Ἡ Ὕψωσις τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ (Νηστεία ἐκ πάντων)
Τὸ ἔτος 326 ἡ Ἁγία Ἑλένη πῆγε στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ προσκυνήσει τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ νὰ εὐχαριστήσει τὸ Θεὸ γιὰ τοὺς θριάμβους τοῦ γιοῦ της Μ. Κωνσταντίνου. Ὁ Θεῖος ζῆλος, ὅμως, ἔκανε τὴν Ἁγία Ἑλένη νὰ ἀρχίσει ἔρευνες γιὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἐπάνω στὸ Γολγοθὰ ὑπῆρχε εἰδωλολατρικὸς ναὸς τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης, τὸν ὁποῖο γκρέμισε καὶ ἄρχισε τὶς ἀνασκαφές. Σὲ κάποιο σημεῖο, βρέθηκαν τρεῖς σταυροί. Ἡ συγκίνηση ὑπῆρξε μεγάλη, ἀλλὰ ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἦταν τοῦ Κυρίου; Τότε ὁ ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων Μακάριος με ἀρκετοὺς ἱερεῖς, ἀφοῦ ἔκανε δέηση, ἄγγιξε στοὺς σταυροὺς τὸ σῶμα μίας εὐσεβέστατης κυρίας ποὺ εἶχε πεθάνει. Ὅταν ἦλθε ἡ σειρὰ καὶ ἄγγιξε τὸν τρίτο σταυρό, ποὺ ἦταν πραγματικὰ τοῦ Κυρίου, ἡ γυναῖκα ἀμέσως ἀναστήθηκε. Ἡ εἴδηση διαδόθηκε σὰν ἀστραπὴ σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ἱερουσαλήμ. Πλήθη πιστῶν ἄρχισαν νὰ συρρέουν γιὰ νὰ ἀγγίξουν τὸ τίμιο ξύλο. Ἐπειδή, ὅμως, συνέβησαν πολλὰ δυστυχήματα ἀπὸ τὸ συνωστισμό, ὕψωσαν τὸν Τίμιο Σταυρὸ μέσα στὸ ναὸ σὲ μέρος ὑψηλό, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ τὸν δοῦν καὶ νὰ τὸν προσκυνήσουν ὅλοι. Αὐτή, λοιπόν, τὴν ὕψωση καθιέρωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, νὰ γιορτάζουμε στὶς 14 Σεπτεμβρίου, γιὰ νὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς νὰ ὑψώσουμε μέσα στὶς ψυχές μας τὸ Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν «ὅπλον κατὰ τοῦ διαβόλου». (Ὁρισμένοι Συναξαριστές, αὐτὴν τὴν ἡμέρα, ἀναφέρουν καὶ τὴν ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 628 ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Ἡράκλειο, ποὺ εἶχε νικήσει καὶ ξαναπῆρε τὸν Τίμιο Σταυρὸ ἀπὸ τοὺς Ἀβάρους, οἱ ὁποῖοι τὸν εἶχαν ἁρπάξει ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους).
Ἡ Κοίμησις τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Λόγω τῆς μεγάλης γιορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἡ γιορτὴ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου μετατέθηκε τὴν 13η Νοεμβρίου, ὅπου καὶ τὸ βιογραφικό του σημείωμα.
Μνήμη τῆς εὐσεβεστάτης βασιλίσσης Πλακίλλας, συζύγου τοῦ εὐσεβέστατου βασιλιᾶ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου
Αὐτὴ ἦταν σύζυγος τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379-395), πολὺ εὐσεβὴς καὶ φιλάνθρωπη. σ᾿ ὅλη της τὴ ζωὴ περιποιεῖτο τοὺς πτωχοὺς καὶ μοίραζε ἀφειδῶς στοὺς ἔχοντας ἀνάγκη ἐκεῖνα ποὺ τοὺς ἦταν ἀπαραίτητα. Ἐπισκεπτόταν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς περιέθαλπε μὲ τὰ ἴδια της τὰ χέρια. Ἔτσι, σὰν καλὸς Σαμαρείτης ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Μνήμη τῆς Ἁγίας ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Βλέπε τὴν 13η Ἰουλίου, ὅπου ἀναφέρεται μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες ἕξι Ἅγιες Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
Ἄντεξε τὰ φοβερότερα βασανιστήρια, χωρὶς νὰ πάψει στιγμὴ νὰ δέεται πρὸς τὸν Θεό. Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Λαράνδου τῆς Λυκαονίας. Ὅταν ὁ Γαλέριος ἐξαπέλυσε ἄγριο διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἅγιος Πάπας ὑπέστη ἕνα ἀπὸ τὰ σκληρότερα μαρτύρια. Στὴν ἀρχὴ τὸν κτύπησαν μὲ πέτρες στὰ σαγόνια, μέχρι ποὺ τοῦ τὰ ἔσπασαν. Κατόπιν τὸν κρέμασαν ἀνάποδα καὶ τὸν μαστίγωσαν ἀνελέητα. Ἔπειτα τοῦ ξέσχισαν τὰ πλευρὰ καὶ τὶς πληγές του ἔκαψαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Ἀλλ᾿ ὁ ἅγιος Πάπας, ὑπέφερε ὅλα αὐτὰ μὲ καταπληκτικὴ ὑπομονὴ καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ μέχρι τῆς τελευταίας του πνοῆς.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὑπῆρξε μαθητὴς καὶ μιμητὴς τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νήφωνα (1486-89, 1497-98). Ἦταν ὡραῖος στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ καὶ ζηλωτὴς στὶς ἀρετές. Τὸν κατέλαβε ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου καὶ γι᾿ αὐτὸ πῆρε ἄδεια καὶ εὐλογία ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Νήφωνα, ἀποχώρησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πῆγε στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ βρῆκε ἕνα συγκεντρωμένο πλῆθος Ὀθωμανῶν, στοὺς ὁποίους δίδαξε μὲ θέρμη τὸ μυστήριο τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Χριστοῦ. Ἀγριεμένοι οἱ Ὀθωμανοί, ὅρμησαν κατὰ τοῦ Ἁγίου καὶ μὲ μαχαίρια καὶ ξύλα πλήγωσαν πολὺ τὸ σῶμα του, καὶ ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Τὴν ἑπομένη μέρα ὁ Μακάριος στὸ κριτήριο, ἄκουσε ἀμετάπειστος τὶς κολακεῖες καὶ τὶς ὑποσχέσεις τῶν Τούρκων, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ μεταστρέψουν τὸ φρόνημά του. Στὶς προτροπὲς αὐτὲς ὁ Ἅγιος ἀπαντοῦσε: «Μακάρι καὶ σεῖς νὰ γνωρίζατε τὴν ἀληθινὴ καὶ ἀκατηγόρητη πίστη μας καὶ νὰ εἴχατε βαπτιστεῖ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ νὰ εἴχατε ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν πλανεμένη θρησκεία σας». Οἱ Ὀθωμανοὶ ὅταν ἄκουσαν αὐτά, τὸν βασάνισαν πιὸ ἄγρια καὶ τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν τὸ 1527. Κατ᾿ ἄλλες πληροφορίες τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου ἔγινε τὸ 1507.