Ἁγιολόγιον - Σεπτέμβριος 23


Σύλληψις τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου

Ἔτσι προφήτευσε ὁ προφήτης Ἡσαΐας γιὰ τὸν Πρόδρομο τοῦ Κυρίου, Ἰωάννη: «Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὀδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ». Δηλαδή, φωνὴ ἀνθρώπου, ποὺ φωνάζει στὴν ἔρημο καὶ λέει: Ἑτοιμάστε τὸ δρόμο, ἀπ᾿ ὅπου θὰ ἔλθει ὁ Κύριος σὲ σᾶς. Κάνετε ἴσιους καὶ ὁμαλοὺς τοὺς δρόμους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ περάσει. Ξεριζῶστε, δηλαδή, ἀπὸ τὶς ψυχές σας τὰ ἀγκάθια τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν καὶ ρίξτε μακριὰ τὰ λιθάρια τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς πώρωσης καὶ καθαρίστε μὲ μετάνοια τὸ ἐσωτερικό σας, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸν Κύριο. Ἡ φωνὴ αὐτή, ποὺ ἦταν ὁ Ἰωάννης, γεννήθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Ὁ πατέρας του Ζαχαρίας ἦταν ἱερέας. Τὴν ὥρα τοῦ θυμιάματος μέσα στὸ θυσιαστήριο, εἶδε ἄγγελο Κυρίου, ποὺ τοῦ ἀνήγγειλε, ὅτι θὰ ἀποκτοῦσε γιὸ καὶ θὰ ὀνομαζόταν Ἰωάννης. Ὁ Ζαχαρίας σκίρτησε ἀπὸ χαρά, ἀλλὰ δυσπίστησε. Ἡ γυναῖκα του ἦταν στεῖρα καὶ γριά, πῶς θὰ γινόταν αὐτὸ ποὺ ἄκουγε; Τότε ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε ὅτι γιὰ νὰ τιμωρηθεῖ ἡ δυσπιστία του, μέχρι νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς θὰ ἔμενε κωφάλαλος. Πράγματι, ἡ Ἐλισάβετ συνέλαβε, καὶ μετὰ ἐννιὰ μῆνες ἔκανε γιό. Μετὰ ὀκτὼ ἡμέρες, στὴν περιτομὴ τοῦ παιδιοῦ, οἱ συγγενεῖς θέλησαν νὰ τοῦ δώσουν τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, Ζαχαρία. Ὅμως, ὁ Ζαχαρίας, ἔγραψε ἐπάνω σὲ πινακίδιο τὸ ὄνομα Ἰωάννης. Ἀμέσως δέ, λύθηκε ἡ γλῶσσα του, καὶ ἡ χαρὰ γιὰ ὅλους ἦταν μεγάλη.


Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας

Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Βασιλείου τοῦ Μακεδόνα (867) καὶ ἦταν γέρων στὴν ἡλικία. Συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, οἱ ὁποῖοι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἐξουσίαζαν ὅλην τὴν Ἀφρικὴ καὶ εἶχαν φτάσει μέχρι τὴν Σικελία. Τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸν θηριώδη ἄρχοντά τους Ἀβραχίμ, στὸν ὁποῖο μπροστὰ ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ μὲ περίσσια τόλμη. Τότε ὁ ἄρχοντας αὐτὸς τὸν φυλάκισε γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ ἐπειδὴ ἔβλεπε ὅτι ὁ Ἀνδρέας ἐπέμενε στὴν πίστη του, τὸν ἔβαλε μπροστά του σὰ στόχο καὶ καλπάζοντας τὸ ἄλογό του τὸν χτύπησε θανάσιμα μὲ τὸ κοντάρι του. Κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισε καὶ ἔτσι ὁ Ἀνδρέας ἔλαβε ἔνδοξα τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.


Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης μὲ τὰ δυὸ παιδιά του Πέτρο καὶ Ἀντώνιο (ἢ Ἀντωνῖνο)

Κατάγονταν ἀπὸ τὶς Συρακοῦσες τῆς Σικελίας καὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Βασιλείου τοῦ Μακεδόνα (867). Ὅταν κατέλαβαν τὴν Σικελία οἱ Ἀγαρηνοί, τὸν Ἰωάννη μὲ τοὺς γιούς του πῆραν αἰχμαλώτους καὶ τοὺς μόρφωσαν σύμφωνα μὲ τὴν δική τους θρησκεία. Ὅταν μεγάλωσαν ὅμως, δὲν ξέχασαν τὴν θρησκεία ποὺ τοὺς εἶχε διδάξει ὁ πατέρας τους καὶ ἔτσι λάτρευαν κρυφὰ τὸν ἕναν καὶ ἀληθινὸ Θεό. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ θηριώδης ἀρχηγὸς τῶν Ἀγαρηνῶν Ἀβραχίμ, ἐξαγριωμένος, ἐπειδὴ τοὺς εἶχε δώσει καὶ μεγάλα ἀξιώματα, τοὺς συνέλαβε καὶ τοὺς βασάνισε μὲ τὸν πιὸ βάρβαρο καὶ φρικτὸ τρόπο. Τελικὰ ἀφοῦ τοὺς ἔκοψε ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός τους, τὰ δυὸ παιδιὰ παρέδωσαν τὴν ἁγία ψυχή τους στὸν Θεό. Ὁ δὲ πατέρας τους, παρέδωσε καὶ αὐτὸς ἔνδοξα τὴν ψυχή του στὸν Θεό, ἀφοῦ ὁ βάρβαρος Ἀβραχὶμ ἔχωσε στὸ λαρύγγι του τὸ ξίφος.


Ἡ Ἁγία Ραΐς ἡ παρθένος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Βάταν (ἢ Τάμαν) τῆς Αἰγύπτου καὶ ἦταν θυγατέρα κάποιου Πέτρου. Ἀπὸ 12 χρονῶν ἔγινε μοναχή. Ὅταν κάποτε πῆγε στὴν πηγή, μαζὶ μὲ ἄλλες παρθένες, γιὰ νὰ φέρει νερό, εἶδε πλῆθος χριστιανῶν τοὺς ὁποίους εἶχε δεμένους ὁ ἡγεμόνας Λουκιανός. Τότε καὶ αὐτὴ πῆγε καὶ ἔσμιξε μὲ τὸ πλῆθος αὐτό. Ὁ δὲ δεσμοφύλακας, τὴν συμβούλεψε νὰ ἀπομακρυνθεῖ γιὰ νὰ μὴ χάσει τὴ ζωή της μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους. Ἡ δὲ Ἁγία Ραΐς, ὄχι μόνο δὲν ἔφυγε, ἀλλὰ μὲ εὐτολμία παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, περιγέλασε τοὺς θεούς του καὶ τὸν ἔφτυσε κατάμουτρα, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς εἰρωνεύτηκε τὸν Χριστό. Ἀμέσως τότε τὴν βασάνισαν φρικτὰ καὶ στὸ τέλος τὴν ἀποκεφάλισαν, παίρνοντας ἔτσι τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.


Οἱ Ὁσίες Ξανθίππη καὶ Πολυξένη

Ἦταν Ἱσπανίδες ἀδελφὲς καὶ ἔζησαν στὰ μέσα τοῦ πρώτου αἰῶνα μετὰ Χριστόν, ὅταν Καῖσαρ ἦταν ὁ Κλαύδιος ὁ Α´. Ἡ Ξανθίππη μαζὶ μὲ τὸ σύζυγό της Πρόβο, διδάχτηκε τὴν χριστιανικὴ θρησκεία, καὶ ἦλθε σ᾿ αὐτή, ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ἡ Πολυξένη ἀφοῦ πῆγε στὴν Ἀνατολή, βαπτίστηκε ἀπὸ τὸν πρωτόκλητο ἀπόστολο Ἀνδρέα. Καὶ οἱ δυὸ ἀδελφές, ἐργάστηκαν γιὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ ὁδήγησαν σ᾿ αὐτὴν πολλὲς γυναῖκες. Πέθαναν καὶ οἱ δυὸ εἰρηνικὰ σὲ προχωρημένη ἡλικία, χωρὶς νὰ πάψουν μέχρι καὶ τὴν τελευταία τους πνοὴ νὰ στηρίζουν τὶς ἀσθενικὲς ψυχὲς στὴ χριστιανικὴ ἐλπίδα.


Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ παντοπώλης, Νεομάρτυρας ἀπὸ τὸ Καρπενήσι

«... Ἐγὼ χριστιανὸς εἶμαι καὶ τὸν Χριστό μου πιστεύω γιὰ ἀληθινὸ Θεό. Οἱ τιμὲς καὶ τὰ ὀφφίκια ποὺ μοῦ τάζεις, δὲν μοῦ χρειάζονται. Ἐγὼ τὸν Χριστό μου δὲν ἀρνοῦμαι, τὸν Χριστὸ πιστεύω, γιὰ τὸ ὄνομά Του θὰ πεθάνω, Τοῦρκος δὲν γίνομαι». Αὐτὴ ἦταν ἡ δυναμικὴ ἀπάντηση τοῦ νεαροῦ Νικολάου στὸν κριτή, ὅταν μὲ πλεκτάνη προσπάθησαν νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν. Ὁ Νικόλαος γεννήθηκε στὸ Καρπενήσι ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, ποὺ φρόντισαν καὶ γιὰ τὴν δική του εὐσέβεια καὶ μόρφωση. Σὲ ἡλικία 15 χρονῶν βρίσκεται στὴν Κωνσταντινούπολη, ὑπηρετώντας στὸ παντοπωλεῖο τοῦ πατέρα του, στὸ Ταχτὰ Καλέ. Κάποιος κουρέας Τοῦρκος ὅμως, ποὺ τοῦ μάθαινε τὴν Τούρκικη γλῶσσα, τοῦ ἔδωσε νὰ διαβάσει τὴν Τούρκικη ὁμολογία πίστης, μπροστὰ σὲ μάρτυρες, χωρὶς ὁ Νικόλαος νὰ γνωρίζει τίποτα. Ὅταν τοῦ εἶπαν ὅτι γίνεται Τοῦρκος, ὁ Νικόλαος ἀμέσως ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ἡ δυναμικὴ ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε στὸν κριτή, ἔκανε τοὺς Τούρκους νὰ τὸν βασανίσουν μέσα στὴ φυλακὴ μὲ τὸν πιὸ ἄγριο τρόπο. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὅμως, ὁ Νικόλαος ἔμεινε ἀκλόνητος στὴν πίστη του. Ἔτσι, τὴν Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 1672 τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἦταν 15 χρονῶν. Τὸ λείψανό του ἐνταφιάστηκε στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Χάλκης. Ἀργότερα ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ξηροποτάμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. (Ἡ μνήμη του περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, καὶ τὴν 23η Δεκεμβρίου).


Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας «ἐκ Μουσουλμάνων»

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς νεομάρτυρας γεννήθηκε στὴν Κόνιτσα τῆς Ἠπείρου, ἀπὸ γονεῖς Μουσουλμάνους. Ὁ πατέρας του ἦταν Δερβίσης καὶ Σέχης στὸ ἀξίωμα. Εἴκοσι χρονῶν, μπῆκε καὶ αὐτὸς στὸ τάγμα τῶν Δερβίσηδων. Ἀφοῦ ἔκανε ἀρκετὰ χρόνια στὰ Ἰωάννινα, πῆγε στὸ Βραχώρι τῆς Αἰτωλίας, ὅπου κατοίκησε σ᾿ ἕνα οἴκημα, ποὺ ὀνομαζόταν Μουσελὶμ σεράι. Ξαφνικὰ ὅμως, ἄρχισε νὰ ζεῖ σὰν χριστιανός, πέταξε τὰ ἐνδύματα τοῦ Δερβίση καὶ ντύθηκε χριστιανικά. Ἔπειτα πῆγε στὴν Ἰθάκη, ὅπου δέχτηκε τὸ ἅγιο Βάπτισμα μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάννης. Ὅταν ἐπανῆλθε στὴν Αἰτωλία, παντρεύτηκε στὸ χωριὸ Μαχαλὰς καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἀγροφύλακα. Ὁ πατέρας του ὅμως, ἔστειλε ἀπεσταλμένους νὰ τὸν μεταπείσουν, ἀλλ᾿ αὐτὸς τοὺς ἔδιωξε. Τότε συλλήφθηκε ἀπὸ τὸν Μουσελίμη τοῦ Βραχωρίου, στὸν ὁποῖο ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὸ χριστιανικό του ὄνομα καὶ τὴν ἀγάπη του στὸν Χριστό. Βασανίστηκε ἀνελέητα. Τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 23 Σεπτεμβρίου 1814. Οἱ χριστιανοὶ παρέλαβαν τὸ τίμιο λείψανό του καὶ τὸ ἔθαψαν σ᾿ ἕνα ἀγρόκτημα στὸ Βραχώρι.


Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Μητροπολίτης Ἄργους, ἐθνοϊερομάρτυρας

Γρηγόριος Καλαμαρᾶς Μητροπολίτης Ἄργους καὶ Ναυπλίου (1810-1821), ἀνιψιὸς τοῦ προκατόχου του Γρηγορίου (1800-1810). Γεννήθηκε στὴν Ἀλαγονία Καλαμάτας. Χρημάτισε μητροπολίτης Ἐρυθρῶν καὶ κατόπιν Πατρῶν (1780-1799). Ὑπὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ «πρώην» ἐκλέχθηκε μητροπολίτης Ναυπλίου καὶ Ἄργους (1810). Τὸ ἔτος 1819 μυήθηκε στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία ἀπὸ τὸν Νικηφόρο Παμπούκη, ἐνῷ βρισκόταν στὴν Ὕδρα, ὁ ἴδιος δὲ ἔκαμε Φιλικοὺς τοὺς προκρίτους τῆς ἐπαρχίας του. Ἡ προεπαναστατικὴ ἐθνικὴ δραστηριότητα τοῦ Γρηγορίου ἔγινε ἀντιληπτὴ ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ γι᾿ αὐτό, μὲ διαταγὴ τοῦ καϊμακάμη τῆς Τρίπολης, κλείστηκε μαζὶ μὲ ἄλλους ἀρχιερεῖς στὶς φυλακὲς τῆς πόλης καὶ ὑπέφερε τὰ πάνδεινα, μέχρις ὅτου ἀπὸ τὶς κακουχίες, τὴν ἀσιτία καὶ τὰ πολύμηνα μαρτύρια πέθανε στὶς 21 Σεπτεμβρίου 1821.


Ὁ Ἅγιος Adamnan (Σκωτσέζος)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστοφόρου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.