Ἁγιολόγιον - Νοέμβριος 1


Οἱ Ἅγιοι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός, οἱ Ἀνάργυροι καὶ θαυματουργοί

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀσία. Οἱ γονεῖς τους ἦταν ἄριστο πρότυπο χριστιανῶν συζύγων. Ὅταν ἡ μητέρα τους Θεοδότη ἔμεινε χήρα, ἀφιέρωσε κάθε προσπάθειά της στὴ χριστιανικὴ ἀνατροφὴ τῶν δυὸ παιδιῶν της, Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ. Τοὺς δυὸ ἀδελφοὺς διέκρινε μεγάλη εὐφυΐα καὶ ἐπιμέλεια, γι᾿ αὐτὸ καὶ σπούδασαν πολλὲς ἐπιστῆμες. Ἰδιαίτερα, ὅμως, ἐπιδόθηκαν στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, τὴν ὁποία ἐξασκοῦσαν σὰν διακονία φιλανθρωπίας πρὸς τὸν πλησίον. Θεράπευαν τὶς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἰδιαίτερα τῶν φτωχῶν, χωρὶς νὰ παίρνουν χρήματα, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκαν Ἀνάργυροι. Πολλοὶ ἀσθενεῖς ποὺ θεραπεύθηκαν ἤθελαν νὰ τοὺς εὐχαριστήσουν. Ἀλλὰ αὐτοὶ δὲ δέχονταν τὶς εὐχαριστίες καὶ ἀπαντοῦσαν μὲ τὸν ὀρθὸ λόγο τῆς ἁγίας Γραφῆς: «Ἡ εὐλογία καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ ἰσχὺς τῷ Θεῷ ἡμῶν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Δηλαδή, ὅλος ὁ ὕμνος καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δύναμη καὶ ἡ ἰσχύς, ἀνήκει στὸ Θεό μας στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἔτσι ταπεινὰ ἀφοῦ διακόνησαν σὲ ὅλη τους τὴ ζωὴ τὸν πλησίον, πέθαναν εἰρηνικὰ καὶ ἐτάφησαν στὴν τοποθεσία Φερεμά.


Οἱ Ἁγίες Κυριαίνα καὶ Ἰουλιανὴ

Εἶχαν ἀφοσιωθεῖ καὶ οἱ δυὸ σὲ ἔργα φιλάνθρωπα, χριστιανικῆς φιλαδελφίας. Ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ διωγμοῦ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἐπὶ Διοκλητιανοῦ. Ἡ Κυριαίνα εἶχε πατρίδα τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ ἡ Ἰουλιανὴ τὴν πόλη Ῥῶσο ἐπίσης τῆς Κιλικίας. Οἱ δραστηριότητες τῶν δυὸ ἁγίων γυναικῶν ἦταν νὰ φροντίζουν ὀρφανά, νὰ παρηγοροῦν φτωχὲς χῆρες καὶ νὰ παρέχουν ἀφιλοκερδῶς τὶς περιποιήσεις τους στοὺς ἀῤῥώστους. Ἤξεραν λίγα γράμματα, ἀλλ᾿ εἶχαν πολὺ ζῆλο καὶ ἔβρισκαν πάντοτε τρόπο νὰ στηρίζουν τὴν πίστη τῶν δοκιμαζόμενων ἀπὸ τὴν φτώχεια, ἢ ἀπὸ τὴν ἀδικία, ἢ ἀπὸ κάποιο ἄλλο βιοτικὸ ἄνεμο. Πολλὲς φορὲς μάλιστα εἶχαν μπορέσει νὰ φέρουν στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ψυχὲς εἰδωλολατρισσῶν, ποὺ ψάρευαν μὲ τὸ δίχτυ τῆς Εὐαγγελικῆς ὑπομονῆς καὶ ἀγαθότητας. Συνελήφθησαν ὅμως καὶ βασανίστηκαν σκληρά, χωρὶς νὰ παρατήσουν τὸ θησαυρὸ τῆς πίστης τους. Καὶ πέθαναν ἀφοῦ τὶς ἔριξαν μέσα στὴ φωτιά, καὶ ὑπέστησαν τὸν τρομερὸ αὐτὸ θάνατο μὲ θαυμαστὴ καρτερία καὶ αὐταπάρνηση.


Οἱ Ἅγιοι Καισάριος, Δάσιος, καὶ ἄλλοι πέντε Μάρτυρες, Σάββας, Σαβινιανός, Ἀγρίππας, Ἀδριανὸς καὶ Θωμᾶς τὸ νήπιο

Συνελήφθησαν στὴ Δαμασκὸ καὶ τιμωρήθηκαν μὲ διάφορα βασανιστήρια γιὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἀρνήθηκαν τὴν χριστιανική τους πίστη, ὅλοι ἔλαβαν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.


Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης ὁ Ἐπίσκοπος καὶ Ἰάκωβος ὁ Πρεσβύτερος

Οἱ Ἱερομάρτυρες αὐτοὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ τῶν Περσῶν Σαβωρίου (332) καὶ δίδασκαν στοὺς εὐσεβεῖς τὸ λόγο τῆς ἀληθινῆς πίστης καὶ πολλοὺς κατόρθωναν νὰ προσελκύουν σ᾿ αὐτή. Ὁπότε συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν Σαβώριο καὶ ἀφοῦ πρῶτα ὑποβλήθηκαν σὲ σκληρὰ βασανιστήρια, στὸ τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι πῆραν τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.


Ὁ Ἅγιος Ἑρμινίγγελδος (ἢ Ἐμηνίγγιλδος)

Ἄνηκε στὴ φυλὴ τῶν Οὐισιγότθων, μεταξὺ τῶν ὁποίων, ὅπως εἶναι γνωστό, εἶχε διαδοθεῖ ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, κατακτώντας καὶ αὐτοὺς τοὺς ἀρχηγούς τους. Ὁ Ἑρμινίγγελδος, ποὺ εἶχε διδαχθεῖ τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ ἕνα Ἐπίσκοπο ὀρθόδοξο, τὸν Λέανδρο, σ᾿ ἕνα ταξίδι του, ἐπέστρεψε στὴν πατρική του σκηνὴ μὲ ὀρθόδοξο φρόνημα. Ὁ πατέρας του δὲν ἄργησε νὰ μάθει, ὅτι ὁ γιός του ἀπέῤῥιψε τὶς δοξασίες τοῦ Ἀρείου καὶ προσπάθησε μὲ παρακλήσεις καὶ ἀπειλὲς νὰ τὸν ἐπαναφέρει σ᾿ αὐτές. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὸ κατόρθωσε, τὸν κατάγγειλε ὁ ἴδιος καὶ προκάλεσε τὴν φυλάκισή του. Ὁ Ἑρμινίγγελδος, ἂν καὶ σκληρὰ βασανίστηκε στὴ φυλακή, ἔμεινε σταθερὸς στὴν Ὀρθοδοξία. Διατάχθηκε τότε ὁ φόνος του. Στρατιῶτες τότε, πῆγαν στὴ φυλακή, ὅπου ἦταν σιδηροδέσμιος ὁ Ἅγιος καὶ γονατιστὸς προσευχόταν, καὶ τὸν θανάτωσαν μὲ τὶς λόγχες τους (585 μ.Χ.).


Οἱ Ἅγιοι Κυπριανὸς καὶ Ἰουλιανὴ

Μαρτύρησαν διὰ πυρός. (Μᾶλλον πρόκειται γιὰ τὶς πιὸ πάνω Ἁγίες τῆς αὐτῆς ἡμέρας Κυριαίνης καὶ Ἰουλιανῆς καὶ ἡ Κυριαίνα, ἀπὸ λάθος ἀντιγραφή, ἔγινε Κυπριανός).


Ἡ Ἁγία Θεολήπτη

Ἐντελῶς ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές. Γιὰ τὴν Ἁγία αὐτὴ γίνεται λόγος στὸν Παρισινὸ Κώδικα 259 φ. 2α, ὅπου ὑπάρχει καὶ στιχηρὸ τροπάριό της. Ἀπ᾿ αὐτὸ συμπεραίνουμε ὅτι, βασανίστηκε ἀπὸ τὸν τύραννο, ῥίχτηκε στὴ φυλακὴ καὶ κατὰ πᾶσα πιθανότητα πέθανε μαρτυρικά.


Οἱ Ἅγιοι Ἰάκωβος ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας ἀπὸ τὴν Καστοριὰ καὶ οἱ δυὸ μαθητές του, Ἰάκωβος ὁ Διάκονος καὶ Διονύσιος ὁ Μοναχός

Ὁ Ἰάκωβος γεννήθηκε σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Καστοριᾶς (Κορησός), ἀπὸ χριστιανοὺς γονεῖς, τὸν Μαρτίνο καὶ τὴν Παρασκευή. Ἔγινε βοσκὸς προβάτων καὶ ἀπόκτησε ἀρκετὸ πλοῦτο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν φθονήσει ὁ ἀδελφός του, ποὺ τὸν διέβαλε στὸν κριτή, ὅτι δῆθεν βρῆκε θησαυρό. Γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὸν φθόνο τοῦ ἀδελφοῦ του ὁ Ἰάκωβος, ἔφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργαζόμενος σὰν ἔμπορος προβάτων ἔγινε καὶ πάλι πλούσιος. Κάποια μέρα ὅμως, πῆγε στὸν Πατριάρχη, ἐξομολογήθηκε καὶ διαμοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχούς, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ Δοχειαρίου. Κατόπιν πῆγε στὴ Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων, ὅπου ἡσύχαζε ὑποτασσόμενος σὲ κάποιον γέροντα Ἰγνάτιο. Ἀφοῦ ἀσκήθηκε ἀρκετὰ στὶς ἀρετές, ἀναχώρησε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε στὰ ἐνδότερα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἐγκαταστάθηκε μαζὶ μὲ ἕξι μαθητές του, καὶ διακρίθηκε σὰν δάσκαλος τῆς ἀρετῆς στὴ μοναχικὴ πολιτεία. Ἀργότερα ἀναχώρησε μὲ τοὺς μαθητές του ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πῆγε στὸ Κάστρο Πέτρα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὰ Μετέωρα, ὅπου δίδαξε στοὺς ἐκεῖ Μοναχούς. Ἔπειτα πῆγε στὸ Μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Δεβέρκιστας, κοντὰ στὴ Ναύπακτο, ὅπου ζοῦσε μὲ προσευχὴ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ λοιπόν, συκοφαντήθηκε ἀπ᾿ τοὺς Τούρκους, ὅτι ἐξεγείρει τοὺς χριστιανοὺς κατὰ τῆς ἐξουσίας. Συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε μαζὶ μὲ δυὸ μαθητές του στὸν Μπέη Τρικάλων, ποὺ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακὴ γιὰ 40 μέρες. Ἀπὸ τὴν φυλακὴ αὐτή, ὁδηγήθηκε σιδηροδέσμιος μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, Ἰάκωβο διάκονο καὶ Διονύσιο μοναχό, στὸ Διδυμότειχο τῆς Θρᾴκης, ὅπου βρισκόταν ὁ Σουλτάνος Σελήμ. Ἐκεῖ ἀφοῦ τοὺς βασάνισαν φρικτά, τοὺς ἔστειλαν στὴν Ἀδριανούπολη, ὅπου ἦλθε καὶ ὁ Σουλτάνος, ὁ ὁποῖος τοὺς πίεζε νὰ ἀλλαξοπιστήσουν. Οἱ Ἅγιοι ὅμως, μὲ μία φωνὴ ἀπάντησαν: «μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ ἀρνηθῶμεν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστόν, κἂν μύρια βάσανα μᾶς παιδεύσετε». Τότε μὲ διαταγὴ τοῦ σουλτάνου, οἱ βασανιστὲς ἔξυναν μὲ σιδερένια νύχια τὶς σάρκες τους, γρονθοκοποῦσαν τὰ σαγόνια τοῦ γέροντα Ἰακώβου καὶ ἔβγαζαν λουρίδες τὸ δέρμα του ἀπὸ τὸ στῆθος, καὶ στὶς πληγές του ἔριχναν ἁλάτι καὶ ξίδι. Τοὺς δυὸ μαθητές του, τοὺς μαστίγωσαν σκληρὰ μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ οἱ τρεῖς ἦταν ἀμετακίνητοι στὴν πίστη τους, τοὺς ἀπαγχόνισαν στὶς 1-11-1520. Τὰ λείψανα τοῦ ὁσιομάρτυρα Ἰακώβου καὶ τῶν συμμαρτύρων του, βρίσκονται στὴ Μονὴ Ἁγίας Ἀναστασίας κοντὰ στὴ Θεσσαλονίκη. Βίο καὶ Ἀκολουθία τοῦ νεομάρτυρα αὐτοῦ, συνέγραψε ὁ ῥήτωρ Θεοφάνης ὁ Θεσσαλονικεύς, ποὺ ὑπῆρξε σύγχρονός του. (Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται τὴν 28η Ἰανουαρίου καὶ τὴν 2α Νοεμβρίου).


Ὁ Ὅσιος Δαβὶδ ποὺ ἀσκήτευσε στὴν Εὔβοια

Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Γαρδινίτζα, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ Ταλάντιο, τόπος παραθαλάσσιος ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Εὔβοια. Ἔζησε ὅταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ὁ Ἱερεμίας, περὶ τὸ 1519. Τὸν πατέρα του ἔλεγαν Χριστόδουλο καὶ ἦταν ἱερέας, τὴν δὲ μητέρα του Θεοδώρα. Ὁ Ὅσιος Δαβὶδ εἶχε ἄλλον ἕναν ἀδελφὸ καὶ δυὸ ἀδελφές. Ἀπὸ μικρὸς ὁ Ὅσιος ἀνεδείχθη σὲ ἐξαίσια μορφὴ καὶ ἔμαθε ἄριστα τὰ ἱερὰ γράμματα. Σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν ὑποτάχθηκε σ᾿ ἕναν ἅγιο γέροντα, τὸν Ἀκάκιο, ποὺ τὸν ἐκπαίδευσε στὶς ἀρετὲς τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ ἀπὸ τότε ὁ Ὅσιος Δαβὶδ κάνει μία φοβερή, σύμφωνα μὲ τὸν βιογράφο του, πνευματικὴ πορεία, διδάσκοντας τὴν ἔμπρακτη ἀρετὴ καὶ κάνοντας διάφορα θαύματα. Προεῖδε τὸν θάνατό του καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ μὲ μεγάλη ἁγιότητα τὴν 1η Νοεμβρίου. Βιογραφία του συνέγραψε ὁ μαθητής του Χριστοφόρος μοναχὸς καὶ Ἀκολουθία του ὁ ἐπίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ ὑπάρχει στὴν Εὔβοια.


Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἡ Παρθενομάρτυς ἀπὸ τὴν Σινώπη

Μαρτύρησε τὸν 18ο αἰῶνα. Καταγόταν ἀπὸ τὴν ὡραία πόλη τοῦ Πόντου Σινώπη καὶ ἦταν κόρη τῆς εὐσεβοῦς οἰκογενείας Μπεκιάρη. Ἦταν 15 ἐτῶν, ὡραιότατη στὸ σῶμα, ἡ δὲ ἁγνότητά της ἔδινε ἰδιαίτερη χάρη στὸ πρόσωπό της. Διακρινόταν γιὰ τὴν ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς της καὶ τὸν θερμὸ ἔρωτα τῆς ψυχῆς της πρὸς τὸν νυμφίο Χριστό. Μία μέρα λοιπόν, ἡ μητέρα της τὴν ἔστειλε ν᾿ ἀγοράσει νήματα γιὰ τὸ κέντημα ἀπὸ τὸ κατάστημα τοῦ Κρύωνα. Στὸ δρόμο ὑπῆρχε τὸ σπίτι τοῦ Οὐκούζογλου πασᾶ, διοικητοῦ τῆς Σινώπης. Τὴν ὥρα ποὺ περνοῦσε ἡ Ἑλένη ὁ πασὰς τὴν εἶδε ἀπ᾿ τὸ παράθυρο. Ἡ ὡραιότητά της τράβηξε τὴν ἀκόλαστη ψυχή του καὶ σκέφθηκε νὰ τὴν μολύνει. Διέταξε τότε καὶ τὴν ἔφεραν μπροστά του. Ἀφοῦ ἔμαθε ποιὰ ἦταν, προσπάθησε πολλὲς φορὲς νὰ τὴν βιάσει, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Διότι ἕνα ἀόρατο τεῖχος προστάτευε τὴν Ἑλένη, ποὺ συνεχῶς προσευχόταν. Ὁ πασὰς ἀντὶ νὰ δεῖ τὸ θαῦμα, σκλήρυνε περισσότερο ἡ ψυχή του καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ ἱκανοποιήσει τὸν σκοπό του, τὴν βασάνισε σκληρὰ καὶ τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισε. Τὸ ἱερό της λείψανο τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα, ἀλλὰ μὲ θαυματουργικὸ τρόπο βρέθηκε ἀπὸ Ἕλληνες ναυτικούς, ποὺ τὸ μετέφεραν στὴ Σινώπη. Τὸ 1924 ἡ κάρα τῆς ἁγίας μεταφέρθηκε στὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρας Μαρίνης, Ἄνω Τούμπας Θεσσαλονίκης.