Ἁγιολόγιον - Σεπτέμβριος 11


Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ζήνωνος (474-490)] καὶ ἦταν συνεζευγμένη μὲ εὐσεβῇ ἄνδρα, τὸν Παφνούτιο. Ἡ ζωὴ τῆς Θεοδώρας ἦταν τίμια, ἐνάρετη καὶ ἀφοσιωμένη στὸ σύζυγό της. Ὅμως, ὁ μισόκαλος διάβολος, σὲ κάποια στιγμὴ ἀδυναμίας τῆς Θεοδώρας, τὴν ἔσπρωξε κρυφὰ στὴ μοιχεία. Κανεὶς δὲν τὴν εἶδε. Κανεὶς δὲν τὸ ἔμαθε. Μποροῦσε, ἑπομένως, νὰ συνεχίσει ἁρμονικὰ τὴν ζωή της μὲ τὸ σύζυγό της. Ὅταν, ὅμως, ἄκουσε τὰ λόγια του Εὐαγγελίου, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Κύριος διδάσκει ὅτι «οὐκ ἐστὶ κρυπτόν, ὃ οὐ φανερὸν γενήσεται», δὲν ὑπάρχει, δηλαδή, κρυφό, τὸ ὁποῖο δὲ θὰ γίνει φανερὸ στὸ μέλλον, σκέφθηκε τὸ βάθος τῆς ἁμαρτίας της καὶ ἔκλαψε πικρά. Ντύθηκε ἔπειτα ἀνδρικά, πῆγε σὲ μοναστήρι καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Θεόδωρος. Ἐκεῖ, μέρα-νύκτα μετανοοῦσε καὶ ἔκλαιγε τὴν ἁμαρτία της. Μετὰ ἀπὸ δυὸ χρόνια, συκοφαντήθηκε ὅτι πόρνευσε μὲ γυναῖκα, ὅταν ἔφεραν ἕνα νεογέννητο μωράκι ἔξω ἀπὸ τὴν ν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ. Τότε ἡ Θεοδώρα πῆρε τὸ βρέφος καὶ γιὰ ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια, ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι μὲ διάφορες κακουχίες, τὸ ἀνέθρεψε σὰν δικό της. Ὅταν ἐπανῆλθε στὸ μοναστήρι, τὸ ταλαιπωρημένο σῶμα της μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ξεψύχησε. Τότε οἱ μοναχοί, ὅταν διαπίστωσαν τὸ φῦλο της, θαύμασαν καὶ ὅλοι μαζὶ δόξασαν τὸ Θεό.


Ὁ Ἅγιος Εὐφρόσυνος ὁ μάγειρας

Ὑπῆρξε ἀγράμματος, ἀλλ᾿ ἀληθινὰ εὐσεβὴς καὶ πιστός. Ἔκανε οἰκονομίες μὲ στερήσεις τοῦ ἑαυτοῦ του, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ κάνει ἐλεημοσύνες. Τὸ ἐπάγγελμά του τοῦ ἐπέτρεπε νὰ τρώει πρῶτος τὰ καλύτερα φαγητά. Αὐτὸς ὅμως, δὲν θέλησε νὰ τὸ μεταχειριστεῖ ποτέ. Ἔτρωγε μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση τὰ χόρτα καὶ τὶς ἐλιές του, τὴν στιγμὴ ποὺ ἔβραζαν ἢ ἕψηναν μπροστά του τὰ ὀρεκτικότερα κρέατα καὶ τὰ προκλητικότερα ψάρια. Κατόπιν ὁ Εὐφρόσυνος πῆγε σὲ μοναστήρι, ὅπου καὶ ἐκεῖ ἐξασκοῦσε τὸ ἔργο τοῦ μαγείρου. Ἀλλ᾿ αὐτός, ἀντίθετα ἀπὸ ὅτι στὰ κοσμικὰ ξενοδοχεῖα, στὸ μοναστήρι ἔφτιαχνε μετριότατο φαγητό. Σὲ μερικοὺς ποὺ τὸν εἰρωνεύονταν γι᾿ αὐτή του τὴν κατάσταση, ὁ Εὐφρόσυνος μὲ πραότητα ἀπαντοῦσε: «Ἡ καλὴ μαγειρικὴ δὲν εἶναι τόσο καλὸς βοηθὸς γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τὴν πολλὴ εὐφροσύνη ποὺ ζητοῦν τὰ σώματα, θὰ τὴν χάσουν κατ᾿ ἀνάγκην οἱ ψυχές. Καὶ ἐγὼ δὲν ἔχω ἐδῶ προορισμὸ νὰ σᾶς κολάσω». Τελικὰ ὁ Εὐφρόσυνος πέθανε σ᾿ ἕνα ἐρημικὸ ἡσυχαστήριο. Καὶ ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ξέρει ὅτι στὴν αἰώνια ζωὴ δὲν ἔχει κανένα ἀνώτερο δικαίωμα ἀπὸ ἕναν μάγειρα ἕνας βασιλιὰς ἢ φιλόσοφος, ἀνέγραψε μεταξὺ τῶν ἁγίων της τὸν μάγειρο Εὐφρόσυνο, ἐπειδὴ ἤξερε καὶ νὰ πιστεύει καὶ νὰ ζεῖ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.


Οἱ Ἅγιοι Διόδωρος, Διομήδης καὶ Δίδυμος

Καὶ οἱ τρεῖς Ἅγιοι ἦταν ἀπὸ τὴν Λαοδίκεια τῆς Συρίας. Συνελήφθηκαν ἀπὸ τὸν ἐκεῖ ἄρχοντα, καὶ ἐπειδὴ ὁμολόγησαν μὲ θάρρος ὅτι εἶναι χριστιανοί, μαστιγώθηκαν μέχρι θανάτου.


Ἡ Ἁγία Ἰάς

Ἡ Ἁγία αὐτή, ἐνῷ ἦταν γριά, αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Πέρσες μαζὶ μὲ 9.000 χριστιανούς, ποὺ βασανίστηκαν ποικιλοτρόπως. Μαζὶ λοιπὸν μ᾿ αὐτούς, στάθηκε καὶ ἡ Ἁγία μπροστὰ στοὺς ἀρχιμάγους τοῦ βασιλιᾶ τῆς Περσίας καὶ τιμωρήθηκε μὲ διάφορα βασανιστήρια. Τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισαν. Ἡ παράδοση λέει ὅτι, ὅταν τὴν ἀποκεφάλισαν, ἡ γῆ ἐκείνη, ποὺ δέχτηκε τὸ αἷμα της, φούσκωσε καὶ ὑψώθηκε ὑπερφυσικά. Οἱ δὲ δήμιοι, ποὺ τὴν βασάνισαν, παράλυσαν καὶ τυφλώθηκαν, καὶ ὁ ἀέρας γέμισε ἀπὸ θαυμάσια εὐωδιά.


Οἱ Ἅγιοι Δημήτριος, Εὐανθία ἡ σύζυγός του καὶ Δημητριανός ὁ γιός τους

Θανατώθηκαν κατὰ τὴν διάρκεια σεισμοῦ. Στὸ Συναξάρι ὅμως τοῦ ἑκατόνταρχου Κορνηλίου βρίσκουμε γιὰ τοὺς μάρτυρες αὐτοὺς τὰ ἑξῆς: Ὁ Δημήτριος ἦταν φιλόσοφος καὶ ἄρχοντας τῆς πόλης Σκεψέων ἢ Σκήψης τῆς Μ. Ἀσίας, καὶ διώκτης τῶν Χριστιανῶν. Ἡ δὲ γυναῖκα του Εὐανθία καὶ ὁ γιὸς του Δημητριανὸς ἦταν στὸν ναὸ προσευχόμενοι, μαζὶ μὲ τὸν Κορνήλιο. Τὴ στιγμὴ ὅμως ἐκείνη ἔγινε σεισμὸς καὶ ἡ Εὐανθία μὲ τὸν Δημητριανὸ καταπλακώθηκαν στὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ, φωνάζοντας τὸ ὄνομα τοῦ Κορνηλίου. Τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ Δημήτριος, βρῆκε τὸν Κορνήλιο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ σώσει τὴν οἰκογένειά του. Πράγματι ὁ Κορνήλιος ἔβγαλε ζωντανοὺς ἀπὸ τὰ ἐρείπια τὰ δυὸ μέλη τῆς οἰκογενείας τοῦ Δημητρίου, ποὺ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν μεταστροφὴ στὸν Χριστὸ τοῦ Δημητρίου, καθὼς καὶ ὅλων τῶν κατοίκων τῆς πόλης ἐκείνης.


Ἡ Ἁγία Θεοδώρα τῆς Βάστας Πελοποννήσου

Πρόκειται γιὰ τοπικὴ Ἁγία ποὺ ἔζησε τὸν 10ο αἰῶνα στὴν κεντρικὴ Πελοπόννησο (σύνορα Μεσσηνίας- Ἀρκαδίας). Ἀπὸ μικρὴ ἀγάπησε τὸν θεάνθρωπο καὶ λυτρωτὴ Χριστὸ καὶ σ᾿ αὐτὸν ἀφιέρωσε τὴ ζωή της. Ἔζησε σὰν μοναχὸς σὲ ἀνδρικὸ μοναστήρι τῆς ἄνω Μεσσηνίας καὶ ἔφτασε σὲ μεγάλο ὕψος ἁγιότητας. Συκοφαντήθηκε ὅμως βάναυσα, ὅτι ἄφησε ἔγκυο κοπέλα τῆς περιοχῆς! Τὰ ἤθη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἦταν τέτοια, ὥστε βιαστικὰ τὴν καταδίκασαν σὲ θάνατο. Γιατί ὅμως ἐνῷ εἶχε πρόχειρη τὴν ἀπόδειξη ἀθῳότητάς της σὰν γυναῖκα καὶ ἀφοῦ ἀρνήθηκε τὴν συκοφαντία, δὲν τὴν χρησιμοποίησε; Τὸ λόγο γνωρίζει αὐτὴ καὶ ὁ Θεός. Γεγονὸς εἶναι ὅτι φορτώθηκε ξένη ντροπὴ καὶ ἀποφάσισε νὰ μαρτυρήσει ἀπὸ ἀγάπη. Τὰ τελευταῖα λόγια της ἦταν: «Τὸ σῶμα μου νὰ γίνει ναός, τὰ μαλλιά μου πελώρια δέντρα καὶ τὸ αἷμα μου ποτάμι». Σήμερα στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου της, στὸ χωριὸ Βάστα Ἀρκαδίας, ὑπάρχει ἐξωκλῆσι ποὺ ἀπὸ δίπλα του περνάει ποτάμι καὶ πάνω στὴ σκεπή του ὑπάρχουν κατὰ παράδοξο τρόπο 17 τεράστια δέντρα. Λεπτομερῆ βιογραφία τῆς Ἁγίας, ἔγραψε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Γόρτυνος καὶ Μεγαλουπόλεως κ. Θεόφιλος. (Νὰ παρατηρήσουμε ἐδῶ ὅτι ἡ βιογραφία τῆς Ἁγίας αὐτῆς, ἔχει ἀρκετὰ κοινὰ στοιχεῖα, μ᾿ αὐτὰ τῆς ἁγίας Θεοδώρας τῆς Ἀλεξανδρινῆς, ποὺ ἡ μνήμη της γιορτάζεται ἐπίσης αὐτὴν τὴν ἡμέρα).


Ἀνακομιδὴ Λειψάνων τῶν Ὁσίων Πατέρων Σεργίου καὶ Γερμανοῦ

«τῶν ἐν Βαλάμῃ θαυματουργῶν ἐκ τῆς Νοβαγράδας (Νεαπόλεως) ἐπιστραφέντων εἰς τὴν ἐν Βαλάμῃ Ἱερὰν αὐτῶν Μονήν».


Ἀπόδοσις ἑορτῆς τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου