σὰν νὰ ἤξερε ἡ εὐσεβὴς μητέρα, ὅτι κάποτε ἡ κόρη της θὰ ἐβάδιζε τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου, γιὰ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ τὴν προετοιμάζει ἀπὸ τώρα γιὰ τὸ βραβεῖο τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνα.
Καὶ ὅσο μεγάλωνε ἡ μικρὴ Μακεδονοπούλα, τόσο καὶ ἡ παρθενική της σεμνότητα καὶ ἡ φλογερή της πίστη, ἡ μεγάλη της ἀρετή, σὰν πολύτιμα πετράδια στόλιζαν τὸν χαρακτῆρά της.
Ἔτσι πέρασαν τὰ χρόνια, μέχρι τὸ 1764 μ.Χ. Τότε ξέσπασε ἡ καταιγίδα.
Ὁ ἐξωμότης πατέρας της, παίρνει διαταγὴ ἀπὸ τὸν Πασᾶ (ἀνώτερο στρατιωτικὸ διοικητή) τῆς Θεσσαλονίκης, νὰ πείσει τὴν κόρη του νὰ γίνει τουρκάλα. Ἡ Ἀκυλίνα οὔτε νὰ τὸ ἀκούσει θέλει. Ὁ πατέρας της ἐπιμένει. Τῆς δίνει χίλιες δύο ὑποσχέσεις καὶ τέλος τῆς φανερώνει καὶ τὸ μεγάλο μυστικό, ὅτι ἂν ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της, θὰ γίνει γυναίκα τοῦ γυιοῦ τοῦ Πασᾶ, θὰ γίνει δηλαδή, μία απὸ τὶς πιὸ ζηλευτὲς χανούμισσες τῆς ἀνωτέρας κοινωνικῆς τάξεως τῆς Θεσσαλονίκης.
Ἀλλά, ἡ χριστιανὴ κόρη, μένει ἀλύγιστη. Δὲν τὴν θαμπώνουν οἱ τιμές, καὶ τὰ μεγαλεῖα. Ὁ νοῦς τῆς τρέχει στὰ ἄφθαρτα θεῖα δῶρα τοῦ Οὐρανοῦ.
Ὅταν ὁ πατέρας της εἶδε τὴν ἀκλόνητη ἀπόφαση τῆς κόρης του, ὁ φανατισμός του ἄναψε τρομερά. Στείρεψε κάθε πηγὴ στοργῆς μέσα στὴν καρδιά του. Γέμισε λῦσσα καὶ μῖσος. Τὴν ἔβρισε, τὴν ἔδειρε, τὴν ἄφησε νηστικιά, καὶ τέλος τὴν ἔκλεισε μέσα στὸν σταῦλο. Οἱ μέρες περνοῦσαν, ἀλλὰ ἡ Ἀκυλίνα δὲν ἔλεγε νὰ ὑποχωρήσει. Τότε ὁ πατέρας της, θηρίο σωστό, τὴν ἁρπάζει ἀπὸ τὰ μαλλιά, καὶ σέρνοντάς την, τὴν φέρνει μπροστὰ στὸν ἀπεσταλμένο ἀνακριτὴ τοῦ Πασᾶ. Ἀκολουθῶντάς την ἡ ἀτίμητη μάνα της, τῆς ἔλεγε: Παιδί μου, πρόσεχε, ὁ Χριστός, κρατεῖ τὸ στεφάνι στὰ χέρια του, πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου, ἕτοιμος νὰ στεφανώσει τὴν δική του νύμφη. Μὴν τὸν ἀρνηθεῖς. Τίποτα δὲν εἶναι ἡ πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή, ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου. Πρόσεχε παιδί μου, νὰ μὴν δειλιάσεις.
Τὰ θερμὰ λόγια τῆς μητέρας της, γεμίζουν τὴν καρδιά της μὲ θάῤῥος, δύναμη καὶ ἀποφασιστικότητα. Τὰ γλυκόλογα καὶ οἱ ὑποσχέσεις τοῦ ἀνακριτῆ, ὅτι θὰ γίνει γυναῖκα τοῦ γιοῦ τοῦ Πασᾶ, τὴν ἀφήνουν ἀσυγκίνητη. Οἱ τρομερές, κατόπιν ἀπειλές του, δὲν τὴν φοβίζουν. Τότε πιά, τὰ βασανιστήρια μπαίνουν σὲ ἐνέργεια.
Τὴν γυμνώνουν καὶ τὴν χτυποῦν μὲ βέργες ἀπὸ ἱτιὰ καὶ λυγαριά, καὶ ὕστερα μὲ συρματένια σχοινιά. Τὸ σῶμά της γίνεται ὅλο μία πληγή. Τὸ αἷμά της χύνεται καὶ βάφει τὴν Μακεδονικὴ γῆ. Ἡ Ἀκυλίνα, μέσα στὰ φρικτὰ αὐτὰ βασανιστήρια, ἔχει τὰ μάτια της σηκωμένα στὸν Οὐρανό, καὶ συνεχῶς ἐπαναλαμβάνει: Χριστιανὴ εἶμαι καὶ χριστιανὴ πεθαίνω, δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Σωτῆρά μου. Ὅσο περισσότερο μὲ βασανίζεται, τόσο λαμπρότερο γίνεται τὸ στεφάνι ποὺ θὰ μοῦ δώσει ὁ Κύριός μου.
Τρεῖς μέρες τὴν βασάνιζαν. Τὴν Τρίτη μέρα τὸ ἀπόγευμα, ἀναίσθητη ἀπὸ τὰ βασανιστήρια καὶ τὴν αἱμοῤῥαγία, τὴν φέρνουν στὸ σπίτι της. Ἡ μάνα της τὴν ἁρπάζει στὴν ἀγκαλιά της καὶ τὴν σφίγγει στὸ στῆθός της μὲ πόνο. Σκέπτεται μήπως δειλίασε καὶ τὴν ῥωτάει μὲ ἀγωνία:
Παιδί μου, κόρη μου, τί ἀπέκαμες; Μήπως ἀρνήθηκες τὸν Χριστό, γιὰ αὐτὸ σὲ ἔφεραν ἐδῶ;
Ἡ Ἀκυλίνα ἀνοίγει μὲ δυσκολία τὰ μάτια της καὶ μὲ πολὺ κόπο ψιθυρίζει:
Μητέρα μου, ἔκανα ὅτι μοῦ εἶπες. Τὸ διαμάντι ποὺ μοῦ χάρισες, τὸ φύλαξα καθαρό, καὶ ἀμόλυντο καὶ τώρα πηγαίνω κοντὰ στὸν Χριστό.
Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια κλείνει τὰ μάτια της καὶ ἡ ψυχή της φτερουγίζει στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τοὺς χοροὺς τῶν ἁγίων Μαρτύρων τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας. Τὴν ἴδια στιγμή, ἀπὸ τὸ ἅγιο λείψανό της, ξεχύθηκε μία ἀνέκφραστη οὐράνια εὐωδία, τόσο δυνατή, ὥστε ὅλοι οἱ δρόμοι ἀπὸ ὅπου τὸ περνοῦσαν εὐωδίαζαν μέρες πολλές.
Ἦταν 27 Σεπτεμβρίου 1764.
Οἱ Τοῦρκοι τότε διέταξαν νὰ τὴν θάψουν στὸ τουρκικὸ νεκροταφεῖο, ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ τζαμί, στὴν πλατεῖα τοῦ χωριοῦ, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν ἔτσι τὸν ἐγωϊσμό τους. Νὰ τὴν κάνουν δική τους, ἔστω καὶ μετὰ τὸν θάνατό της.
Ἔτσι καὶ ἔγινε. Τὸ ἴδιο βράδυ ὅμως, ἕνα δυνατὸ φῶς κατέβηκε σὰν ἄστρο καὶ ἔμεινε στὸν τάφο της ὥρα πολλή.
Αὐτὸ ὑποχρέωσε τοὺς χριστιανούς, νὰ κλέψουν τὸ σῶμα τῆς ἁγίας καὶ νὰ τὸ θάψουν κάπου ἀλλοῦ. Ἀπὸ τότε, μένει ἄγνωστο ποὺ εἶναι θαμμένη.
Ἡ παράδοση ἀναφέρει τρία ὀνόματα τῶν χριστιανῶν παλληκαριῶν ποὺ ἔκλεψαν τὸ λείψανο τῆς Ἁγίας μέσα ἀπὸ τὰ μάτια τῶν Τούρκων· Τσιόπλας, Καλλιμέρης καὶ Μπούκλας. Λένε πὼς ἔκαναν ὅρκο νὰ μὴν μαρτυρήσουν σὲ κανέναν ποὺ τὴν ἔθαψαν, μὴ τυχὸν καὶ μάθουν οἱ Τοῦρκοι καὶ συλήσουν τὸ σῶμα τῆς ἁγίας.
Γιὰ αὐτὸ ἔμεινε τελείως ἄγνωστο. Πολλοὶ γέροντες καὶ γερόντισσες πεθαίνουν μὲ αὐτὸ τὸν καημό, ποὺ δὲν ἀξιώθηκαν νὰ προσκυνήσουν τὰ λείψανα τῆς Ἁγίας τοῦ τόπου μας, Νεομάρτυρος Ἀκυλίνας τῆς Ζαγκλιβερινῆς.
Μητέρα μου, τὸ διαμάντι ποὺ μοῦ χάρισες, τὸ φύλαξα καθαρό, καὶ ἀμόλυντο.
Ναί, ἀδελφοί μου, διαμάντι πολυτιμότατο εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανή μας πίστη.
Αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν. (Α´ Ἰωάννου, 5, 4)
Πράγματι, ἡ δύναμη ποὺ νίκησε τὸν κόσμο τῆς ἀπιστίας, τὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο, στὰ πρῶτα τριακόσια περίπου χρόνια τῶν τρομερῶν ἐκείνων διωγμῶν τοῦ χριστιανισμοῦ ποὺ ἀναφέρει ἡ ἱστορία μας καὶ στὰ τετρακόσια κατόπιν χρόνια τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς τῆς φυλῆς μας, εἶναι ἡ πίστη μας ἡ Ὀρθόδοξος. Αὐτὴ ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Σωτῆρά μας Χριστό, ἡ ἐφαρμογὴ τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου Του καὶ ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, χάρισαν τὰ στεφάνια ποὺ κοσμοῦν τὰ μαρτυρικὰ κεφάλια τῶν ἁγίων Μαρτύρων, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, τῆς ἀρχαίας ἀλλὰ καὶ τῆς νεοελληνικῆς μας Ἐκκλησίας.
Αὐτὴ τὴν πίστη, ποὺ δὲν λείπει ἀπὸ κανέναν Ἕλληνα Χριστιανό, ἂς τὴν κρατήσουμε ὅλοι σφιχτά. Ἂς τὴν παραδώσουμε στὰ παιδιά μας καθαρή, καὶ ἀνόθευτη, ἂς τὴν αὐξήσουμε ἀκόμη πιὸ πολὺ ἐμεῖς.
Ἂς παρακαλοῦμε τὸν Κύριό μας νὰ μᾶς προσθέτει πίστη.
Κύριε, ἂς τοῦ λέμε, πρόσθες ἡμῖν πίστιν.
Ἱερεὺς Ἀναστάσιος Θεολόγου,
Ἐφημέριος Ζαγκλιβερίου
Σεπτέμβριος 1969