Ὁ Ὅσιος Εὐμένιος ὁ θαυματουργός, ἐπίσκοπος Γορτύνης
Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ὁ Εὐμένιος ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του σὲ πολλὲς σκληραγωγίες καὶ ἀσκήσεις. Ἡ ἐγκράτεια ἦταν ἐκείνη ποὺ τὸν διέκρινε περισσότερο, διότι στὸ μυαλό του εἶχε πάντα τὴν συμβουλὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «πᾷς ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται». Καθένας, δηλαδή, ποὺ ἀγωνίζεται, ἐγκρατεύεται σὲ ὅλα, ἀκόμα καὶ στὴν τροφὴ καὶ στὸ ποτό, προκειμένου νὰ πετύχει τὸν πνευματικό του σκοπό. Καὶ ὁ Εὐμένιος, ἀκολουθώντας τὰ λόγια τοῦ θεόπνευστου Ἀποστόλου, πέτυχε. Ἀξιώθηκε νὰ ἱερωθεῖ καὶ νὰ γίνει ἐπίσκοπος Γορτύνης στὴν Κρήτη. Ἀπὸ τὴν νέα του θέση, ἡ ἀρετή του ἔλαμψε ἀκόμα περισσότερο καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὴν χάρη καὶ τὴν δύναμη νὰ θαυματουργεῖ. Καὶ ὅπως ἀναφέρει ἡ παράδοση, μία φορὰ μὲ ἀναμμένες λαμπάδες κατέκαυσε ἕναν δράκοντα, ποὺ ὅρμησε ἐναντίον του. Ἔπειτα ὁ Εὐμένιος πῆγε στὴ Ρώμη, ὅπου μὲ τὴν θεία του διδασκαλία καὶ μὲ θαύματα στερέωσε τοὺς πιστούς. Ποθώντας, ὅμως, περισσότερη σκληραγωγία καὶ ἄσκηση, πῆγε στὴ Θηβαΐδα τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, κοντὰ στοὺς μεγάλους ἀσκητές. Ἐκεῖ παρέδωσε καὶ τὸ πνεῦμα του στὸ Θεό. Τὸ δὲ λείψανό του μεταφέρθηκε καὶ θάφτηκε μὲ τιμὲς στὴν ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς του, στὴν Κρήτη.
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Ἡ μνήμη τους ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 28η Σεπτεμβρίου).
Ἂν καὶ δούλα, ἦταν ἀνώτερη καὶ λαμπρότερη ἀπὸ πολλὲς κυρίες, δοῦλες τῶν κοσμικῶν ματαιοτήτων καὶ τῶν γήινων μολυσμῶν. Ἡ ἁγία Ἀριάδνη ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Ἀδριανοῦ καὶ Ἀντωνίνου (117-139 μ.Χ.), καὶ ἔγινε χριστιανὴ στὴ Φρυγία πόλη τῶν Προμισέων. Ὅταν τὸ πληροφορήθηκε ὁ ἀφέντης της Τέρτυλος, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἰσχυρότερους πρόκριτους τῆς πόλης, τὴν πίεζε νὰ ἐπανέλθει στὴν εἰδωλολατρία. Ἐκείνη ὅμως ἐπέμενε στὴν χριστιανικὴ ὁμολογία της, καὶ στάθηκε ἀδύνατο νὰ τὴν πείσουν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, κατὰ τὴν ἡμέρα μάλιστα ποὺ γιόρταζε τὰ γενέθλιά του ὁ γιὸς τοῦ κυρίου της. Τότε τὴν ἔδειραν σκληρὰ καὶ τὴν βασάνισαν γιὰ πολύ, ἀφοῦ ἔγδαραν τὶς σάρκες της μὲ σιδερένια νύχια. Γιὰ νὰ ἀποφύγει περισσότερες πιέσεις, ἐγκατέλειψε τὸ σπίτι τοῦ κυρίου της. Καὶ ἐνῷ τὴν καταδίωκαν, ἔπεσε σὲ γκρεμὸ ὅπου καὶ βρῆκε τὸν θάνατο.
Στὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Σ. Εὐστρατιάδη, μαζὶ μὲ τὸν Κάστορα, προβάλλεται καὶ μία Ἁγία μὲ τὸ ὄνομα Θεοδώρα.
Στοὺς Συναξαριστὲς δὲν ἀναφέρεται κανένα ὑπόμνημα γιὰ τὸν ὅσιο αὐτό, βιογραφία του ὑπάρχει στὸ ὑπ᾿ ἀριθμ. 154 χειρόγραφο τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων, ποὺ συνέγραψε ὁ μαθητὴς τοῦ ἐν λόγῳ Ὁσίου, Γρηγόριος. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὰ στοιχεῖα αὐτά, ὁ Ὅσιος Ρωμύλος γεννήθηκε τὸ 1300 περίπου στὴν παραδουνάβια πόλη Βιδίνιο, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Ὁ πατέρας του ἦταν Ἕλληνας καὶ ἡ μάνα του Βουλγάρα. Τὸ πρῶτο του ὄνομα ἦταν Ράικος καὶ σὲ κατάλληλη ἡλικία οἱ γονεῖς του τὸν ἐμπιστεύθηκαν σὲ σπουδαῖο δάσκαλο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὁ νεαρὸς Ράικος ἔμαθε τὰ πρῶτα του γράμματα. Στὴ συνέχεια, ἐπειδὴ εἶχε κλίση στὴ μοναχικὴ ζωή, κατέφυγε στὴ Μονὴ τῆς Θεοτόκου τῆς Ὁδηγήτριας, κοντὰ στὸ Τίρνοβο (Βουλγαρίας). Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ρωμανὸς καὶ ἀσκήτευσε εὐδοκίμως γιὰ τρία συνεχῆ χρόνια. Κατόπιν ἔκανε κοντὰ στὸν ὅσιο Γρηγόριο τὸν Σιναΐτη καὶ ἔπειτα, ἀφοῦ ἔγινε μεγαλόσχημος μὲ τὸ ὄνομα Ρωμύλος, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔξω ἀπὸ τὴν Μονὴ Μεγίστης Λαύρας, ὅπου μαζὶ μὲ τὸν μαθητή του Γρηγόριο ἀσκήτευε στὴν ἡσυχία. Πολλοὶ Ἁγιορεῖτες ἔρχονταν κοντά του γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὰ σοφὰ λόγια του καὶ νὰ πάρουν τὶς ὀρθὲς πνευματικὲς συμβουλές του. Κατὰ τὸν πόλεμο ὅμως Τούρκων κατὰ Σέρβων καὶ Βουλγάρων, πολλοὶ Σερβοβούλγαροι μοναχοί, λόγω φόβου, μετακινήθηκαν. Τὸ ἴδιο ἔπραξε καὶ ὁ Ρωμύλος, πηγαίνοντας στὴν Αὐλῶνα (ἴσως τῆς Ἀλβανίας). Κατόπιν ταξίδεψε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Ραβένιτσα τῆς Σερβίας, ὅπου στὴν ἐκεῖ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Μετὰ τὸν θάνατό του, ὁ τάφος εὐωδίαζε καὶ ἐπετέλεσε πολλὰ θαύματα.