π. Κωνσταντῖνος Παλαιολογόπουλος - Ἁγία Ἄννα

Βίος τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ θαύματα στὸ προσκύνημα στὸ Βόρι Προικονήσου καὶ στὸ Αἴγιον Ἀχαΐας

Α´ Ἔκδοσις Αἴγιον 1984. Β´ Ἔκδοσις Αἴγιον 1996

ΑΦΙΕΡΟΥΤΑΙ εἰς ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ συνεργασία τους καὶ τὴν προσφορά τους
συνέβαλον καὶ συμβάλλουν στὴν ἀνέγερση καὶ τὸν ἐξωραϊσμὸ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ μας στὸ Συνοικισμὸ Αἰγίου.


Σύντομο βιογραφικὸ τοῦ συγγραφέως

Ὁ παπα-Κώστας ἐγεννήθη στὴν Κρήνη Αἰγιαλείας στὰ 1936. Ἀπεφοίτησε τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν στὰ 1960. Χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος στὰ 1963. Ἀπὸ τὴν μακαριστὴ πρεσβυτέρα Ἀσπασία (†1976), ἀπέκτησε πέντε τέκνα καὶ ἐξ αὐτῶν πολλαπλάσια ἐγγόνια. Ὑπηρέτησε εἰς Ὕδρα, Κρανίδι, Αἴγινα, Μονὴ Ἁγίου Νεκταρίου καὶ ἐπὶ 24 ἔτη στὴν Ἁγία Ἄννα προσφυγικοῦ συνοικισμοῦ Αἰγίου, ὅπου μερίμνησε μὲ προσωπικὲς ἐνέργειες γιὰ τὴν ἐπέκταση καὶ ἁγιογράφηση τοῦ Ναοῦ. Συνταξιοδοτηθείς, συνέχισε μὲ τὴν μελέτη καὶ συγγραφὴ μελετῶν ἱστορικοῦ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ περιεχομένου, μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴν ἱεραποστολὴ καὶ στὸν ἀντιαιρετικὸν ἀγῶνα. Διετήρει ἐν Αἰγίῳ, ὅπου διέμεινε, τὴν εὐθύνη τῆς Ὁμάδος Συμπαραστάσεως Ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς, καθὼς καὶ τῆς Ἐπιτροπῆς Ἀνεγέρσεως τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ὁσίου Λεοντίου τοῦ ἐν Ἀχαΐᾳ. Παρὰ τὶς μακρόχρονες σοβαρὲς ἀντιξοότητες σὲ θέματα ὑγείας καὶ ἄλλα ἐξωτερικά, παρέμεινε πνευματικὸς ἑκατοντάδων πιστῶν τοὺς ὁποίους καθωδήγει στὰ νάματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἀνέλαβε ἐξ ἀρχῆς καὶ διεκπεραίωσε τὴν ἀνέγερση τοῦ ἐνοριακοῦ ἱεροῦ ναοῦ τοῦ ὁσίου Λεοντίου ἐν Ἀχαΐᾳ. Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, συνεπείᾳ καρδιολογικῶν προβλημάτων, τῇ 19ῃ Ἰουνίου 2015. Ἐτάφη στὸ Μικρόνι Αἰγιαλείας, παραπλεύρως περικαλλοῦς ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε ὁ κτήτωρ.


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Προλογικὸ σημείωμα (Τὸ προσκύνημα τῆς Ἁγίας Ἄννας στὸ Βόρι)

Ὁ Βίος τῆς Ἁγίας Ἄννας

Θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννας στὸ Βόρι Προικονήσου

Θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννας στὸ Αἴγιον Ἀχαΐας


ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Στὴν ὄμορφη παραλιακὴ πόλη τοῦ Κορινθιακοῦ, τὸ Αἴγιον, μεταφυτεύθηκε τὸ 1922 μία μεγάλη κοινότητα ἀπὸ τοὺς ξεριζωμένους «κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος» Ἕλληνες μετὰ τὴ φοβερὴ ἐκείνη καταστροφή, τὴ λεγόμενη Μικρασιατική.

Οἱ πρόσφυγες στὸ Αἴγιον οἰκοδόμησαν, μὲ κόπους καὶ ἀγῶνα ξεκινώντας ἀπὸ τὸ μηδέν, τὴν καινούργια τους ζωή. Οἱ Αἰγιῶτες πρόσφυγες κατάγονται ἀπὸ τὴν νῆσο Ἁλώνη τῆς νησιωτικῆς ἐπαρχίας Προικοννήσου Προποντῖδος, ὅπου εὑρίσκονταν τότε πέντε χωριά: Ἁλώνη, Πασαλιμάνι, Βόρι, Σκουπιὰ καὶ Χουχλιά. Φεύγοντας κυνηγημένοι οἱ εὐσεβεῖς Προικονήσιοι, σήκωσαν μαζύ τους πρὸ παντὸς τὰ πολύτιμα ἀντικείμενα τῶν Ἐκκλησιῶν τους, ἅγιες εἰκόνες, ἱερὰ σκεύη, κ.λπ. Ἰδιαίτερη ἀγάπη δείχνουν ἀκόμη καὶ τὰ παιδιά τους γιὰ τὰ ἱερὰ αὐτὰ κειμήλια.

Στὸ Νησί τους εἶχαν ἕνα προσκύνημα. Τὸ προσκύνημα τῆς Ἁγίας Ἄννας στὸ Βόρι. Ἡ φήμη τοῦ προσκυνήματος αὐτοῦ τῆς Ἁγίας Ἄννας εἶχε ἐξαπλωθεῖ σὲ ὅλη τὴ γύρω περιοχή. Ἰδιαίτερη εὐλάβεια διατηροῦσαν γι᾿ αὐτὸ ἑκτὸς ἀπὸ τοὺς ἐντοπίους οἱ κάτοικοι τῆς ἀπέναντι Μικρασιατικῆς παραλίας. Μνημονεύονται ἰδιαίτερα τὰ χωριὰ Ἀρτάκη, Ρόδα, Γωνιὰ κ.λπ. καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ κάτοικοι τῶν γύρω Νήσων, ὅλοι οἱ λεγόμενοι Μπουγαζιανοὶ μέχρι Κωνσταντινουπόλεως.

Κυκλικὰ στὸ λιμανάκι καὶ σὲ βάθος ἦσαν σκορπισμένα τὰ σπίτια τοῦ Βόρι, μέχρι 130 σπίτια χριστιανικὰ καὶ 15 τούρκικα.

Οἱ Τοῦρκοι μιλοῦσαν τὰ ἑλληνικά. Πήγαιναν καὶ στὴν Ἁγία Ἄννα ἀλλὰ ὁ παπὰς δὲν τοὺς θυμίαζε καὶ δὲν τοὺς ἔδινε ἀντίδωρο οὔτε ἁγιασμό. Ἔφερναν ὅμως ἐκεῖνοι λαμπάδες μέχρι τὸ μπόι τους στὴν Ἁγίαν Ἄννα.

Στὴν παραλία στὸ χῶρο μιᾶς μεγάλης πλατείας μὲ ψηλὰ πλατάνια κι᾿ ἕνα πηγάδι ἦταν χτισμένη ἡ ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννας. Τὶς δυὸ πλευρές της τὶς ἔδερνε τὸ κῦμα ὅταν εἶχε φουσκοθαλασσιά. Μικρὴ σχετικῶς ἐκκλησία, ἦταν προσκύνημα δὲν ἦταν ἑνοριακὸς Ναός. Στοὺς χριστιανοὺς ἄρεσε νὰ τὴ λένε Μοναστήρι. Εἶχε ξεχωριστὴ διοίκηση διότι ὡς προσκύνημα εἶχε πολλὴ κίνηση καὶ πολλὰ ἔσοδα. Ἰδιαίτερα στὴν πανήγυρη τῆς Ἁγίας Ἄννας (25 Ἰουλίου), συγκεντρωνόταν πλῆθος προσκυνητῶν ἀπὸ τὰ χωριὰ τῆς Προικονήσου ἀπὸ τὴν ἀπέναντι Μικρασιατικὴ παραλία (20 περίπου χωριά), ἀπὸ τὰ γύρω Νησιὰ καὶ ἀπὸ τὴν Πόλη. Ἡμέρες κρατοῦσε ἡ πανήγυρις. Τὸ λιμάνι, γέμιζε καΐκια, σαντάλες, βάρκες πλεούμενα παντὸς εἴδους γεμάτα προσκηνητάς. Ἔρχονταν νὰ προσκυνήσουν τὴ θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ εἶχε φανερωθῆ σὲ πολὺ παλιὰ χρόνια στὴ θέση ποὺ ἦταν ἡ Ἐκκλησία ἐκεῖ στὴν παραλία σὲ μία πυκνὴ βατιά. Πιθανῶς τὴν εἶχαν κρύψει ἐκεῖ οἱ χριστιανοὶ σὲ ἐποχὴ διωγμοῦ καὶ δοκιμασίας. Ἡ παράδοσις γιὰ τὴν εὕρεση αὐτῆς τῆς εἰκόνας ἀναφέρει τὰ ἑξῆς:

Μιὰ βασιλοπούλα ἀπὸ τὴν Περσία, νεαρὰ κόρη ἔπασχε ἀπὸ λέπρα καὶ εἶχε τυφλωθῆ τελείως. Ἡ κόρη αὐτὴ εἶδε στὸ ὄνειρό της μιὰ γυναῖκα σεμνὴ καὶ ἐπιβλητικὴ ἡ ὁποία τῆς εἶπε:

Νὰ πᾶς στὸ Βόρι, καὶ νὰ ψάξης στὰ βάτα. Θὰ βρῇς ἐκεῖ τὴν εἰκόνα μου καὶ θὰ γίνεις καλά. Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἁγία Ἄννα. Στὴ συνέχεια εἶδε ἕνα τοπίο. Μία πυκνὴ βατιὰ σὲ μία παραλία. Διηγήθηκε τὸ ὄνειρο στοὺς δικούς της, χωρὶς πολλοὺς δισταγμούς, ἀπελπισμένη ὅπως ἦταν ἀπὸ γιατροὺς ἀποφάσισε μὲ τὴ συνοδεία της νὰ ξεκινήση γιὰ τὸ Βόρι τὸ ὁποῖον δὲν ἐγνώριζε ποῦ βρίσκεται. Μὲ πολλοὺς κόπους καὶ ταλαιπωρίες ἡ ἄρρωστη αὐτὴ κόρη ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ μάθῃ ἐκεῖ ποῦ εἶναι τὸ χωριὸ ποὺ ὑπέδειξε στὸν ὕπνο της ἡ ἄγνωστη σ᾿ αὐτὴν Ἁγία Ἄννα. Οἱ ἐλπίδες της ζωντάνεψαν ὅταν στὴν Πόλη, τὴν πληροφόρησαν πὼς τὸ χωριὸ Βόρι βρίσκεται σ᾿ ἕνα κοντινὸ νησί. Μὲ πολλὴ λαχτάρα ὕστερα ἀπὸ πέντε ὧρες θαλασσινὸ ταξείδι πάτησε στὴν παραλία τοῦ Βόρι. Τότε ἔγινε τὸ θαῦμα. Ἄνοιξαν τὰ τυφλὰ μάτια τῆς κόρης καὶ εἶδε τὸ φῶς της. Εὔκολα ὕστερα ἀναγνώρισε τὸ τοπίο μὲ τὴ βατιὰ στὴν παραλία, ὅπως τὸ εἶχε ἰδῇ στὸ ὄνειρό της. Ἔψαξαν ἐκεῖ στὰ πυκνὰ βάτα καὶ βρῆκαν κρυμμένη στὸ κοίλωμα μιᾶς πέτρας τὴν εἰκόνα.

Μὲ συγκίνηση βαθειὰ πῆρε στὴν ἀγκαλιά της τὸ ἱερὸ σέβασμα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη αἰσθάνθηκε νὰ φεύγει τὸ κακὸ τῆς λέπρας ἀπὸ πάνω της. Ἔγινε τελείως καλά. Ἔφυγε γιὰ τὴν πατρίδα της χριστιανὴ πλέον, γεμάτη εὐγνωμοσύνη.

Στὴ θέση ἐκείνη οἰκοδομήθηκε, πιθανῶς μὲ ἔξοδα τῆς κόρης ποὺ θεραπεύτηκε, ἡ Ἐκκλησία, τὸ προσκύνημα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἀνάμεσα στὰ ἀφιερώματα τῆς εἰκόνας ξεχωριστὴ θέση εἶχε τὸ στέμμα τῆς νεαρᾶς βασιλοπούλας ἀπὸ τὴν Περσία. Αὐτὸ τὸ στέμμα ὅλοι οἱ παλιοὶ βορινοὶ τὸ θυμοῦνται.

Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννας σ᾿ αὐτὸ τὸ προσκύνημα.

Ἕνας παλαιὸς Βορινός, μένει στὴν Ἱερισσὸ τώρα, ὁ Στέλιος Μηχαηλίδης διηγεῖται τὰ ἑξῆς:

Ἤμουνα παληκαράκι τότε στὴν πατρίδα καὶ πήγαινα καὶ βοηθοῦσα τὴν Ἐκκλησία. Ὅλων τῶν εἰδῶν οἱ ἄρρωστοι ἐκεῖ ἔρχονταν, στὴν Ἁγία Ἄννα! Καὶ βαριὲς ἀρρώστιες καὶ περαστικές, ὅπως θέρμη, κρυολόγημα κ.λπ. Πολλοὺς δαιμονιζόμενους τοὺς ἔδεναν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Κάθε ἄρρωστος κατ᾿ ἀνάγκην συνοδευόταν ἀπὸ ἀνθρώπους δικούς του οἱ ὁποῖοι μαζύ του ἔμεναν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἡ παραμονὴ αὐτὴ διαρκοῦσε πολλὲς ἡμέρες. Συνειθιζόταν νὰ μένουν ἕνα σαρανταήμερο. Ἂν δὲν γινόταν ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἄννα τὸ θαῦμα, τότε ἄρχιζαν δεύτερο σαρανταήμερο. Σ᾿ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τόσο ὁ ἄρρωστος ὅσο καὶ οἱ συνοδοὶ νήστευαν καὶ προσεύχονταν. Λάδι ἔτρωγαν μόνο τὰ Σαββατοκύριακα.

Ἂν ὅμως ὁ ἄρρωστος δὲν εἶχε ἄνθρωπο νὰ τὸν συνοδεύῃ, τότε ὑποχρεωνόταν γιὰ μία ἡμέρα νὰ συντροφεύει τὸν ἄρρωστο ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ Βόρι, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὴν περιποίηση συμμετεῖχε καὶ στὴν προσευχὴ καὶ στὴ νηστεία τοῦ ἀρρώστου. Αὐτὸ γινόταν μὲ σειρὰ γιὰ ὅλες τὶς οἰκογένειες.

Ἐδῶ θὰ διακόψουμε τὴν ἀφήγηση τοῦ Στέλιου Μηχαηλίδη γιὰ νὰ σημειώσωμε τὸ ἑξῆς περιστατικὸ σχετικὰ μὲ τὴν νηστεία.

Ἡ Ἀλμαγιὼ Παναγιώτου πρόσφυγας στὸ Αἴγιο εἶχε ἔλθει μὲ τὸ ἄρρωστο ἐγγόνι της στὴν Παναγία τὴν Τρυπητή, νὰ ξενυχτήσει τὴν παραμονὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Ἦσαν πολλοὶ ἄρρωστοι μὲ τοὺς δικούς τους. Μετὰ τὸν πανηγυρικὸ ἑσπερινὸ φεύγοντας ὁ πολὺς κόσμος παρέες-παρέες ἔβαλαν νὰ φᾶνε διάφορα πασχαλινά. Στὴν Ἀλμαγιὼ ἡ πρᾶξις αὐτὴ προξένησε ζωηρὴ ἐντύπωση.

Γι᾿ αὐτὸ ἡ Παναγία, εἶπε, δὲν κάνει θαύματα ἐδῶ, γιατὶ δὲν ἤλθαμε γιὰ προσευχή. Ἡ Ἁγία Ἄννα ἔκανε τὰ θαύματα στὴν πατρίδα γιατὶ ὅλοι παρακαλοῦσαν μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Κανένας δὲν ἔτρωγε ὅταν συνώδευε ἄρρωστο.

Ἀλλὰ ἂς δώσουμε πάλι τὸ λόγο γιὰ τὴν ἀφήγηση στὸν εὐλαβῆ γερο-Στέλιο Μιχαηλίδη.

«Ἡ εἰκόνα ἦταν μόνιμα τοποθετημένη στὸ τέμπλο μέσα σὲ κουβούκλιο, φορτωμένο ἀπὸ τάματα τῶν χριστιανῶν. Κάθε ἀφιέρωμα ἦταν φανερὴ μαρτυρία εὐγνωμοσύνης γιὰ μιὰ εὐεργεσία τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ὁ ἄρρωστος ἔπαιρνε θέση καθιστὸς στὰ σκαλοπάτια τοῦ σωλέα ἢ τοῦ δεσποτικοῦ. Τὴν ὥρα ποὺ διαβαζόταν ὁ ἁγιασμὸς ὁ ἱερεὺς ἔπαιρνε τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὸ κουβούκλιό της καὶ τὴν ἔστηνε ὄρθια στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄρρωστου. Ἡ εἰκόνα ἄλλοτε γινότανε βαριὰ καὶ ἄλλοτε ἐλαφριά. Ἔκανε κινήσεις ἐπάνω στὸ σῶμα τοῦ ἀρρώστου. Τὸν γκρέμιζε κάτω ὕπτιον, ἀνέβαινε στὸ κεφάλι του καὶ ἔκανε στροφὲς σὰν προπέλα, κατέβαινε πάλι στὰ γόνατα. Σήκωνε τὸν ἄρρωστο ὄρθιο, ἀνέβαινε στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸν ὁδηγοῦσε ἔξω ἀπὸ τὸ Ναό. Ὁ κόσμος ἄνοιγε δρόμο, «ἔρχεται, ἔρχεται...». Σήμαιναν οἱ καμπάνες τότε. Τοῦ ἔκανε γύρους στὴν αὐλή. Τοὺς βαριὰ ἀρρώστους τοὺς πήγαινε στὴ θάλασσα, στὰ πατητὰ νερὰ καὶ στὰ ἄπατα. Ἀνέβαινε στὸ κεφάλι τοῦ ὁριζόντια κι ἔκανε βουτιὰ στὸν ἄρρωστο μέσα στὸ νερό. Ἄλλες φορὲς ἔπλεε ὁριζόντια καὶ ὁ ἄρρωστος πιανότανε μὲ τὰ χέρια του ἀπὸ τὴν εἰκόνα. Ὁ ἱερεὺς συνοδευόμενος, ἀκολουθοῦσε στὴ θάλασσα τὴν εἰκόνα μὲ βάρκα. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ ἔβγαινε ἔξω ὁ ἄρρωοτος βρεγμένος, μὲ τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά, θεραπευμένος. Πήγαιναν στὴν ἐκκλησία καὶ συνεχιζόταν ὁ ἁγιασμός. Ὅσο νερὸ τυχὸν ἔπινε ὁ ἄρρωστος τὸ ἔκανε ἐμετό.

»Ἱερεῖς τότε ἦταν ἐκεῖ ὁ π. Ἀντώνιος Παπαντωνίου ἀπὸ τὰ Σκουπιά. Εὐλαβὴς ἱερεύς, μεγαλοπρεπὴς στὴν ἐμφάνιση μὲ ὡραῖα φωνή. Πολύτεκνος, εἶχε ὀκτὼ παιδιά. Πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν ἦσαν ἐκεῖ ἱερεῖς δυὸ ἱερομόναχοι ὁ π. Σαμουὴλ καὶ ὁ Χατζήπαπας. Ἐτελείωσαν ἐκεῖ τὴ ζωή τους καὶ τοὺς ἐνταφίασαν στὸν περίβολο τοῦ ἉϊΓιώργη ποὺ ἦταν ὁ ἑνοριακὸς Ναὸς τοῦ Βόρι. Στὸ διωγμὸ τοῦ 1914 ὑπηρέτησε καὶ ὁ παπα-Ἡρακλῆς ἀπὸ τὰ Ρόδα. Κοντὸς στὸ ἀνάστημα, ἀλλὰ εὐλαβέστατος, ἐκλεκτὸς ἱερεύς. Στὸ χωριό μας κανεὶς δὲν κατάκρινε ἱερέα. Δὲν ἔδιδαν βέβαια ἀφορμὲς ἀλλὰ καὶ ὁ λαὸς τοὺς σεβόταν βαθειά. Ὑπῆρχε ἐπίσης πολὺς σεβασμὸς στὶς διατάξεις τῆς Νηστείας. Ἡ βλαστήμια ἦταν ἄγνωστη συνήθεια στὸ χωριό μας. Ὅταν ᾔρθαμε ἐδῶ κι ἀκούσαμε τὶς τόσο πολλὲς καὶ βαριὲς βλαστήμιες ἀπὸ τοὺς ἐντόπιους μᾶς φαινόταν βαρὺ καὶ περίεργο φαινόμενο. Νομίζαμε πὼς δὲν εἶναι χριστιανοὶ αὐτοί, νομίζαμε πὼς εἶναι Τοῦρκοι καὶ δὲν τὸ πιστεύαμε ὅταν μᾶς ἔλεγαν πὼς εἶναι χριστιανοὶ βαφτισμένοι.

»Τὴν πῆρα κι ἐγὼ τὴν Ἁγία Ἄννα στὴν ἀγκαλιά μου μιὰ φορὰ γιὰ εὐλογία. Ἔβαλα βουλὴ νὰ μὴν καθήσω κάτω, οὔτε νὰ ξαπλωθῶ, ἀλλὰ νὰ τὴν κρατήσω ὄρθιος στὴν ἀγκαλιά μου. Ἡ Ἁγία Ἄννα ὅμως δὲν τὸ παραδέχτηκε ἔτσι καὶ μὲ γκρέμισε κάτω, ἤθελα δὲν ἤθελα. Ἔτσι μὲ δίδαξε νὰ εἶμαι ταπεινὸς καὶ νὰ μὴν ἐμπιστεύομαι στὴ δύναμη τῶν χεριῶν μου, ἀλλὰ στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

»Πέρυσι (1982) πῆγα στὴν πατρίδα. Νοσταλγοῦσα νὰ ἰδῶ. Ὅλα ρήμαξαν. Τίποτε δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὸ παληὸ χωριό. Ἐκεῖ ποὺ ἦταν ἡ ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννας τώρα εἶναι οἰκόπεδο».

Παρόμοιες διηγήσεις γιὰ τὰ ὅσα θαύματα γίνονταν στὸ προσκύνημα τοῦ Βόρι ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἄννα ἔχω ἀκούσει ἀπὸ πολλοὺς παληοὺς Βορινούς· ἀπὸ τὸν Παναγιώτη Κριβέρη, τὸν Χαραλάμπη Καρακώστα, τὸ Χρῆστο Μαστροκυριάκο, τὸν Πάνο Ἐλευθεριάδη, τὸ Σταῦρο Γρηγορίου, τὴ Βενετία Τίντα, τὴ Μαρία τὴν προεδρίνα κ.ἄ.

Ζωηρὴ εἶναι πάντα ἡ σφραγίδα τῆς εὐλαβείας καὶ τῆς ἀγάπης τῶν Προικονησίων καὶ ἰδιαίτερα τῶν Βορινῶν γιὰ τὴν ἱερὴ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Τὰ αἰσθήματα αὐτὰ μεταδίδονται καὶ στὰ παιδιά τους καὶ τὰ ἐγγόνια τους. Τὴν εἴχαμε Γιατρό, λέγουν.

Ἀκόμη καὶ οἱ Τοῦρκοι εἶχαν εὐλάβεια στὴν Ἁγία Ἄννα ἐκεῖ στὴν πατρίδα.

Τὸ προσκύνημα στὸ Βόρι τὸ διοικοῦσε μία Ἐπιτροπὴ ἀπὸ Βορινούς. Μὲ τὰ ἔσοδα τὰ ὁποῖα συγκεντρώνονταν σὲ σημαντικὸ ποσὸ μποροῦσαν νὰ ἐπιτελοῦν ἕνα ἔργο θρησκευτικὸ καὶ κοινωνικό. Δαπανοῦσαν γιὰ τὴ λειτουργία τοῦ προσκυνήματος. Πλήρωναν τοὺς μισθοὺς τῶν ἱερέων-ἐφημερίων, οἱ ὁποῖοι, στὶς περισσότερες περιπτώσεις ἦσαν δυὸ καὶ ὄχι ἕνας. Πλήρωναν δάσκαλο καὶ συντηροῦσαν τὸ Δημοτικὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ κτίριο ἦταν στὴν ἄκρη τῆς πλατείας κοντὰ στὴν Ἁγία Ἄννα. Ἀντιμετώπιζαν ἐπίσης ἄλλες ἔκτακτες ἀνάγκες. Τελευταῖα, πρὶν ἀπὸ τὸ διωγμὸ ἐσχεδίαζαν νὰ οἰκοδομήσουν μεγαλοπρεπῆ ἱερὸ Ναὸ καὶ χώρους ἐξυπηρετικοὺς γιὰ τὸ προσκύνημα. Εἶχαν μεταφέρει, καὶ πέτρα γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό, ἦρθε ὅμως ἡ συμφορὰ καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ ἔμειναν σχέδια. Στὸ ἐρώτημα, τί ἔγιναν τὰ πολλὰ καὶ πολύτιμα τιμαλφῆ ποὺ ἦταν φορτωμένο τὸ κουβούκλιο τῆς Ἁγίας Ἄννας, ἡ Βενετία Τίντα μας πληροφορεῖ τὰ ἑξῆς: Στὸ διωγμὸ τοῦ 1914 ἡ Ἐπιτροπή, γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ ὁτιδήποτε ἄλλο μὲ τὸ μεγάλο αὐτὸ θησαυρό, ἀποφάσισὲ νὰ τὰ μοιράσει τότε στοὺς χριστιανοὺς τοῦ Βόρι. Ἔγινε τότε καταγραφὴ καὶ στὴ συνέχεια ἀπονομὴ ἀνάλογα στὸν καθένα. Ἔτσι στὸ διωγμὸ τοῦ 1922 ἡ εἰκόνα δὲν εἶχε παρὰ ἐλάχιστα ἀφιερώματα.

Τὸ βαρὺ σύννεφο τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς πλησίαζε νὰ σκεπάσῃ τὸ νησί τους. Τὰ ὅσα μάθαιναν γιὰ τὴν ὑποχώρηση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, γιὰ τὶς σφαγὲς τῶν Τούρκων πάγωναν τὶς καρδιὲς τῶν Προικονησίων καὶ ὅλοι ἔσπευδαν νὰ φύγουν ὅπως ὅπως. Ἔφευγαν καϊκιές-καϊκιές, βιαστικά, μὴ φτάσουν οἱ Τοῦρκοι. Ἔπαιρναν ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους ὅ,τι πολύτιμο μποροῦσαν νὰ πάρουν.

Ὁ Κώστας Μαστροκυριάκος ἦταν ἀναγνώστης στὴν Ἁγία Ἄννα. Μὲ τοὺς ἐπιτρόπους πῆγαν νὰ σηκώσουν τὰ κειμήλια τῆς Ἁγίας Ἄννας. Βρῆκαν νὰ λείπῃ ἡ εἰκόνα. Ἀνοιχτὴ ὅπως ἦταν ἡ ἐκκλησία καὶ προσκυνοῦσαν «οἱ φεύγοντες» πῆραν τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἔβαλαν στὸ καΐκι.

Μάζεψαν τότε ὅλα τὰ ἄλλα ἱερὰ σκεύη, τὰ ἅγια δισκοπότηρα, τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, τὰ ἀσημένια ἑξαπτέρυγα, τὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία καὶ ὅ,τι ἄλλο, μὲ τὰ ὁποῖα γέμισαν ἕνα μεγάλο μπαοῦλο.

Ὅπου καὶ νὰ πᾶμε, ἔλεγε ὁ ἀναγνώστης, θὰ μποροῦμε νὰ τελέσωμε λειτουργία. Ὅλα τὰ ἔχομε.

Σκόρπισαν σὰν τὰ κυνηγημένα πουλιά. Ἔφευγαν ὅπως μποροῦσε ὁ καθένας. Κοντινὸς σταθμὸς ἦταν ἡ Λέσβος. Μερικοὶ ἔμειναν ἐκεῖ, οἱ ἄλλοι, ὁ κύριος ὄγκος ὁδηγήθηκε στὸ Αἴγιο. Ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας ἔμεινε στὴ Μήθυμνα (Μόλυβος) τῆς Λέσβου. Τὸ μπαοῦλο μὲ τὰ ἄλλα σκεύη μεταφέρθηκε στὸ Αἴγιο.

Εἶχαν τὴν ἐντύπωση ὅτι σύντομα θὰ ξαναμαζεύονταν στὸ χωριό τους. Δὲν μποροῦσαν νὰ χωνέψουν ὅτι θὰ ἔμεναν γιὰ πάντα πρόσφυγες. Κρυφὴ καὶ θερμὴ ἐλπίδα εἶχαν ὅτι τὰ πράγματα θὰ ἄλλαζαν καὶ θὰ γύριζαν στὴν πατρίδα. Στὶς προπόσεις τους μόνιμη εὐχὴ ἦταν «καλὴ πατρίδα». Τὰ πράγματα ὅμως 62 χρόνια τώρα δὲν ἐπέτρεψαν στὸ ὄνειρο νὰ γίνει πραγματικότης.

Ἐδῶ στὴ νέα πατρίδα, στὸ Αἴγιο ἀγωνίσθηκαν σιγὰ-σιγὰ νὰ ξαναφτιάξουν τὴ ζωή τους. Μιὰ ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐνέργειές τους ἦταν νὰ κάμουν τὸ κέντρο τῶν συνάξεων καὶ τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, νὰ στήσουν τὴν ἐκκλησία τους. Μπόρεσαν τότε, μὲ τὶς λίγες δυνάμεις ποὺ εἶχαν, νὰ στήσουν μιὰ ξύλινη ἐκκλησία· τὴν ἀφιέρωσαν στὴν Ἁγία Ἄννα. Τὸ μπαοῦλο μὲ τὰ σκεύη δόθηκε ἀπὸ τὸν Ἀνδριώτη (Γούτση) στὸ Συμβούλιο τῆς Ἁγίας Ἄννας. Στὴ συνέχεια Προικονήσιοι ἀπὸ ἄλλα χωριὰ ἔφεραν καὶ ἄλλα ἱερὰ κειμήλια καὶ κυρίως ἅγιες εἰκόνες. Ἀργότερα τὴ θέση τῆς ξύλινης ἐκκλησίας τὴν πῆρε ὁ σημερινὸς μεγαλοπρεπὴς Ναός, τὸν ὁποῖον ὕψωσε ἡ εὐλάβεια τῶν προσφύγων.

Ἀπολείπεται τώρα νὰ ἔλθη στὸ Ναό της ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Νὰ ἔλθη ἡ χάρη της κοντὰ ὀτὸ λαό της. Αὐτὸς ὁ ἐρχομὸς εἶναι ζωηρὴ ἐπιθυμία καὶ ἀπαίτηση αὐτοῦ τοῦ λαοῦ. Σήμερα στὸ Μόλυβο ἔχουν ἀπομείνει μόνο πέντε οἰκογένειες Βορινῶν, ἐνῷ στὸ Αἴγιο, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς 150 οἰκογένειες Βορινῶν, κατοικοῦν καὶ ἄλλες 500 οἰκογένειες Προικονησίων. Ἡ Ἁγία Ἄννα, φωνάζουν, δὲν πρέπει νὰ φιλοξενεῖται ἄλλο στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος Μηθύμνης (Μόλυβο Λέσβου), ἀλλὰ νὰ ἔλθῃ στὸ Ναό της, ἀφοῦ δὲν σήμανε ἀκόμα ἡ ὥρα νὰ ξαναγυρίσῃ στὸ Βόρι. Ὁ Ναός στὸ Αἴγιον εἶναι ἕτοιμος καὶ ὁ λαὸς τῶν τριῶν χιλιάδων Προικονησίων ζητεῖ νὰ τοῦ δοθῇ τὸ ἱερὸν αὐτὸ σέβασμα ποὺ ἔχει δεθῆ μὲ τὴ λατρεία καὶ τὴ ζωὴ τῶν πατέρων του.

Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ θαύματα τὰ ὁποῖα ἡ χάρη της ἐπιτελοῦσε στὸ προσκύνημα τοῦ Βόρι, πολλὰ ἐπίσης ἔγιναν καὶ στὸν Ναό της ἐδῶ στὸ Αἴγιον. Μερικὰ ἀπ᾿ αὐτὰ συγκεντρώθηκαν ἀπὸ εὐλαβῆ πρόσωπα καὶ τὸ ὑλικὸ αὐτό, μὲ χωρὶς ἐπεξεργασία, τὸ ἐξέδωσε τὸ 1980 ὁ ἀείμνηστος ἱεροκῆρυξ Δημήτριος Παναγόπουλος μὲ τίτλο «Ἁγία Ἄννα καὶ θαυματόβρυτος αὐτῆς εἰκών». Ἐπειδὴ πολλοὶ ζητοῦσαν αὐτὸ τὸ βιβλίο μὲ τὰ θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννας χρειάσθηκε νὰ κάμωμε ἐπανέκδοση. Ἔτσι ἀποφασίσαμε νὰ συλλέξωμε ὑπεύθυνα τὸ ὑλικὸ αὐτῶν τῶν διηγήσεων, ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἔζησαν τὰ γεγονότα τῶν θαυμάτων, ὅσα βεβαίως ζοῦν ἀκόμη. Λυπούμεθα ποὺ ἡ προσπάθεια τῆς συλλογῆς αὐτοῦ τοῦ ὑλικοῦ δὲν ἔγινε ἐνωρίτερα, ὅταν ζοῦσαν οἱ παλαιοὶ πρόσφυγες, οἱ ὁποῖοι φεύγοντας ἄφησαν στὰ παιδιά τους τὴν βεβαιότητα γιὰ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ γίνονταν ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἄννα, πῆραν ὅμως μαζύ τους τὰ συγκεκριμένα περιστατικὰ μὲ τὴ ζωντάνια καὶ τὴ χάρη καὶ τὶς λεπτομέρειες, τὰ ὁποῖα ὁμιλοῦν μὲ μεγαλύτερη δύναμη καὶ ἱκανοποιοῦν τὸν εὐλαβῆ ἀναγνώστη.

Συγκεντρώθηκαν ὅμως ἀπὸ τὸν γράφοντα στὸ παρόν, μὲ ἔλεγχο καὶ προσοχή, ἀρκετὰ περιστατικά. Συγκεντρώθηκαν σαράντα περίπου θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννας τὰ ὁποῖα μᾶς ἀξιώνει τώρα ἡ χάρη της νὰ τὰ ἐκδόσωμε. Δὲν γράφομε τίποτε δικό μας, μεταφέρομε αὐτούσιες τὶς διηγήσεις. Δὲν ὁμιλοῦμε ἐμεῖς, ὁμιλεῖ ἡ Ἁγία Ἄννα μὲ τὶς εὐεργεσίες της, μὲ τὰ γεγονότα καὶ πιστεύομε πὼς αὐτὴ ἡ φωνὴ ἔχει ἰδιαίτερη πειστικότητα καὶ δύναμη νὰ στερεώνη τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας, νὰ θερμαίνη τὴν εὐλάβεια πρὸς τοὺς Ἁγίους καὶ νὰ πληροφορῆ ὅτι οἱ Ἅγιοι τῆς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας μὲ τὴ δόξα καὶ τὴ χάρη τους εἶναι πλησίον μας καὶ συμπαρίστανται στὶς θλίψεις καὶ στοὺς ἀγῶνες μας.

Τὸ δεξιὸ πόδι τῆς Ἁγίας Ἄννας, μυροβόλον καὶ πλῆρες χάριτος, μετεκομίσθη τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1981 ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους διὰ προσκύνημα στὸ Αἴγιον.

Στὴ φωτογραφία ὁ Αἰγιώτικος λαὸς ἐναποθέτει μαζὶ μὲ τὰ ἄνθη τοῦ στολισμοῦ καὶ τὰ ἄνθη τῆς εὐλαβείας πρὸ τοῦ ἱεροῦ λείψανου τῆς Θεοπρομήτορος.


Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΑΣ

«Οὐχ ὥσπερ Εὔα σὺ τίκτεις ἐν λύπαις
χαρὰν γὰρ ἔνδον Ἄννα κοιλίας φέρεις»
(Ἀπὸ τὸ Συναξάρι)

Ἡ Ἁγία Θεοπρομήτωρ Ἄννα ἀνήκει εἰς τὰ ἱερὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἐκλήθησαν νὰ ὑπηρετήσουν τὴ θεία βουλὴ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων μέ τὴ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Θυγατέρα τοῦ Ματθᾶν ἀπὸ τὴ φυλὴ Λευὶ καὶ τῆς Μαρίας. Εἶχε δυὸ ἀδελφές, τὴ Μαρία, μητέρα τῆς Σαλώμης καὶ τὴν Σοβή, μητέρα τῆς Ἔλισσαβετ, ἡ ὁποία γέννησε τὸν Πρόδρομο. Ἡ Ἄννα ἦλθε εἰς γάμον μὲ τὸν Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα. Εὐσεβεῖς καὶ οἱ δυό με φόβον Θεοῦ. Προσέχουν στὴ ζωή τους καὶ ρυθμίζουν τὶς πράξεις τους σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο νόμο. Ζοῦν μὲ ταπείνωση στὴν ἀφάνεια. Ἡ ἀρετὴ ὅμως ὅσο κι ἂν σκεπασθῇ ἀπὸ τὴ μετριοφροσύνη γίνεται φανερή, ὅπως φανερὸ γίνεται καὶ τὸ ἀόρατο ἄρωμα τοῦ λουλουδιοῦ.

Ἡ παράδοση μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὴν κατοικία τους, ὅτι ἦταν ἐκεῖ κοντὰ στὴν κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδᾶ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἔτσι ἡ Ἄννα εἶχε κοντά της γιὰ νὰ ἱκανοποιεῖ τὴ δίψα τῆς ψυχῆς της μὲ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ τὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων, τὸν ὁποῖον, ἄλλοι, γιὰ νὰ τὸν ἀπολαύσουν ἔπρεπε νὰ ἔλθουν μὲ κοπιαστικὸ ταξείδι ἀπὸ μακρυά. Ἀλλὰ τὸ ζεῦγος Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα δὲν εἶχαν παιδιὰ καὶ τὰ δῶρα τῶν ἄτεκνων δὲν ἔγινοντο δεκτὰ στὸ Ναό.

Μὴ φέροντας, τὴ ντροπὴ αὐτὴ τῆς ἀτεκνίας ἡ Ἁγία Ἄννα ἐπολιόρκησε μαζὺ μὲ τὸν Ἰωακεὶμ τὸ θρόνο τῆς θείας δωρεᾶς. Πολιορκία διὰ προσευχῆς ἐπίμονος, θερμὴ ἐπὶ χρόνια, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ προσευχή, δικαίων ἀνθρώπων. Ὁ οὐρανὸς ὅμως σιωπᾷ. Ποιὸς γνωρίζει γιατί; «Τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου;» Ποιὸς εἶναι εἰς θέσιν νὰ γνωρίζει τὰ ἀνεξερεύνητα κρίματα τοῦ Θεοῦ; Ἡ Ἄννα κάνει τάμα «Τὸ γεννησόμενον δοτόν σοι προσάξωμεν». Ἂν μὲ ἀξιώσεις νὰ γίνω μητέρα, τὸ παιδὶ ποὺ θὰ μοῦ δώσης θὰ τὸ προσφέρωμε ἐγὼ καὶ ὁ Ἰωακεὶμ ἀφιέρωμα σὲ σένα Θεέ μου. Ὁ οὐρανὸς ἐξακολουθεῖ νὰ μὴ δίδει ἀπάντηση. Ἡ Θεία βουλὴ ἔχει τὸ σχέδιό της. Οἱ δίκαιοι ὅμως δοκιμάζονται. Δὲν ἀπελπίζονται, οὔτε γογγύζουν. Κι ὅταν φθάνουν στὴν ἡλικία τοῦ γήρατος καὶ μαραίνεται ἡ ἐλπίδα καὶ τότε παραμένουν δοῦλοι τοῦ Θεοῦ μὲ ὑποταγὴ στὸ θέλημά του.

Ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ, δοκιμάζοντας τὴν ὑπομονὴ τῶν δικαίων, ἑτοιμάζει ἔργο θαυμαστό. Προετοιμάζει τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα τῆς μητέρας τοῦ Θεοῦ. Ἀφήνει τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα νὰ δοκιμασθοῦν «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ» γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦν «εὔχρηστα σκεύη ἐλέους», μὲ τὰ ὁποῖα σκεύη, ὡς ὄργανα θὰ ἀπεργασθῇ ὁ Θεὸς τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι προσωπολήπτης. Τὸ ζεῦγος Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα ἐξελέγη ὡς καλὴ ρίζα ποὺ θὰ δώσῃ τὸ θαυμαστὸ βλαστὸ τῆς παρθενίας, ὄχι δι᾿ ἄλλον λόγον, ἀλλὰ χάρις στὴν ὑπεροχὴ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς εὐσεβείας τους καὶ γίνονται μὲ θαυμαστὸ τρόπο σὲ προκεχωρημένη ἡλικία γονεῖς. «Ἔδει γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ ἄφραστον καὶ συγκαταβατικὴν σάρκωσιν προειδοποιηθῆναι τοῖς θαύμασιν».

Ἔπρεπε, γράφει ὁ ἱερεὺς Δαμασκηνός, ἡ συγκατάβασις τοῦ Θεοῦ νὰ γίνῃ ἄνθρωπος νὰ ξεκινήσῃ μὲ τὸ θαῦμα. Ἡ στείρα καὶ γερόντισσα Ἄννα γίνεται μητέρα. Καὶ ποίου τέκνου μητέρα! Ἔδωσαν ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα, ὡς ὁ πλέον καλλίκαρπος βλαστὸς τοῦ ἀνθρωπίνου δένδρου, τὸν ὡραιότερο καρπό, τοῦ ὁποίου ἡ χάρις καὶ ἡ εὐωδιὰ ἔφερε τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ. «Ὢ μακάριον ζεῦγος Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα ὄντως πανάχραντον, ἀναφωνεῖ ὁ ἱερὸς πάλιν Δαμασκηνός, ἐκ τοῦ καρποῦ τῆς κοιλίας, ὑμῶν ἐπεγνώσθητε... καὶ εὐαρέστως καὶ ἀξίως τῆς ἐξ ὑμῶν τεχθείσης ἐπολιτεύσασθε». Καὶ συνεχίζει: «Ἐνώπιόν σας, ὦ μακαρία συζυγία εἶναι ὑπόχρεως ὅλη ἡ δημιουργία διότι διὰ μέσου σας προσέφερεν εἰς τὸν Δημιουργὸν δῶρον ἀνεκτίμητον, μητέρα σεμνήν, ἀξίαν ἐκείνου ποὺ τὴν ἔκτισε. Ἔχετε τὰ πρωτεῖα ἀνάμεσα στοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ, ὡς πρόγονοι τοῦ βασιλέως τῶν βασιλέων, ὡς μυστικὸν θησαυροφυλάκιον τῆς μακαρίας Τριάδος».

Ὅταν ἦλθε ὁ προσδιορισμὲνος καιρός, ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα φέρουν «τὸ δεκτὸν δῶρον τους» στὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου. Τηροῦν τὴν ἐντολὴ «ἀποδώσεις τῷ Κυρίῳ τὰς εὐχάς σου» καὶ ἐκπληρώνουν τὸ τάμα προσφέροντας τὴν τριετῆ θυγατέρα τους ἀφιέρωμα εἰς τὸν Θεόν.

Ἡ παράδοσις πληροφορεῖ ὅτι ἡ θεοπρομήτωρ Ἄννα ἀπέθανε εἰς ἡλικίαν 69 ἐτῶν καὶ ὁ Ἰωακεὶμ 80. Ἡ Θεοτόκος ἦταν 11 ἐτῶν ὅταν ἔμεινε ὀρφανὴ καὶ ἀπὸ τοὺς δυὸ γονεῖς της. Βρισκόταν ἀκόμη στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων.

Στὸν ἑορταστικὸ κύκλο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἡ Ἁγία Ἄννα ἔχει μία ἰδιαίτερα τιμητικὴ θέση. Τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο ἑορτάζεται ἡ μνήμη της: α) Στὶς 9 Σεπτεμβρίου, μαζὺ μὲ τὸν θεοπροπάτορα Ἰωακείμ, τὴν ἑπομένη τῶν γενεθλίων τῆς Θεοτόκου, γιὰ νὰ τιμηθοῦν οἱ γεννήτορες τῆς Ὑπεραγίας Μητρὸς τοῦ Κυρίου, β) Στὶς 9 Δεκεμβρίου ἑορτάζεται «ἡ παρ᾿ ἐλπίδα σύλληψις», τῆς Ἁγίας Ἄννης, καὶ γ) Στὶς 25 Ἰουλίου ἑορτάζεται ἡ ὁσία κοίμησίς της. Ἄξιον σημειώσεως εἶναι ὅτι εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸ περιβόλι, ὅπως λέγεται, τῆς Παναγίας ἔχει καὶ ἡ Ἁγία Ἄννα μία ξεχωριστὴ θέση τιμῆς. Στὸ ὄνομά της τιμᾶται ἡ μεγαλύτερη καὶ ἀρχαιότερη ἐκεῖ Σκήτη. Ἀριθμεῖ 50 περίπου ἀσκητικὲς καλύβες, τὸ δὲ Κυριακό, ποὺ εἶναι μεγαλοπρεπέστατος Ναὸς πυκνὰ ἁγιογραφημένος εἶναι ἀφιερωμένος στὴ Γιαγιά, ὅπως χαϊδευτικὰ ἀποκαλοῦν οἱ ἁγιορείτες τὴν Ἁγία Ἄννα. Στὸ Κυριακὸ τῆς Σκήτης φυλάσσεται ἀνεκτίμητος θησαυρὸς τὸ ἀριστερὸ πόδι τῆς θεοπρομήτορος, εἰς δὲ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Κουτλουμουσίου φυλάσσεται ὁλόκληρη ἡ κνήμη τοῦ δεξιοῦ ποδιοῦ. Τὸ Ἱερὸ αὐτὸ λείψανο ἀξιώθηκε νὰ προσκυνήσει ὁ λαὸς τῆς Αἰγιαλείας τὸ 1982, ὅταν τοῦτο μετεκομίσθη στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγία Ἄννης Αἰγίου διὰ προσκύνημα. Ὁ πιστὸς τοῦ Κυρίου λαὸς πιστεύει ὅτι μεγάλη εἶναι ἡ δύναμις τῶν προσευχῶν τῆς βρεφοκρατούσης τὴν μητέρα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ Ἁγίας Ἄννης καὶ διὰ τοῦτο καταφεύγει στὴ μεσιτεία της καὶ στὶς προσευχές της, αἱ ὁποῖαι εἴθε νὰ σκεπάζουν καὶ τὸν γράφοντα τὸ παρόν, καθὼς καὶ τὰ τέκνα του τὰ κατὰ σάρκα καὶ τὰ κατὰ πνεῦμα. Ἀμήν.


ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΑΣ ΣΤΟ ΒΟΡΙ ΠΡΟΙΚΟΝΗΣΟΥ

Θαῦμα 1ον

Ἦταν στὰ 1900 ποὺ συνέβη τὸ γεγονός. Ἡ σύζυγος τοῦ Αὐγερινοῦ Βουτσᾶ Ἀγλαΐα, τὸ γένος Ἀλεξίου Σκαμνᾶ ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη, βρέθηκε βαριὰ ἄρρωστη. Οἱ Γιατροὶ δὲν εὕρισκαν καμιὰ ἀρρώστεια. Τότε ἡ μητέρα της, ποὺ εἶχε πίστη στὴ θαυματουργὸ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας, τὴν ἔφερε στὸ προσκύνημά της στὸ Βόρι. Ἔμεινε ἐκεῖ ἐπὶ 40 ἡμέρες, μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ὁ ἱερεὺς ἔκανε ἐξορκισμούς. Τὴν ὥρα τοῦ ἁγιασμοῦ συνειθιζόταν νὰ κρατᾷ ὁ ἄρρωστος τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά του. Αὐτὸ ἔκανε καὶ ἡ ἄρρωστη Ἀγλαΐα. Τὴν τελευταία ἡμέρα, κατὰ τὴν ὥρα τοῦ ἁγιασμοῦ, ἡ εἰκόνα ποὺ κρατοῦσε στὴν ἀγκαλιά της τὴν πῆρε μὲ μιὰ ἀόρατη δύναμη καὶ τὴν πῆγε στὴ θάλασσα. Ἐκεῖ τὴ βούτηξε τρεῖς φορὲς μέσα στὸ νερό. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ ἔκανε ἐμετὸ καὶ ὕστερα ἔνιωσε θεραπευμένη. Ἀπὸ τότε ἔζησε μὲ ὑγεία καὶ πέθανε στὸ Αἴγιο σὲ ἡλικία 95 χρονῶν.

Θαῦμα 2ον

Ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἦρθε στὴν Ἁγία Ἄννα στὸ Βόρι κάποια κυρία, τὸ ἐπώνυμο Γρηγορέλια. Εἶχε ἀρρωστήσει ἀπὸ ψυχοπάθεια. Ἔμεινε στὸ Προσκύνημα ἐπὶ 40 ἡμέρες μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ὁ ἱερεὺς διάβαζε ἁγιασμὸ κάθε ἡμέρα καὶ ἐξορκισμούς, ὅπως συνειθιζόταν. Πολλὲς φορὲς ἡ ἁγία εἰκόνα πήγαινε τὴν ἄρρωστη μέσα στὴ θάλασσα. Ἔκανε ἕνα κύκλο στὸ νερὸ χωρὶς νὰ βουλιάζει καὶ πάλι τὴν ἔφερνε στὴ στεριά. Μετὰ τὶς 40 ἡμέρες ἔγινε τελείως καλὰ καὶ γύρισε στὸ σπίτι της.

Θαῦμα 3ον

Ὁ Φώτης Μάντικας πρόσφυγας στὸ Αἴγιο διηγεῖται τὰ ἑξῆς:

«Τὸ Μάη τοῦ 1910 εὑρέθηκα στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἀρρώστησα. Οἱ δικοί μου μὲ πῆγαν στὸ Νοσοκομεῖο τοῦ Μπαλουκλῆ. Οἱ γιατροὶ μετὰ τὶς ἐξετάσεις κάλεσαν τὴ μητέρα μου καὶ τῆς εἶπαν ὅτι ἡ ἀρρώστεια μου ἦταν μηνιγγίτιδα καὶ ὅτι δυστυχῶς δὲν γίνομαι καλά. Ἀπελπισμένοι οἱ δικοί μου μὲ ἔφεραν στὸ Πασαλιμάνι, στὸ χωριό μας γιὰ νὰ πεθάνω στὸ σπίτι μας. Ἡ μητέρα μου, ποὺ πίστευε καὶ σεβόταν τὴν Ἁγία Ἄννα, ἐζήτησε τὴ χάρη της γιὰ τὸ παιδί της. Ἦταν βαριὰ ἡ κατάστασή μου καὶ ἦταν ἀδύνατο νὰ μετακινηθῶ, γι᾿αὐτὸ ἔστειλε δυὸ καλοὺς ἀνθρώπους δικούς μας, τὸ Βαγγέλη Καβούνη καὶ τὸ Δημήτρη Λούη νὰ φέρουν ἀπὸ τὸ Βόρι τὴν εἰκόνα. Ἐγὼ ἀπὸ πολλὲς ἡμέρες εἶχα χάσει τὴ φωνή μου, ἤμουν μουγγός, τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ οἱ ἄνθρωποί μας πάτησαν μὲ τὴν εἰκόνα στὸ κατῶφλι τοῦ σπιτιοῦ μας ἔβαλα μιὰ φωνή· «Μάνα μιὰ γυναῖκα ἦρθε καὶ μοῦ χαϊδεύει τὸ κεφάλι». «Ἡ Ἁγία Ἄννα εἶναι, παιδί μου, θὰ σὲ κάμῃ καλά». Ἄνοιξα τὰ μάτια μου ποὺ ἦταν ἡμέρες κλειστὰ κι ἄκουσα τὴν εἰκόνα ποὺ χτύπησε σὰν καμπανάκι τρεῖς φορές. Ἦρθε στὴ συνέχεια καὶ ὁ ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ καὶ ἔψαλε ἁγιασμό. Ὅλοι εἶχαν συγκινηθῆ καὶ ἰδιαίτερα ἡ μητέρα μου, ἡ ὁποία μὲ θέρμη παρακαλοῦσε τὴν Ἁγία Ἄννα νὰ μοῦ χαρίσῃ τὴ ζωή. Τὸ θαῦμα ἔγινε, σιγὰ-σιγὰ βελτιώθηκε ἡ ὑγεία μου. Ἔγινα τελείως καλὰ καὶ ζῶ μέχρι σήμερα ποὺ εἶμαι 77 ἐτῶν (1968) μὲ παιδιὰ κι ἐγγόνια».

Θαῦμα 4ον

Ἡ Κατερίνα Χατζηλία ἀπὸ τὸ Πασαλιμάνι κυριεύθηκε ἀπὸ δαιμόνιο. Τίποτε δὲν τὴ συγκρατοῦσε τὴν ὥρα ποὺ πάθαινε κρίση. Στὴν Ἁγία Ἄννα ποὺ τὴν ἔφεραν τὴν εἶχαν δέσει γερὰ μὲ ἁλυσίδες. Οἱ δικοί της ἔμειναν κοντά της μὲ προσευχή καὶ νηστεία. Μετὰ τὶς 40 ἡμέρες ἔφυγε θεραπευμένη.

Θαῦμα 5ον

Μιὰ νέα κόρη, ἀνύπαντρη ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη ὀνομαζόμενη Βασιλικὴ κυριεύθηκε ἔξαφνα ἀπὸ δαιμόνιο. Οἱ Ἀρτακηνοὶ εἶχαν παράδοση νὰ καταφεύγουν στὴ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας στὶς ἀθεράπευτες ἀρρώστειες. Ἔφεραν καὶ τὴ Βασιλικὴ δεμένη μὲ σκοινιά. Πολλὲς φορὲς ὅμως ἐκείνη ἔκοβε τὰ σκοινιὰ μὲ δύναμη ἀσυνήθιστη καὶ ἔτρεχε νὰ ἐξαφανισθῇ· γι᾿ αὐτὸ τὴν κρατοῦσαν πάντα δεμένη μὲ ἐπιτήρηση. Οἱ δικοί της ἔμειναν ἐκεῖ προσευχόμενοι ἐπὶ 40 ἡμέρες. Ἐπειδὴ ἡ χάρη της δὲν ἀπάντησε μὲ τὶς 40 ἡμέρες ἔμειναν καὶ δεύτερο σαρανταήμερο. Μετὰ ἀπὸ τὶς 80 ἡμέρες ἐλευθερώθηκε ἡ κόρη ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ ἀκαθάρτου Πνεύματος καὶ γύρισε μὲ φρόνηση καὶ ὑγεία στὸ σπίτι της.

Θαῦμα 6ον

Ἡ γυναῖκα τοῦ Παναγῆ Κουταλιανοῦ τοῦ γνωστοῦ πρωτοπαλαιστῆ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη. Αἰφνίδια κυριέθηκε ἀπὸ δαιμόνιο. Οἱ δικοί της κατέφυγαν στὸ ἰατρεῖο τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἔμειναν ἐκεῖ μὲ τὴν ἄρρωστη 40 ἡμέρες προσευχόμενοι μὲ νηστεία. Ἡ ἄρρωστη ἐλευθερώθηκε, ἔγινε ἐντελῶς καλὰ καὶ ζεῖ μέχρι σήμερα.

Θαῦμα 7ον

Ἀπὸ τὸ Μαρμαρᾶ εἶχαν φέρει στὴν Ἁγία Ἄννα ἕναν τρελὸ γιὰ νὰ γίνῃ καλά. Εἶχε τρέλα, μεγάλης μορφῆς. Οἱ δικοί του κινδύνευαν κοντά του. Πολλὲς φορὲς εἶχε βουτήξει τὴ μητέρα του στὴ θάλασσα μὲ κίνδυνο νὰ τὴν πνίξη. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερεὺς ἔψαλλε ἁγιασμό, ὁ ἄρρωστος κρατοῦσε κατὰ τὴ συνήθεια τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά του. Σὲ μιὰ περίπτωση ἡ εἰκόνα ἔφυγε ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά του καὶ στάθηκε ὁριζόντια στὸ κεφάλι του. Μὲ ἀόρατη δύναμη ὁ ἄρρωστος προχώρησε πρὸς τὴ θάλασσα μὲ τὴν εἰκόνα στὸ κεφάλι του. Καθὼς προχωροῦσε ἔτυχε νὰ βρεθῇ στὸ δρόμο του ἕνας Τοῦρκος. Στὸν Τοῦρκο φάνηκε ἀστεῖο ὅ,τι γινόταν καὶ εἶπε περιφρονητικά:

-Ἔχουν οἱ Γκιαούρηδες ἕνα ξύλο καὶ τοὺς χτυπᾷ. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἔφυγε ἡ εἰκόνα ἀπὸ τὸν ἄρρωστο κι ἔπεσε ἐπάνω στὸν Τοῦρκο, ὁ ὁποῖος διαλύθηκε ἀπὸ τὸ φόβο του καὶ ἐκραύγασε μὲ δυνατὴ φωνή:

-Σὲ πιστεύω καὶ σὲ προσκυνῶ, Ἁγία Ἄννα, ἥμαρτον, συγχώρησέ με.

Μετὰ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ γεμάτος συντριβὴ ὁ Τοῦρκος συμβουλευόταν τὸν ἱερέα τί ἀφιέρωμα ἦταν καλὸ νὰ φέρῃ στὴ χάρη της. Τὸ περιστατικὸ μίλησε στὴν καρδιά του, ἔφερε βαθειὰ μεταβολὴ κι ἀπεφάσισε νὰ δεχθῇ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ νὰ γίνῃ χριστιανός. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἄρρωστος ἀπὸ τὸ Μαρμαρᾶ ἔφυγε θεραπευμένος ἀπὸ τὴ χάρη τῆς μεγαλόχαρης μητέρας τῆς Θεοτόκου.

Θαῦμα 8ον

Ἀπὸ τὸ χωριὸ Γωνιὰ ἦλθε στὸ προσκύνημα τὴ Ἁγίας Ἄννας κάποιος παράλυτος, ὁ ὁποῖος περπατοῦσε μὲ δυσκολία πολλή, χρησιμοποιώντας πατερίτσες. Τὸ ὄνομά του Γιῶργος. Ἔμεινε 40 ἡμέρες μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ καὶ στὸ τέλος ἔφυγε ὑγιέστατος. Γιὰ νὰ εὐχαρίστηση τὴν εὐεργέτιδά του Ἁγία Ἄννα ἐχάρισε ἕνα βαρέλι γεμάτο λάδι μαζὺ μὲ τὴν εὐλάβεια καὶ τὶς ἐκδηλώσεις τῆς εὐγνωμοσύνης του.

Θαῦμα 9ον

Στὰ Ρόδα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μιὰ κόρη εἶχε μείνει παράλυτη. Ἀπελπισμένη ὅπως ἦταν ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα μέσα κατέφυγε διὰ τῆς προσευχῆς της στὸ Θεό. Στὴ θλίψη θυμᾶται περισσότερο ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεόν του «Κύριε ἐν θλίψει ἐμνήσθημέν σου», σημειώνει ἡ Ἁγία Γραφή. Ἀπό διάφορες διηγήσεις, εἶχε ἀκούσει καὶ θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννας, ποὺ ἔκανε μὲ τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα της στὸ Βόρι. Ἔτσι παρακινήθηκε στὸ νὰ παρακαλῆ προσευχομένη μὲ περισσότερη θέρμη τὴν θεοπρομήτορα καὶ νὰ ἐλπίζη στὴ χάρη της.

Ἕνα ἀπόγευμα μετὰ τὴν προσευχή της ὅπου καὶ πάλιν παρακάλεσε μὲ θέρμη καὶ δάκρυα τὴ Γιαγιὰ τοῦ Χριστοῦ, καθὼς ἦταν καθηλωμένη στὸ κρεββάτι τῆς ἀρρώστειας σὲ κατάσταση «ἐγρηγόρσεως», ἀπὸ τὸ παράθυρό της ποὺ ἔβλεπε πρὸς τὴ θάλασσα εἶδε νὰ ἔρχεται μιὰ γυναῖκα μαυροφορεμένη μὲ μιὰ βάρκα. Ἄραξε ἡ βάρκα καὶ ἡ ἀριστοκρατικὴ καὶ σεμνὴ ἐκείνη γυναῖκα κατέβηκε καὶ προχώρησε πρὸς τὸ σπίτι της. Πλησίασε, ἦλθε κοντά της.

-Εἶμαι ἡ Ἄννα, τῆς εἶπε, ποὺ ὅλο με φωνάζεις, ἀλλὰ στὸ σπίτι μου δὲν ἔρχεσαι. Τί μὲ θέλεις;

-Παράλυτη εἶμαι, ἀκίνητη, καθηλωμένη, τὴν ὑγειά μου θέλω, ἀπάντησε ἡ κόρη.

-Γιὰ νὰ σοῦ χαρίσω τὴν ὑγεία πρέπει νὰ μὲ ἐπισκεφθῇς στὸ σπίτι μου, εἶπε. Ἔκαμε μεταβολή, ξαναμπῆκε στὴ βάρκα κι ἔφυγε κατὰ τὸ Βόρι.

Ἡ ἄρρωστη μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἰδικῶν της μεταφέρθηκε στὸ Προσκύνημα. Ἔμεινε ἐκεῖ μερικὲς ἡμέρες προσευχομένη κι ἔφυγε ὑγιέστατη.

Θαῦμα 10ον

Μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη ἀρρώστησε μαζὺ μὲ τὸ παιδί της. Εἶχαν γυρίσει παντοῦ ὅπου μποροῦσαν σὲ γιατροὺς καὶ σὲ προσκυνήματα. Ἦλθαν καὶ στὴν Ἁγία Ἄννα. Τὸ παιδὶ εἶχε ντυθῆ καλογεράκι. Ἔμειναν στὸ Προσκύνημα μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία 40 ἡμέρες. Καθημερινὰ γινόταν στὸ ὄνομά τους θεία λειτουργία καὶ ἁγιασμός. Τὴν 40η ἡμέρα τὴ στιγμὴ τοῦ ἁγιασμοῦ, καθὼς οἱ ἄρρωστοι ἦσαν καθιστοὶ δίπλα-δίπλα καὶ κρατοῦσαν, κατὰ τὴ συνήθεια, στὴν ἀγκαλιά τους τὴν εἰκόνα, ἡ Ἁγία Ἄννα ἔκαμε τὸ θαῦμα της. Ἡ εἰκόνα ἄρχισε νὰ κινεῖται, σὲ ὅλο τὸ σῶμα τους, ὕστερα στάθηκε ὁριζόντια στὸ κεφάλι τῆς ἄρρωστης καὶ στριφογύριζε σὰν προπέλα. Ἀόρατη δύναμη στὴ συνέχεια πῆρε τὴν ἄρρωστη καὶ τὴν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ κατεύθυνση πρὸς τὴ θάλασσα. Τὸ παιδὶ ἀκολουθοῦσε. Μόλις πάτησε τὸ πόδι της ἡ ἄρρωστη στὴ θάλασσα, τράβηξε τὸ παιδί της μπροστά. Τὸ βούτηξε τρεῖς φορὲς μέσα στὴ θάλασσα καὶ μετὰ τὸ ἄφησε. Ὅταν γίνονταν αὐτὲς οἱ σκηνές, ἦσαν πολλοὶ ἐκεῖ μαζεμένοι καὶ ἀκολουθοῦσαν. Μερικοὶ ἔτρεξαν καὶ ἔβγαλαν τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ νερό. Ἡ εἰκόνα στὴ συνέχεια εἶχε ἁπλωθῆ ὁριζόντια στὴ θάλασσα, ἡ δὲ ἄρρωστη κρατιόταν ἀπ᾿ αὐτήν. Τῆς ἔκαμε τρεῖς γύρους μέσα στὴ θάλασσα καὶ τὴν ἔβγαλε ἔξω ὄρθια. Ἡ γυναῖκα μὲ τὴν εἰκόνα στὸ κεφάλι πατώντας στὴ στεριὰ ἔκαμε ἐμετό, κι᾿ ἔβγαλε ἕνα πρᾶγμα ἄσχημο ἀπὸ μέσα της. Ξαναγύρισαν στὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴν εἰκόνα στὸ κεφάλι.

Ἐτελείωσε καὶ ὁ ἁγιασμὸς ποὺ εἶχε διακοπῆ. Πῆραν τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὴν ἄρρωστη καὶ τὴν ἔβαλαν στὴ θέση της. Ἀπὸ τότε ἔμεινε ὑγιὴς καὶ αὐτὴ καὶ τὸ παιδί της καὶ δόξαζαν μὲ εὐγνωμοσύνη τὴν Ἁγία γιὰ τὴν εὐεργεσία της.

Θαῦμα 11ον

Δυὸ Τοῦρκοι ψάρευαν στὴν παραλία κοντὰ στὸ Προσκύνημα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ὁ ἕνας λεγόταν Ναζιφάκης. Εἶδαν τότε τὴν εἰκόνα νὰ πηγαίνει, ὅπως ἔκανε τὶς περισσότερες φορές, ἕναν ἄρρωστο στὴ θάλασσα καὶ νὰ περνάη δίπλα τους. Τοὺς φάνηκε ὄχι ἁπλῶς παράξενο, ἀλλὰ ἀστεῖο, ὅ,τι ἔβλεπαν νὰ γίνεται καὶ εἰρωνεύθηκαν.

-Ἔχουν, εἶπε ὁ Ναζιφάκης, οἱ Γκιαούρηδες δυὸ τάβλες καρφωμένες σ᾿ ἕναν τσίγκο καὶ χτυπᾶνε καὶ κοροϊδεύουν τὸν κόσμο.

Ἀστραπηδὸν ὅμως ἔφυγε ἡ εἰκόνα ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἀρρώστου κι ἄρχισε νὰ χτυπάῃ τὸν Τοῦρκο. Τὸ κορμί του γέμισε πληγές. Οἱ Τοῦρκοι ἔμειναν κατάπληκτοι ἀπὸ τὸ γεγονός. Ὁ Ναζιφάκης ταπεινωμένος καὶ μετανοιωμένος προσκύνησε τὴν Ἁγία Ἄννα μέσα ἀπὸ τὴ βάρκα του. Ζήτησε συγχώρηση καὶ ἔκαμε καὶ τὸ τάμα του.

Ἔταξε νὰ φέρνῃ κάθε χρόνο ἕνα δοχεῖο λάδι στὴ γιορτή της. Τὸ κορμί του ὅμως ἂν καὶ περνοῦσαν οἱ ἡμέρες ἔμενε μὲ τὶς πληγὲς ἀγιάτρευτες. Μὴ μπορώντας νὰ φέρῃ μόνος του τὸ τάμα στὴν Ἁγία Ἄννα, τὄδωσε σὲ μιὰ χριστιανὴ νὰ τὸ πάῃ καὶ συγχρόνως τὴν παρακάλεσε νὰ τοῦ φέρη καὶ ἁγιασμὸ νὰ βάλῃ στὶς πληγές του. Ἡ χριστιανὴ πῆγε τὸ λάδι, ἀλλὰ ἁγιασμὸ δίσταζε νὰ τοῦ φέρη. Φοβόταν μήπως τὸν βεβηλώση ὁ ἀλλόπιστος. Ἀντὶ ἁγιασμοῦ τοῦ πῆγε λίγο νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι ποὺ βρισκόταν στὴν αὐλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Τοῦρκος τὸ πῆρε πιστεύοντας ὅτι εἶναι ἁγιασμός. Τὸ ἔβαλε στὶς πληγές του καὶ θεραπεύθηκαν. Δὲν ξεχνοῦσε ὅμως ποτὲ κάθε χρόνο στὴ γιορτὴ τῆς Ἁγίας Ἄννας νὰ φέρνη τὸ τάμα του.

Θαῦμα 12ον

Ὁ Εὐστράτιος Μαμαλοῦγκος κάτοικος Αἰγίου (Χρυσοστ. Σμύρνης 14) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:

«Στὸ χωριό μας, Σκουπιὰ Προικονήσου, ἤμουν τότε σὲ ἡλικία 19 ἐτῶν, συνέβη τὸ ἑξῆς θαῦμα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἡ πρώτη ἐξαδέλφη μου Κυριακὴ Καπάνταη, ἡλικίας τότε 20 ἐτῶν, εἶχε ἀρρωστήσει βαριά. Ἐπὶ δυὸ χρόνια ἦταν καθηλωμένη στὸ κρεββάτι. Στὴν καρέκλα δὲν μποροῦσε νὰ καθήση, τὴν τάιζαν μὲ τὸ κουταλάκι. Μιὰ γερόντισσα ποὺ ἔμενε στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ ἄκουσε μερικὲς γυναῖκες ποὺ συζητοῦσαν.

Ἐκείνη, ἔλεγαν, ἡ κόρη τῆς Ἀργυρῶς δὲν λέει νὰ γίνῃ καλά. Ἀπὸ τὸ λόγο αὐτὸν παρακινούμενη ἡ γερόντισσα ἐπισκέφθηκε τὴν ἄρρωστη στὸ σπίτι της. Τὴν εἶδε, πόνεσε ἡ καρδιά της καὶ εἶπε στοὺς δικούς της:

-Νὰ τὴν πάτε στὴ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας. Τώρα πλησιάζει καὶ ἡ γιορτή της, νὰ τὴν πάτε θὰ γίνῃ καλά.

-Πῶς νὰ τὴν πᾶμε; Δὲν σηκώνεται.

-Θὰ εὑρεθῇ τρόπος. Νὰ τὴν βάλλετε, συνέστησε, σ᾿ ἕνα γαϊδουράκι μὲ δυὸ μαξιλάρια καὶ νὰ τὴν κρατοῦν δυὸ ἄνθρωποι δεξιὰ ἀριστερά.

Ἀποφασίσαμε, τὴν πήγαμε μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο στὴν Ἁγία Ἄννα, τὴν ἡμέρα ποὺ πανηγύριζε (25 Ἰουλίου).

Ἦρθε ἡ σειρά της νὰ γίνῃ ἁγιασμὸς γι᾿ αὐτήν. Τῆς βάλανε τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά, ἐνῷ αὐτὴ ἦταν καθιστὴ κάτω καὶ τῆς κρατοῦσαν καὶ τὸ κεφάλι, γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ στερεωθῇ.

Τότε γίνεται τὸ θαῦμα. Ἡ ἄρρωστη ποὺ δὲν περπατοῦσε σηκώθηκε ὀρθὴ καὶ περπατοῦσε πρός τὴ θάλασσα μαζὺ μὲ τὴν εἰκόνα. Περπάτησε ἀρκετὸ διάστημα στὴν παραλία μέχρι πίσω ἀπὸ μιὰ μεγάλη πέτρα καὶ ἐπέστρεψε πάλι στὴν Ἐκκλησία. Ἔφυγε μετὰ τὴν πανήγυρη ἐντελῶς καλὰ καὶ γύρισε περπατώντας μὲ τὰ πόδια στὸ σπίτι της. Ζεῖ μέχρι σήμερα (1983) σὰν πιστὴ χριστιανὴ μὲ παιδιὰ κι᾿ ἐγγόνια στὸ Αἴγιο».

Θαῦμα 13ον

Ἡ Αἰκατερινα Κριβέρη, ἀπὸ τὸ χωριὸ Βόρι, πρόσφυγας στὸ Αἴγιο, διηγεῖται τὰ ἑξῆς (ἔτος 1979):

«Ὅταν ἤμουν 12 ἐτῶν ἡ μητέρα μου Θεοφιλία ἀρρώστησε βαριὰ ἀπὸ τῦφο. Ὁ πατέρας μου ἐπειδὴ ἦταν τεχνίτης βαρελιῶν συνέβη, ὅπως πολλὲς φορὲς γινόταν, νὰ λείπῃ γιὰ δουλειὰ στὰ Ρόδα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.

Στὴ δύσκολη αὐτὴ κατάσταση ποὺ βρέθηκα, πῆγα καὶ ζήτησα ἀπὸ τὸ θεῖο μου τὸ μπαρμπαΓιάννη τὸ θαλασσινὸ νὰ μιλήσῃ στὸν ἱερέα γιὰ τὴν ἀπελπιστικὴ κατάσταση τῆς μητέρας μου. Παρακάλεσα νὰ μᾶς φέρουν τὴν ἁγία εἰκόνα. Τὸν πατέρα μου τότε ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ τὸν εἰδοποιήσω. Ἡ χάρη της ἦλθε στὸ σπίτι μας. Ἐβάλαμε τὴν εἰκόνα πίσω ἀπὸ τὸ κρεββάτι τῆς ἄρρωστης μητέρας μου, ἡ ὁποία εἶχε πέσει σὲ κῶμα.

Ἐπὶ τρία ἡ μερόνυχτα ἔμεινα μόνη μου, τὶς περισσότερες ὧρες γονατιστή, μπροστὰ στὴν εἰκόνα. Δὲν θυμοῦμαι νὰ σταμάτησε τὸ δάκρυ ἀπὸ τὰ μάτια μου. Τὰ μεσάνυχτα τῆς τρίτης ἡμέρας εἶχα ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν ἀϋπνία ἐλαφρὰ ἀποκοιμηθῆ. Ἄκουσα τότε μιὰ μεγάλη βροντὴ καὶ δυνατὸ σεισμό. Ξύπνησα, πετάχθηκα ὀρθή. Εἶδα τότε, ὅπως βρέθηκα ὀρθή, τὴν ἁγία εἰκόνα νὰ λάμπῃ σὰν ἥλιος καὶ νὰ σημαίνῃ σὰν γλυκεία καμπάνα τρεῖς φορές. Γέμισε ἡ ψυχή μου ἀπὸ συγκίνηση, γονάτισα νὰ δοξολογήσω. Ἡ καρδιά μου πλημμύρισε ἀπὸ ἐλπίδα. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα ξανακοιμήθηκα. Στὸν ὕπνο μου ἄκουσα καθαρὰ τὰ λόγια τῆς Ἁγίας Ἄννας:

-Φεύγω μὴ στενοχωρεῖσαι, ἡ μητέρα σου θὰ γίνῃ καλά.

Ἔτσι κι ἔγινε. Τὸ πρωῒ τῆς ἄλλης ἡμέρας ἡ μητέρα ξύπνησε ἀπὸ τὸ κῶμα πῆρε τὸ καλύτερο καὶ σὲ μιὰ ἑβδομάδα εἶχε γίνει ἐντελῶς καλά.

Τὴν ἴδια ἐκείνη νύχτα τοῦ θαύματος ὁ πατέρας μου στὸ μακρυνὸ χωριό, στὰ Ρόδα ποὺ ἦταν, εἶδε τὴν Ἁγία Ἄννα στὸν ὕπνο του, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε:

-Ἡ γυναῖκα σου εἶναι ἄρρωστη σοβαρά, ἀλλὰ μὴν ἀνησυχῆς, θὰ τὴν κάνω καλά, γιατὶ ἔχεις καλὴ κόρη.

Αἰσθάνομαι ὅμως χρέος μου νὰ διηγηθῶ καὶ τὸ ἄλλο θαῦμα ποὺ ἔκαμε σ᾿ ἐμένα τὴν ἴδια ἡ μεγαλόχαρη Ἁγία Ἄννα».

Θαῦμα 14ον

«Ἤμουν στὴν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν ὅταν μοῦ συνέβη τὸ περιστατικὸ ποὺ θὰ διηγηθῶ, ἀφηγεῖται ἡ Αἰκατερίνη Κριβέρη.

Ἦταν ἕνα Σαββατοκύριακο τοῦ δωδεκαήμερου μεταξὺ Χριστουγέννων καὶ Φώτων. Εἶχα λουσθῆ, ὥστε νὰ εἶμαι ἕτοιμη γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὴν ἄλλη μέρα. Κόντευε νὰ σουρουπώση. Ἔβλεπες ἀκόμη θαμπὰ καὶ θέλησα νὰ πεταχθῶ στὸ σπίτι μιᾶς φίλης μου γειτονοπούλας. Καθὼς προχωροῦσα σ᾿ ἕνα στενωπὸ σούδα εἶδα ξαφνικὰ ἐμπρός μου ἕνα πανύψηλο ἀράπη πεντέξη μέτρα ψηλόν, νὰ μὲ ἀγριοκυτάζῃ μὲ κάτι φοβερὰ μάτια καὶ νὰ ἀπειλῇ νὰ μὲ χτυπήσῃ μ᾿ ἕνα μεγάλο ραβδὶ ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια. Γέμισα τρόμο καὶ φρίκη ἀπὸ τὸ ἀνύποπτο καὶ φοβερὸ αὐτὸ ἀντίκρυσμα. Τὸ αἷμα πάγωσε στὶς φλέβες μου. Ἔκαμα αὐτόματα τὸ σταυρό μου καὶ φώναξα δυνατά: Παναγία μου.

Τὸ τέρας ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε, ἀλλὰ ἐγὼ ἔπεσα κάτω ἀναίσθητη. Κανένας δὲν μὲ ἄκουσε, οὔτε μὲ εἶδε ποὺ ἔπεσα. Ἐπειδὴ ἄργησα νὰ ἐπιστρέψω, οἱ δικοί μου βγῆκαν νὰ μὲ ἀναζητήσουν. Τελικὰ μὲ βρῆκε ἡ μητέρα μου στὴ σούδα πεσμένη κάτω, ἀναίσθητη. Τὸ πρόσωπό μου εἶχε παραμορφωθῆ τόσο, ὥστε εἶχα γίνει ἀγνώριστη καὶ προκαλοῦσα τὴν ἀποστροφή.

Καταφυγή μας καὶ πάλι ἡ Ἁγία Ἄννα. Ἐκεῖ στρέψαμε τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν προσευχή μας. Παρακαλούσαμε τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ δεχθῇ τὴν παράκληση τῆς Γιαγιᾶς Ἁγίας Ἄννας καὶ νὰ μοῦ δώσῃ τὴν ὑγεία.

Παρ᾿ ὅτι τὸ σπίτι μας ἦταν μέσα στὸ Βορι, ἡ μητέρα μὲ πῆρε καὶ κλειστήκαμε στὴν Ἐκκλησία της.

Μείναμε ἐκεῖ μὲ νηστεία καὶ προσευχή, ἐπὶ 40 ἡμέρες. Ὁ ἱερεὺς κάθε ἡμέρα ἔψαλε ἁγιασμὸ καὶ παράκληση. Μετὰ τὶς 40 ἡμέρες ἔλαβα ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ὑγεία μου καὶ τὸ πρόσωπό μου ἐπανῆλθε στὴν κατάσταση ποὺ ἤμουν πρίν μου συμβῇ τὸ φοβερὸ περιστατικό.

Στὸ διάστημα ποὺ ἐμείναμε μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἐζήσαμε τὴ ζωντανὴ παρουσία τῆς Ἁγίας. Πολλὲς φορὲς ἐβλέπαμε τὴ σκιὰ μιᾶς ἡλικωμένης μαυροφορεμένης γυναίκας. Ἄλλοτε σήμαινε σὰν καμπάνα δυνατὰ καὶ γλυκὰ ἡ Ἁγία Εἰκόνα καὶ τινάζονταν τὰ χρυσὰ τάματα ποὺ ἦσαν μέσα στὸ κουβούκλιό της. Αὐτὰ τὰ εὐεργετικὰ ἀλλὰ καὶ ὑπερφυσικὰ περιστατικὰ ἔχουν σφραγίσει τὴν ψυχή μου μὲ μιὰ ξεχωριστὴ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μορφὴ τῆς Ἁγίας μας Ἄννας. Ἐλπίζω νὰ τὴν εὕρω μεσίτην καὶ βοηθὸν καὶ εἰς τὸ φοβερὸν βῆμα τῆς κρίσεως ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μας».

Θαῦμα 15ον

Ὁ Παναγιώτης Κριβέρης, ἕνας ἀπὸ τοὺς παλαιότερους Βορινοὺς ποὺ ζεῖ ἀκόμη (1984) στὸ Αἴγιο καὶ σὲ καλὴ ὑγεία, σύζυγος τῆς Αἰκατερίνης Κριβέρη ποὺ ἀναφέραμε ὡς τώρα, στρέφει μὲ ξεχωριστὴ νοσταλγία τὴ σκέψη καὶ τὴ θύμηση στὴν πατρίδα καὶ ἀφήνει καὶ χωρὶς νὰ θέλη νὰ φαίνεται ἡ εὐλάβεια καὶ ἡ ἀγάπη του στὴν Ἁγία Ἄννα.

-Νὰ ντὴ διῶ (ἐννοεῖ τὴν εἰκόνα) ντὴ Ἀΐα Ἄννα κι ἂς πεθάνω τότε.

Ὁ εὐλαβὴς καὶ σεβαστὸς Βορινὸς γέρων διηγεῖται τὰ ἑξῆς:

«Ἀπὸ νέος εἶχα μάθει τὴν Τέχνη τοῦ βαρελᾶ. Δούλευα τὴ δουλειά μου σὲ διάφορα χωριά. Κάποτε δούλευα στὴν Ἁλώνη, ἀπέχει ἀπὸ τὸ δικό μας χωριὸ κοντά μισὴ ὥρα. Στὴν περιοχὴ αὐτοῦ τοῦ χωριοῦ εἶχε βάλτο καὶ οἱ κάτοικοι ὑπέφεραν συχνὰ ἀπὸ ἐλονοσία. Μὲ χτύπησε κι᾿ ἐμένα. Στὴν ἀρχὴ δὲν ἔδωσα πολλὴ σημασία. Συνέχισα νὰ δουλεύω. Μοῦ δίνανε κινίνο γιὰ νὰ μοῦ περάσει. Σήμερα νὰ γίνω καλά, αὔριο νὰ γίνω καλά. Ἀντὶ γιὰ καλὰ χειροτέρεψα. Ἔπεσα στὸ κρεββάτι βαριὰ ἄρρωστος. Στὴ συνέχεια διαπιστώθηκε μαζὺ μὲ τὴν ἐλονοσία καὶ ἡπατίτιδα μὲ ἵκτερο. Ἡ κατάστασή μου ἔγινε κρίσιμη. Χάθηκαν οἱ ἐλπίδες νὰ ζήσω. Ὁ γιατρὸς μὲ ξέγραψε. Σταμάτησα νὰ παίρνω τροφή, οὔτε γάλα δὲν δεχόμουν.

Στὴν κατάσταση αὐτὴ βλέπω στὸν ὕπνο μου μιὰ σεμνὴ γυναῖκα, ἡλικιωμένη μὲ λευκὸ μαντῆλι στὸ κεφάλι. Στάθηκε μπροστά μου καὶ μὲ ρώτηξε:

-Τί ἔχεις;

-Δὲν μπορῶ, ἀπάντησα. Πλησίασε κοντά μου κι ἀκούμπησε τὸ χέρι της ἐπάνω στὴν κοιλιά μου, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴν ἡπατίτιδα ἦταν πρησμένη καὶ φουσκωμένη.

-Δὲν ἔχεις τίποτα, εἶπε, θὰ γίνης καλά. Νά᾿ ρθῇς αὔριο στὸ σπίτι μου.

Τὸ πρωὶ διηγήθηκα στὴ μητέρα μου τὸ ὄνειρο.

-Ἡ Ἁγία Ἄννα ἤτανε, εἶπε. Θὰ σὲ πᾶμε νὰ προσκύνησης καὶ νὰ κάμουμε ἁγιασμό.

Πήγαμε. Στὴ διάρκεια τοῦ ἁγιασμοῦ ἤμουν καθιστός. Μοῦ δώσανε τὴν εἰκόνα στὰ γόνατά μου. Στὴν ἀρχὴ μοῦ φάνηκε ἐλαφρή. Σιγὰ-σιγὰ ὅμως γινότανε ὅλο καὶ πιὸ βαριά. Μοῦ χτυποῦσε τὸ μέτωπο κι᾿ ἔκανε κινήσεις πέρα-δῶθε πάνω στὸ σῶμα μου. Μὲ ξάπλωνε ὕπτιο κάτω. Ὅλ᾿ αὐτὰ μέχρι ποὺ τελείωσε ὁ ἁγιασμός. Ἀπὸ τότε πῆρα τὸ καλύτερο. Συνέχισα ὅμως, ἐνῷ οἱ δικοί μου νήστευαν, νὰ πηγαίνω τακτικὰ ἐπὶ δέκα ἡμέρες νὰ προσεύχωμαι κάνοντας ἁγιασμὸ καὶ παράκληση. Ἔγινα ἐντελῶς καλὰ «ἀπὸ τὸ θαῦμα της» καὶ ζῶ μέχρι σήμερα, (1984)».

Θαῦμα 16ον

Ὁ ἴδιος, ὁ σεβαστός μας γερο-Κριβέρης διηγεῖται καὶ τὸ ἑξῆς φοβερὸ περιστατικό.

«Τότε ποὺ πηγαίναμε ἐπὶ δέκα ἡμέρες συνέχεια γιὰ ἁγιασμὸ στὴν Ἁγία Ἄννα γνωρίσθηκε ἐκεῖ ἡ μητέρα μου μὲ μία ἄρρωστη. Εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀφισιά. Εἶναι νησὶ κοντὰ στὴν Κούταλη, κι᾿ ἀπέχει μισὴ ὥρα μὲ τὸ καΐκι ἀπὸ τὸ Νησί μας.

Ὁ ἄνδρας της εἶχε ἀπελπισθῆ γιὰ τὴ ζωή της. Σὰν Βορινὸς ὅμως ἐγνώριζε γιὰ τὰ μεγαλεῖα τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ κρέμασε στὴ χάρη της τὶς ἐλπίδες του. Ἔφερε τὴ γυναῖκα του καὶ τὴν ἄφησε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀνάθεσε τὴ φροντίδα της σὲ μιὰ γερόντισσα συγγενῆ του. Θυμᾶμαι ὅτι ἡ ἄρρωστη κοιμόταν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Εἶχαν βάλει σανίδια στὸ δάπεδο κι ἐπάνω στὰ σανίδια εἶχαν ψάθα. Αὐτὸ ἦταν τὸ κρεββάτι τῆς ἄρρωστης. Κατερίνα τὴν ἔλεγαν. Συνειθιζόταν νὰ γίνεται συντροφιὰ στοὺς ἄρρωστους καὶ νὰ μὴ μένουν μόνοι τους. Ἂν συνώδευαν πρόσωπα τῆς οἰκογενείας εἶχε καλῶς, ἐὰν ὄχι, τότε, χριστιανοὶ ἀπὸ τὸ Βόρι ἐναλλὰξ ἔπρεπε νὰ συντροφεύουν τὸν ἄρρωστο καὶ νὰ διανυκτερεύουν μαζύ του, συγχρόνως δὲ ἐνήστευαν ἐκείνη τὴν ἡμέρα.

Ἦλθε καὶ ἡ σειρὰ τῆς μητέρας μου νὰ ξενυχτίση μὲ τὴν ἄρρωστη Κατερίνα μὲ τὴν ὁποία, ἄλλωστε γνωριζόταν. Πῆρε κι ἐμένα μαζύ της. Ἐπῆγα μὲ χαρά. Ἦταν εὐκαιρία νὰ εὐχαριστήσω τὴν Ἁγ. Ἄννα γιὰ τὴν εὐεργεσία τὴ μεγάλη ποὺ μοῦ εἶχε κάμει.

Ὁ Ἐπίτροπος ὅταν νύχτωνε κλείδωσε τὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἔκανε συνήθως, κι ἔφυγε. Ἐμεῖς οἱ τρεῖς μείναμε μέσα. Ὁ Ναὸς φωτιζόταν μόνο μὲ τὸ φῶς τῶν καντηλιῶν καὶ ἀπὸ μία λαμπάδα ἀναμμένη. Ἡ μητέρα εἶχε πιάσει κουβέντα σιγανὴ μὲ τὴν Κατερίνα. Ἐγὼ εἶχα σταθῆ παραπέρα ὄρθιος σ ἕνα στασίδι κι ἔκανα προσευχή. Ἡ ὥρα θὰ ἦταν περίπου ἐννιά. Ἕνας δυνατὸς θόρυβος μὲ ἔκαμε νὰ γυρίσω πρὸς τὴν πόρτα. Ἄκουσα σὰ νὰ μπαίνῃ κλειδὶ καὶ νὰ γυρίζῃ τὴν κλειδαριὰ τρεῖς φορὲς κράκ, κράκ, κράκ. Περίμενα ν᾿ ἀνοίξη ἡ πόρτα, ἀλλὰ δὲν ἄνοιξε. Μπῆκε ὅμως μέσα χωρὶς ν᾿ ἀνοίξη ἡ πόρτα μιὰ γυναῖκα μεγαλόπρεπη. Μέτριο ἀνάστημα, λίγο γεμάτη. Φοροῦσε ἀπὸ μέσα πράσινο φόρεμα μακρὺ κάτω-κάτω κι ἀπέξω ράσσο μαῦρο. Φοροῦσε πράσινα πασουμάκια καὶ στὸ κεφάλι εἶχε μαντήλι μὲ τὸ χρῶμα τοῦ βερύκοκου. Προχώρησε μὲ γρήγορα βήματα πρὸς τὸ ἱερό. Ἀκουγόταν ὁ θόρυβος φράστ φρούστ ἀπὸ τὸ φόρεμά της στὸ περπάτημα. Πέρασε ἀκριβῶς δίπλα μου. Μπῆκε στὸ ἱερὸ καὶ μετὰ ἀκούσθηκε ἕνα δυνατὸ τράνταγμα στὸ κουβούκλιό της ποὺ ἔκαμε τὰ χρυσὰ τάματα νὰ κουδουνίσουν. Χτυποῦσε τὸ ἕνα με τὸ ἄλλο. Ἔβαλα τὶς φωνές. Μάνα... Μάνα, Μάνα ἡ Ἁγία Ἄννα πέρασε, ἡ Ἁγία Ἄννα. Οἱ γυναῖκες γύρισαν νὰ ἰδοῦν, ἀλλὰ δὲν πρόλαβαν. Ἄκουσαν ὅμως τὸ τράνταγμα στὸ κουβούκλιό της καὶ τὸ θόρυβο ποὺ ἔκαναν τὰ τάματα.

Ἡ ἄρρωστη Κατερίνα κάποια ἡμέρα ἔφυγε γιὰ τὸ νησί της ἐντελῶς ὑγιὴς δοξολογώντας κι ἐκείνη τὴν εὐεργέτιδά μας Ἁγία Ἄννα».

Θαῦμα 17ον

«Ἡ Ἁγία Ἄννα, διηγεῖται ὁ Γέρο-Κριβέρης κι᾿ ἐπιβεβαιώνουν κι ἄλλοι ποὺ θυμοῦνται αὐτὴν τὴν ἐποχὴ, ὅπως ὁ Στρατὴς Μαμαλοῦγκος καὶ ὁ Στέλιος Μιχαηλίδης, ἡ Ἁγία Ἄννα μᾶς ἔσωσε πολλὲς φορὲς ἀπὸ χολέρα.

Θυμᾶμαι τὰ ἑξῆς περιστατικά:

α) Ἡ δουλειά μου ἦταν βαρελάς. Ἔτσι γύριζα στὰ διάφορα χωριὰ καὶ δούλευα τὴν τέχνη μου. Χρειάσθηκε τότε στὰ 1916 νὰ ταξειδέψω στὸ χωριὸ Ῥόδα. Ἐκεῖ εἶχα ἀφήσει μερικὰ ἐργαλεῖα καὶ ἤθελα νὰ τὰ πάρω. Σὰν φθάσαμε μὲ τὸ καΐκι στὸ λιμάνι τῶν Ῥόδων βγῆκε ἔξω μιὰ βάρκα μὲ ἄσπρη σημαία. Πλησίασε. Ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Λιμενικοῦ.

-Ἀπαγορεύεται νὰ μπεῖτε στὸ λιμάνι. Ἐπιδημία χολέρας. Μόνο γυρίστε πίσω στὸ Βόρι καὶ στεῖλτε μας τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας γιατὶ κάθε μέρα ἔχομε νεκρούς.

Ἔστειλαν τὴν εἰκόνα. Ὅσοι πέθαναν ὡς τότε πέθαναν. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πῆγε ἡ εἰκόνα δὲν πέθανε ἄλλος ἀπὸ λοιμική. Ἡ χολέρα ἔφυγε. Πῆγα κι ἐγὼ μετὰ καὶ πῆρα τὰ ἐργαλεῖα μου.

β) Στὸ Βόρι ἦλθε καὶ ἀπὸ τὴ Γωνιὰ καΐκι μὲ ἄσπρη σημαία. Ἡ Γωνιὰ εἶναι χωριὸ μιὰ ὥρα δρόμο μακρυὰ ἀπὸ τὰ Ῥόδα. Ἦλθαν καὶ πῆραν τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας γιατὶ εἶχε πέσει χολέρα. Τὴν εἰκόνα τὴν κράτησαν κάπου ἕνα μῆνα στὴ Γωνιά. Ἡ χολέρα ἔφυγε. Οἱ Γωνιῶτες γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν εὐγνωμοσύνη τοὺς ἔφερναν στὸ προσκύνημα ἀφιερώματα καὶ λάδι.

γ) Στὰ 1911 ἔπεσε χολέρα στὸ χωριὸ Σκουπιά. Ἀπαγορεύθηκε ἡ ἐπικοινωνία μὲ ἄλλα χωριά. Τοὺς ἔβαλαν σὲ καραντίνα. Τρόφιμα ἔστελναν μὲ τὰ καΐκια, τὰ ὁποῖα δὲν ἔπιαναν σκάλα στὴ στεριά. Τὰ τρόφιμα τὰ πετοῦσαν ἔξω καὶ τὰ παίρναμε. Ἀπὸ τὴ χολέρα πέθανε ὁ Σταμοῦλος.

Οἱ κάτοικοι γιὰ νὰ γλυτώσουν ἐγκατέλειψαν τὸ χωριὸ σκόρπισαν στὰ χωράφια κι᾿ ἔκαμαν καλύβες. Ζήτησαν νὰ τοὺς πᾶμε τὴν Ἁγία Ἄννα. Τὴν πήγαμε ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ τὴν παράλαβαν οἱ Σκουπιῶτες. Ὑποφέρανε τότε καὶ ἀπὸ ψωμί. Ἔτσι ὁ Δόξης ποὺ ἦταν Πρόεδρος στὸ Βόρι φρόντισε, ἐπειδὴ εἶχε καὶ μύλο καὶ ἔστειλε τρόφιμα. Αὐτὸν τὸ Δόξη τὸν λέγαμε καὶ Τοῦρκο ἐξ αἰτίας ποὺ δὲν νήστευε Τετάρτη καὶ Παρασκευή. Ἡ Ἁγία Ἄννα σταμάτησε τὸ θανατικὸ στὰ Σκουπιά.

δ) Ἡ χολέρα ἔπεσε καὶ στὸ Πασαλιμάνι τότε. Πήγαμε τὴν Ἁγία Ἄννα μέχρι τὸν Ἁι-Στράτηγο κι ἀπ᾿ ἐκεῖ τὴν πῆραν οἱ Πασαλιμανιῶτες μὲ λαχτάρα γιατὶ ἐκεῖ εἶχε κάμει θραύση τὸ θανατικό. Ἡ Ἁγία Ἄννα σταμάτησε τὸ κακό.

ε) Στὸ Βόρι δὲν ἔπεσε χολέρα γιατὶ τὸ προστάτευε ἡ Ἁγία Ἄννα. Ἔμεις ἐκεῖ στὸ Βόρι γιατρὸ δὲν εἴχαμε, γιατρὸ δὲ θέλαμε εἴχαμε «Ντὴν Ἁΐα Ἄννα».

Θαῦμα 18ον

Ἡ Μαρία Μυλωνᾶ, θυγατέρα τοῦ Γιωργάκη Χατζηαθανασίου ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη, ἡ λεγομένη Προεδρίνα ἐτῶν σήμερα (1983) 89 διηγεῖται τὰ ἑξῆς:

«Ἤμουν 18 ἐτῶν ὅταν συνέβη τὸ περιστατικό. Εἴχαμε πάει μὲ τὴ μητέρα μου τὴν Ἀγγλαΐα καὶ τὸν ἀδελφό μου Σταμάτη νὰ προσκυνήσουμε τὴν Ἁγία Ἄννα στὸ Βόρι. Εἴχαμε ἐκεῖ κι ἕνα φιλικὸ σπίτι, τὴν οἰκογένεια Τρανοῦ καὶ μέναμε κάθε φορά. Τότε μὲ ἄλλες κοπέλλες τῆς ἡλικίας μου πήγαμε, ἕνα περίπατο μέχρι τὸν ἀνεμόμυλο. Ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ στὸ δρόμο πρὸς τὸ Πασαλιμάνι. Καθὼς παρατηρούσαμε τόνα καὶ τ᾿ ἄλλο στὸν Ἀνεμόμυλο ἔξαφνα μοῦ ἦλθε μία ζαλάδα κι ἔπεσα κάτω λιπόθυμη. Στὴν κατάσταση αὐτὴ ἔμεινα τρεῖς ἡμέρες. Ἤμουν ἀναίσθητη. Ὅταν καλλιτέρεψα πήγαμε μὲ τὴ μητέρα μου στὴν Ἁγία Ἄννα. Μὲ ἔβαλαν νὰ καθήσω στὸ δάπεδο τῆς Ἐκκλησίας καὶ μετὰ μοῦ ἔφεραν τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἔστησαν ὄρθια στὰ γόνατά μου. Ὁ ἱερεὺς ἔβαλε εὐλογητὸς γιὰ τὸν ἁγιασμό. Τότε ἡ εἰκόνα μὲ μιὰ ἀόρατη δύναμη μ᾿ ἔσπρωξε κι ἔπεσα, ἤθελα δὲν ἤθελα, κάτω ξαπλωτή. Στὴ συνέχεια κινήθηκε ἐπάνω μου ἡ εἰκόνα πέρα δῶθε ἀπὸ τὸ λαιμὸ μέχρι τὰ πόδια καὶ ξαναγύριζε ἀπὸ τὰ πόδια στὸ λαιμό. Αὐτὸ ἔγινε τρεῖς φορές. Ὅταν τέλειωσε ὁ ἁγιασμός, ὁ ἱερεὺς πῆρε τὴν εἰκόνα καὶ μοῦ ἔδωσε χέρι καὶ σηκώθηκα. Αἰσθάνθηκα ἀπὸ τότε ἐντελῶς καλὰ στὴν ὑγεία μου. Μοῦ ἔδωσαν νὰ πιῶ καὶ ἀπὸ τὸ ἁγίασμα, τὸ ὁποῖο βρισκόταν δίπλα στὴ θέση τῆς εἰκόνας, στὸ δάπεδο σκεπασμένο. Μὲ τὸ ἁγιασμένο αὐτὸ νερὸ μετὰ ράντισαν τὸ κεφάλι μου καὶ τὸ πρόσωπό μου. Τὸ περιστατικὸ αὐτῆς μου τῆς ἀρρώστειας ἔγινε ἀφορμὴ νὰ γνωρίσω περισσότερο τὴ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ νὰ καλλιεργηθῇ στὴν ψυχή μου μιὰ ἰδιαίτερη εὐλάβεια καὶ ἀγάπη γιὰ τὸ ἱερό της πρόσωπο, ἐκείνη, βέβαια ποὺ ὀφείλεται στοὺς Ἁγίους».

Θαῦμα 19ον

Ἡ Βασιλική, σύζυγος Νικ. Σκαμνᾶ ἀδελφὴ τῆς Μαρίας Μυλωνᾶ, κάτοικος Αἰγίου (Γρηγορίου Ε´ 36), διηγεῖται τὰ ἑξῆς:

«Εἶχα τρία παιδιὰ τότε στὴν πατρίδα (Ἀρτάκη). Μιὰ ἡμέρα μοῦ ἀρρώστησε τὸ μεσαῖο στὴν ἡλικία, ὁ Ἄνθος. Καλῶ τὸ γιατρό, τὸ ἐξετάζει.

-Μὴν ξοδεύεσαι, μοῦ εἶπε. Τὸ παιδὶ ἔχει μηνιγγίτιδα, σὲ λίγες ὧρες θὰ πεθάνη. Καὶ πράγματι πέθανε. Γυρίζοντας ἀπὸ τὴν κηδεία βρίσκω καὶ τὸ ἄλλο παιδί, τὴν Ἀναστασία μου, πεθαμένο ἀπὸ τὴν ἴδια ἀρρώστεια. Δὲν τὸ ἄντεξα, ἔπαθα ψυχικὸ κλονισμό. Λίγο ἤθελε νὰ χάσω ὁλότελα τὰ λογικά μου. Μὲ πῆρε τότε ἡ μητέρα μου καὶ μὲ πῆγε στὸ Βόρι στὴν Ἁγία Ἄννα «γιατὶ ὅλοι τσοὶ παθημένοι στὴν Ἁΐα Ἄννα τσοὶ πηγαίνασι». Ἐμείναμε μέσα στὴν Ἐκκλησία 40 ἡμέρες μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Λάδι μόνο τὸ Σαββατοκύριακο. Ὁ ἱερεὺς ἐρχόταν κάθε ἡμέρα καὶ μᾶς διάβαζε ἁγιασμὸ καὶ παράκληση. Στὸν ἁγιασμὸ ἤμουν καθιστὴ στὸ δάπεδο τῆς Ἐκκλησίας καὶ μοῦ ἔδιναν τὴν εἰκόνα στὰ γόνατά μου νὰ τὴν κρατῶ. Στὴν ἀρχὴ μοῦ φαινόταν ἐλαφρὴ σὰν πούπουλο. Τὶς τελευταῖες ἡμέρες αἰσθανόμουνα καλύτερα καὶ μετὰ τὶς 40 ἡμέρες ἔγινα τελείως καλά. Ἀπὸ τότε κάθε χρόνο, ὅσο ἤμουν ἐκεῖ στὴν πατρίδα, πήγαινα στὸ Βόρι στὴ χάρη της νὰ τῆς λέω τὸ εὐχαριστῶ μου».

Θαῦμα 20ον

Ὁ Κωνσταντῖνος Καρακόπουλος ἀπὸ τὸ Πασαλιμάνι διηγεῖται τὰ ἑξῆς:

«Ἡ ἀδελφή μου Ἑλένη ὅταν ἦταν ἀκόμη στὴν προσχολικὴ ἡλικία ἔξαφνα βουβάθηκε, ἔχασε τὴ μιλιά της. Οἱ γιατροὶ στοὺς ὁποίους κατέφυγαν οἱ γονεῖς μου δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν τὸ φαινόμενο καὶ πολὺ περισσότερο νὰ δώσουν θεραπεία.

Τὸ παιδάκ, σήκωνε τὸ χέρι του καὶ ἔδειχνε πρὸς τὸ Βόρι. Κατάλαβαν τὶ ἔδειχνε. Ἡ μητέρα μου ἔταξε στὴν Ἁγ. Ἄννα καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡμέρα κάθε πρωῒ μαζὺ μὲ τὸ ἄλαλο παιδὶ πήγαινε στὸ Βόρι. Γινόταν ἡ προσευχὴ καὶ ὁ καθιερωμένος ἁγιασμὸς μὲ τὴν εἰκόνα καὶ ξαναγύριζαν στὸ σπίτι τὸ μεσημέρι. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες, ἕνα βράδυ ἡ μητέρα μου εἶδε στὸ ὄνειρό της νὰ μπαίνῃ στὸ σπίτι μας μιὰ μαυροφορεμένη θαυμαστὴ γυναῖκα. Πλησίασε στὸ κρεββατάκι τῆς Ἑλένης. Στάθηκε ἀπὸ πάνω της καὶ μετὰ ἔβγαλε μιὰ χρυσῆ λόγχη μὲ τὴν ὁποία τὴ σταύρωσε στὸ στόμα. Ἔκαμε μεταβολὴ κι ἔφυγε. Τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ παιδὶ ξύπνησε καὶ φώναξε:

-Μητέρα, ἦρθε ἡ Ἁγία Ἄννα, μοῦ ἔδωσε τὴ φωνή μου. Τὸ θαῦμα εἶχε γίνει. Τὴν ἄλλη ἡμέρα πῆγαν στὸ Βόρι κι᾿ ἀπέδωσαν τὴν εὐχαριστία τους. Τὸ τάμα ὅμως δὲν πρόλαβαν νὰ τὸ πᾶνε στὸ Βόρι γιατὶ ἔγινε ὁ ξεσηκωμὸς τοῦ 22. Τὸ ἔδωσαν στὸ Αἴγιο. Ἀνάμεσα στὰ ἀφιερώματα ποὺ εἶναι στὴν εἰκόνα τῆς Ἁγ. Ἄννας στὸ Ναό της στὸ Συνοικισμὸ Αἰγίου διακρίνεται καὶ τὸ τάμα τῆς ἀδελφῆς μου Ἑλένης. Εἶναι μιὰ χρυσῆ γλῶσσα».

Θαῦμα 21ον

Ἕνας Τοῦρκος ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἔτεμ βρῆκε εὐκαιρία καὶ ἔκλεψε ἕνα τραπεζομάντηλο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ τὸ ἔκανε νυχτικὸ τοῦ παιδιοῦ του. Ὅταν τὸ φόρεσε τὸ ἀγοράκι καὶ ξάπλωσε νὰ κοιμηθῇ, πῆρε φωτιὰ τὸ νυχτικὸ καὶ κάηκε πάνω στὸ σῶμα του χωρὶς τὸ ἴδιο νὰ πάθῃ τίποτε ἀπολύτως. Φοβήθηκε ὅμως τόσο πολὺ ποὺ ἀρρώστησε βαριά. Ἡ μάνα τοῦ παιδιοῦ πῆγε τότε σὲ μιὰ γνωστή της χριστιανὴ τὴν Ξαφένια καὶ τὴν παρακάλεσε νὰ τῆς πάῃ λίγο ἀπὸ τὸ ἁγίασμα τῆς Ἁγίας Ἄννας, μήπως καὶ γίνῃ τὸ παιδί της καλά. Ἡ χριστιανὴ δυσκολεύθηκε, τὸ θεώρησε βεβήλωση, νὰ δώσῃ ἁγίασμα στὴν Τουρκάλα. Σκέφθηκε ὅμως νὰ τῆς δώσῃ ἀντὶ γιὰ ἁγίασμα λίγο νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι ποὺ ἦταν στὸ προαύλιο τῆς Ἁγίας Ἄννας. Μὲ τὸ νερὸ ἡ Τουρκάλα ράντισε καὶ πότισε τὸ παιδί της, τὸ ὁποῖο μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἔγινε καλά. Ἀπὸ τότε τὸ παιδὶ αὐτὸ τὸ ἔστελναν στὸ ἑλληνικὸ Σχολεῖο κι ἔκανε παρέα μόνο μὲ χριστιανόπουλα. Σχεδίαζαν νὰ τὸ βαπτίσουν καὶ νὰ γίνῃ χριστιανός, ἀλλὰ δὲν πρόλαβαν, γιατὶ ἦρθε ὁ διωγμός.

Οἱ Τοῦρκοι στὸ Βόρι, ποὺ ἔβλεπαν τὰ θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννας, τῆς εἶχαν μεγάλο σεβασμό. Ἔτσι, ὅταν ἔγινε ὁ πρῶτος διωγμὸς τῶν Ἑλλήνων τὸ 1912 καὶ φεύγοντας οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὸ Βόρι ἔμειναν μόνο Τοῦρκοι, τὸ καντῆλι τῆς Ἁγίας Ἄννας ποτὲ δὲν ἔσβυνε. Τὸ ἄναβαν οἱ Τοῦρκοι.

Θαῦμα 22ον

Ἡ Μαρία χήρα Ἀρίστου Ἀριστάρχου, κάτοικος Αἰγίου (Χρυσ. Σμύρνης 11) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:

«Ἡ μητέρα μου Ἄννα Γεωργίου ὅταν ἦτο κόρη ἀνύπαντρη ἡλικίας 30 ἐτῶν, ἐνῷ ἦτο ὑγιὴς αἴφνης ἔπαθε παράλυση. Δὲν μποροῦσε νὰ κινήση τίποτε. Ἐμένανε στὸ Βόρι καὶ γιατρὸ τότε πίστευαν καὶ εἶχαν μόνο τὴν Ἁγία Ἄννα. Πῆραν τὴν ἄρρωστη καὶ τὴν πῆγαν σηκωτὴ μὲ τὸ φορεῖο στὴν Ἁγία Ἄννα. Ἔμεινε ἐκεῖ μὲ τὴ μητέρα της Μαλαματένια μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Πολλὲς φορὲς τὰ βράδυα, διηγεῖται, ἀκουόταν ὁ θόρυβος ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα κλειδαριᾶς χωρὶς νὰ ἄνοιγῃ ἡ πόρτα καὶ ἄλλοτε καταλάβαιναν τὸ θόρυβο ἀπὸ τὰ πασουμάκια τῆς Ἁγίας Ἄννας, ποὺ περπατοῦσε χωρὶς νὰ τὴ βλέπουν. Καὶ ἄλλοτε ἀκουόταν τὸ θυμιατὸ ποὺ θύμιαζε ἡ Ἁγία Ἄννα τὴ νύχτα στὸ ἱερό. Ἡ ἄρρωστη τότε μητέρα μου μετὰ τὶς 40 ἡμέρες ἔγινε ἐντελῶς καλά. Εἶχε πάντα μιὰ μεγάλη εὐλάβεια στὴν Ἁγία Ἄννα, καὶ δὲν ἄφηνε καμιὰ εὐκαιρία διὰ νὰ ἐκφράζῃ τὴν εὐγνωμοσύνη της».


ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΑΣ ΣΤΟ ΑΙΓΙΟΝ

Θαῦμα 1ον

Ἡ Ἄννα Τσιλιμπούρη τοῦ Χαραλάμπους καὶ τῆς Κυριακούλας, κάτοικος Αἰγίου (Χρυσοστόμου Σμύρνης 6) διηγεῖται (ἔτος 1983) τὰ ἑξῆς:

«Πατρίδα μου εἶναι τὰ Σκουπιὰ τῆς Προικονήσου. Στὸ Αἴγιο ἦλθαν οἱ γονεῖς μου πρόσφυγες μὲ τὸν ξεριζωμὸ τοῦ 1922. Ἐγὼ ἦλθα ἐδῶ κοριτσάκι ἓξ ἐτῶν. Σὲ ἡλικία 23 περίπου χρονῶν μοῦ συνέβη, ἕνα σοβαρὸ περιστατικό. Δούλευα στὸ σταφιδεργοστάσιο τοῦ Παπαγεωργίου. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐργασίας μου γλίστρησα κι ἔπεσα. Αὐτὸ τὸ πέσιμο μοῦ ἔγινε αἰτία μιᾶς μεγάλης μου ταλαιπωρίας, διότι, μετατοπίσθηκαν δυὸ σπόνδυλοι τῆς σπονδυλικῆς μου στήλης, ὁ ἔνατος καὶ ὁ δέκατος. Οἱ γιατροὶ δὲν ἔκαμαν σωστὴ διάγνωσηη μὲ συνέπεια νὰ χειροτερέψῃ ἡ κατάστασή μου καὶ νὰ καταλήξω ὁλότελα παράλυτη. Ὁ ὀρθοπεδικὸς κ. Μηνιάτης στὴν Πάτρα μὲ ἔβαλε στὸ γύψο. Ἔμεινα ἔτσι ἀκίνητη στὸ σπίτι μου 18 ὁλόκληρους μῆνες. Μιὰ ἡμέρα ἡ μητέρα διαπίστωσε ὅτι ὁ γύψος καὶ τὸ στρῶμα μου εἶχαν γεμίσει αἵματα. Καλέσαμε στὸ τηλ. τὸν κ. Μηνιάτη ἀπὸ τὴν Πάτρα. Εἶπε πὼς τὸ πρόγραμμά του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἔλθη καὶ πρότεινε νὰ καλέσωμε τὸν κ. Παπαχρυσάνθου, νὰ βγάλη τὸ γύψο καὶ νὰ μοῦ περιποιηθεῖ τὶς πληγὲς ποὺ προκάλεσαν τὸ αἱμάτωμα. Ἔγιναν ὅλ᾿ αὐτὰ ἀπὸ τὸν ἰατρὸ κ. Παπαχρυσάνθου, ἐγὼ ὅμως ἐξακολουθοῦσα νὰ εἶμαι παράλυτη. Ὁ κ. Μηνιάτης συμβούλεψε νὰ μὲ πᾶνε πάλι στὴν Πάτρα γιὰ νὰ μοῦ ξαναβάλει τὸ γύψο. Ὁ ἀδελφός μου ὁ Νῖκος ἑτοιμαζόταν νὰ μὲ πάη. Τότε ἐπεμβαίνει ἡ μητέρα μου καὶ λέγει:

-Ὡς τώρα, τοῦ εἶπε, σὲ ἄκουσα καὶ γυρίζουμε στοὺς γιατροὺς χωρὶς ἀποτέλεσμα. Τώρα δὲν θὰ σὲ ἀκούσω ἄλλο. Θὰ πάω τὴν κοπέλλα πρῶτα στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ ὕστερα πήγαινε ἐσὺ ὅπου θέλεις.

Μὲ σήκωσαν τέσσαρες γυναῖκες. Μία κρατοῦσε τὸ κεφάλι, ἡ ἄλλη τὰ πόδια καὶ οἱ ἄλλες δυὸ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τὸ κορμὶ καὶ μὲ πῆγαν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννας στὸ Συνοικισμό.

Ἦταν τότε ἡ ξύλινη Ἐκκλησία. Ἐφημέριος ἦταν ὁ π. Ἀνδρέας Κουμπέτσος.

Ἑτοίμασαν νὰ γίνῃ ἁγιασμὸς καὶ μὲ ἔστησαν καθιστὴ στὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ. Μοῦ κρατοῦσαν τὴν πλάτη νὰ σταθῶ γιατὶ ἀπὸ μόνη μου δὲν μποροῦσα νὰ μείνω σ᾿ αὐτὴ τὴ στάση. Ὕστερα μοῦ ἔφεραν τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας αὐτὴ ποὺ εἶναι τώρα στὸ προσκυνητάρι μὲ τὰ χρυσᾶ ἀφιερώματα, καὶ μοῦ τὴν ἔβαλαν ὄρθια στά γόνατά μου. Ὁ π. Ἀνδρέας ἄρχισε νὰ ψάλλῃ ἁγιασμό. Ἀμέσως τότε ἡ εἰκόνα δίνει μιὰ σπρωξιὰ καὶ μὲ ξαπλώνει ὕπτια κάτω. Στὴ συνέχεια ὄρθια ἡ εἰκόνα ἄρχισε νὰ κινῆται πέρα δῶθε καὶ νὰ τρίβεται πάνω στὸ σῶμα μου ἀπὸ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ πόδια. Ἀπ᾿ ἐκεῖ πεταγόταν πάλι στὸ κεφάλι καὶ συνέχιζε νὰ κάνῃ τὸ ἴδιο. Αὐτὸ συνεχιζόταν μέχρι ποὺ τελείωσε ὁ ἁγιασμὸς ποὺ οὔτε κατάλαβε πῶς τὸν ἔψαλε ὁ π. Ἀνδρέας, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε ἁπλῶς φοβηθῆ, ἀλλὰ εἶχε πάθει φρίκη, τόσο ποὺ τὰ γένεια του εἶχαν σηκωθῆ ὄρθια ἀπὸ τὸν τρόμο του. Ἐγὼ ζοῦσα φοβερὴ στιγμή. Εἶχα τρομάξει, τὰ εἶχα χάσει. Ἅπλωνα τὰ χέρια, ζητοῦσα βοήθεια, οἱ γυναῖκες ὅμως στεκόντανε μακριά. Ἡ εἰκόνα μοῦ φαινόταν σὰν πούπουλο καθὼς κινιόταν ἐπάνω μου. Τελειώνοντας ὁ Ἁγιασμὸς σταμάτησε νὰ κινῆται ἡ εἰκόνα. Τὴν πῆραν τότε ἀπὸ πάνω μου καὶ θέλησαν νὰ μὲ σηκώσουν πάλι γιὰ νὰ μὲ μεταφέρουν. Ἐγὼ αἰσθάνθηκα μιὰ δύναμη στὸν ὀργανισμό μου.

-Ἀφῆστε με τοὺς εἶπα, θὰ σηκωθῶ μόνη μου, ἔγινα καλά. Καὶ σηκώθηκα ὄρθια. Δοκίμασα νὰ περπατήσω. Δυὸ χρόνια εἶχα περίπου νὰ τὸ κάμω. Ἄλλαξα βήματα. Ἀσπάσθηκα μὲ δάκρυα τὸ σταυρό, τὴν εἰκόνα καὶ τὸ χέρι τοῦ ἱερέα καὶ μετὰ ξεκίνησα γιὰ τὸ σπίτι. Ἡ μητέρα μου ἤθελε νὰ μοῦ δείξη τὸ δρόμο. Πράγματι εἶχα ξεχάσει ἀπὸ ποῦ πηγαίνουν στὸ σπίτι μας. Ἡ Ἁγία Ἄννα μὲ ἐθεράπευσε ἀπὸ τὴν ἀνίατη ἀρρώστεια μου. Αἰσθανόμουν ἐντελῶς ὑγιής. Ὁ κ. Μηνιάτης ποὺ ἔκανε τὶς ἐξετάσεις του δὲν πίστευε στὰ μάτια του. Βρῆκε τὴ σπονδυλική μου στήλη ἐντελῶς φυσιολογική. Σὲ λίγους μῆνες ἦλθε ἡ Γερμανικὴ κατοχή. Κι᾿ ἐγώ, ἡ πρώην παράλυτη, μαζὺ μὲ ἄλλες γυναῖκες, δούλευα στὰ χαρακώματα, στὸ 20ο χιλιόμετρο κοντὰ στὴν Πάτρα καὶ πηγαινοερχόμουν κάθε ἡμέρα μὲ τὰ πόδια. Ποτὲ δὲν λησμονῶ τὴν εὐεργεσία τῆς Ἁγίας Ἄννας σὲ μένα τὴν ταπεινὴ καὶ ἁμαρτωλή. Πολὺ τὴν εὐλαβοῦμαι καὶ πάντοτε τιμῶ καὶ δοξάζω τὴν Ἁγία Ἄννα».

Θαῦμα 2ον

Μιὰ ἐνορίτισσα τῆς Ἁγίας Ἄννας ἡ ὁποία ἰδιαίτερα τὴν εὐλαβεῖται καὶ ἡ ὁποία διὰ λόγους εὐνοήτους θέλει νὰ εἶναι ἀνώνυμος, διηγεῖται τὰ ἑξῆς:

«Εἶναι βέβαια ὄνειρο, ἀλλὰ ἔχει τόση ζωντάνια καὶ εἶναι τόσο χαρακτηριστικό, ὥστε ἐγὼ μὲ τὴ δική μου τὴ σκέψη τὸ θεωρῶ ὡς ἐπίσκεψη καὶ εὐλογία τῆς Ἁγίας Ἄννας σὲ μένα τὴν ταπεινή.

Πάντοτε στὴν προσευχή μου ἐπικαλοῦμαι τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μεσιτεία τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἕνα βράδυ, ἦταν Μάρτης τοῦ 1982, μὲ περισσότερη θέρμη ζήτησα τὴ βοήθειά της, διότι εἶχα στενοχώριες καὶ προβλήματα, τὰ ὁποῖα κρατοῦσαν σὲ ἀγωνία τὴν ψυχή μου. Εἶδα ἐκεῖνο τὸ βράδυ, στὸν ὕπνο μου, ὅτι ἐνῶ ἐγὼ εἶχα γείρει στὸ κρεββάτι μου γιὰ ὕπνο, σὲ μιὰ στιγμὴ ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ πρόβαλε μιὰ ἡλικιωμένη γυναῖκα. Ἔλαμπε ἀπὸ τὴν μεγαλοπρέπεια μὲ διάχυτη τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν καλωσύνη στὸ πρόσωπό της. Πλησίασε, στάθηκε καὶ μοῦ εἶπε:

-Μὲ φωνάζεις κάθε μέρα κ᾿ ἐγὼ ἔρχομαι, ἀλλὰ μέσα στὸ σπίτι σου δὲν μὲ ἔχεις.

Ἐγὼ γεμάτη ἔκπληξη καὶ τρόμο τὴ ρώτησα:

-Ποιὰ εἶσαι ἐσύ;

-Μὲ ξέρεις, ἀπάντησε καὶ δείχνοντας μὲ τὸ πανάγιο χέρι της τὴν κατεύθυνση πρὸς τὴν Ἐκκλησία πρόσθεσε: Μόλις στρίψεις ἀπὸ τὸ σχολεῖο φάτσα μὲ βλέπεις. Ἀμέσως χάθηκε κι᾿ ἔκλεισε ἡ πόρτα. Τὴν ἑπομένη εἶχα στὸ σπίτι μου τὴν ἐπίσκεψη μιᾶς μοναχῆς. Διηγήθηκα σ᾿ αὐτὴν τὸ ὄνειρό μου καὶ χωρὶς ἀμφιβολία συμφωνήσαμε ὅτι ἦταν ἡ Ἁγία Ἄννα. Πράγματι ἔλειπε ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι τοῦ σπιτιοῦ μου ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἔψαξα καὶ βρῆκα μία εἰκόνα της κι ἔτσι ἔχω τὴν εὐλογημένη παρουσία της πάντοτε μέσα στὸ σπίτι μου».

Θαῦμα 3ον

Ἡ ἴδια ἐνορίτισσα διηγήθηκε καὶ τὸ ἑξῆς ἐπίσης ὄνειρο.

«Ἦταν καλοκαίρι τοῦ 1982 καὶ στὴ βραδυνή μου προσευχὴ εἶχα ἰδιαίτερα προσευχηθῆ στὴν Ἁγία Ἄννα. Τὸ βράδυ ἐκεῖνο εἶδα τὸ ἑξῆς ὄνειρο. Βρέθηκα μέσα στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Ἄννας. Δὲν εἶχε κτισθεῖ ὁ πέτρινος ναὸς ποὺ ἔχει κτισθεῖ τώρα, ἀλλὰ ἡ πρώτη ἐκκλησία, ἡ ξύλινη παράγκα. Ἡ ἐκκλησία ἦταν γεμάτη ἀπὸ χριστιανοὺς καὶ γινόταν θεία λειτουργία.

Τὴ στιγμὴ ποὺ τελείωσε τὸ χερουβικὸ καὶ ὁ ἱερεὺς ἔβγαινε ἀπὸ τὸ ἱερὸ γιὰ τὴ μεγάλη εἴσοδο, εἶδα ἐπάνω στὸ ἱερὸ Δισκάριο νὰ εἶναι ἕνα μικρὸ παιδί. Μοῦ φαινόταν πὼς χωροῦσε πάνω στὸ Ἅγιο Δισκάριο. Τὸ παιδὶ αὐτὸ ἄστραφτε ἀπὸ φῶς καὶ καθὼς προχωροῦσε ἀργὰ ὁ ἱερεὺς κάνοντας τὴν εἴσοδο, τὸ παιδὶ εὐλογοῦσε μὲ τὸ δεξί του χέρι τοὺς πιστοὺς ποὺ ἦταν γονατιστοί. Ἐκτυφλωτικὴ ἦταν ἡ λάμψη ποὺ εἶχαν τὰ μάτια του. Ὅταν ὁ λειτουργὸς στάθηκε στὸ μέσον του Ναοῦ γιὰ νὰ μνημόνευση, τὸ λαμπερὸ παιδὶ ἔστρεψε τὴ ματιά του στὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ βλέποντας μία τὴν εἰκόνα καὶ μία τὸ ἐκκλησίασμα φώναξε τρεῖς φορὲς μὲ δυνατὴ καὶ κρυστάλλινη γλυκειὰ φωνή: Γιαγιά, Γιαγιά, Γιαγιά. Ὁ λειτουργὸς προχώρησε στὸ στὸ ἅγιο βῆμα καὶ τὸ ὅραμα τελείωσε».

Θαῦμα 4ον

Ἡ Διαλεχτὴ Γεωργοπούλου κάτοικος Αἰγίου (Στράτωνος 9) διηγεῖται (1983) τὰ ἑξῆς:

«Ὅταν ὁ γυιός μου Γιῶργος ἦταν ἡλικίας 10 χρονῶν τοῦ συνέβη τὸ ἑξῆς περιστατικό. Ἦταν τότε μαθητὴς στὸ δημοτικὸ σχολεῖο. Μιὰ ἡμέρα γυρίζοντας ἀπὸ τὸ σχολεῖο δὲ βρῆκε τῆς ἀρεσκείας του τὸ φαγητὸ ποὺ εἶχε ἑτοιμαστῆ. Θύμωσε καὶ πῆρε νὰ κόψη γιὰ νὰ φάει πορτοκάλι, συγχρόνως ὅμως εἶπε στὸ θυμό του καὶ μία βλαστήμια. Δὲ πρόλαβε ὅμως νὰ κόψῃ τὸ πορτοκάλι καὶ σωριάσθηκε κάτω βγάζοντας ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα καὶ χτυπώντας μὲ τὰ πόδια του τὸ πάτωμα. Βλέποντας ἐγὼ τὸ παιδί μου σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση κάλεσα τὸ γιατρὸ κ. Γιαννάκη Σπυρόπουλο. Ὁ γιατρὸς μετὰ τὴν ἐξέταση τοῦ παιδιοῦ εἶπε:

-Αὐτὴ δὲν εἶναι ἀρρώστια γιὰ μᾶς, ἐμεῖς δὲν ἔχουμε δουλειὰ ἐδῶ. Θὰ καλέσεις παπά. Κάλεσα τότε τὸν ἐφημέριο τῆς ἐνορίας μας, ὁ ὁποῖος διάβασε διάφορες εὐχές. Μετὰ ἀπὸ τὸ διάβασμα τὸ παιδὶ ἡρέμησε καὶ τότε μπόρεσε νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὸ περιβάλλον του καὶ νὰ μιλήση. Διηγήθηκε τότε τὰ ἑξῆς: «Τὴ στιγμὴ ποὺ ἔκοβα τὸ πορτοκάλι, ἐνῷ εἶχα εἰπῆ μὲ τὸ θυμό μου τὴ βλαστήμια εἶδα ν᾿ ἀνεβαίνη τὴ σκάλα μας ἕνας κοντὸς καὶ μαῦρος μὲ μιὰ μακριὰ οὐρά. Μὲ χτύπησε μὲ τὴν οὐρά του στὸ πρόσωπο κι ἔπεσα κάτω. Ἀπὸ τότε δὲ θυμᾶμαι τίποτε ἄλλο. Πρὶν μὲ χτυπήση καὶ πίσω φοβέρισε τὴ γιαγιά μου (Μυρσίνη Πασχαλίδου) ἡ ὁποία ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔκανε τὸ σταυρό της. Γιὰ σένα θὰ ξανάρθω νὰ ἐξηγηθοῦμε, τῆς εἶπε».

Τὸ παιδὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἀνήσυχο. Ἔβλεπε πολλὲς φορὲς ἐκεῖνον τὸν μαῦρο μὲ τὴν οὐρά. Πήγαμε σὲ διάφορα προσκυνήματα καὶ παρακαλέσαμε. Αὐτὸ διήρκεσε περίπου ἕνα ἑξάμηνο. Τελευταῖα πήγαμε τὸ παιδὶ στὴν Ἁγία Ἄννα ντυμένο καλογεράκι. Ὅσο βρισκόταν στὴν ἐκκλησία ἦταν ἥρεμο, ἔφευγε ἡ ταραχή. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα ἔλεγε δείχνοντας τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας, μὲ ἀνακουφίζει. Γι᾿ αὐτὸ πηγαίναμε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ τακτικὰ στὴν Ἁγ. Ἄννα. Δὲν ξαναεῖδε τὸν κοντὸ μὲ τὴν οὐρά, ἡρέμησε, ἔγινε ἐντελῶς καλά καὶ μέχρι σήμερα χαίρει ἄκρας ὑγείας».

Θαῦμα 5ον

Ἡ κ. Χριστίνα χήρα Ι. Σεβαστοῦ κάτοικος συνοικισμοῦ Αἰγίου διηγεῖται (1980) τὰ ἑξῆς:

«Ἡ κόρη μου Κατερίνα ἀπὸ ἡλικίας δυὸ ἐτῶν ὑπέφερε ἐπὶ τέσσερα χρόνια ἀπὸ μία σοβαρὴ ἀρρώστεια. Παρ᾿ ὅλη τὴν προσπάθεια μὲ γιατροὺς καὶ φάρμακα, τὸ παιδὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι στὴν ἴδια κατάσταση. Εἶχα εὐλάβεια στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ τὴν παρακαλοῦσα μὲ θέρμη νὰ μοῦ κάμη καλὰ τὸ παιδί μου. Μία ἡμέρα ποὺ εἶχα πάει στὸ γιατρὸ μαζὺ μὲ τὸ παιδί, βρέθηκε μπροστά μου μιὰ μαυροφορεμένη γυναῖκα μ᾿ ἕνα παιδάκι στὴν ἀγκαλιά, ἡ ὁποία μοῦ εἶπε:

- Κυρά μου τὸ παιδί σου δὲν θὰ γίνει καλά. Μὴν τρέχης καὶ ξοδεύεσαι στοὺς γιατρούς. Θὰ πᾶς νὰ βρῆς ἕνα χορτάρι ποὺ θὰ σοῦ εἰπῶ θὰ δώσης, ἀπ᾿ αὐτὸ νὰ πιῆ τὸ παιδὶ κι ἔτσι θὰ γίνῃ καλά. Μοῦ περιέγραψε τὸ χόρτο κι ἐξαφανίστηκε χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς. Πιστεύω ὅτι ἦταν ἡ Ἁγία Ἄννα, τὴν ὁποία παρακαλοῦσα γιὰ τὸ παιδί μου.

Ἐπὶ δυὸ χρόνια ἔψαχνα νὰ βρῶ τὸ χορτάρι καὶ δὲν τὸ εὕρισκα. Μιὰ ἡμέρα ὅμως τὸ ἀγοράκι μου, ὁ Πανταζῆς μου ἔφερε μία χεριὰ χόρτο καὶ μοῦ εἶπε: Νὰ μαμὰ τὸ χόρτο ποὺ θέλεις γιὰ τὴν Κατίνα μας.

Ἦτο ἀκριβῶς ὅπως μοῦ τὸ περιέγραψε ἐκείνη ἡ γυναῖκα ποὺ μοῦ φανερώθηκε. Ἔκαμα τότε λειτουργία στὴν Ἁγία Ἄννα, ἔδωσα καὶ ἀπὸ τὸ χόρτο στὸ παιδὶ καὶ ἤπιε. Τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ παιδὶ μετὰ ἀπὸ τέσσερα χρόνια ταλαιπωρίας ἔγινε καλὰ καὶ μέχρι σήμερα δὲν ξέρει τί εἶναι ἀρρώστεια. Ὅσο ζῶ θὰ εὐλαβοῦμαι καὶ θὰ εὐγνωμονῶ τὴν Ἁγία Ἄννα γιὰ τὴν εὐεργεσία της».

Θαῦμα 6ον

Ἡ Κασιανὴ Μιτακόλα θυγατέρα τοῦ Δημ. Νικολόπουλου ἀπὸ τὴν Κρήνη (Ἀράχωβα) Αἰγίου διηγεῖται τὰ ἑξῆς (1983).

«Εἶμαι ὑπάλληλος καὶ κατοικῶ στὴν Κόρινθο μὲ τὸ σύζυγό μου καὶ τὸ ἀγοράκι μας ἕξη χρονῶν τώρα (1982). Αἰσθάνομαι τὴν ὑποχρέωση νὰ μιλήσω γιὰ ἕνα θαῦμα ποὺ ἔκαμε σὲ μένα ἡ Ἁγία Ἄννα. Πρὶν τέσσερα χρόνια εἶχα ἐνοχλήσεις γυναικολογικές. Ἐπισκέφθηκα πολλοὺς γιατροὺς τυχαίους καὶ φημισμένους. Ἔμεινα καὶ στὸ νοσοκομεῖο «Ἔλενα» καὶ ἔκαμα θεραπεία χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα. Ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας μου ἀντὶ νὰ βελτιωθῇ χειροτέρευε. Ἡ ταλαιπωρία αὐτὴ τῆς ἀρρώστειας μου συνεχιζόταν ἐπὶ τρία χρόνια. Τὸν τελευταῖο χρόνο μάλιστα ὑπέφερα ἀπὸ αἱμορραγία. Τελικὰ ἀποφάσισα νὰ πάω γιὰ θεραπεία στὴν Ἀγγλία καὶ ἑτοιμαζόμουν γιὰ τὸ ταξείδι. Ἡμέρες πρὶν φύγω κάναμε συζήτηση γιὰ τὴν ἀρρώστειά μου σὲ μία συντροφιά. Ἦταν μαζὺ καὶ ἡ κ. Χριστίνα Σεβαστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι συγχωριανή μου καὶ μένει στὸ συνοικισμὸ Αἰγίου. Ἡ κ. Χριστίνα μὲ ἐβεβαίωσε πὼς ἡ Ἁγία Ἄννα θὰ κάμη τὸ θαῦμα της ἂν τὴν παρακαλέσω. Συγχρόνως μοῦ μιλοῦσε καὶ γιὰ ἕνα χόρτο, τὸ ὁποῖο εἶχε ὑποδείξει σ᾿ αὐτὴν ἡ Ἁγία Ἄννα καὶ μ᾿ αὐτὸ εἶχε πρὶν χρόνια θεραπευθῆ ἡ κόρη της. Προσέθετε ὅτι δὲν ἀρκεῖ μόνον τὸ χόρτο γιὰ νὰ ἔλθη τὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ χρειάζεται πίστη καὶ προσευχὴ γιὰ νὰ δώσει ἡ Ἁγία Ἄννα τὴ χάρη της.

Εἶχα κουρασθῆ ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία τῆς ἀρρώστειας μου. Στὴν Ἀγγλία, ποὺ εἶχα ἀποφασίσει νὰ πάω, πήγαινα χωρὶς πολλὲς ἐλπίδες. Ἡ ἀπελπισία ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα μέσα μὲ εἶχε κυριεύσει. Κρέμασα τὶς ἐλπίδες μου στὴν Ἁγία Ἄννα. Προσευχήθηκα καὶ τὴν παρακάλεσα νὰ μὲ βοηθήση. Ἤπια καὶ ἀπὸ τὸ χόρτο ποὺ μοῦ ἔδωσε ἡ κ. Χριστίνα. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ ἔπαυσαν οἱ αἱμορραγίες μου καὶ γρήγορα διαπίστωσα ὅτι εἶχα ἐντελῶς θεραπευθῆ. Πέρασε ἀπὸ τότε διάστημα ἑπτὰ μηνῶν καὶ δὲν αἰσθάνθηκα καμιὰ ἐνόχληση ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἀρρώστεια μου.

Ἡ πίστις μας εἶναι ζωντανὴ καὶ ἀληθινή. Οἱ Ἅγιοί μας σκορπίζουν εὐεργεσίες ποὺ δίδει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἐγὼ εὐεργετήθηκα ἀπὸ θαῦμα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Στὸ Ναό της στὸ Αἴγιο ἔκαμα τὴν εὐχαριστήρια λειτουργία μου, ἀλλὰ πάντοτε θὰ τὴν εὐγνωμονῶ».

Θαῦμα 7ον

Ἡ Μαγδαληνὴ Κασάμπαλη κάτοικος Κορυδαλλοῦ (Τσουμαγιᾶς 5) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:

«Ἔζησα μιὰ φοβερὴ ταλαιπωρία στὴν οἰκογενειακή μου ζωή. Δὲν μποροῦσα νὰ βγάλω πέρα τὰ παιδιά μου. Τὰ ἔχανα μὲ ἀποβολὴ πρὶν γεννηθοῦν. Ὄχι, ἕνα καὶ δυό, ἀλλὰ ἐννέα παιδιά. Κάποιος μοῦ μίλησε γιὰ τὰ θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννας, ποὺ θαυματουργοῦσε στὸ Βόρι, ἀλλὰ καὶ στὸ Αἴγιο. Πῆγα κι ἐγὼ στὸ Αἴγιο καὶ παρακάλεσα τὴν Ἁγία. Ζήτησα νὰ μοῦ χαρίσει ἕνα παιδί, ἕνα κοριτσάκι. Πράγματι τὸ δέκατο παιδί μου τὸ ἔβγαλα καλὰ πέρα. Γεννήθηκε ἀνήμερα Χριστούγεννα, παιδὶ ὑγιές, μιὰ χαρά. Τὸ ὤνομασα Χριστιάνα. Τὸ μοναχοπαίδι μου αὐτὸ τὸ ὀφείλω στὴν Ἁγία Ἄννα, ἡ ὁποία ἄκουσε τὶς προσευχές μου καὶ μετὰ ἀπὸ τόσα βάσανα μοῦ χάρισε τὴ Χριστιάνα. Πάντοτε θὰ στρέφω μὲ εὐγνωμοσύνη τὰ λόγια της προσευχῆς μου στὴν Προμήτορα τοῦ Κυρίου μας τὴν Ἁγία Ἄννα».

Θαῦμα 8ον

Ἡ Φωτεινὴ σύζυγος Κωνσταντίνου Παπίρη κάτοικος Συνοικισμοῦ Αἰγίου (Νικομηδείας 16) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:

«Εἶμαι εὐγνώμων στὴν Ἁγία Ἄννα γιὰ μία ξεχωριστὴ εὐεργεσία ποὺ μοῦ ἔκαμε. Τὸ ἔτος 1953 αἰφνιδίως ἀρρώστησε τὸ παιδί μου ὁ Γιῶργος ἀπὸ κυάνωση. Ἦταν 4 ἐτῶν ποὺ τοῦ παρουσιάστηκε αἱματουρία. Οἱ γιατροὶ στὸ νοσοκομεῖο γνωμάτευσαν ὅτι εἶχε δηλητηριασθῆ τὸ αἷμα του. Ὡς ἐκ τούτου ἔκαναν συνεχεῖς μεταγγίσεις αἵματος χωρὶς ὅμως καλὰ ἀποτελέσματα. Ἐπειδὴ δὲν ἔβλεπαν βελτίωση ἀπελπίσθηκαν γιὰ τὴ θεραπεία του.

-Ἔχετε ἄλλο παιδί; λέγει ὁ γιατρός.

-Ἔχουμε ἄλλο ἕνα γιατρέ.

-Ἒ νὰ σᾶς ζήση αὐτὸ τὸ ἄλλο ποὺ ἔχετε, αὐτὸ δὲν ἦταν δικό σας.

Ἔφυγα θλιμμένη καὶ πῆγα στὸ σπίτι μου γιὰ νὰ ἑτοιμάσω ὅτι θὰ χρειαζόταν γιὰ κηδεία. Ἀφοῦ ἑτοίμασα, ξεκίνησα πάλι γιὰ τὸ νοσοκομεῖο. Περνώντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία εἶδα ὅτι ἦταν ἀνοιχτή. Μπῆκα κι ἔπεσα μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας γονατιστὴ καὶ ζήτησα μὲ ὅλα τὰ δάκρυά μου καὶ τὸν πόνο μου νὰ μοῦ χαρίση τὸ παιδί μου. Δὲ κατάλαβα πόσο ἔμεινα ἐκεῖ προσευχόμενη. Κάποτε σηκώθηκα, πῆρα καὶ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι καὶ κουβάλησα τὰ βήματά μου, κοντὰ στὸ ἑτοιμοθάνατο ἀγοράκι μου. Τὸ σταύρωσα μὲ τὸ λαδάκι τῆς Ἁγίας. Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ἂς γίνῃ. Ἐσὺ Ἁγία Ἄννα μπορεῖς νὰ τὸ θεραπεύσῃς ἂν θελήσῃς.

Στὶς στιγμὲς αὐτὲς τῆς ἀπελπισίας ὁ σύζυγός μου ζήτησε ἀπὸ τοὺς γιατροὺς νὰ τοῦ δώσουν τὸ παιδὶ νὰ τὸ μεταφέρη σὲ καλύτερο νοσοκομεῖο.

Νὰ τὸ πάρης, τοῦ εἶπαν, ἀλλὰ θὰ σοῦ μείνη στὸ δρόμο. Γιὰ νὰ σοῦ φύγῃ ὅμως ἡ ἰδέα, νὰ πάρουμε τὸν κ. Τσακίρη στὴν Πάτρα τηλέφωνο. Πράγματι τηλεφώνησαν στὸ γιατρὸ κ. Τσακίρη, ὁ ὁποῖος συνέστησε νὰ συνεχισθοῦν οἱ μεταγγίσεις αἵματος μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς. Μὲ τὴν πρώτη μετάγγιση ὅμως ἔγινε φανερὴ ἡ βελτίωση τοῦ παιδιοῦ καὶ γρήγορα στὴ συνέχεια πέρασε στὴν πορεία τῆς ἀναρρώσεως. Σὲ λίγες ἡμέρες εἶχε γίνει ἐντελῶς καλά. Ζεῖ μέχρι σήμερα (1983) ὑγιὴς μὲ τὴν οἰκογένειά του. Ἡ σωτηρία τοῦ παιδιοῦ μου ὀφείλεται στὴ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας, τὴν ὁποίαν πάντοτε δοξάζω καὶ εὐγνωμονῶ».

Θαῦμα 9ον

Ἡ Μαρία Μυλωνᾶ θυγατέρα Ἰω. Χαντζηαθανασίου ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη (1983) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:

«Τὸ ἔτος 1953 ἐγκατεστημένη ὡς πρόσφυγας στὸ Αἴγιον, δούλευα σὰν ἐργάτρια. Συνέβη κάποτε, ὡς πρόεδρος τοῦ σωματείου Ἐργατριῶν τῶν σταφιδεργοστασίων νὰ βρεθῶ γιὰ ὑπηρεσίες στὸ ἐργοστάσιο συσκευασίας σταφυλιῶν Διγελιωτίκων. Ἐκεῖ κάτι πάτησα γλίστρησα κι᾿ ἔπεσα. Μὲ τὸ πέσιμο χτύπησα ἄσχημα τὸ πόδι μου, τὸ ὁποῖον ἑκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ἔπαθε τραῦμα μὲ αἱμάτωμα παρουσίασε καὶ ἐξάρθρωση. Μὲ μετέφεραν στὸ σπίτι μου καὶ περιποιήθηκα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ γιατροῦ στὴ συνέχεια τὸ πόδι μου, τὸ ὁποῖο πρήσθηκε ἄσχημα. Ἔτσι ἔμεινα ἄρρωστη στὸ κρεββάτι. Νὰ ἐργασθῶ δὲν μποροῦσα, μποροῦσα ὅμως νὰ προσεύχωμαι. Ὁ πόνος αὐξάνει τὴ θέρμη τῆς προσευχῆς. Ἰδιαίτερα παρακαλοῦσα τὴν Ἁγία Ἄννα. Ἕνα μεσημέρι ἐκεῖ ποὺ συζητούσαμε μὲ τὴ συμπεθέρα μου, ἡ ὁποία μου ἔκανε συντροφιά, μὲ πῆρε ἐλαφρὸς ὕπνος. Εἶδα τότε σὲ ὄνειρο νὰ μπαίνῃ στὸ σπίτι μία περίπου, ψηλὴ γυναῖκα μεγαλοπρεπής με καφὲ φόρεμα. Μοῦ ἔπιασε τὸ πονεμένο πόδι καὶ μοῦ τὸ τίναξε. Πόνεσα ἀπὸ τὸ τίναγμα καὶ στὸ ξύπνημά μου τὴν ἄκουσα νὰ μοῦ λέγη.

-Τὸ πόδι σου δὲν ἔχει τίποτε. Μόνο ὅταν σηκωθῇς νὰ δούλεψης καὶ γιὰ μένα. Νὰ ζητιανέψης, νὰ μαζέψης χρήματα γιὰ νὰ γίνῃ τὸ σπίτι μου Δὲν μοῦ ἔμενε ἀμφιβολία ὅτι εἶχα δεχθῆ τὴν ἐπίσκεψη τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ὅταν θεραπεύθηκα ἔκαμα ὅπως μοῦ ζήτησε. Ζητιάνεψα, ζήτησα βοήθεια ἀπὸ ὅσους ἐμπόρους ἐγνώριζα καὶ ἀπὸ τοὺς γνωστούς μου.

Ὅταν πληρώθηκαν οἱ ἐργάτριες, ἔβαλα ἕνα κουτὶ ἐκεῖ μπροστά τους καὶ ὅλες ἔρριχναν μὲ προθυμία. Ὅ,τι χρήματα μάζεψα τὰ παρέδωσα στὴν ἐπιτροπὴ ἀνεγέρσεως γιὰ νὰ γίνῃ τὸ σπίτι τῆς Ἁγίας Ἄννας, ποὺ εἶναι καὶ ὁ ἐνοριακός μας Ναὸς στὸ Συνοικισμὸ τοῦ Αἰγίου».

Θαῦμα 10ον

Ἡ Φωτεινὴ Μαντῆ, κάτοικος Αἰγίου (Πλάτωνος 69) διηγεῖται τὸ ἑξῆς περιστατικό.

«Πάει κοντὰ τρία χρόνια τώρα ποὺ ἄρχισα νὰ ἔχω ἐνοχλήσεις καὶ πόνους στὴ χολή. Ἡ κατάστασή μου σιγὰ-σιγὰ χειροτέρευε. Οἱ πόνοι γινόντανε ὅλο καὶ πιὸ ἔντονοι. Πήγαινα στοὺς γιατρούς, μοῦ ἔδιναν φάρμακα. Κοιμόμουνα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ ξυπνήσω ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ φάρμακα. Καλὸ δὲν ἔβλεπα, εἶχα ἀπελπισθῆ. Τελευταῖα τὸν περασμένο Αὔγουστο (1981) ἔκαμα ἐξετάσεις στὴν Κλινική του κ. Μαγκανιώτη, ὁ ὁποῖος ἔκρινε ἀναγκαία τὴν ἐγχείρηση γιὰ ἀφαίρεση χολῆς. Μοῦ ὤρισε τὴ Δευτέρα πρωὶ νὰ εἶμαι στὴν Κλινικὴ γιὰ εἰσαγωγή. Ἔφυγα πολὺ στενοχωρημένη. Στὴ σκέψη μου καρφώθηκε ἡ ἰδέα ὅτι ἀπὸ τὴν ἱστορία αὐτῆς τῆς ἐγχειρήσεως δὲν θὰ ἔβγαινα πέρα ζωντανή. Ἡ ἀπελπισία ἄρχισε νὰ μὲ τυλίγη. Τὰ μάτια μου γέμισαν δάκρυα, ἰδιαίτερα στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς μου. Τότε θυμήθηκα τὴν Ἁγία Ἄννα. Σκέφθηκα πόσο πολὺ τὴν πίστευε καὶ τὴν παρακαλοῦσε ἡ κουνιάδα μου ἡ Θεοκλήτη. Καταγόταν ἀπὸ τὸ Βόρι ἐκείνη. Τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Ἄννας δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ στόμα της. Ζήτησα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου τὴ βοήθειά της. Τὴν παρακάλεσα. Τὰ μάτια μου εἶχαν γίνει βρύσες.

Ὅταν ξημέρωσε ζήτησα ἀπὸ τὴν κόρη μου, νὰ μὲ πάη στὸ Συνοικισμὸ στὴν Ἁγία Ἄννα. Πήγαμε τὸ ἀπόγευμα. Ἄφησα τὸ τάμα μου, γονάτισα καὶ προσκύνησα. Παρακάλεσα μὲ δάκρυα. Ἐκρέμασα τὴν ἐλπίδα μου στὰ χέρια της. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ κοιμήθηκα καλά. Τὸ πρωὶ ποὺ ξύπνησα δὲν ἔνιωθα κανένα πόνο. Ἔκαμα καὶ τὶς δουλειές μου. Κατάλαβα ὅτι ἡ Ἁγία Ἄννα ἔβαλε τὸ χέρι της. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ἐπῆγα στὸ γιατρὸ κ. Μαγκανιώτη νὰ μὲ ἐξετάση.

-Τί ἔγινε ἐδῶ; λέγει. Τί ἔκαμνες στὴ χολη σου; Πῶς ἐθεραπεύθη;

Χαμογέλασα.

-Ἔχω κι ἄλλο γιατρὸ ἀνώτερο ἀπὸ τοῦ λόγου σας, ἔχω τὴν Ἁγία Ἄννα. Ἐκείνη μὲ ἔκαμε καλά.

Ἀπὸ τότε πέρασαν ὀκτὼ μῆνες μέχρι τώρα. Δὲν ἔκανα καμιὰ δίαιτα, ὅπως ἔκανα πρῶτα, δὲν ξαναπόνεσα καὶ κάνω τὶς δουλειές μου. Εὐχαριστῶ, προσκυνῶ καὶ δοξάζω τὴν Ἁγία Ἄννα».

Θαῦμα 11ον

Ἡ κ. Σπυριδούλα Ταράτσα κάτοικος Αἰγίου (Μ.Σπηλαίου 11) διηγεῖται (1983) τὸ ἑξῆς περιστατικό.

«Ἀπὸ τὸ ἔτος 1960 μὲ ἐνοχλοῦσε μιὰ ἀρρώστεια. Μὲ ἔπιανε ἕνα δυνατὸ σφίξιμο στὸ στέρνο καὶ συγχρόνως πόνος ἰσχυρὸς στὴν πλάτη καὶ παράλυση κατὰ τὴ διάρκειά του στὸ ἀριστερὸ χέρι. Ἡ ἀναπνοὴ τότε λειτουργοῦσε μὲ πολλὴ δυσκολία. Ἡ σοβαρὴ αὐτὴ ἐνόχληση μὲ ἔπιανε κατὰ διαστήματα, γινόταν δὲ ἐντονώτερη καὶ μεγαλυτέρας διαρκείας ὅταν συνέβαινε νὰ στενοχωρηθῶ πολύ, μεγάλη δὲ ἔξαρση εἶχε κατὰ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου τῆς μητέρας μου. Οἱ γιατροὶ στοὺς ὁποίους κατέφευγα ἔδιδαν διάφορες ἑρμηνεῖες. Ἔλεγαν ὅτι ἔχει σχέση μὲ τὸ νευρικὸ σύστημα, εἶναι ἀγχώδης νεύρωσις. Τὸ ἀπέδιδαν σὲ σύνδρομο καρδιοπάθειας. Τὸ καρδιογράφημα ὅμως δὲν ἔδειχνε ἀρρώστεια.

Τὸ ἔτος 1980, ἀρχὲς Φεβρουαρίου ἐκάμαμε τὸ ἐτήσιο μνημόσυνο τῆς μητέρας στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα μου Ἁγ. Πάντες Δωρίδος. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ δόθηκαν ἀφορμές, οἱ ὁποῖες ἔκαμαν τὴν ἀρρώστειά μου ἔντονη καὶ ἐνοχλητική. Στὶς 8 Φεβρουαρίου τὸ βράδυ τῆς ἰδίας χρονιᾶς γινόταν στὴν Ἁγία Ἄννα τοῦ Συνοικισμοῦ ὁλονύκτια ἀγρυπνία (ἀπόδοσις Ὑπαπαντῆς).

-Θὰ γίνῃ ἀγρυπνία τὸ βράδυ μου, εἶπε ὁ σύζυγός μου ὁ Βαγγέλης, ἀλλὰ ἐσὺ στὴν κατάσταση ποὺ εἶσαι δὲν πρέπει νὰ ἔλθῃς.

-Ὄχι, εἶπα, θὰ ἔλθω. Ἔχω προστάτη μου τὴν Ἁγία Ἄννα. Πολὺ τὸ θέλω καὶ θὰ ἔλθω. Θὰ μείνω ὅσο μπορέσω.

Μετὰ τὶς 10 τὸ βράδυ καθιστὴ στὴν καρέκλα μου παρακολουθοῦσα τὴν ἀγρυπνία, ὁπότε αἰσθάνθηκα τὴ συνηθισμένη ἐνόχληση, ἀλλὰ τόσο ἔντονη, ὥστε μοῦ φάνηκε ὅτι σταμάτησε ἡ ἀναπνοή μου. Μὲ ἔπιασε τρεμούλα, μελάνιασαν τὰ χέρια μου καὶ πρὸς στιγμὴν ἔχασα τὸ φῶς μου. Συνειδητοποίησα ὅτι ἤμουν πολὺ βαριά, ὅτι θὰ πέθαινα ἐκείνη στιγμή. Μὲ πολλὴ δυσκολία ἔκαμα νόημα στὴ διπλανή μου ὅτι εἶχα ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια. Σήκωσα τὰ σβυσμένα μάτια μου στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ παρακάλεσα.

Ἁγία Ἄννα μου βοήθησέ με, εἶπα, δὲ θέλω νὰ πεθάνω μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἀμέσως τότε ἄκουσα ἕνα δυνατὸ κρὰκ μέσα στὸ στῆθος μου, ὅπως ξεριζώνεται ἕνα δένδρο. Ὕστερα ἔνιωσα νὰ φεύγη τὸ κακὸ τῆς ἀρρώστειας μου καὶ σιγὰ-σιγὰ συνῆλθα. Στὴ διπλανή μου ποὺ προσπαθοῦσε νὰ βρῆ τρόπο νὰ μὲ βοηθήσει εἶπα νὰ μὴν ἀνησυχῆ, γιατὶ ἡ Ἁγία Ἄννα ἔβαλε τὸ χέρι της. Ἀπὸ τὴ συγκίνηση καὶ τὴν ἐξάντληση δὲ μπόρεσα νὰ παρακολουθήσω ὅλη τὴν ἀγρυπνία. Ἔταξα ευχαριστήρια λειτουργία, τὴν ὁποία καὶ ἔκαμα. Ἀπὸ τότε 4 χρόνια τώρα οὐδέποτε αἰσθάνθηκα αὐτὴν τὴν ἐνόχληση ποὺ εἶχα. Δοξάζω καὶ εὐγνωμονῶ τὴν Ἁγία Ἄννα».

Θαῦμα 12ον

Ἡ Σταματίνα Μουγκάση κάτοικος Αἰγίου (Ἀράτου 34) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:

«Τὸ ἔτος 1957 ἀρρώστησα ξαφνικά. Ἔμεινα στὸ Νοσοκομεῖο Αἰγίου ἕνα μῆνα. Οἱ γιατροὶ ἔκαναν διάφορες γνωματεύσεις καὶ ἀνάλογες θεραπεῖες χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα. Στὸ τέλος μὲ ἔστειλαν στὸν Εὐαγγελισμό. Ἀνέλαβε ὁ ἴδιος ὁ κ. Θωμᾶς Δοξιάδης, ὁ ὁποῖος μετὰ τὶς ἐξετάσεις ἐγνωμάτευσε ὅτι εἶχα ὑπερθυρεοειδισμό. Μὲ εἶχε κυριεύσει μία παράλυση ψυχική. Δὲν εἶχα ἐνδιαφέρον γιὰ τίποτε. Στὸ σπίτι μου δὲν ἤθελα νὰ πάω. Ὄρεξη γιὰ φαγητὸ δὲν εἶχα. Μοῦ ἔδιναν λουμινάλ. Σκεπτόμουνα νὰ αὐτοκτονήσω. Ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμό, χωρὶς καμιὰ βελτίωση τῆς καταστάσεώς μου, μὲ ἔφεραν στὸ Αἴγιο. Χρειαζόταν νὰ εἶναι συνέχεια κοντά μου ἄνθρωπος. Ἤμουν ἄχρηστη γιὰ ὁ,τιδήποτε καὶ μιλοῦσα ἀπελπισμένα γιὰ αὐτοκτονία. Ἔμεινα λίγο καιρὸ στὸ Αἴγιο. Ὕστερα μὲ ξαναπῆγαν στὸν Εὐαγγελισμό, ὅμως μὲ ξανάφεραν στὴν ἴδια κατάσταση στὸ Αἴγιο. Μὲ πῆραν ἀπὸ τὸ σπίτι μου, ἐπειδὴ εἶχα ἀνάγκη ἀπὸ ἄνθρωπο καὶ μὲ πῆγαν νὰ μείνω στὸ σπίτι τῆς θείας μου Ἄννας Τσιλιμπούρη. Ἔμενα συνέχεια κρεββατωμένη. Εἶχα δυὸ παιδάκια καὶ δὲν ἤθελα οὔτε νὰ τὰ θυμᾶμαι.

Πολλὲς ποὺ μὲ ἐπισκέπτονταν ἔλεγαν νὰ πᾶμε σὲ μάγισσες νὰ ἰδοῦμε, ἀλλὰ ἡ μάνα μου δὲν ἤθελε οὔτε νὰ ἀκουση γιὰ τέτοια. Ἡ θεία Ἄννα εἶχε μεγάλη πίστη στὴν Ἁγία Ἄννα, διότι εἶχε κάμει τὴν ἴδια καλὰ ἀπὸ βαριὰ ἀρρώστεια. Πρότεινε νὰ φέρουμε σπίτι τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας.

-Τὴν Ἁγία Ἄννα θὰ φέρουμε, μοῦ ἔλεγαν μαζὺ μὲ τὴ μητέρα μου. Νὰ τὴν παρακάλεσης μὲ τὴν ψυχή σου καὶ θὰ γίνης καλά.

Ἔτσι λοιπὸν ἔφεραν τὴν εἰκόνα, ἡ ὁποία ἔμεινε στὸ σπίτι, πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου 18 ἡμέρες. Ὁ ἱερεὺς διάβαζε τὸ πρωὶ ἁγιασμὸ καὶ τὸ βράδυ παράκληση. Στὸν 18ον ἁγιασμὸ κάθησα κάτω στὸ δὰπεδο καὶ μοῦ ἔδωσαν τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά. Περίμενα νὰ μὲ κουνήση ὅπως εἶχα ἀκούσει ἀλλὰ δὲν ἔκαμε ἡ εἰκόνα καμιὰ κίνηση. Στενοχωρήθηκα ποὺ δὲν μὲ κούνησε.

-Δὲν ἔχει νὰ κάμη αὐτό, ἔλεγε ἡ μητέρα μου, ἡ Ἁγία Ἄννα θὰ σὲ κάμη καλά.

Πράγματι ἐκεῖνο τὸ βράδυ κοιμήθηκα καλά, ἡρέμησα, ξαναβρῆκα τὸν ἑαυτό μου, ἀνέκτησα τὶς δυνάμεις μου. Σηκώθηκα σύντομα καὶ πῆγα καὶ βρῆκα τὰ παιδιά μου ποὺ τὰ εἶχα ἐγκαταλείψει. Τὰ ἔλουσα, τὰ περιποιήθηκα. Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα (1983) δὲν γνωρίζω τί θὰ εἰπῆ ἀρρώστεια. Ἀντιμετώπισα τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς καὶ τῆς οἰκογενείας μου δουλεύοντας σκληρά. Αὐτὴ τὴν εὐεργεσία πάντοτε τὴν ἐνθυμοῦμαι καὶ προσπαθῶ νὰ εἶμαι εὐγνώμων στὴν Ἁγία Ἄννα».

Θαῦμα 13ον

Στὸ Προσκύνημα τῆς Παναγίας Τρυπητῆς Αἰγίου, τὸ ὡραῖο ξυλόγλυπτο προσκυνητάριο στὸ ὁποῖο ἀναπαύεται ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα ἔχει μία ἐπιγραφὴ «Ἀφιέρωμα Δ. Τσούλη». Ἀφιέρωμα πρὸς ἔκφρασιν εὐγνωμοσύνης τοῦ δωρητῆ (κάτοικος Αἰγίου, Νικ. Πλαστήρα 83) τοῦ ὁποίου ἡ σύζυγος Κυριακὴ διηγεῖται τὸ ἑξῆς:

«Πάντα εἶχα ξεχωριστὸ σεβασμὸ στὴν Ἁγία Ἄννα. Μοῦ τὴν εἶχε μεταδώσει ὁ ἀείμνηστος παππούς μου παπα-Ἀντώνης ποὺ ἦταν ἐφημέριος στὴ χάρη της ἐκεῖ στὴν πατρίδα. Ἔτσι λοιπὸν στὴ μεγάλη μου στενοχώρια μετὰ τὸ γάμο μου, ὅταν πίστεψα πὼς ἦταν δύσκολο νὰ βγάλω πέρα παιδί, κατέφυγα μὲ τὴν προσευχή μου στὴν Ἁγία Ἄννα. Εἶχα χάσει τὸ πρῶτο μου παιδὶ μὲ ἀποβολὴ καὶ οἱ γιατροὶ μὲ εἶχαν ἀπελπίσει.

Τὴν παραμονὴ τῆς χειμωνιάτικης ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Ἄννας (9 Δεκεμβρίου τοῦ 1961) στὴ βραδυνή μου προσευχὴ παρακάλεσα μὲ θέρμη. Τὴ νύχτα ἐκείνη εἶδα ὄνειρο ποὺ ἦταν ἀπάντηση στὴν προσευχή μου. Εἶδα πὼς βρέθηκα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννας μπροστὰ στὴν εἰκόνα της. Παρατήρησα τότε μὲ ἔκπληξη δίπλα στὴν Παναγιὰ ποὺ κρατοῦσε ἡ Ἁγία Ἄννα στὴν ἀγκαλιά της νὰ εἶναι καὶ ἕνα ἄλλο παιδάκι. Ἄκουσα τὴ φωνή της νὰ μοῦ λέγη: Κυριακὴ τὸ μωρὸ αὐτὸ εἶναι δικό σου.

Πίστεψα ἀπὸ τότε ὅτι ἡ Ἁγία Ἄννα θὰ μοῦ ἔδινε τὴ χαρὰ νὰ γίνω μητέρα. Πῆγα στὴν Ἐκκλησία ἄναψα λαμπάδα, προσευχήθηκα, εὐχαρίστησα. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ ἀπέκτησα τὴ μοναχοκόρη μου Μαρία. Ὁ σύζυγός μου γιὰ νὰ ἐκφράσῃ τὴν εὐγνωμοσύνη του έδώρησε τὸ Προσκυνητάτιο γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Τρυπητῆς».

Θαῦμα 14ον

Ἡ κ. Ἑλένη Λαλᾶ κατάγεται ἀπὸ τὸ Αἴγιο καὶ μένει στὴν Ἀθήνα (Τιμαίου 35) καὶ ἡ ὁποία ἐπιθυμεῖ νὰ δημοσιεύσῃ (1983) τὸ ἑξῆς περιστατικό:

«Στὸ λαιμό μου εἶχε δημιουργηθῆ ἕνας ὄγκος, ὁ ὁποῖος μεγαλώνοντας ἐμπόδιζε τὴ λειτουργία τῶν φωνητικῶν μου ὀργάνων. Μιλοῦσα μὲ μεγάλη δυσκολία. Ἐκινδύνευα νὰ χάσω ἐξ ὁλοκλήρου τὴ μιλιά μου. Ὁ γιατρὸς συνέστησε νὰ γίνῃ ἐγχείρηση. Ἐγὼ πρὶν πάω γιὰ ἐγχείρηση ἦλθα στὸ Αἴγιο στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ ἐπικαλέσθηκα τὴ χάρη Της. Ἐπιστρέφοντας στὴν Ἀθήνα αἰσθάνθηκα νὰ καλλιτερευη ἡ κατάστασις τῆς φωνῆς μου. Ὁ γιατρός μοῦ ἔκανε ἐξέταση καὶ βρῆκε ὅτι ὁ ὄγκος εἶχε ἐξαφανισθῆ. Ἤμουν τελείως καλά. Εὐχαριστῶ καὶ δοξάζω τὴν Ἁγία Ἄννα καὶ δὲν θὰ παύσω νὰ ἐπικαλοῦμαι τὴ χάρη της».

Θαῦμα 15ον

Ἡ Ἑλένη Χατζησοφιανοῦ, κάτοικος Αἰγίου (1983), διηγεῖται τὰ ἑξῆς:

«Τὸ ἔτος 1940 μετὰ ἀπὸ τοκετὸ ἔπαθα φλεβίτη. Ἐξαιτίας του λόγῳ κακῆς κυκλοφορίας τοῦ αἵματος εἶχα πρησθῆ. Οἱ γιατροὶ δὲν μοῦ ἔδιδαν ἐλπίδες θεραπείας. Νομίζαμε πὼς ἔφταιξε ἡ μαμὴ καὶ ρίχναμε τὶς εὐθύνες σὲ κείνη. Ἕνα μεσημέρι ὅπως ἤμουν σὲ βαριὰ κατάσταση, ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ μπῆκε μέσα μιὰ μαυροφόρα μὲ σπαστὰ γκρίζα μαλλιά.

-Τί κάνεις, μοῦ εἶπε, περαστικά σου. Τότε ἐγὼ ἔβαλα μιὰ φωνή.

-Γιατί μ᾿ ἄφησαν μοναχή; Ποῦ εἶναι ἡ μάνα μου, ποῦ εἶναι τὸ παιδί;

-Ἐδῶ εἶναι ἡ μάνα σου, εἶπε ἡ ἐπισκέπτρια, ἐδῶ εἶναι καὶ τὸ παιδί σου. Θὰ ὑποφέρης, θὰ φθάσης στὸ χεῖλος τοῦ τάφου, ἀλλὰ μὴ φοβηθῇς, δὲν θὰ πεθάνῃς.

-Ἐσὺ ποιὰ εἶσαι;

-Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἄννα, εἶπε. Μὴν τἄχετε μὲ τὴ μαμή. Δὲν φταίει ἐκείνη. Ἦταν νὰ τὸ πάθης καὶ τὤπαθες.

Αὐτὰ εἶπε καὶ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια μου. Κάλεσα τὸν ἱερέα μας τὸν π. Ἀνδρέα Κουμπέτσο μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ ἔψαλε ἁγιασμό. Σιγὰ-σιγὰ πῆρα τὸ καλύτερο πρὸς ἔκπληξη τοῦ γιατροῦ καὶ σὲ τέσσαρες μῆνες ἤμουν ἐντελῶς καλά».

Θαῦμα 16ον

Ἡ κ. Κωνσταντίνα Πατσοπούλου κάτοικος Αἰγίου (Κωνσταντινουπόλεως 57) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:

«Τὸ 1980 ἐξ αἰτίας μιᾶς μεγάλης μου στενοχώριας ἔπαθα ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο. Ἦταν ἀνήμερα τῆς Παναγίας (Ζωοδόχου Πηγῆς). Νοσηλεύθηκα στὴν Κλινικὴ τοῦ Καλαμπόκα. Θεραπεύθηκα μέν, ἀλλὰ μοῦ ἔμεινε ἀπὸ τότε μιὰ ἐπιληψία. Τακτικὰ στὴ βδομάδα, στὶς δέκα ἡμέρες ἀπροειδοποίητα ἔπεφτα ὅπου καὶ ἂν βρισκόμουν. Μὲ μάζευαν ἀπὸ τοὺς δρόμους πολλὲς φορὲς καὶ μὲ πήγαιναν στὸ σπίτι μου. Κατέφυγα στοὺς γιατρούς. Μοῦ ἔδωσαν χάπια. Δὲν ἔβλεπα θεραπεία. Ξαναπῆγα. Τοὺς εἶπα.

-Πέφτω καὶ μὲ μαζεύουν ἀπὸ τοὺς δρόμους.

-Νὰ πέφτης καὶ νὰ σηκώνεσαι, μοῦ ἀπάντησαν. Αὐτὴ ἡ ταλαιπωρία συνεχιζόταν ἐπὶ ἕνα χρόνο.

Στὸ τέλος, πῆγα στὴν Ἀθήνα στὸν κρανιολόγο κ. Ἠλία Φράγκο. Αὐτὸς μοῦ ἔκανε μία εἰδικὴ ἐξέταση τὴ λεγόμενη ἀξονικὴ τομογραφία, ἡ ὁποία ἔδειξε στὴ δεξιὰ πλευρὰ τοῦ κρανίου μία οὐλὴ (γούβα) μ᾿ ἕνα αἱμάτωμα μέσα. Ἡ κίνησις ποὺ γινόταν σ᾿ αὐτὸ τὸ αἱμάτωμα προκαλοῦσε τὴν ἐπιληψία. Δὲν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος θεραπείας ἀπὸ τὴν ἐγχείρηση. Ἔπρεπε νὰ μοῦ ἀνοίξουν τὸ κρανίο στὰ δυό. Γιὰ νὰ κάμω δεύτερη ἀξονικὴ τομογραφία ἦταν ἀπαραίτητο νὰ περάσουν ὀκτὼ μῆνες. Μὲ ἔδιωξαν οἱ γιατροὶ μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ γυρίσω σὲ ὀχτὼ μῆνες. Εἶχα μεγάλη ἀπελπισία. Φοβόμουν πολὺ αὐτὴ τὴν ἐγχείρηση στὸ κεφάλι. Πίστευα πὼς δὲν θὰ ζοῦσα, ἀλλὰ κι ἂν γλύτωνα τὸ θάνατο θὰ ἤμουν ἄχρηστευμενη.

Συνέπεσε τότε νὰ φέρουν στὸ Αἴγιο γιὰ προσκύνημα στὴν Ἁγία Ἄννα τοῦ Συνοικισμοῦ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ δεξιὸ πόδι τῆς Ἁγίας Ἄννας. Πῆγα κι ἐγὼ καὶ προσκύνησα καὶ μὲ πολλὴ συντριβὴ παρακάλεσα τὴ Μητέρα τῆς Θεοτόκου. Ἐζήτησα νὰ μὲ κάμη καλὰ κι ἔταξα νὰ βγῶ νὰ μαζέψω χρήματα καὶ νὰ πάω μία λαμπάδα μέχρι τὸ μπόι μου.

Πέρασε ἀρκετὸ διάστημα καὶ πλησίαζε ὁ καιρὸς γιὰ τὴν ἐγχείρηση. Τρεῖς ἡμέρες πρὶν ξεκινήσω εἶδα ἕνα ὄνειρο. Βρέθηκα ἔξω ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο Εὐαγγελισμός. Ἐκεῖ θὰ γινόταν ἡ ἐγχείρηση. Εἶδα ἐκεῖ μιὰ σεβαστὴ ἡλικιωμένη γυναῖκα. Στεκόταν ἔξω ἀπὸ τὴ σιδερόπορτα τοῦ Νοσοκομείου κι ἔγώ με τὴ βαλίτσα στὸ χέρι ἀπὸ μέσα.

-Ποῦ πᾶς Ντίνα μου, εἶπε.

-Πάω γιὰ ἐγχείρηση Ἄννα, ἀπάντησα. Εἶχα τὴν ἰδέα ὅτι μοῦ ἦταν γνωστή.

-Νὰ σηκωθῇς νὰ φύγῃς καὶ νὰ πᾶς στὸ σπίτι σου, γιατὶ ὁ ἄνδρας σου κλαίει. Ἡ ἐξέτασή σου θὰ εἶναι ἀρνητική.

Τὸ ὄνειρό μου αὐτὸ τὸ ἐξήγησα σὰν ἐπίσκεψη τῆς Ἁγίας Ἄννας ποὺ εἶχα παρακαλέσει.

Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες στὸν Εὐαγγελισμό, μοῦ ἔκαμαν τὴν ἀξονικὴ τομογραφία. Ὁ κρανιολόγος καθηγητὴς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κ. Καρβούνης βρέθηκε πρὸ ἐκπλήξεως.

-Κυρά μου κάποιον Ἅγιο ἔχεις καὶ νὰ πᾶς νὰ τὸν εὐχαριστήσῃς. Δὲν φαίνεται σὲ τούτη τὴν ἐξέταση τίποτε. Καλὰ τὸ αἱμάτωμα, μπορεῖ νὰ ὑποθέση κανεὶς ὅτι τὸ ἀπορρόφησε ὁ ὀργανισμός, ἡ οὐλὴ (γούβα) ὅμως τί ἔγινε; Εἶναι θαυμαστό. Ἐγὼ ὅμως ἐγνώριζα τί ἔγινε, τὸ πῆρε τὸ χέρι τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἀπὸ τότε εἶμαι καλὰ στὴν ὑγεία μου καὶ πάντα προσπαθῶ νὰ εὑρίσκω τρόπους γιὰ νὰ ἐκφράσω τὴν εὐγνωμοσύνη μου».