Ἁγίας Εὐφημίας Μεγαλομάρτυρος Θαῦμα (Δ´ Οἰκ. Σύνοδος, 451)
Ἦταν χριστιανὴ παρθένος, ποὺ μὲ τὸ αἷμα της σφράγισε τὴν πίστη της στὸ Χριστὸ καὶ μὲ τὴν αὐταπάρνησή της καταντρόπιασε τοὺς ἰσχυροὺς εἰδωλολάτρες αὐτοκράτορες. Ἡ Εὐφημία καταγόταν ἀπὸ τὴν Χαλκηδόνα καὶ οἱ γονεῖς της ὀνομαζόταν Φιλόφρων καὶ Θεοδοσιανή. Μόρφωσαν τὴν κόρη τους σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Εὐφημία ἀπὸ πολὺ νωρὶς διακρίθηκε γιὰ τὸν ἅγιο ζῆλο της, τὸ σεμνὸ ἦθος καὶ τὴν φιλανθρωπία της. Ἦταν ὡραῖα στὸ σῶμα, καὶ πολλοὶ εἰδωλολάτρες νέοι περίμεναν ἔστω ἕνα ἐνθαῤῥυντικὸ χαμόγελό της. Ἀλλὰ ἡ σεμνὴ παρθένος διατηροῦσε ἀκηλίδωτη τὴν ἁγνότητά της καὶ εἶχε ἀφοσιωμένη τὴν καρδιά της στὸ Θεό, στὴν περιποίηση τῶν ἀσθενῶν καὶ τῶν ἀπροστάτευτων ὀρφανῶν. Ὅταν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ διατάχθηκε σκληρὸς διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἡ Εὐφημία συνελήφθη καὶ ὁμολόγησε ὅτι εἶναι χριστιανή. Τότε ὁ κριτής, ὑπολογίζοντας στὴν ἀδύνατη γυναικεία φύση της, τὴν καταδίκασε σὲ θάνατο μὲ βασανιστήρια. Ὅμως ἡ Εὐφημία ἀναδείχθηκε πολὺ ἰσχυρότερη τῶν βασανιστῶν της καὶ ὑπέμεινε τὰ βασανιστήρια μὲ θαυμαστὴ καρτερία. Στὸ τέλος τὴν ἔριξαν τροφὴ στὰ θηρία. Δίδαξε ἔτσι μὲ τὸ παράδειγμά της, πὼς μπορεῖ οἱ χριστιανοὶ νὰ φαίνονται στὸν κόσμο ἀδύνατοι, ἀλλὰ «τὰ ἀσθενῆ του κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά». Δηλαδή, τοὺς κατὰ κόσμον ἀδυνάτους ἐξέλεξε ὁ Θεός, γιὰ νὰ καταντροπιάσει ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἰσχυρὴ κοσμικὴ ἐπιῤῥοή.
Ὅμως, αὐτὴν τὴν ἡμέρα, γίνεται ἀνάμνηση τοῦ θαύματος ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὴν ἁγία Εὐφημία, ὅταν, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μαρκιανοῦ καὶ τῆς Πουλχερίας, συντάχθηκαν δυὸ τόμοι ποὺ περιεῖχαν τὸν ὅρο τῆς Συνόδου, ποὺ ἔγινε στὴ Χαλκηδόνα (451) καὶ ἦταν ἕνας τῶν ὀρθοδόξων καὶ ἕνας τῶν Μονοφυσιτῶν. Γιὰ νὰ πάψει λοιπὸν ἡ ἔριδα μεταξὺ τῶν δυὸ πλευρῶν, ἀποφασίστηκε νὰ τεθοῦν καὶ οἱ δυὸ τόμοι μέσα στὴ λάρνακα τῆς ἁγίας Εὐφημίας, γιὰ νὰ φανεῖ ποιὸν ἀπὸ τοὺς δυὸ θὰ δεχτεῖ ἡ Ἁγία. Μετὰ τὴν ἀποσφράγιση τῆς λάρνακας, βρέθηκε ὁ μὲν τῶν αἱρετικῶν τόμος στὰ πόδια τῆς Ἁγίας πεταμένος, ὁ δὲ τῶν ὀρθοδόξων στὸ στῆθος της. (Νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ κυρίως μνήμη τοῦ μαρτυρίου τῆς ἁγίας Εὐφημίας τελεῖται στὶς 16 Σεπτεμβρίου).
Καταγόταν ἀπὸ τὴν κωμόπολη Ταλμενία τῆς Παμφυλίας Σίδης (290 μ.Χ.), καὶ ἐργαζόταν μὲ πολλὴ δραστηριότητα, γιὰ τὴν ἐπέκταση τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Γι᾿ αὐτό, καταγγέλθηκε στὸν ἔπαρχο Στρατόνικο καὶ καταδικάστηκε νὰ καεῖ. Στὸ δρόμο ὅμως γιὰ τὴν ἐκτέλεση τῆς ποινῆς, αὐτὸς ποὺ κρατοῦσε τὰ ξύλα γιὰ τὴν φωτιά, ξαφνικὰ ἀῤῥώστησε καὶ ἔπεσε κάτω. Τότε, ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ ἀποσπάσματος διέταξε κάποιον ἀπ᾿ τοὺς στρατιῶτες νὰ σηκώσει καὶ νὰ μεταφέρει τὰ ξύλα. Ἀλλ᾿ ὁ γενναῖος χριστιανὸς μάρτυρας, παρακάλεσε νὰ βάλουν στοὺς δικούς του ὤμους τὰ ξύλα, καὶ νὰ μεταφέρει αὐτὸς τὰ ὑλικά τοῦ μαρτυρίου του. Τὴν ἴδια γενναιότητα ἐπέδειξε ὁ ἅγιος Κινδέος καὶ στὴ φωτιά. Ἐνῷ τὸν εἶχαν πάνω στὰ ξύλα, καὶ πρὶν οἱ φλόγες τὸν καλύψουν, δίδασκε τοὺς παρευρισκόμενους μὲ ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ καὶ τοὺς προέτρεπε νὰ προσέλθουν στὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Τέλος, ἐνῷ παρέδιδε τὴν ψυχή του καιόμενος μέσα στὶς φλόγες, κέρδιζε ἄλλη μεγάλη νίκη. Ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων, ἔκπληκτος μπροστὰ σὲ τέτοιο θάνατο, πίστεψε στὸ Χριστὸ μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκα του. Γιὰ ν᾿ ἀποδειχθεῖ ἀκόμα μία φορὰ τὸ ἀκατάβλητο τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, ὅταν αὐτὴ κηρύττεται μὲ αὐταπάρνηση.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν μὲ μαχαίρι.
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν μὲ ἐκτοξευόμενα βέλη.
Ὁ Ὁσιομάρτυς Νικόλαος «ὁ ἐκ Βρυούλλων»
Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ἀλλ᾿ οὔτε μαρτύριο οὔτε συναξάρι αὐτοῦ σῴζεται. Μόνο Ἀκολουθία του, ποὺ συντάχθηκε ἀπὸ ἄγνωστο καὶ ἐκδόθηκε ἀπὸ παλιὰ χειρόγραφα στὴν Ἀθήνα τὸ 1898. Πιθανῶς νὰ εἶναι ὁ ἴδιος με τὸν παρακάτω νέο ὁσιομάρτυρα Νεκτάριο ἀπὸ τὰ Βρύουλα καὶ νὰ ἀντιγράφηκε λάθος τὸ ὄνομά του.
Ἀσκήτευε στὰ ὅρια τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπεδίου καὶ ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἀπὸ τὸ Ἐλβασάν, ὁ Νέος ὁσιομάρτυρας
Ὁ Νέος αὐτὸς Ὁσιομάρτυρας καταγόταν ἀπὸ τὸ Ἐλβασάν της Ἠπείρου καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Ὅταν μεγάλωσε στὴν ἡλικία, παντρεύτηκε χριστιανὴ γυναῖκα καὶ ἀπέκτησε παιδιά. Παρακινήθηκε ὅμως ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἔγινε μωαμεθανός. Κατόπιν βίαια περιέτεμε καὶ τὰ παιδιά του, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα, ποὺ οἱ χριστιανοὶ κρυφὰ φυγάδευσαν στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅταν πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ βρεῖ τὸ παιδί του καὶ νὰ τὸ ἐξισλαμίσει, μετανόησε, ἐπανῆλθε στὸν Χριστιανισμὸ καὶ παρέμεινε ἐκεῖ ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια. Κατόπιν ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Νικόδημος. Τὸν κατέλαβε ὅμως ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου, γι᾿ αὐτὸ καὶ προετοιμάστηκε μὲ ἄσκηση, νηστεία καὶ πολλὴ προσευχή. Κατόπιν πῆρε τὴν εὐχὴ τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη καὶ μὲ δάκρυα χαρᾶς ἔφυγε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μὲ νηστεία καὶ ἐγκράτεια σ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς πορείας του, ἔφθασε στὸ Ἐλβασάν. Ἐκεῖ ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν πασά. Ἀπέῤῥιψε ὅλες τὶς κολακεῖες τῶν Τούρκων καὶ μὲ θάῤῥος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Τότε παραδόθηκε στὸ ἀγριεμένο πλῆθος, ποὺ γιὰ τρεῖς ἡμέρες τὸν βασάνιζαν ἀνελέητα. Κατόπιν ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, ὅπου μετὰ ἀπὸ προσευχὴ ποὺ ἔκανε, ἀποκεφαλίστηκε στὶς 11 Ἰουλίου 1722.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἀπὸ τὰ Βρύουλα ἢ Βοῦρλα, ὁ Νέος ὁσιομάρτυρας
Γεννήθηκε ἀπὸ φτωχοὺς ἀλλὰ εὐσεβεῖς γονεῖς στὰ Βρύουλα ἢ Βουρλὰ τῆς Ἐφέσου καὶ ὀνομαζόταν Νικόλαος. Ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ 17 ἐτῶν μπῆκε μὲ μισθὸ στὴν ὑπηρεσία κάποιου ἀγά. μαζὶ μὲ ἄλλους ἕξι νέους χριστιανούς, ἐξαπατήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἐξισλαμίστηκε, διότι πίστεψαν ὅτι οἱ γονεῖς τους πέθαναν ἀπὸ κάποια ἐπιδημία. Ὅταν ὅμως ὁ Νικόλαος γύρισε στὰ Βοῦρλα, πληροφορήθηκε ὅτι ἡ μητέρα του ζοῦσε καὶ ἔτρεξε μὲ χαρὰ κοντά της. Ἡ εὐσεβὴς μητέρα, ὅταν εἶδε μὲ τούρκικα ροῦχα τὸν γιό της, τὸν ἔδιωξε λέγοντάς του ὅτι, ἐγὼ δὲν γέννησα Τοῦρκο ἀλλὰ Νικόλαο Χριστιανό. Τότε ὁ Νικόλαος κατάλαβε τὸ ἁμάρτημά του καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα ταξίδι στὴ Σμύρνη - Κωνσταντινούπολη - Βλαχία καὶ πάλι στὴ Σμύρνη, ἐξομολογήθηκε σ᾿ ἕναν Ἁγιορείτη μοναχό, καὶ μὲ τὴν εὐλογία του πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ κατέληξε στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, κοντὰ στὸν πατριώτη του μοναχὸ Χατζῆ Στέφανο, ὅπου ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Νεκτάριος. Ἀλλ᾿ ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου ἔκαιγε μέσα στὴν καρδιά του. Ἔτσι μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ πνευματικοῦ του ἔφυγε νὰ μαρτυρήσει, μὲ τὴν συνοδεία τοῦ ὁσιωτάτου χειραγωγοῦ του Στεφάνου. Ὅταν ἔφτασαν στὴν πατρίδα τους τὰ Βουρλά, ὁ Νεκτάριος παρουσιάστηκε στὸν κριτὴ καὶ ἀφοῦ ἔριξε τὸ φέσι του κατὰ γῆς εἶπε: «Πάρτε τὰ σημάδια τῆς πίστεως σας, ἐγὼ χριστιανὸς Νικόλαος γεννήθηκα καὶ χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω». Παρ᾿ ὅλες τὶς κολακεῖες καὶ τὰ βασανιστήρια, ὁ Νεκτάριος ἔμεινε ἀμετακίνητος στὴν πίστη του. Ἔτσι τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 11 Ἰουλίου 1820.
Ἡ Ἁγία Ἱσαπόστολος Ὄλγα (μετονομασθεῖσα Ἑλένη) ἡ βασίλισσα
Ἡ Ἁγία αὐτὴ ἦταν βασίλισσα τῆς Ρωσίας καὶ διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος μετονομάσθηκε Ἑλένη, τὸ ἔτος 957. Δύσκολα μπορεῖ νὰ περιγράψει κανεὶς τὶς ἄοκνες προσπάθειές της γιὰ τὴν χριστιανικὴ διαφώτιση τοῦ Ρώσικου λαοῦ. Ἔκανε τὰ πάντα γιὰ νὰ γνωρίσουν οἱ Ῥῶσοι τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἁγία αὐτή, ὅταν ἦλθε μὲ τὴν ἀκολουθία της κάποτε στὸ Βυζάντιο, ἔτυχε θερμῆς ὑποδοχῆς γιὰ τοὺς ἀγῶνες της ὑπὲρ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Πάνω στὸν ἀγῶνα αὐτό, παρέδωσε τὴν τελευταία της πνοὴ τὴν 11η Ἰουλίου 969.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη του ἀναγράφεται τὴν ἡμέρα αὐτὴ στὸν ὑπ᾿ ἀριθμ. 402 Coislin φ. 166 Κώδικα τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Παρισίων ὡς ἑξῆς. «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ Ἀρσενίου πατριάρχου Ἀλεξανδρείας σφαγή».