Γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο καὶ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ εἶχε «πνεῦμα ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ». Δηλαδή, πνεῦμα ἀγάπης καὶ πνεῦμα ποὺ σωφρονίζει, ὥστε φρόνιμα καὶ συνετὰ νὰ κυβερνᾷ τὸν ἑαυτό του, ἀποφεύγοντας κάθε ἠθικὴ παρεκτροπή, διατηρῶντας τὴν ἁγνότητα, ἀλλὰ συγχρόνως παραδειγμάτιζε καὶ τοὺς συνανθρώπους του. Καὶ αὐτὸ τὸ ἀπέδειξε ἀκόμα περισσότερο, ὅταν μεγάλωσε. Ἀφοῦ διαμοίρασε τὴν κληρονομιά του στοὺς φτωχούς, ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ γέμιζε τὸ χρόνο του μὲ προσευχή, μελέτη καὶ ἀγαθοεργίες. Σὲ κάθε κουρασμένο ὁδοιπόρο ποὺ περνοῦσε ἀπὸ τὸ κελί του, πρόσφερε ἀνάπαυση καὶ φιλοξενία. Ἀλλὰ ἐκμεταλλευόμενος τὴν εὐκαιρία τοῦ παρεῖχε μὲ διάκριση καὶ πνευματικὲς ὁδηγίες καὶ συμβουλές, χρήσιμες γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Ἔτσι, ἡ φήμη τοῦ Παταπίου ἐξαπλώθηκε γρήγορα καὶ κάθε μέρα πολλοὶ ἔφθαναν στὸ κελί του γιὰ νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὰ χείλη του ἐπωφελῆ διδασκαλία. Μετὰ ἀπὸ καιρό, ὁ Πατάπιος πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ, θέλοντας νὰ μείνει ἄγνωστος, ἐξέλεξε ἕνα ἡσυχαστήριο στὶς Βλαχερνές. Ὅμως, ἡ ταπεινὴ καὶ καθαρὴ ζωὴ τοῦ Παταπίου, τὸν ἀξίωσε νὰ θαυματουργεῖ. Ἔτσι καὶ πάλι ἔγινε γνωστὸς καὶ πέθανε θεραπεύοντας ἀῤῥώστους.
Οἱ Ἅγιοι Σωσθένης, Κηφᾶς, Ἀπολλώς, Τυχικός, Καῖσαρ καὶ Ἐπαφρόδιτος οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τῶν 70
Ὁ Σωσθένης ἀναδείχτηκε ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Κολοφῶνος στὴν Ἰωνία, καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν διδακτικότητα καὶ τὴν αὐταπάρνησή του. Ὑπῆρξε συνεργάτης τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ χαρακτηριστικὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Παύλου ποὺ ἔτρεφε πρὸς τὸν Σωσθένη εἶναι ὅτι, στὴν Α´ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολήν του, ὀνομάζει αὐτὸν συστρατιώτη του. Ὁ Ἀπολλὼς ἦταν λόγιος ἄνδρας τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ προικισμένος μὲ πολλὴ δύναμη λόγου καὶ γνώση τῶν Γραφῶν. Στὴν ἀρχὴ γνώριζε μόνο τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη, κατόπιν ὅμως πληροφορήθηκε ἀκριβέστερα σχετικῶς μὲ τὴν ἀνθρώπινη σωτηρία διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὸν Ἀκύλα καὶ τὴν σύζυγό του Πρίσκιλλα. Ὁ Ἀπολλὼς κήρυξε θαῤῥαλέα μέσα στὴ συναγωγὴ τῆς Ἐφέσου καὶ ὕστερα πῆγε στὴν Κόρινθο καὶ τὴν ὑπόλοιπη Ἀχαΐα. Τέλος διετέλεσε ἐπίσκοπος Καισαρείας. Τὸν Τυχικὸ ἀποκαλεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀγαπητὸ ἀδελφὸ καὶ διάκονον ἐν Κυρίῳ, τὸν ὁποῖο ἔστειλε στοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου, γιὰ νὰ τὸν κάνει γνωστὸ σ᾿ αὐτοὺς καὶ νὰ παρηγορήσει τὶς καρδιές τους. Ὁ Ἐπαφρόδιτος ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν Ἀπ. Παῦλο ἀδελφὸς καὶ συνεργὸς καὶ συστρατιώτης του καὶ ἐπετέλεσε τὰ ἀποστολικά του καθήκοντα στοὺς Φιλιππησίους. Αὐτὸς μετὰ τὸν Σωσθένη, ἀνέλαβε τὴν ἐπισκοπὴ Κολοφῶνος. Ὁ δὲ Καίσαρας ἀναφέρεται μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀπ. Παύλου καὶ φέρεται ὅτι χρημάτισε ἐπίσκοπος Κορώνης στὴν Πελοπόννησο. Γιὰ τὸν Κηφᾶ δὲν διασῴζονται βιογραφικά του στοιχεῖα. (Ὁρισμένα Συναξάρια, λανθασμένα ἀναφέρουν ἐδῶ καὶ τὴν μνήμη τοῦ ἀπ. Ὀνησιφόρου σὰν ἐπισκόπου Κορώνης (;). Αὐτὸς ὅμως ἑορτάζει 7 Σεπτεμβρίου καὶ ὑπῆρξε ἐπίσκοπος Κολοφῶνος Μ. Ἀσίας).
Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ἐπίσκοπος Κύπρου καὶ Δαμιανὸς ἐπίσκοπος Κύπρου
Ὁ Σωφρόνιος καταγόταν ἀπὸ τὴν μεγαλόνησο Κύπρο καὶ ἦταν γιὸς εὐλαβῶν γονέων χριστιανῶν. Διακρινόταν γιὰ τὴν πολυμάθειά του καὶ τὴν εὐφυΐα του. Ἔγινε τόσο εὐλαβὴς καὶ ἐνάρετος, ὥστε τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς μὲ πολλὰ χαρίσματα καὶ ἰδιαίτερα νὰ θαυματουργεῖ. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἐπισκόπου Κύπρου Δαμιανοῦ, μὲ ὁμόφωνη γνώμη κλήρου καὶ λαοῦ, Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου ἔγινε ὁ Σωφρόνιος. Μετὰ τὴν χειροτονία του, ἔλαβε μεγάλη πρόνοια γιὰ τοὺς φτωχούς, τὰ ὀρφανά, τοὺς ἀναπήρους καὶ τοὺς γέροντες. Ἔτσι θεάρεστα ἀφοῦ διάνυσε τὴ ζωή του, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Καλλίστου ὡς ἑξῆς: «Μνήμη τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀέρου». Ἀνήκει πάντως στοὺς ἁγίους τῆς Σιωνίτιδος (δηλ. Ἱεροσολύμων) ἐκκλησίας, ποὺ ἔχει γραμμένη τὴν μνήμη του στὶς 8 Δεκεμβρίου.