Ἦταν δούλη σὲ κάποιο πλούσιο σπιτικὸ καὶ ὁ ἀφέντης της ὀνομαζόταν Κλαύδιος. Ὅταν ὁ βασιλιὰς Δομέτιος (290μ.Χ.) ἔμαθε ὅτι ἦταν χριστιανή, διέταξε τὸν κύριό της νὰ στείλει τὴ Χαριτίνη νὰ τὴν ἐξετάσει ὁ ἴδιος. Ὁ Κλαύδιος λυπήθηκε τόσο πολύ, ὥστε φόρεσε τρίχινο φόρεμα, ὅπως συνήθιζαν τότε, καὶ θρηνοῦσε. Ἡ Χαριτίνη τὸν παρηγοροῦσε καὶ τοῦ ἔλεγε ὅτι δὲν πρέπει νὰ λυπᾶται, ἀλλὰ νὰ χαίρεται. Διότι καὶ ἂν ἀκόμα πεθάνει, θὰ ἀξιωθεῖ νὰ προσφέρει τὸν ἑαυτό της «θυσίαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ», δηλαδή, θυσία ποὺ δέχεται καὶ εὐχαριστεῖται μ᾿ αὐτὴν ὁ Θεός. Ὁ δὲ Κλαύδιος τῆς εἶπε νὰ τὸν θυμηθεῖ ὅταν πάει κοντὰ στὸν ἐπουράνιο Βασιλέα. Ὅταν λοιπὸν τὴν ἔφεραν μπροστὰ στὸ βασιλιὰ Δομέτιο, ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὸ Χριστό. Τότε αὐτὸς ἔδωσε διαταγὴ καὶ τῆς ξύρισαν τὸ κεφάλι. Ἀλλὰ διὰ θαύματος, ἀμέσως τὸ κεφάλι της ξαναγέμισε μαλλιά. Ἔπειτα βάζουν τὸ κεφάλι της σὲ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ χύνουν ἀπὸ πάνω ξύδι. Κατόπιν καῖνε τὰ πλευρά της μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, καὶ μὲ μία πέτρα στὸ λαιμὸ τὴν ῥίχνουν στὴ θάλασσα. Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ Θεὸς τὴν ἔσωσε. Τότε διατάχθηκε νὰ πάει σὲ πορνεῖο. Ἡ Χαριτίνη, ὅμως, προσευχήθηκε, καὶ ἡ ἁγνὴ ψυχή της παραδόθηκε πλέον στὸ ζωοδότη Θεό.
Φανατικὴ εἰδωλολάτρισσα ἦταν στὴν ἀρχὴ ἡ Μαμελχθᾶ, καὶ μάλιστα ἱέρεια, καὶ ἀντιμαχόταν τὴν ἀδελφή της, ποὺ νωρίτερα διαφωτίστηκε καὶ εἶχε γίνει χριστιανή. Ἀλλ᾿ ἡ καρδιά της ἐμπνεόταν ἀπὸ εὐγενῆ αἰσθήματα, προτέρημα, ποὺ κατὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία, φέρνει πρὸς τὸν ἄνθρωπο ἀργὰ ἢ γρήγορα τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἔφτασε ὁ καιρός, ποὺ ἡ Μαμελχθᾶ, Περσίδα στὴν καταγωγή, ἀναγνώρισε ὅτι ἔπρεπε καὶ αὐτὴ νὰ γίνει χριστιανή, ὅπως πιὸ μπροστὰ εἶχε κάνει καὶ ἡ ἀδελφή της. Κατηχήθηκε λοιπὸν τὶς ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ κατόπιν βαπτίστηκε. Ἀλλ᾿ οἱ εἰδωλολάτρες, μόλις πληροφορήθηκαν τὸ γεγονός, ἐξεμάνησαν. Τὸ νὰ ἑλκύσουν οἱ χριστιανοὶ μία ἱέρεια δική τους, φάνηκε σ᾿ αὐτοὺς σὰν προσβολὴ ἀβάσταχτη, σὰν ὄνειδος, ποὺ δὲν μποροῦσαν μὲ τίποτα νὰ ἀνεχθοῦν. Ἔτσι λοιπὸν λυσσασμένος εἰδωλολατρικὸς ὄχλος, ὅρμησε καὶ ἅρπαξε τὴν Μαμελχθᾶ μέσα ἀπὸ τὸ σπίτι της, τὴν ἔριξε μὲ τὴν βία σ᾿ ἕνα βαθὺ λάκκο, ὅπου καὶ τὴν σκότωσε μὲ σφοδρὸ λιθοβολισμό. Κατόπιν εὐσεβεῖς χριστιανοί, παρέλαβαν τὸ λείψανό της καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ μεγάλη εὐλάβεια καὶ τιμή.
Βλέπε «Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθ. Ἐκκλησίας» Ματθαίου Λαγγῆ τόμος 10ος σελ. 139 ἔκδ. 1992.
Ὁ Ἅγιος Ἑρμογένης ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ θαυματουργός
Ἀγνοεῖται ἀπὸ τοὺς Συναξαριστές. Εἶναι γνωστὸς ὅμως στὴν Κύπρο σὰν τοπικὸς Ἅγιος. (Λεοντίου Μαχαίρα, Χρονικὸν ἔκδ. Σάθα, σελ. 69).
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἐπίσκοπος Εὐχαιτῶν «ὁ Μαυρόπους»
Κανένας ἀπὸ τοὺς Συναξαριστὲς δὲν τὸν ἀναφέρει. Ἡ μνήμη του ὑπάρχει μόνο στὸν Παλατινὸ Κώδικα ὑπ᾿ ἀριθ. 138 φ. 2146, ὅπου καὶ ἡ Ἀκολουθία του ποὺ συντάχθηκε ἀπὸ τὸν ἀνεψιό του Θεόδωρο τὸν Κοιτωνίτη καὶ βασιλικοῦ νοταρίου. Ὁ Ἰωάννης αὐτὸς ἔζησε τὸν 11ο αἰῶνα, ἔγινε ἔξοχος ποιητὴς καὶ συγγραφέας γλαφυρότατος. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά, ἀφοῦ ἔζησε πάνω ἀπὸ 100 χρόνια.
Ὁ Ὅσιος Εὐδόκιμος ὁ νεοφανής, εὕρεσις καὶ ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς ἔζησε καὶ πολιτεύθηκε εὐδοκίμως στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπεδίου. Τὸ πραγματικὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου (μοναχικὸ ἢ βαπτιστικό) δὲν εἶναι γνωστό, διότι τὸ ὄνομα Εὐδόκιμος τοῦ δόθηκε μετὰ τὴν εὕρεση τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του. Δὲν εἶναι ἐπίσης γνωστὸ οὔτε ποιὰ ἐποχὴ ἔζησε, οὔτε ποιὰ ἦταν ἡ πατρίδα του, οὔτε ἄλλα στοιχεῖα γιὰ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες. Ἡ μόνη αἰτία ἀπὸ τὴν ὁποία γνωστοποιήθηκε ἡ ὁσία ζωή του, εἶναι ἡ εὕρεση καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου, στὸ παλιὸ κοιμητήριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὅταν βρέθηκε τὸ ἱερὸ λείψανό του, εὐωδίαζε θεία εὐωδιὰ καὶ ἡ ἀνακομιδή του ἔγινε στὶς 5 Ὀκτωβρίου 1840. (Σχετικά με τὸ γεγονὸς αὐτό, βλέπε χειρόγραφο Μελετίου Ἱεροδιακόνου Βατοπεδινοῦ).
Γεννήθηκε στὸ νησὶ Κίμωλος στὶς 10 Νοεμβρίου 1865, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Ὁ πατέρας της ὀνομαζόταν Ἰάκωβος Σάρδης καὶ ἡ μητέρα της Μαρία. Εἶχαν τρεῖς γιοὺς καὶ πέντε θυγατέρες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ δεύτερη ἦταν ἡ Εἰρήνη, ἡ μετέπειτα Μεθοδία. Ἡ Ἁγία ἀπὸ μικρὴ εἶχε κλίση πρὸς τὰ θεῖα καὶ πάντα σύχναζε στὴν Ἐκκλησία. Ὅταν ἦλθε σὲ κατάλληλη ἡλικία, γιὰ νὰ μὴ λυπήσει τοὺς γονεῖς της, παντρεύτηκε ἕναν ναυτικὸ στὸ ἐπάγγελμα. Ἂν καὶ παντρεμένη, ὁ ζῆλος της πρὸς τὴν ἐκκλησία παρέμεινε ἀμείωτος. Κάποτε ὅμως ὁ ἄντρας της, σὲ κάποιο του ταξίδι, ναυάγησε κοντὰ στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ δὲν ξαναγύρισε στὴν Κίμωλο. Τότε ἡ Εἰρήνη ἔγινε μοναχὴ στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τῆς «Ὁδηγήτριας» στὴν Κίμωλο, ἀπὸ τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Σύρου Μεθόδιο μετονομασθεῖσα ἀντὶ Εἰρήνης Μεθοδία. Ἡ χαρά της ἦταν μεγάλη καὶ ἀκολούθησε τὰ εὐαγγελικὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου μὲ ὅλη της τὴν ψυχή. Οἱ ἀσκητικοί της ἀγῶνες ἦταν μεγάλοι καὶ ἀποτελοῦσε ζωντανὸ παράδειγμα γιὰ ὅλους. Ἡ φήμη τῆς μεγάλης της ἀρετῆς διαδόθηκε παντοῦ καὶ πλῆθος γυναικῶν πήγαιναν νὰ τὴν συναντήσουν, προκειμένου νὰ βροῦν πνευματικὸ καταφύγιο καὶ λιμάνι ἀπὸ τὶς τρικυμίες τῆς ζωῆς. Ὁ λόγος τῆς ἁγίας ἦταν δροσιὰ καὶ ἴαμα στὶς ταλαιπωρημένες ψυχές. Ἐπίσης ἡ Μεθοδία, ἐκτὸς τῶν ἄλλων χαρισμάτων, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ κάνει θαύματα. Ἔτσι ἅγια ἀφοῦ ἔζησε σ᾿ ὅλη της τὴ ζωή, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὴν Κυριακὴ 5 Ὀκτωβρίου 1908 σὲ ἡλικία 43 ἐτῶν.
Οἱ Ἅγιοι Πέτρος, Ἀλέξιος καὶ Ἰωνᾶς οἱ θαυματουργοί
Μητροπολῖτες Μόσχας καὶ πάσης Ῥωσίας (Ρῶσοι).