Ἁγιολόγιον - Ὀκτώβριος 10


Ὁ Ἅγιος Εὐλάμπιος καὶ Εὐλαμπία τὰ ἀδέλφια

Ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (296 μ.Χ.). Ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν ἦταν σκληρὸς καὶ ἀνελέητος. Γι᾿ αὐτό, ὁ Εὐλάμπιος καὶ ἡ ἀδελφή του Εὐλαμπία κρύβονταν μαζὶ μὲ ἄλλους χριστιανοὺς στὸ βουνό. Ἐκεῖ, ζοῦσαν καλλιεργῶντας τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μελέτη τῶν ἱερῶν Γραφῶν. Κάποια μέρα, ὁ Εὐλάμπιος πῆγε στὴ Νικομήδεια νὰ προμηθευθεῖ τροφές, ἀλλὰ οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ἀναγνώρισαν καὶ ἀμέσως τὸν συνέλαβαν. Βέβαια, στὴν ἐρώτηση τοῦ βασιλιᾶ ἂν πιστεύει στὸ Χριστό, ὁμολόγησε φανερὰ ὅτι εἶναι χριστιανός, ὁπότε τὸν ἔβαλαν μέσα σὲ εἰδωλολατρικὸ ναὸ γιὰ νὰ θυσιάσει μὲ τὴν βία. Ὁ Εὐλάμπιος, ὅμως, διὰ τῆς προσευχῆς συνέτριψε τὸ εἴδωλο τοῦ θεοῦ Ἄρη. Καὶ ἐνῷ ἄρχισαν νὰ τὸν μαστιγώνουν μὲ τὸν πιὸ ἀπάνθρωπο τρόπο, ὅρμησε ἡ ἀδελφή του Εὐλαμπία, καὶ ἀφοῦ τὸν ἀγκάλιασε, παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τὴν ἀξιώσει νὰ συμμαρτυρήσει μὲ τὸν ἀδελφό της. Τότε ἔβαλαν καὶ τοὺς δυὸ σὲ ἕνα καζάνι μὲ βραστὸ νερό. Ἀλλὰ διὰ θαύματος αὐτοὶ δροσίζονταν, καὶ ἔτσι βγῆκαν σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς. Αὐτὸ ἔκανε νὰ πιστέψουν στὸ Χριστὸ 200 εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι μαζὶ μὲ τὸν Εὐλάμπιο καὶ τὴν Εὐλαμπία ἀποκεφαλίστηκαν ὑπὲρ τῆς ἀλήθειας τοῦ Κυρίου. Καὶ ὅπως λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν». Δηλαδή, δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη θὰ ἀποδοθεῖ στὸν καθένα ποὺ ἐργάζεται τὸ ἀγαθὸ καὶ πεθαίνει γι᾿ αὐτό.


Οἱ Ἅγιοι 200 Μάρτυρες

Ὅταν κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ (286-305) οἱ χριστιανοὶ τῆς Νικομήδειας κατέφυγαν στὰ ὄρη γιὰ ν᾿ ἀποφύγουν τὸν θάνατο, μετὰ τὴν σύλληψη τοῦ Εὐλαμπίου (βλέπε προηγούμενο βιογραφικὸ σημείωμα) συνελήφθησαν καὶ αὐτοί, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κατασφαγοῦν ὅλοι μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Εὐλάμπιο.


Ὁ Ὅσιος Βασιανός

Ἦταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μαρκιανοῦ (450). Ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔλαμψε μὲ τὶς μεγάλες του ἀρετὲς καὶ τὰ θαύματα, ὥστε ὁ Μαρκιανὸς ἔκτισε Ναὸ στὸ ὄνομά του (μᾶλλον μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἁγίου), ποὺ σῴζεται μέχρι σήμερα. Ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν τοῦ Βασιανοῦ ἔφτασε μέχρι καὶ τοὺς 300. Μαθήτριά του ἦταν καὶ ἡ Ἁγία Ματρώνα (†9 Νοεμβρίου). Ἔτσι λοιπὸν ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος, πολλοὺς ἔφερε στὸν Χριστὸ καὶ πολλὰ θαύματα ἔκανε. Ἔφθασε σὲ βαθιὰ γεράματα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Τάφηκε στὸν προαναφερθέντα Ναό του.


Ὁ Ὅσιος Θεόφιλος ὁ Ὁμολογητής

Ζηλευτὸς ἀγωνιστὴς ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ Ὅσιος Θεόφιλος, γεννήθηκε σ᾿ ἕνα χωριὸ κοντὰ στὴ Τιβεριούπολη. Ὅταν φοιτοῦσε στὸ σχολεῖο, διακρινόταν μεταξὺ τῶν συμμαθητῶν του γιὰ τὴν ἐπίδοση στὰ γράμματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν σεμνότητα τοῦ ἤθους καὶ τὴν ἄριστη διαγωγή του. Νέος ἀκόμα, ἐπισκέφθηκε εὐσεβῆ μοναχό, τὸν Στέφανο, ποὺ εἶχε στήσει τὴν κατοικία του ἐπάνω στὸ ὄρος Σελέντιο. Ὑπὸ τὶς ὁδηγίες του ὁ Θεόφιλος μεγάλωνε πνευματικὰ καὶ πλούτιζε τὶς γνώσεις του στὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐπειδὴ οἱ γονεῖς του ἦταν ἀρκετὰ πλούσιοι, προσπαθοῦσε νὰ τοὺς κάνει προθυμότερους στὴν ὑπηρεσία θεοφιλῶν ἔργων. Καὶ τὸ κατάφερε. Ἔτσι αὐτοί, μεγάλο μέρος τῆς περιουσίας τους διέθεσαν γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν καὶ γιὰ τὴν κατασκευὴ μοναστηριοῦ στὸ ὄρος Σελέντιο, ὅπου ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς καὶ ὁ Θεόφιλος. Τότε ὅμως, ἦταν τὰ χρόνια ποὺ κυβερνοῦσε ὁ εἰκονομάχος Λέων ὁ Ἴσαυρος. Καὶ ὁ Θεόφιλος δὲν ἐπαναπαύτηκε στὶς ἀσκητικές του ἀσχολίες. Κατέβηκε στὸ πεδίο τῆς μάχης, ἄφησε τὸ ἥσυχο ἀσκητήριό του καὶ πήγαινε σὲ πόλεις καὶ χωριά, καὶ κήρυττε ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Παρακινοῦσε ἄνδρες καὶ γυναῖκες, κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς νὰ μὴ λιποψυχοῦν, ἀλλὰ νὰ μένουν ἀκλόνητοι καὶ ἀφοσιωμένοι στὸ ὀρθόδοξο φρόνημα τῆς μητέρας Ἐκκλησίας. Καταγγέλθηκε γι᾿ αὐτό, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν πῆγαν στὴ Νίκαια, ὅπου ὑπέστη τὴν ποινὴ τοῦ ῥαβδισμοῦ καὶ τοῦ πυρωμένου σιδήρου στὴ σάρκα του. Γύρισε νικητὴς στὸ μοναστήρι του, ὅπου ἡ ψυχή του ἀποδήμησε στὰ μακάρια οὐράνια σκηνώματα.


Ὁ Ὅσιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα (Ρῶσος)

Γεννήθηκε στὶς 23 Νοεμβρίου τοῦ 1812 στὸ χωριὸ Μεγάλο Λιπόβιτς τῆς περιφέρειας τοῦ Ταμπώφ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Μιχαὴλ Θεοδώροβιτς Γρένκωφ καὶ ἡ μητέρα του Μάρθα Νικολάγεβνα. Εἶχαν συνολικὰ ὀκτὼ παιδιὰ καὶ ὁ Ὅσιος Ἀμβρόσιος ἦταν ἕκτος στὴ σειρά. Τὸ βαπτιστικὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου ἦταν Ἀλέξανδρος καὶ ἡ εὐσεβὴς οἰκογένειά του τὸν ἀνέθρεψε σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ἂν καὶ ὁ ἴδιος, ἀπὸ μικρός, ἦταν πολὺ ζωηρὸς ἀλλὰ καὶ πολὺ εὐφυής. Παρακολούθησε ἱερατικὸ σεμινάριο καὶ στὴν ἀρχὴ ἔγινε δάσκαλος. Κατόπιν ἔγινε μοναχὸς στὴν Ὄπτινα καὶ στὶς 2 Φεβρουαρίου τοῦ 1843 Διάκονος. Στὰ τέλη τοῦ 1845 (9 Δεκεμβρίου) καὶ σὲ ἡλικία 33 χρονῶν, ἔγινε ἱερέας. Σὲ λίγο ὅμως ἡ ὑγεία του χειροτέρεψε, ἀλλ᾿ ἡ ζωή του ὑπῆρξε ὁσιακὴ καὶ ἄκρως εὐεργετικὴ στοὺς συνανθρώπους του. Εἶχε προορατικὸ χάρισμα καὶ ἵδρυσε γυναικεῖο κοινόβιο τὸ 1872. Οἱ δοκιμασίες ποὺ ὑπέστη ἦταν πολλές, ἀλλ᾿ αὐτὸς στάθηκε βράχος ὑπομονῆς καὶ ἔμπρακτος διδάσκαλος τῶν θεϊκῶν ἀρετῶν. Πέθανε στὶς 10 Ὀκτωβρίου τοῦ 1891 καὶ ἁγιοποιήθηκε τὸ 1990.


Οἱ Ἅγιοι 26 Ὁσιομάρτυρες Ζωγραφίτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους

(Βλέπε σχετικῶς τὴν 22α Σεπτεμβρίου).


Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Σκυλόσοφος

Βλέπε σχετικὴ βιογραφία του στοὺς Α.Χ.Ε.Χ.


Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας τῆς Τότμα (Ρῶσος)

Διὰ Χριστὸν σαλός.