Ἁγιολόγιον - Νοέμβριος 11


Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς «ὁ ἐν τῷ Κοτυαείῳ» ὁ Μεγαλομάρτυρας

Ἔζησε τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ. ἐπὶ Μαξιμιανοῦ καὶ Διοκλητιανοῦ. Γεννήθηκε ἀπὸ εἰδωλολάτρες γονεῖς στὴν Αἴγυπτο, ἀλλὰ ὁ Μηνᾶς ἀπὸ ἔφηβος γνώρισε τὸ Χριστὸ καὶ ἀφοσιώθηκε μὲ ὅλην του τὴν καρδιὰ σ᾿ Αὐτόν. Ὅταν ἀπολύθηκε ἀπὸ τὶς τάξεις τοῦ στρατοῦ, θέλησε νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ τόπο, ὅπου τὸ σῶμα του καὶ τὸ πνεῦμα του νὰ εἶναι ἐκτὸς κάθε εἰδωλολατρικοῦ ἐρεθίσματος. Κατέφυγε στὸ ὄρος Κοτυάειον τῆς Φρυγίας, ὅπου μαζὶ μὲ ἄλλους ζοῦσαν σὰν μία αὐτόνομη καὶ ἐλεύθερη κοινωνία Χριστοῦ. Ὅταν ὅμως ἐξεῤῥάγη ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ Μηνᾶς δὲν ἄντεξε καὶ κατέβηκε στὴν πόλη νὰ ὁμολογήσει τὸ Χριστό. Σὲ μία πανήγυρη τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅρμησε μὲ θάῤῥος καὶ ἐν μέσῳ ὅλων διακήρυξε ὅτι ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ἀμέσως ὅλοι ἔπεσαν ἐπάνω του, τὸν συνέλαβαν καὶ ὁ δικαστὴς Πυῤῥὸς τὸν ἔκρινε ἔνοχο θανάτου. Τότε ὁ Μηνᾶς ἀπάντησε: « Ὥστε δικάζομαι σὰν ἔνοχος ἐπειδὴ στὸ πανηγύρι σας διακήρυξα τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μου, χωρὶς νὰ ἀγγίξω κανένα ἀπὸ σᾶς. Τότε ἐσεῖς τί εἶσθε, ὅταν ὄχι μόνο τὴν θρησκεία μας βρίζετε, ἀλλὰ καὶ μὲ χίλια δυὸ βάσανα θανατώνετε νέους, γέρους, γυναῖκες καὶ παιδιά; Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ δικαιοσύνη σας; Αὐτὰ τὰ φῶτα σας; Αὐτὸς ὁ πολιτισμός σας; Μοῦ προτείνετε νὰ θυσιάσω στὰ εἴδωλα γιὰ νὰ διαφύγω τὸ θάνατο. Μὴ χάνετε λοιπὸν τὸν καιρό σας. Τὸ θῦμα εἶναι μπροστά σας καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη τῆς διαφυγῆς ποὺ τοῦ προτείνετε. Διότι τὸ αἷμα μου θὰ φανεῖ ἰσχυρότερο καὶ θὰ σᾶς καταπνίξει». Ἐξαγριωμένοι ἀπὸ τὴν ἀπάντηση οἱ εἰδωλολάτρες, μὲ φρικτὸ τρόπο τὸν ἀποκεφάλισαν (304 μ.Χ.).


Ὁ Ἅγιος Βίκτωρ ὁ Μεγαλομάρτυρας

Ἀνήκει στὸ μαρτυρικὸ χορό, ποὺ μὲ τὸ αἷμα τοῦ πότισε τὸ ζωηφόρο δένδρο τῆς χριστιανικῆς πίστης τὸν δεύτερο αἰῶνα μετὰ Χριστόν, ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ Ἀντωνῖνος (160). Οἱ ὑπηρεσίες του ὑπὲρ τοῦ Εὐαγγελίου, εἶχαν σὰν στάδιο τὴν Ἰταλία. Ἐκεῖ ὁ Βίκτωρ ἔτρεχε σὲ διάφορες πόλεις καὶ ἔσπερνε τὸ λόγο τῆς σωτηρίας. Συλλαμβάνεται γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκβιάζεται νὰ προσφέρει θυσία στὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν λύγισε, τοῦ ἔβγαλαν τὰ μάτια καὶ τὸν κρέμασαν μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Ἔτσι παρέδωσε τὴν γενναία καὶ ἁγία ψυχή του.


Ὁ Ἅγιος Βικέντιος ὁ Διάκονος Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μαξιμίνου καὶ ἡγεμόνα Δατιανοῦ (235). Ἦταν Διάκονος στὴν Αὐγουστόπολη (Σαραγόσα) τῆς Ἱσπανίας καὶ δίδασκε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸν ἐπίσκοπο Οὐαλέριο. Ὁ ἴδιος γεννήθηκε στὴν Οὐέσκα τῆς Ἱσπανίας. Κάποτε λοιπόν, συνελήφθη μαζὶ μὲ τὸν ἐπίσκοπο καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν ἄρχοντα Δατιανό. Αὐτὸς τοὺς ἔδεσε μὲ ἁλυσίδες καὶ ἔτσι ἁλυσοδεμένους τοὺς ἔστειλε στὴν πιὸ σκοτεινὴ φυλακὴ τῆς πόλης Βαλέντια. Ἀφοῦ πέρασαν μερικὲς μέρες, ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακὴ τὸν Βικέντιο καὶ πρόσταξε νὰ τὸν καταξεσχίσουν. Ἔπειτα τὸν κάρφωσαν ἐπάνω σ᾿ ἕνα σταυρὸ καὶ χτύπησαν δυνατὰ ὅλα του τὰ μέλη. Κατόπιν ἔκαψαν τὶς πλευρές του καὶ ἐξάρθρωσαν ὅλο τὸ σῶμα, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Ἅγιος νὰ παραδώσει τὸ πνεῦμα στὸν στεφανοδότη Θεό. Εὐλαβεῖς χριστιανοί, πῆραν τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ τὴν ἁρμόζουσα τιμή.


Ἡ Ἁγία Στεφανίδα

Ἦταν γυναῖκα ἑνὸς στρατιωτικοῦ στὴν Ἰταλία τὸ 160, ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ Ἀντωνῖνος. Στὸ μεταξὺ πέθανε ὁ ἄνδρας της καὶ ἔμεινε χήρα. Αὐτὴ λοιπόν, χριστιανὴ ἀπὸ τοὺς προγόνους της ἀκόμα, βλέποντας τὸν Ἅγιο Βίκτωρα ὅτι βασανιζόταν ὑπερβολικά, τὸν μακάρισε γιὰ τὴν ἀνδρεία του. Ἡ ἐκδήλωσή της αὐτὴ ὅμως, προκάλεσε τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τὴν ὁδήγησαν στὸν ἡγεμόνα. Ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖ ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὸν Χριστό, ἔδεσαν τὰ χέρια της στὶς κορυφὲς δυὸ δένδρων (φοινίκων), ποὺ μὲ τὴν βία λύγισαν, κατόπιν τὰ ἄφησαν ἐλεύθερα καὶ ὅπως μὲ ὁρμὴ ἐπανῆλθαν στὴν ἀρχική τους θέση, ἔσχισαν τὴν Ἁγία στὰ δυό, καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν μακαρία ψυχή της στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.


Ὁ Ἅγιος Δράκωνας

Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου. Ἀναφέρεται στὸν Κώδικα 76 τῆς Μεσσήνης, ὅπου λέγεται ὅτι ἔζησε ἐπὶ Διοκλητιανοῦ (284-304) καὶ Δεκίου, ἡγεμόνα Νικαίας, καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀραύρακα. Βλέποντας ὁ Ἅγιος τὴν ἄδικη σφαγὴ τόσων χριστιανῶν, ἀγανάκτησε καὶ παρουσιάστηκε αὐθόρμητα στὸν ἡγεμόνα Δέκιο καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ἀφοῦ, ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση, ἔβρισε τοὺς θεοὺς τῶν εἰδώλων. Τότε συνελήφθη, βασανίστηκε σκληρὰ καὶ ῥίχτηκε στὴ φυλακή. Ἐπειδὴ ὅμως συνέχισε νὰ ὁμολογεῖ τὸν Χριστό, ἀποκεφαλίστηκε.


Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Ὁμολογητὴς ἡγούμενος Μονῆς Στουδίου

Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 759 καὶ ἦταν γιὸς τοῦ Φωτεινοῦ καὶ τῆς Θεοκτίστης. Στὴν ἀνατροφή του ἄσκησε μεγάλη ἐπιῤῥοὴ ὁ θεῖος του Πλάτων, μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες μορφὲς τῆς ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Θεόδωρος ἔγινε μοναχὸς πρῶτα στὴ Μονὴ τοῦ Σακκουδίωνος (κοντὰ στὴν Προῦσα), ποὺ ἀνήγειραν οἱ γονεῖς του στὸ κτῆμα τους μὲ τὴν ὀνομασία Βοσκήτιον. Ἀργότερα ἔγινε καὶ ἡγούμενος αὐτῆς, ἀφοῦ ἀποσύρθηκε ὁ θεῖος του Πλάτων λόγω γήρατος. Γιὰ τὴν ἀντίστασή του ὁ Θεόδωρος, στὸ γάμο τοῦ βασιλιᾶ Κωνσταντίνου ΣΤ´ μὲ τὴν Θεοδότη, ἐξορίστηκε στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κωνσταντίνου καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Μονὴ Στουδίου σὰν ἡγούμενος. Ἀλλὰ καὶ πάλι γιὰ τὴν ἀντίστασή του στὴν χειροτονία τοῦ Νικηφόρου ἀπὸ λαϊκὸ σὲ Πατριάρχη, ἐξορίστηκε μαζὶ μὲ τὸν θεῖο του Πλάτωνα (809). Ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἐξορία τὸ 812 στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ἐξοριστεῖ τρίτη φορὰ ἀπὸ τὸν Λέοντα τὸ Ε´, ἐπειδὴ μὲ πολὺ θάῤῥος ὑπερασπίστηκε τὶς ἱερὲς εἰκόνες καὶ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα. Πέθανε στὴν ἐξορία τὸ 826 σὲ ἡλικία 67 ἐτῶν, στὴ χερσόνησο τοῦ Ἀκρίτα τοῦ Ἁγίου Τρύφωνα. Τὸ δὲ σῶμα του μετακομίστηκε στὴν Πριγκιπόνησο, ὅπου καὶ ἐτάφη. Ὕστερα δέ, ἐπὶ Πατριάρχου Μεθοδίου, τὸ 844 ἀνακομίστηκε στὴ βασιλεύουσα, μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τοῦ ἀδελφοῦ του Ἰωσὴφ τοῦ Θεσσαλονίκης καὶ ἐτάφη στὴ Μονὴ Στουδίου.


Ὁ Ἅγιος Μάξιμος «ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός» καὶ θαυματουργός

Ἀπὸ τὴν Μόσχα (Ρῶσος, + 1434 μ.Χ.).


Ὁ Ἅγιος Ἄβιβος ἐπίσκοπος Γεωργίας, Ἱερομάρτυρας (6ος αἰ)