Μαρτύρησαν στὴ Νικόπολη τῆς Ἀρμενίας καὶ μεταξὺ αὐτῶν οἱ Ἅγιοι Δανιὴλ, Μαυρίκιος, Ἀντώνιος καὶ Λεόντιος. Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Λικίνιος. Κορυφαῖοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν ὁ Λεόντιος, ὁ Μαυρίκιος, ὁ Δανιὴλ καὶ ὁ Ἀντώνιος. Ὅταν ὁ Λικίνιος ἐξέδωσε διάταγμα κατὰ τῶν χριστιανῶν, μόνοι τους ἦλθαν στὸν δούκα καὶ φανέρωσαν ὅτι εἶναι χριστιανοί. Σὲ ἐρώτηση τοῦ Λυσία, ποιὸς τοὺς ἔπεισε νὰ μὴ θυσιάζουν στοὺς θεούς, αὐτοὶ ἀπάντησαν: «Ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μᾶς δίδαξε καὶ μᾶς ἔπεισε νὰ μὴ λατρεύουμε θεοὺς ἀνύπαρκτους, καὶ νὰ μὴ προσκυνοῦμε τὰ εἴδωλά τους». Ὀργισμένος ὁ δούκας, διέταξε καὶ τοὺς φυλάκισαν δεμένους χειροπόδαρα, χωρὶς νὰ τοὺς δίδεται καθόλου ψωμὶ καὶ νερό. Οἱ Ἅγιοι πέρασαν τὴν νύκτα προσευχόμενοι. Μεταξὺ ἄλλων, ἔλεγαν: «Εὐλογοῦμε, Κύριε, ἐσένα, τὸ βασιλιὰ τῆς δόξας. Διότι σὺ εἶσαι ἡ ἀληθινὴ ζωή, ποὺ θυσιάστηκες γιὰ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἕνωσέ μας, Κύριε, ὥστε ὅλοι μαζὶ μὲ μία ψυχὴ νὰ σὲ ὁμολογήσουμε καὶ ὅλοι μαζὶ νὰ πεθάνουμε». Τὸ πρωὶ ὁ Λυσίας, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακή, τοὺς ρώτησε ἂν μετάνιωσαν καὶ ἐπανῆλθαν στοὺς θεοὺς τοῦ κράτους. Οἱ Ἅγιοι μὲ ἕνα στόμα ἀπάντησαν: «χριστιανοὶ ἐσμέν». Εἴμαστε χριστιανοί. Μὲ μανία τότε ὁ Λυσίας διέταξε καὶ τοὺς ἔκοψαν χέρια καὶ πόδια, καὶ ἔπειτα τοὺς ἔριξαν στὴ φωτιά. Ἔτσι, ὅλοι μαζὶ ἀξιώθηκαν νὰ πάρουν τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Μεταξὺ δὲ αὐτῶν ἦταν καὶ οἱ πρόκριτοι τῆς πόλεως Δανιήλ, Μαυρίκιος, Ἀντώνιος καὶ Λεόντιος.
Ὁ Βιάνωρ καταγόταν ἀπὸ τὴν ἐπαρχία τῆς Πισιδίας καὶ συνελήφθη, ἐπειδὴ ὁμολογοῦσε τὸν Χριστό, ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Αὐφρατησίας (ἢ Εὐφρατησίας), ποὺ σήμερα ὀνομάζεται Ἄτζαρ καὶ βρίσκεται στὴ Συρία. Ἀφοῦ τὸν κρέμασαν καὶ τὸν ἔδειραν ἀνελέητα μὲ ξύλινα σπαθιά, κατόπιν τὸν ἔκαψαν μὲ σιδερένια πυρακτωμένα σφαιρίδια, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χάσει τὰ δόντια καὶ τ᾿ αὐτιά του. Ὁ δὲ Σιλουανός, ποὺ ἦταν ἐκεῖ καὶ ἔβλεπε τὸ μαρτύριο καὶ τὴν ἀνδρεία τοῦ Βιάνορα, πίστεψε καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ μπροστὰ σ᾿ ὅλους τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἐπὶ τόπου τότε, τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα καὶ κατόπιν τὸ κεφάλι. Τοῦ δὲ Βιάνορα, ἔβγαλαν τὸ δεξὶ μάτι, ἔγδαραν τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς του καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἔτσι καὶ οἱ δυὸ ἔλαβαν μαζὶ τὸ στεφάνι τῆς ἀθλήσεως.
Ἀνακομιδὴ Ἱερῶν Λειψάνων ἐν Γερᾷ Λέσβου Ἁγίου Γρηγορίου Ἐπισκόπου Ἀσσοῦ
Ὁ Ἅγιος Ἀπολλώνιος ἀπὸ τὶς Σάρδεις
Ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπὸ τὶς Σάρδεις. Καταγγέλθηκε στὸν ἔπαρχο Ἰκονίου, διότι πίστευε στὸ Χριστὸ καὶ ἐνεργοῦσε μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν γιὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Περίνιος -ἔτσι ὀνομαζόταν ὁ ἔπαρχος- μετὰ ἀπὸ μάταιες προσπάθειες, γιὰ νὰ τὸν ἐξαναγκάσει ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, τὸν σταύρωσε. Τὸ τέλος αὐτό, ποὺ τὴν φρικτὴ ἀγωνία του δοκίμασε καὶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ἀπολλώνιος ὑπέστη μὲ πολλὴ καρτερία, ἐνδυναμούμενος ἀπὸ τὴν θεία χάρη. Καὶ ἔτσι κέρδισε τὸ ἐνδοξότατο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἀσκητές, κατοικοῦσαν μέσα σὲ σπηλιὲς καὶ καλύβες τῆς Νιτρίας τῆς Αἰγύπτου, καὶ κύριο ἔργο τους ἦταν ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ζοῦσαν μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες, προσευχὲς καὶ ἦταν γύρω στὶς 10.000 στὸν ἀριθμό. Ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος, ὁ πρῶτος ἀπ᾿ αὐτούς, φιλονικοῦσε μὲ τὸν ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο γιὰ ὁρισμένα ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, ποὺ ὁ Θεόφιλος ἔφερνε ἀντίῤῥηση, γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἰσίδωρος, ἔχοντας πίσω του τὴν ὑποστήριξη τῶν πολλῶν μοναχῶν, ἤλεγχε τὸν Θεόφιλο. Τότε ὁ Θεόφιλος, γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ τὸν Ἰσίδωρο, ἔστειλε κρυφὰ δικούς του ἀνθρώπους καὶ ἔκαψε ζωντανοὺς μέσα στὶς Σκῆτες, ὅλους τοὺς συγκεκριμένους Πατέρες.
Ἡ Σύναξις τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἐν τοῖς Βιάτου ἢ Βεώτου
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Ῥῶσος ὁ Ἐσφιγμενίτης
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ρωμανοῦ Ἀργυρόπουλου καὶ Βλαδίμηρου τοῦ εὐσεβοῦς ἄρχοντα τῆς Ρωσίας. Ὁ Ἀντώνιος τὸ 1012 ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ Ἐσφιγμένου. Κατόπιν ἐπέστρεψε στὴ Ρωσία καὶ ἔγινε πατέρας τοῦ Μοναστικοῦ Τάγματος τῶν Ρώσων. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ Σιατοπόλκος κήρυξε διωγμὸ κατὰ τῶν μοναχῶν, ὁ Ἀντώνιος ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος, κοντὰ στὸν Γέροντά του Θεόκτιστο. Ὅταν ὅμως ἐπανῆλθε ἡ τάξη στὴ Ρωσία μὲ τὸν Ἰαροσλάβο, ὁ Ἀντώνιος ἐπέστρεψε στὴ Ρωσία, ὅπου ἔκανε πολλοὺς μοναχοὺς καὶ ἔκτισε τὴν θαυμαστὴ Μονὴ Πετσέρσκβοϊ, στὴν ὁποία ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 90 χρονῶν.