Τὰ ἅγια Νήπια (περίπου 14.000) ποὺ ἐσφάγισαν μὲ διαταγὴ τοῦ Ἡρῴδη
Ὅταν οἱ Μάγοι δὲν ἐπέστρεψαν στὸν Ἡρῴδη νὰ τοῦ ποῦν ποῦ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ πονηρὸς αὐτὸς βασιλιὰς μηχανεύθηκε ἄλλο σχέδιο γιὰ νὰ ἐξοντώσει τὸ Θεῖο Βρέφος.Εἶχε ἀκούσει ὅτι, σύμφωνα μὲ τὶς Γραφές, τόπος γέννησης τοῦ Χριστοῦ θὰ ἦταν ἡ Βηθλεέμ. Ἐπειδὴ ὅμως δὲ γνώριζε ποιὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, ἂν βρισκόταν μέσα στὴ Βηθλεὲμ ἢ στὰ περίχωρά της καὶ ἐπειδὴ συμπέρανε ὅτι τὸ παιδὶ θὰ ἦταν κάτω ἀπὸ δυὸ χρονῶν, ἔδωσε διαταγὴ νὰ σφαγοῦν ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῶν περιχώρων της, μέχρι τῆς ἡλικίας τῶν δυὸ ἐτῶν. Ἡ σφαγὴ ἔγινε ξαφνικά, ὥστε νὰ μὴ μπορέσουν οἱ οἰκογένειες νὰ ἀπομακρυνθοῦν μὲ τὰ βρέφη τους. Καὶ οἱ δυστυχισμένες μητέρες εἶδαν νὰ σφάζονται τὰ παιδιὰ τοὺς μέσα στις ἴδιες τὶς ἀγκαλιές τους. Ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία, πολὺ σωστὰ ἀνακήρυξε Ἅγια τὰ σφαγιασθέντα αὐτὰ παιδιά, διότι πέθαναν σὲ μία ἀθῴα ἡλικία καὶ ὑπῆρξαν κατὰ κάποιο τρόπο οἱ πρῶτοι μάρτυρες τοῦ χριστιανισμοῦ. Μπορεῖ βέβαια νὰ μὴ βαπτίσθηκαν ἐν ὕδατι, βαπτίσθηκαν ὅμως, μέσα στὸ ἴδιο εὐλογημένο αἷμα τοῦ μαρτυρίου τους.
Αὐτὴν τὴν ἡμέρα ἡ Ἐκκλησία μας ὅρισε νὰ γιορτάζουμε τὴν μνήμη ὅλων τῶν χριστιανῶν, ποὺ μαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ὀνόματά τους δὲν μᾶς εἶναι γνωστά. Ἡ γιορτὴ αὐτὴ μᾶς διδάσκει, ὅτι τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ὅμοιο μὲ τοῦ ἀνθρώπου. Διότι οἱ ἄνθρωποι, συνήθως δοξάζουν καὶ τιμοῦν αὐτοὺς ποὺ γίνονται γνωστοὶ καὶ διάσημοι, ἐνῷ ὁ Θεὸς βλέπει γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους, διάσημους καὶ ἄσημους, ἀρκεῖ ὅλοι νὰ πράττουν εὐσυνείδητα τὸ θέλημά του. Ἔτσι καὶ ὁ μικρότερος τῶν χριστιανῶν αὐτῶν, θὰ λάμψει ἀσύγκριτα περισσότερο ἀπὸ τοὺς πιὸ φαντασμένους καὶ ἀστραφτεροὺς βασιλεῖς τῆς γῆς, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα τῆς τελικῆς δικαίωσης.
Πέτυχε στὴ ζωή του διότι μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ κατάλαβε ὅτι οἱ κοσμικὲς λαμπρότητες φαίνονται καὶ ἀφανίζονται ὅπως τὰ ἄνθη. Καὶ εἶχε τὴν πεποίθεση ὅτι ζωὴ ἀληθινὴ καὶ κερδισμένη εἶναι μόνο ἐκείνη, ποὺ ἀφιερώνεται στὴν ὑπηρεσία τοῦ καλοῦ, ἐπάνω στὸ δρόμο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Μάρκελλος ἔζησε τὸν 5ο αἰῶνα, ἐπὶ πατριαρχείας Γενναδίου τοῦ Α´ (458-471) καὶ βασιλέως τοῦ Λέοντα Α´ τοῦ Μακέλλη. Ἡ καταγωγὴ τοῦ Μάρκελλου ἦταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ἡ οἰκογένειά του ἦταν ἀρκετὰ πλούσια. Ἐπειδὴ οἱ γονεῖς του ἀγαποῦσαν τὰ γράμματα, στόλισαν τὸ γιό τους μὲ πολλὴ παιδεία. Ἀλλ᾿ ἡ καρδιὰ τοῦ νέου, εἶχε μέσα της ζωηρὴ καὶ ἀκοίμητη τὴν φλόγα τῆς εὐσέβειας. Τὰ κοσμικὰ ἀξιώματα δὲν τὸν ἐνδιέφεραν. Μὲ τέτοιες διαθέσεις πῆγε στὴν Ἔφεσο, ὅπου μπῆκε σὲ μοναστήρι καὶ ἔγινε μοναχός. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴ Μονὴ Ἀκοίμητων, ὅπου ἡγούμενος ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος. Ἐκεῖ, γρήγορα διακρίθηκε γιὰ τὶς ἀρετές του καὶ ἀγαπήθηκε πολὺ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Μονῆς, γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη ποὺ διατηροῦσε, ἂν καὶ ἦταν ἄνθρωπος μελέτης καὶ μεγάλης διανοητικῆς ἀξίας. Ἀφοῦ πέθανε ὁ ἡγούμενος Ἀλέξανδρος καὶ ὕστερα ὁ διάδοχός του Ἰάκωβος, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐκτίμηση τῶν ἀδελφῶν, ἀνέδειξε ἡγούμενο τὸν Μάρκελλο. Ἡ διοίκησή του ἦταν ἄριστη. Σύμφωνα μὲ ἄλλη γνώμη, τὴ μονὴ Ἀκοιμήτων εἶχε κτίσει αὐτὸς ὁ Ὅσιος Μάρκελλος, πιθανῶς στὴ θέση τοῦ σημερινοῦ Τσιμπουκλί. Ἔτσι μὲ αὐτὴν τὴ θεία καὶ ὁσία ζωή του κοιμήθηκε καὶ ἀναπαύτηκε ὁ Μάρκελλος στὴ Μονή του.
Ἦταν Σκύθης καὶ ὑπηρέτης τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτη, στὴ Μονὴ τοῦ ὁποίου ὁ Θαδδαῖος ἔγινε μοναχὸς καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση. Κάποτε λοιπόν, ὅταν συνόδευε στ᾿ ἀνάκτορα τὸν ἡγούμενό του Θεόδωρο, ἤλεγξε τὸν βασιλιὰ Μιχαὴλ (820-829) (ὁ Μ. Γαλανὸς ἀναφέρει τὸν Λέοντα τὸν Ε´) μπροστὰ στὴ σύγκλητο γιὰ τὴν ἀσέβειά του ἀπέναντι στὶς ἱερὲς εἰκόνες. Τότε ὁ Βασιλιὰς τὸν ἐξανάγκαζε νὰ ποδοπατήσει τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, πρᾶγμα ποὺ ὁ Ὅσιος ὄχι μόνο δὲν ἔπραξε, ἀλλὰ ἀποκάλεσε τὸν βασιλιᾶ πληρωμένο τύραννο καὶ ἀκάθαρτο. Τότε βασανίστηκε σκληρά, σύρθηκε ἀπὸ τὰ πόδια στοὺς δρόμους τῆς πόλης, ὁπότε μετὰ τρεῖς μέρες πέθανε.
Ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα
«πλησίον τοῦ Χαλκοῦ Τετραπύλου».
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὁ δὲ Ἅγιος Νικόδημος, ἀναφέρει ὅτι πέθανε ἀπὸ ὑδρωπικία καὶ ὅτι στὸν Εὐεργετινὸ ὑπάρχει ἀπόφθεγμά του.
Στὸν Κώδικα 1578 τῶν Παρισίων, ὁ Ἀθηνόδωρος συνοδεύεται καὶ ἀπὸ ἄλλους ὁσίους πατέρες, τοὺς Βαβύλα καὶ Βενιαμίν. Πάντως ἦταν ἀσκητής, (ἄγνωστο πού) καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἐπίσκοπος Νικομήδειας ποιητὴς ᾀσματικῶν Κανόνων καὶ Τροπαρίων
Ἔζησε στὴ θορυβώδη καὶ μεγάλη γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἐποχὴ τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου (857-891), μὲ τὸν ὁποῖο καὶ διατηροῦσε ἀλληλογραφία. Σύνθεσε δυὸ ἐγκώμια στὴ γιορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου καὶ μελοποίησε τὴν Ἀκολουθία τους. Μελοποίησε ἐπίσης τὸν προεόρτιο Κανόνα στὸν Εὐαγγελισμό, καθὼς καὶ ἄλλους Κανόνες στὴ Θεοτόκο. Συνέγραψε μάλιστα καὶ πανηγυρικοὺς λόγους, ὅπως στὰ Εἰσόδια, στὴ σύλληψη τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ στὸ «Εἰστήκεισαν παρὰ τῷ Σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ». (Στοιχεῖα τῆς βιογραφίας του συγχέονται μ᾿ αὐτὰ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἐπισκ. Ἀμάστριδος, κυρίως ὅσον ἀφορᾷ τὴν ποίηση τῶν ᾀσματικῶν Κανόνων. Ἴσως βέβαια, νὰ συμβαίνει καὶ τὸ ἀντίθετο).