Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Μεγαλομάρτυς (ἢ Φαρμακολύτρια)
Ὁ πατέρας της ἦταν Ῥωμαῖος πατρίκιος, Πραιτεξτάτος ὀνομαζόμενος καὶ ἡ μητέρα της Φαῦστα. Ἡ Ἀναστασία διακρινόταν γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ σώματος, τὴν μόρφωση, τὸ ἄμεμπτο ἦθος καὶ τὴν σωφροσύνη της. Σὲ μικρὴ ἡλικία, παντρεύτηκε ἕνα Ῥωμαῖο ἄρχοντα, τὸν Ποπλίονα. Αὐτὸς ἦταν φανατικὸς εἰδωλολάτρης καὶ μισοῦσε θανάσιμα τοὺς χριστιανούς. Ἡ Ἀναστασία, ὅμως, ὄχι. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἄργησε νὰ δεχθεῖ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ νὰ γίνει χριστιανή. Ἀλλὰ καὶ ἡ στάση της δὲν ἦταν παθητική. Ἔβαζε φτωχὰ ῥοῦχα καὶ πήγαινε στὶς φυλακές, ὅπου ἔδινε τροφὲς καὶ χρήματα στοὺς φυλακισμένους χριστιανοὺς μάρτυρες. Ὅταν ἔμαθε αὐτὸ ὁ σύζυγός της, ἐξοργισμένος τῆς εἶπε ὅτι, ἂν δὲν ἀλλάξει τὸ χριστιανικό της φρόνημα, θὰ γίνει ὁ χειρότερος ἐχθρός της. Ἡ Ἀναστασία, χωρὶς νὰ ταραχθεῖ, ἀπάντησε στὸ σύζυγό της ὅτι αὐτὰ ποὺ λέει δὲν τὴν ἐκπλήσσουν, οὔτε τὴν φοβίζουν. Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἐνημέρωσε τοὺς ἀγωνιζόμενους πιστούς Του ὅτι: «Ἐχθροί του ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ». Δηλαδή, ἐχθροί του πιστοῦ ἀνθρώπου θὰ εἶναι οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ του, ποὺ δὲ θὰ δεχθοῦν τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο φέρνει τὴν ἀληθινὴ καὶ οὐράνια εἰρήνη. Τότε ὁ Ποπλίων χωρὶς δισταγμὸ τὴν κατήγγειλε στὸ Διοκλητιανό. Αὐτὸς τὴν φυλάκισε καὶ κατόπιν τὴν ἐξόρισε σὲ ἕνα νησί, ὅπου ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο μέσα στὴ φωτιά.
Ἦταν ἄνθρωπος θεοσεβὴς καὶ διδάσκαλος τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώμη καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (290). Ἐπειδὴ τότε κινήθηκε διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἔπιασαν καὶ τὸν Χρυσόγονο καὶ τὸν φυλάκισαν. Ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς βρισκόταν στὴ Νίκαια, ἔμαθε ὅτι στὴ Ῥώμη ἦταν πολὺ πλῆθος χριστιανῶν φυλακισμένο, ποὺ ἂν καὶ βασανίστηκε σκληρὰ δὲν ἀρνήθηκε τὴν πίστη του, ἐπειδὴ εἶχε παρακινητὴ στὸ μαρτύριο τὸν θεῖο Χρυσόγονο. Τότε ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε νὰ θανατωθοῦν ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ δὲν θὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ τὸν Χρυσόγονο νὰ τὸν φέρουν δεμένο μπροστά του. Ὅταν λοιπὸν ὁ Χρυσόγονος παρουσιάστηκε στὸν βασιλιά, τὸ φρόνημά του δὲν κάμφθηκε οὔτε ἀπὸ κολακεῖες, οὔτε ἀπὸ φοβέρες. Ἀντίθετα μάλιστα, μὲ θάῤῥος διακήρυξε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ὅτι οἱ Θεοὶ εἶναι πλάνη τῶν ἀνθρώπων καὶ φθορὰ τῶν ψυχῶν καὶ ἀπώλεια. Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ τύραννος, διέταξε νὰ τὸν φέρουν σὲ ἔρημο τόπο καὶ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Ἔτσι ὁ μακάριος Χρυσόγονος, πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου ἀπὸ τὸν Κύριο.
Ἡ Ἁγία Θεοδότη καὶ τὰ τρία παιδιά της
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ (284-304) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Βιθυνία. Στὴ Νίκαια γνώρισε τὴν Ἁγία Ἀναστασία τὴν Φαρμακολύτρια, μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλό της Χρυσόγονο καὶ ὅλοι μαζὶ ἐπισκέπτονταν στὶς φυλακὲς τοὺς μάρτυρες χριστιανοὺς καὶ τοὺς συμπαραστέκονταν ποικιλοτρόπως. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ Διοκλητιανός, θέλησε νὰ δώσει τὴν Θεοδότη γιὰ γυναῖκα στὸν ἄρχοντα Λευκάδιο (ἢ Λευκάτιο), μὲ σκοπὸ νὰ τὴν ἑλκύσει στὴν εἰδωλολατρία. Αὐτὴ ὅμως ἀρνήθηκε καὶ παραδόθηκε στὸν ἄρχοντα Βιθυνίας ὑπατικὸ Νικήτιο, ὁ ὁποῖος τὴν ἔριξε μαζὶ μὲ τὰ τρία παιδιά της στὴ φωτιά, ὅπου βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο.
Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἐπὶ Διοκλητιανοῦ, ὅταν μαζὶ μὲ τὶς ἅγιες γυναῖκες Ἀγάπη, Εἰρήνη καὶ Χιονία, περισυνέλεξε ἀπὸ τὰ νερὰ τῆς λίμνης τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Χρυσογόνου (μνήμη τοῦ ὁποίου προαναφέραμε). (Ἐδῶ, ὁρισμένα Συναξάρια ἀναφέρουν μαζὶ καὶ τὴν μνήμη κάποιου Ἁγίου Εὐτυχιανοῦ).
Μνήμη Θυρανοιξίας τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ
Πρόκειται γιὰ θυρανοίξια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολη.