Ἁγιολόγιον - Αὔγουστος 26


Οἱ Ἅγιοι Ἀδριανὸς καὶ Ναταλία

«Αἱ ὁδοὶ τῶν δικαίων ὁμοίως φωτὶ λάμπουσι, προπορεύονται καὶ φωτίζουσιν». Ἡ ζωὴ καὶ ἡ συμπεριφορὰ τῶν δικαίων καὶ ἐνάρετων ἀνθρώπων εἶναι ὁλόλαμπρη σὰν τὸ φῶς. Βαδίζουν μπροστὰ καὶ φωτίζουν πάντοτε μὲ τὸ παράδειγμά τους καὶ μὲ τὰ λόγια τους. Πράγματι, ὅταν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ συνελήφθησαν 23 χριστιανοὶ καὶ ἦταν ἕτοιμοι νὰ μαρτυρήσουν, ἐκεῖ κοντὰ ἦταν καὶ ἕνας 28χρονος νέος, ὁ Ἀδριανὸς (ἀπὸ τὴν Νικομήδεια), ποὺ τοὺς ρώτησε ἂν ἀξίζει νὰ ὑπομένουν ὅλα αὐτὰ τὰ μαρτύρια. Τότε οἱ Ἅγιοι τοῦ ἀπάντησαν: «Ἐμεῖς ὑπομένουμε αὐτά, γιὰ νὰ κερδίσουμε τὰ ἀγαθὰ ποὺ εἶναι ἑτοιμασμένα ἀπὸ τὸ Θεὸ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ πάσχουν γιὰ τὴν ἀγάπη Του, καὶ τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ οὔτε ἀκοὴ μπορεῖ νὰ ἀκούσει, οὔτε λόγος νὰ περιγράψει». Ἠλεκτρισμένος ἀπὸ τὸ θάρρος τους καὶ συνεπαρμένος ἀπὸ τὰ λόγια τους ὁ Ἀδριανός, ἄστραψε τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὴν θεία χάρη καὶ δήλωσε στοὺς εἰδωλολάτρες χριστιανός. Αὐτοὶ ἀμέσως τὸν φυλάκισαν μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ἡ γυναῖκα του Ναταλία, χάρηκε πολὺ καὶ ἔτρεξε στὴ φυλακὴ νὰ ἐνθαρρύνει τὸν ἀγαπημένο της σύζυγο. Ἔπειτα, ἀφοῦ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακή, τοῦ ἔκοψαν τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια, καὶ μετὰ τὸν ἔριξαν στὴ φωτιά. Ἀλλὰ ἡ φωτιὰ μετὰ ἀπὸ δυνατὴ βροχὴ ἔσβησε. Ἡ Ναταλία μαζὶ μὲ ἕνα εὐσεβῆ χριστιανό, τὸν Εὐσέβεια, παρέλαβαν τὸ λείψανο τοῦ Ἀδριανοῦ καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ εὐλάβεια. Ἀργότερα, μετακόμισε τὰ ὀστά του στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὰ κατέθεσε στὴν Ἀργυρόπολη. Ἔπειτα δίπλα του ἔθαψαν καὶ τὴν εὐσεβῆ σύζυγό του Ναταλία.


Οἱ Ἅγιοι 23 Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀδριανό. Τὰ ὀνόματά τους εἶναι: Ἀνατόλιος, Ἄνθιμος, Ἀντίοχος, Γεντήλιος, Ἐλευθέριος, Ἑρμογένης, Εὐήθιος, Εὔρετος, Εὐτύχιος, Θεαγώνης, Θεόδωρος, Θύρσος, Ἰωάννης, Καρτερᾶς, Κλαύδιος, Κυριάκος, Μαρίνος, Μαρδώνιος, Μηνώδιος, Πλάτων, Συνετός, Τρωάδιος καὶ Φαρέτριος (†4ος αἰ).


Οἱ Ἅγιοι Ἀττικὸς καὶ Σισίνιος

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Ἴσως συνελήφθησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀδριανὸ στὴ Νικομήδεια.


Ὁ Ὅσιος Ἰβιστίων

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ἅγιος Ἀδριανὸς

Ὁ ἅγιος Ἀδριανός, ἄλλος τοῦ προηγούμενου, ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Λικινίου (313). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη καὶ ἦταν γιὸς τοῦ Πρόθου βασιλιᾶ τῆς Ρώμης, ποὺ βασίλευσε τὸ 276. Ὁ Ἀδριανὸς διέμεινε, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Δομέτιο -ἐπίσκοπο ἀργότερα τοῦ Βυζαντίου μετὰ τὸν Τίτο - στὸ Βυζάντιο. Ποθώντας νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό, πῆγε στὴ Νικομήδεια καὶ ἤλεγξε τὸν Λικίνιο, διότι μάταια ταλαιπωροῦσε τὰ ρωμαϊκὰ στρατεύματα προφασιζόμενος ὅτι διώκει τοὺς χριστιανούς. Ὁπότε ὁ Λικίνιος τὸν βασάνισε μὲ διάφορους τρόπους καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε. Ὁ δὲ ἀδελφός του Δομέτιος, πῆρε τὸ ἅγιο λείψανό του καὶ τὸ ἔθαψε στὴν Ἀργυρόπολη, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸ Βυζάντιο. Ἐκεῖ ἐπίσης βρίσκονταν καὶ τὰ ἅγια λείψανα τῶν Μαρτύρων Ἀδριανοῦ καὶ Ναταλίας, μαζὶ μὲ αὐτὰ τοῦ Ἀποστόλου Στάχυος, ποὺ ἔκανε πρῶτος ἐπίσκοπος Βυζαντίου μετὰ τὸν πρωτόκλητο Ἀνδρέα.


Ὁ Ὅσιος Τιθόης

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Γιὰ τὸν Ὅσιο αὐτό, γίνεται λόγος στὸν Εὐεργετινό).


Ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ γιὸς τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἰνδίας Ἄβενιρ

Γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ ὁσίου Ἰωάσαφ βρίσκουμε σὲ κάποιο διήγημα, ποὺ ἐπιγράφεται «Βαρλαάμ», καὶ ἀποδίδεται στὸν Ἰωάννη τὸ Δαμασκηνό. Τὸ περιεχόμενο συνοπτικὰ ἔχει ὡς ἑξῆς: Ἐπὶ μεγάλου Κων/νου ὑπῆρχε στὶς Ἰνδίες κάποιος βασιλιάς, ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἄθενιρ. σ᾿ αὐτὸν λοιπόν, εἶπαν κάποιοι ἀστρολόγοι ὅτι ὁ νεογέννητος γιός του Ἰωάσαφ, κάποτε θὰ ἀσπασθεῖ τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Γιὰ νὰ ματαιώσει αὐτὴ τὴν «προφητεία» ὁ Ἄβενιρ, ἔκλεισε τὸ βασιλοπαῖδι σ᾿ ἕνα ἀπομακρυσμένο παλάτι μαζὶ μὲ ὑπηρέτες καὶ δασκάλους, καὶ τοὺς συνέστησε νὰ μὴ ποῦν τίποτα στὸ παιδὶ γιὰ τὴν πίστη τῶν χριστιανῶν. Ἐκεῖ ὁ Ἰωάσαφ μεγάλωσε καὶ τοῦ δόθηκε μεγάλη μόρφωση. Ἀλλὰ τοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὁ περιορισμὸς μέσα στὸν ὁποῖο ζοῦσε, καὶ ἀπαίτησε νὰ μάθει τὴν αἰτία. Κανεὶς ὅμως δὲν τοῦ ἔλεγε τίποτα. Αὐτὸς ὅμως, μετὰ ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις πρὸς τὸν πατέρα του, κατάφερε καὶ τὸν ἔπεισε νὰ βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὸ παλάτι ἀλλὰ ὑπὸ αὐστηρὴ ἐπιτήρηση. Σὲ κάποιο περίπατό του ὅμως, συνάντησε δυὸ φτωχοὺς γέρους, ποὺ τοὺς ἔδωσε γενναία ἐλεημοσύνη καὶ αὐτοὶ συγκινημένοι τοῦ ἀποκάλυψαν τὸ μυστικὸ τοῦ περιορισμοῦ του. Ἀπὸ τότε ὁ Ἰωάσαφ διψοῦσε νὰ μάθει γιὰ τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Καὶ ὁ Θεὸς εὐλόγησε καὶ ἔμαθε, ἀπὸ κάποιο χριστιανὸ ἱερέα τὸν Βαρλαάμ, ποὺ κατάφερε νὰ μπεῖ στὸ παλάτι μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ πραγματευτῆ. Τελικὰ ὁ Ἰωάσαφ βαπτίστηκε, ἔκανε χριστιανὸ καὶ τὸν πατέρα του, ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς καὶ δίδαξε στὴ χώρα του τὸ Εὐαγγέλιο.


Ὁ Ἅγιος Γελάσιος