Ὁ Ἅγιος Στέφανος ὁ Πρωτομάρτυρας καὶ Ἀρχιδιάκονος
Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ διακεκριμένους μεταξὺ τῶν ἑπτὰ διακόνων, ποὺ ἐξέλεξαν οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ γιὰ νὰ ἐπιστατοῦν στὶς κοινὲς τράπεζες τῶν ἀδελφῶν, ὥστε νὰ μὴ γίνονται λάθη. Ἂν καὶ κουραστικὴ ἡ εὐθύνη τοῦ ἐπιστάτη γιὰ τόσους ἀδελφούς, παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ Στέφανος ἔβρισκε καιρὸ καὶ δύναμη γιὰ νὰ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅπως ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή, «Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ». Δηλαδὴ ὁ Στέφανος, ποὺ ἦταν γεμάτος πίστη καὶ χάρισμα εὐγλωττίας δυνατό, ἔκανε μεταξὺ τοῦ λαοῦ μεγάλα θαύματα, ποὺ προκαλοῦσαν κατάπληξη καὶ ἀποδείκνυαν τὴν ἀλήθεια τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος. Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως, καθὼς ἦταν προκατειλημμένοι, ἐξαπέλυσαν συκοφάντες ἀνάμεσα στὸ λαό, ποὺ διέδιδαν ὅτι ἄκουσαν τὸ Στέφανο νὰ βλασφημεῖ τὸ Μωϋσῆ καὶ τὸ Θεό. Μὲ ἀφορμὴ λοιπὸν αὐτὲς τὶς συκοφαντίες, ποὺ οἱ ἴδιοι εἶχαν ἐνσπείρει, ἅρπαξαν μὲ μῖσος τὸ Στέφανο καὶ τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸ Συνέδριο, τάχα γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ. Ἡ ἀπολογία τοῦ Στεφάνου ὑπῆρξε πρότυπο τόλμης καὶ θάῤῥους. Χωρὶς νὰ φοβηθεῖ καθόλου, ἐξαπέλυσε λόγια-κεραυνοὺς ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων. Καὶ ἀπὸ ὑπόδικος, ὀρθώθηκε θυελλώδης ἐλεγκτὴς καὶ κατήγορος. Τότε, ἀκράτητοι ἀπὸ τὸ μῖσος οἱ Ἰουδαῖοι, τὸν ἔσυραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου τὸν θανάτωσαν μὲ λιθοβολισμό. Ἐκεῖ φάνηκε καὶ ἡ μεγάλη συγχωρητικότητα τοῦ Στεφάνου πρὸς τοὺς ἐχθρούς του μὲ τὴν φράση του, «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Κύριε, μὴ λογαριάσεις σ᾿ αὐτοὺς τὴν ἁμαρτία αὐτή.
Ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωανᾶ, ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, καὶ ὑπῆρξε μαθητὴς μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Θεοφάνη, στὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Σάββα. Στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Λέοντα τοῦ Ε´ ἦλθαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ καὶ οἱ δυὸ γιὰ τὸ ζήτημα τῶν ἁγίων εἰκόνων, περιορίστηκαν σὲ κάποια Μονὴ στὸ Στόμιο τῆς Μαύρης Θάλασσας. Ὁ βασιλιὰς Μιχαὴλ ὁ Τραυλὸς τοὺς ἐπανέφερε, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν θέλησαν νὰ ἐξαγοράσουν τὴν ἡσυχία τους μὲ ἀδιαφορία στὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα καὶ νὰ νεκρώσουν τὶς ἱερὲς πεποιθήσεις τους. Γι᾿ αὐτὸ ἐκδήλωσαν μὲ θάῤῥος τὰ φρονήματά τους καὶ ἔτσι πάλι περιορίστηκαν ἀπὸ τὸν βασιλιά, σὲ κάποιο τόπο κοντὰ στὸ Σωσθένιο. Ἀργότερα ἐπὶ Θεοφίλου τοῦ Εἰκονομάχου, στάλθηκαν στὴν Ἀφουσία. Ἂν καὶ ἐκεῖ εἶχαν μείνει πολλὰ χρόνια καὶ εἶχαν αὐστηρὴ ἐπιτήρηση, αὐτοὶ ἐξακολουθοῦσαν νὰ φωνάζουν κατὰ τῆς εἰκονομαχίας. Τότε ὁ Θεόφιλος, γεμάτος θυμό, τοὺς ἔφερε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου τοὺς μαστίγωσε ἀνελέητα. Καὶ κατόπιν χάραξε στὰ μέτωπά τους μὲ πυρακτωμένο σίδερο, δώδεκα στίχους γιὰ νὰ τοὺς στιγματίσει. Ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν αἰτία ὀνομάστηκαν καὶ οἱ δυὸ Γραπτοί. Ἐπὶ δὲ τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Ζ´ (836 ἢ 837), ἐξορίστηκαν πάλι στὴν Ἀπάμεια τῆς Βιθυνίας, ὅπου ὁ Θεόδωρος πέθανε καὶ τάφηκε ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Θεοφάνη. Ἀργότερα τὸ λείψανό του μεταφέρθηκε στὴ Χαλκηδόνα. Ὁ ἑορτασμός του μᾶς ὑπενθυμίζει πόσους ἀγῶνες κίνησαν οἱ πιστοί, γιὰ νὰ διαφυλαχτεῖ ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία καὶ λατρεία. Καὶ γιὰ τ᾿ ἀδέλφια δίνει λαμπρὸ μάθημα, γιὰ τὸ ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα συγκινητικότερο καὶ τιμητικότερο, ἀπὸ τὸ νὰ ζοῦν ἀφοσιωμένοι μέχρι θανάτου γιὰ τὴν νίκη τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Α´ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦταν γέννημα καὶ θρέμμα τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Βασιλιᾶ Κωνσταντίνου Δ´ τοῦ Πωγωνάτου (668-685). Λόγω τῆς μεγάλης του ἀρετῆς καὶ εὐλαβείας, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ κατόπιν ἔγινε σύγκελλος καὶ σκευοφύλακας αὐτῆς. Ἐπειδὴ δὲ ὁ τότε Πατριάρχης Κωνσταντῖνος πέθανε, ἀπὸ τὸν βασιλιὰ καὶ τὴν σύγκλητο, ἀναγκάστηκε νὰ χειροτονηθεῖ Πατριάρχης ὁ Θεόδωρος. Θεάρεστα ἀφοῦ διακυβέρνησε τὴν Ἐκκλησία γιὰ δυὸ χρόνια καὶ τρεῖς μῆνες, ἀπομακρύνθηκε τοῦ θρόνου (678) ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Κωνσταντίνο Πωγωνᾶτο. Ἡ ἀπομάκρυνση αὐτὴ δὲν μάρανε τὸν θεῖο ζῆλο τοῦ Πατριάρχη Θεοδώρου καὶ ἀφοῦ πέρασε τὸ ὑπόλοιπό της ζωῆς του ἐπίσης θεάρεστα, ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Ἄλλες Συναξαριακὲς πηγὲς ἀναφέρουν, ὅτι ὁ Ἁγ. Θεόδωρος, ἐπανῆλθε στὸν θρόνο του μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατρ. Γεωργίου Α´ καὶ πατριάρχευσε ἀπὸ τὸ 683 ἕως τὸ 686).
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Μᾶλλον εἶναι ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Βαθέος Ῥύακος στὴν Τρίγλια.
Ὁ Ἅγιος Μαυρίκιος, ὁ γιός του Φωτεινὸς καὶ οἱ Ἅγιοι 70 Μάρτυρες
Αὐτοὶ μαρτύρησαν στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μαξιμιανοῦ (286-305) καὶ ἦταν στρατιῶτες ποὺ διέμεναν στὴν Ἀπάμεια τῆς Βιθυνίας τοῦ Πόντου. Ὅταν πέρασε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Μαξιμιανός, καταγγέλθηκαν ὅτι ἦταν χριστιανοί. Ὅταν τοὺς κάλεσε ὁ βασιλιάς, οἱ Ἅγιοι ὁμολόγησαν καὶ μπροστά του ὅτι ἦταν χριστιανοὶ καὶ ἀμέσως τότε τοὺς ἀφαιρέθηκαν οἱ στρατιωτικὲς ζῶνες καὶ τοὺς ἔριξαν στὴ φυλακή. Ὅταν μετὰ τρεῖς μέρες ῥωτήθηκαν καὶ πάλι, ἔμειναν ἀμετάθετοι στὸ φρόνημά τους καὶ ἔτσι τοὺς κρέμασαν καὶ τοὺς ξέσχισαν τὶς πλευρές. Ὁ δὲ Μαξιμιανός, γιὰ νὰ κάνει πικρότερο τὸ μαρτύριο τοῦ Μαυρικίου, ἀποκεφάλισε μπροστά του τὸν γιό του Φωτεινό. Αὐτοὺς δέ, τοὺς πῆγε σὲ τόπο μὲ βρώμικα βαλτόνερα, ὅπου τοὺς ἔδεσε γυμνοὺς σὲ πασσάλους καὶ τοὺς ἄλειψε μὲ μέλι. Οἱ μάρτυρες, ἔμειναν ἔτσι δεμένοι ἐπὶ 10 ἡμέρες, τελικὰ ὅμως, ἀπὸ τὰ τσιμπήματα τῶν ἐντόμων, παρέδωσαν μαρτυρικὰ τὸ πνεῦμα τους στὸ Θεό.