Ἁγιολόγιον - Ἰούλιος 12


Οἱ Ἅγιοι Πρόκλος καὶ Ἱλάριος

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἔζησαν στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ, στὶς ἀρχὲς τοῦ δευτέρου μετὰ Χριστὸν αἰῶνα. Ἡ καταγωγή τους ἦταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ κοντὰ στὴν Ἄγκυρα, ποὺ ὀνομαζόταν Καλλίπποι. Ὁ Πρόκλος εἶχε ἀνεψιὸ τὸν Ἱλάριο, καὶ ἦταν ἑνωμένοι ὄχι μόνο μὲ τὸ συγγενικὸ δεσμό, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν κοινὴ θερμὴ πίστη καὶ ἀγάπη τους στὸ Χριστό. Ἐργάζονταν ἀδιάκοπα γιὰ τὴν καλύτερη πνευματικὴ οἰκοδομὴ τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ γιὰ τὸ φωτισμὸ τῶν Ἰουδαίων καὶ εἰδωλολατρῶν. Διότι πίστευαν ὅτι «αὐτοῦ ἔσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς, οὖς προητοίμασεν ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν». Δηλαδή, σὰν ἀναγεννημένοι χριστιανοὶ εἴμαστε ποίημα Χριστοῦ, ποὺ δημιουργηθήκαμε νὰ μένουμε ἑνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ γιὰ νὰ πράττουμε ἔργα ἀγαθά, γιὰ τὰ ὁποῖα μας προετοίμασε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ζήσουμε τὴν ὑπόλοιπη ζωή μας μὲ αὐτά. Οἱ δραστηριότητες τῶν δυὸ Ἁγίων ἔγιναν αἰτία νὰ συλληφθεῖ ὁ Πρόκλος καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ μπροστὰ στὸν ἔπαρχο Μάξιμο, ποὺ μὲ σύντομη διαδικασία τὸν καταδίκασε σὲ θάνατο. Στὸ δρόμο γιὰ τὴν ἐκτέλεση, τὸν συνάντησε ὁ Ἱλάριος, ποὺ δήλωσε στὸν ἐπικεφαλῆς τοῦ ἀποσπάσματος ὅτι καὶ αὐτὸς εἶναι χριστιανός. Τότε, τὸν μὲν Πρόκλο σκότωσαν μὲ βέλη, τὸν δὲ Ἱλάριο μὲ ἀποκεφαλισμό.


Ὁ Ἅγιος Σεραπίων ὁ νέος

Ὁ ἅγιος Σεραπίων ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Σεβήρου (103 μ.Χ.) καὶ ἦταν ἄνδρας θεοσεβὴς καὶ ἀγαθὸς στὴν προαίρεση. Συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα Ἀκύλα καὶ ὅταν ρωτήθηκε ποιᾶς θρησκείας εἶναι, ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος, ὅτι πιστεύει καὶ σέβεται τὸν Χριστό. Τότε τὸν ἔριξαν στὴ φωτιὰ καὶ τὸν ἔκαψαν ζωντανό, λαμβάνοντας ἔτσι τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.


Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρέας ὁ Στρατηλάτης, Ἡράκλειος, Φαῦστος, Μηνᾶς καὶ ἡ συνοδεία τους

Μάρτυρες, χωρὶς νὰ γνωρίζουμε κανένα βιογραφικό τους στοιχεῖο.


Ὁ Ἅγιος Μάμας πέραν ἐν τῷ Σίγματι

Ἴσως πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο Μάρτυρα, ποὺ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 2α Σεπτεμβρίου.


Ὁ Ὅσιος Μιχαὴλ ὁ Μαλεϊνός, πνευματικὸς πατέρας του Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτη

Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Κων/νου Ζ´ καὶ μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Βασιλείου Β´ τοῦ Βουλγαροκτόνου. Γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ πλούσιους, τὸν Εὐδόκιμο καὶ τὴν Ἀναστασώ. Ὁ παππούς του ἀπὸ τὸν πατέρα του, Εὐστάθιος, κατεῖχε τὸ ἀξίωμα τοῦ πατρικίου. Ὁ δὲ παππούς του ἀπὸ τὴν μητέρα του Ἀδράλεστος, εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Στρατηλάτη τῆς Ἀνατολῆς. Ὁ Μανουὴλ - αὐτὸ ἦταν τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του - ἀνατράφηκε μέσα στ᾿ ἀνάκτορα, ἀλλὰ γρήγορα κατάλαβε τὴν ματαιότητα τῶν ἐγκόσμιων τιμῶν καὶ ἀγαθῶν καὶ γι᾿ αὐτὸ κατέφυγε στὸ ὄρος τοῦ Κύμινα. Ἐκεῖ βρῆκε κάποιο μοναχὸ γέροντα μεγάλης ἀρετῆς, τὸν Ἰωάννη, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ μείνει κοντά του. Ὁ γέροντας μὲ ἐπιφύλαξη τὸν δέχτηκε, ἀλλά, μετὰ ἀπὸ λίγο, ὁ πατέρας του ἐντόπισε ποὺ βρίσκεται καὶ μὲ διάφορες παρακλήσεις τὸν ἔφερε στὸ σπίτι. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες καὶ μὲ τὴν ἄδεια αὐτὴ τὴν φορὰ τῶν γονέων του, ἐπέστρεψε στὸν γέροντά του, ποὺ τὸν δέχτηκε μὲ χαρὰ μεγάλη. Μετὰ τρία ἔτη δοκιμασίας, ὁ Μανουὴλ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Μιχαήλ. Ἀργότερα, ὅταν πέθανε ὁ γέροντάς του Ἰωάννης, ὁ Μιχαήλ, μὲ τὴν μεγάλη πατρικὴ κληρονομιὰ ποὺ ἀπόκτησε ὑπῆρξε μεγάλος δωρητὴς τῶν φτωχῶν καὶ τῶν πασχόντων. Ἐπίσης ἵδρυσε τὴν περίφημη μεγάλη Λαύρα τοῦ Κύμινα, ὅπου σχηματίστηκε πολυάριθμη ἀδελφότητα, τὴν ὁποία ὁ Μιχαὴλ ὀργάνωσε κοινοβιακὰ καὶ τὴν συνέδεσε μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη. Ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν Μονὴ πέρασαν πολλὲς ἐκλεκτὲς ψυχές, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, ἱδρυτὴς τῆς μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἡ μονὴ τοῦ Κύμινα διακρίθηκε γιὰ τοὺς καλλιγράφους της καὶ ἀντιγραφεῖς Ἱερῶν βιβλίων. Σὲ ἡλικία προχωρημένη, ἀλλὰ ἀκμαῖος στὴν πίστη καὶ τὸ πνεῦμα, ὁ Μιχαὴλ παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό.


Ἡ Ἁγία Βερονίκη ἡ αἱμοῤῥοοῦσα

Τὴ θεραπεία τῆς αἱμοῤῥοούσης γυναικός, ποὺ κατὰ τὴν παράδοση ὀνομαζόταν Βερονίκη, μπορεῖ νὰ διαβάσει ὁ ἀναγνώστης στὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο κεφάλαιο Θ´ στ. 20-22, στὸ κατὰ Μᾶρκον κεφάλαιο Ε´ στ. 25-34 καὶ στὸ κατὰ Λουκᾶν κεφάλαιο Η´ στ. 43-49. Ὁ Συναξαριστὴς τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ἀναφέρει ὅτι ἡ ἁγία αὐτὴ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Πανεάδα. Ὅταν τὴν γιάτρεψε ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς αἱμοῤῥαγίας, αὐτὴ γιὰ νὰ Τὸν εὐχαριστήσει, φιλοτέχνησε τὸν ἀνδριάντα Του καὶ τὸν ἔστησε μπροστὰ στὸ σπίτι της γιὰ νὰ προσκυνεῖται ἀπ᾿ ὅλους. Μάλιστα στὴ βάση τοῦ ἀνδριάντα, φύτρωσε βότανο ποὺ θεράπευε διάφορες ἀσθένειες. Ἀργότερα ἡ Βερονίκη ἔγινε μέλος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, καὶ ἀφοῦ ἔζησε ἁγία ζωή, εἰρηνικὰ παρέδωσε τὸ πνεῦμα της.


Ἀνακομιδὴ Ἱερῶν Λειψάνων Ἁγίου Γεωργίου, Ἐπισκόπου Ἀσσοῦ Μυτιλήνης


Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος τοῦ Νόβγκοροντ (Ῥῶσος)