Ζοῦσε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀνῆκε στὴν τάξη τῶν ἐλαφρῶν γυναικών. Ἦταν πόρνη. Ἡ ζωή της ἦταν βουτηγμένη μέσα στὸν οἶστρο τῶν ἁμαρτωλῶν ἡδονῶν. Ἡ ἀκολασία εἶχε πωρώσει τόσο τὴ συνείδησή της, ὥστε καμιὰ ἔννοια μετανοίας νὰ μὴ μπορεῖ νὰ εἰσχωρήσει στὴν ψυχή της. Ἑπομένως, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, ἦταν καταδικασμένη ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωή της στὸ πῦρ τῆς κολάσεως. Ὅμως ὄχι! ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριός μας διαβεβαίωσε ὅτι «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρνοι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Δηλαδή, οἱ τελῶνες καὶ οἱ πόρνες, ποὺ στὴν ἀρχὴ ἔδειξαν ἀπείθεια στὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κατόπιν εἰλικρινὰ μετάνιωσαν, προλαμβάνουν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐσᾶς, ποὺ μόνο μὲ τὰ λόγια δείξατε ὑπακοὴ στὸ Θεό, στὴν πράξη ὅμως ὑπήρξατε ἀπειθεῖς καὶ ἄπιστοι. Πράγματι ἡ Πελαγία, τυχαῖα, σὲ κάποια σύναξη χριστιανῶν ἄκουσε θερμὸ κήρυγμα περὶ ἁγνότητας, τοῦ ἐπισκόπου Νόννου. Τὰ λόγια του ἤλεγξαν καὶ συγκλόνισαν τὴν ψυχή της. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπαρνήθηκε τὴν ἄσωτη ζωή της, πούλησε τὰ διάφορα κοσμήματά της καὶ τὰ χρήματα διαμοίρασε στοὺς φτωχούς. Ἀφοῦ κατηχήθηκε καὶ βαπτίσθηκε, μετὰ ὀκτὼ μέρες πῆγε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου μὲ σκληρὴ ἄσκηση πέρασε τὴν ὑπόλοιπη ζωή της.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ ἀπὸ ἔνδοξο γένος (στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Νουμεριανοῦ 282-284). Ὅταν ἔμαθε ὁ ἄρχοντας τῆς Ἀντιοχείας ὅτι ἡ Πελαγία ἦταν χριστιανή, ἔστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ τὴν συλλάβουν. Αὐτοὶ περικύκλωσαν τὸ σπίτι της καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ τὴν ἁρπάξουν. Ὅταν τὸ ἔμαθε ἡ Ἁγία, ζήτησε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες νὰ περιμένουν λίγο. Ὁπότε, σήκωσε τὰ χέρια της καὶ τὰ μάτια της στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε θερμὰ πρὸς τὸν Θεὸ νὰ μὴ ἐπιτρέψει νὰ τὴν ἁρπάξουν οἱ στρατιῶτες, ἀλλὰ νὰ φύγει ἀπ᾿ τὴ ζωὴ αὐτὴ ἁγνὴ καὶ παρθένος. Ἔπειτα ἄνοιξε τὸ παράθυρο καὶ ἔριξε τὸν ἑαυτό της στὸ κενό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τραυματιστεῖ θανάσιμα καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγνὴ ψυχή της στὸ Θεό, προκειμένου βέβαια νὰ τὴν προφυλάξει ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῶν ἀγροίκων στρατιωτῶν. Περίφημο ἐγκώμιο γιὰ τὴν Ἁγία αὐτὴ ἔγραψε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Ἡ ὀμορφιά της ἦταν ἀπὸ τὶς σπάνιες. Πλεονέκτημα, ποὺ ἀποβαίνει ὀλέθριο, ὅταν δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ τὸ διατηροῦμε ἁγνό, μὲ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, τὴν φωτεινὴ διάκριση, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη. Δυστυχῶς γιὰ τὴν Ταϊσία, αὐτὴ ποὺ ἐπιβουλεύτηκε τὴν τιμή της ἦταν ἡ ἴδια ἡ μάνα της. Γυναῖκα χυδαία, ποὺ ἤθελε πολὺ πλοῦτο, καὶ δὲν δίστασε νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὴν κόρη της γιὰ νὰ τὸν ἀποκτήσει. Ἔτσι ἡ Ταϊσία, παρασύρθηκε στὸ δρόμο τῆς ἀτιμίας μόλις 17 ἐτῶν. Ἔγινε καὶ ἡ ἴδια πλούσια ἀλλὰ καὶ πόρνη. Οἱ τίμιοι ἄνθρωποι τὴν ἀπεχθάνονταν. Καμιὰ οἰκογενειακὴ πόρτα δὲν ἦταν ἀνοικτὴ γι᾿ αὐτήν. Οἱ ἴδιοι οἱ ἐκμεταλλευτὲς τῆς σάρκας της, ποτὲ δὲν θὰ τὴν ἔφερναν νὰ γνωριστεῖ μὲ τὶς μητέρες τους καὶ τὶς ἀδελφές τους. Διότι εἶχε καταντήσει ἕνα ἀντικείμενο σαρκικῆς ἱκανοποίησης καὶ τίποτα περισσότερο. Τότε ἡ Ταϊσία ἔπεσε σὲ θλίψη μεγάλη, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ἔχασε ἕνα πρόβατο, ὅμως δὲν ἔπαψε νὰ τὸ ἀναζητεῖ. Ὅταν λοιπὸν ὁ Παφνούτιος ἀπὸ τὴν Σιδῶνα ἔμαθε τὴν ψυχική της κατάσταση, προσευχήθηκε καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐργαστεῖ γιὰ τὴν ψυχή της. Καὶ δὲν ἀστόχησε. Τὴν ἐπισκέφθηκε καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ πέτυχε τὸ θαῦμα! Καυτὰ δάκρυα μετανοίας κύλησαν στὰ μάγουλα τῆς Ταϊσίας. Πέταξε ὅλα της τὰ πλούτη στὴ θάλασσα, διότι τὸ τίμημα τῆς ἀτιμίας δὲν ἄξιζε νὰ χρησιμοποιηθεῖ στὸ ἱερὸ ἔργο τῆς ἐλεημοσύνης. Ἀπὸ τότε ἔζησε φτωχά, ἀλλὰ πλούσια σὲ πίστη, σὲ μετάνοια, σὲ σωφροσύνη, σὲ προσευχή, σὲ ὑπακοή, σὲ ταπείνωση καὶ καλοσύνη. Ἔγινε δεκτὴ σὲ εὐσεβὴ ὅμιλο γυναικῶν καὶ πέθανε φροντίζοντας ἀῤῥώστους καὶ ἀνήμπορους ἀνθρώπους.
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ νέος ὁσιομάρτυρας
Τὸ χωριὸ Ζαγορὰ τῆς ἐπαρχίας Τυρνάβου, ἦταν ἡ πατρίδα τοῦ Ἰγνατίου. Οἱ γονεῖς του Γεώργιος καὶ Μαρία, παρέλαβαν τὸν γιό τους Ἰωάννη, αὐτὸ ἦταν τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του, καὶ μετακόμισαν στὴ Φιλιππούπολη. Ὁ Ἅγιος ἀπὸ μικρὸ παιδί, ἔδειχνε μεγάλο ζῆλο στὶς ἀρετὲς καὶ πῆγε σ᾿ ἕνα αὐστηρὸ γέροντα. Στὸ διάστημα ὅμως αὐτό, οἱ Τοῦρκοι σκότωσαν τὸν πατέρα του καὶ μὲ τὴν βία τούρκεψαν τὴν μητέρα του καὶ τὶς δυὸ ἀδελφές του. Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Ἰωάννης, πῆγε στὸ Βουκουρέστι καὶ ἀπὸ κεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Στὸ δρόμο ὅμως συνελήφθη ἀπὸ Ὀθωμανοὺς καὶ γιὰ νὰ γλιτώσει τὸ θάνατο τοὺς ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ γίνει Ὀθωμανός. Ὅταν ἔφτασε στὸ Ἅγιον Ὄρος, κατέληξε στὴ Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰγνάτιος. Ἐκεῖ ὁ ἡγούμενος Νικηφόρος ὁ Γέροντας τὸν ἐμπιστεύθηκε στὸν Γέροντα Ἀκάκιο. Ἀργότερα πῆρε τὴν εὐχὴ νὰ μαρτυρήσει καὶ στὶς 29 Σεπτεμβρίου 1814 ἔφτασε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μπροστὰ στὸν κριτὴ πέταξε τὸ τούρκικο φέσι, ποὺ φόρεσε ἐπίτηδες καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Ἄγρια καὶ φρικτὰ τὰ βασανιστήρια ποὺ ἀκολούθησαν. Ἀλλὰ ὁ Ἰγνάτιος ἔμεινε σταθερὸς στὴν ἀπόφασή του. Τελικὰ τὸν ἀπαγχόνισαν στὶς 8 Ὀκτωβρίου 1814 ὥρα ἕκτη. Ὁ συνοδός του Γρηγόριος ἀγόρασε τὸ λείψανό του καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸ τοῦ νεομάρτυρα Εὐθυμίου, τὰ μετέφερε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ Ἰγνάτιος, μαζὶ μὲ τοὺς συνασκητὲς τοῦ μάρτυρες, Εὐθύμιο καὶ Ἀκάκιο, γιορτάζουν μαζὶ τὴν 1η Μαΐου.