Ἁγιολόγιον - Ἰούνιος 25


Ἡ Ἁγία Φεβρωνία

Ἐκθαμβωτικὴ ἦταν ἡ σωματική της ὀμορφιά. Ἀλλὰ ἀκόμα περισσότερο ἔλαμπε ἡ ψυχή της, ἀνάμεσα στὶς μοναχὲς τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Μεσοποταμίας (στὴν πόλη τῆς Νισίβεως, ποὺ λέγεται Ἀντιόχεια τῆς Μυγδονίας καὶ βρισκόταν στὰ σύνορα τοῦ Βυζαντινοῦ καὶ Περσικοῦ κράτους). Ἀπὸ 17 χρονῶν ἡ Φεβρωνία πῆγε στὸ μοναστήρι, ὅπου ἡγουμένη ἦταν ἡ θεία της Βρυένη. Γρήγορα προσαρμόστηκε στοὺς κανόνες τῆς νέας ζωῆς, καὶ μάλιστα πάντα ἔβρισκε χρόνο νὰ μελετᾷ καὶ νὰ καλλιεργεῖ τὸ πνεῦμα της. Ἡ ζωή της ἦταν ἥσυχη. Ὅμως, κάποια μέρα ταράχθηκαν τὰ γαλήνια «νερά» τῆς ἡσυχίας της. Ἕνα σῶμα στρατιωτῶν ποὺ ἐξεδίωκε χριστιανούς, πέρασε ἀπὸ τὴν μονὴ τῆς Φεβρωνίας. Οἱ ἄλλες μοναχὲς πρόλαβαν καὶ ἔφυγαν μακριά. Ἡ Φεβρωνία, ἐπειδὴ ἦταν ἄῤῥωστη, δὲν μπόρεσε νὰ μετακινηθεῖ. Μαζί της ἔμειναν ἡ ἡγουμένη Βρυένη καὶ ἡ ἀδελφὴ Θωμαΐς. Οἱ στρατιῶτες, μόλις ἄντικρυσαν τὴν Φεβρωνία, ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της. Ἄφησαν, λοιπόν, τρεῖς ἄνδρες νὰ τὴν φρουροῦν καὶ οἱ ὑπόλοιποι γύρισαν καὶ τὸ ἀνέφεραν στὸν ἀρχηγό τους Σελῆνο (288 μ.Χ.). Αὐτὸς ἀμέσως διέταξε καὶ τὴν ἔφεραν μπροστά του, καὶ μὲ κάθε τρόπο τὴν πίεσε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Πρότεινε στὴ Φεβρωνία νὰ τὴν δώσει σύζυγο στὸν ἀνεψιό του Λυσίμαχο, ποὺ κοντά του θὰ γνώριζε μεγάλη δόξα. Ἡ Φεβρωνία, ὅμως, προτίμησε νὰ γίνει «τῆς μελλούσης ἀποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός». Προτίμησε, δηλαδή, νὰ εἶναι συμμέτοχος τῆς δόξας ποὺ θὰ ἀποκαλυφθεῖ κατὰ τὴν δευτέρα παρουσία, καὶ μὲ περίσσιο θάῤῥος περιφρόνησε τὶς προτάσεις τοῦ Σελήνου, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τὴν βασάνισε, τελικὰ τὴν σκότωσε μὲ ξίφος.


Οἱ Ἅγιοι Ὀρέντιος, Φαρνάκιος, Ἐρώτας, Φίρμος, Φιρμῖνος, Κυριακός, καὶ Λογγῖνος

Καὶ τὰ ἑπτὰ ἀδέλφια, ξακουστὰ γιὰ τὴν ἀνδρεία τους, ὑπηρετοῦσαν στρατιῶτες στὴ Θρᾴκη, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ. Σὲ κάποια μάχη μὲ τοὺς Σκύθες, ὁ Ὀρέντιος κατόθρωσε νὰ σκοτώσει τὸν σκληρὸ καὶ γενναῖο ἀρχηγό τους, Μαραρῶν. Γιὰ τὸ κατόρθωμά του αὐτὸ τιμήθηκε, ἀλλὰ συγχρόνως προσκλήθηκε νὰ συμμετάσχει στὶς θυσίες πρὸς τὰ εἴδωλα, ποὺ θὰ προσφέρονταν γιὰ τὴν νίκη του. Ὁ χριστιανὸς ἥρωας ἀρνήθηκε ῥητά, καὶ διακήρυξε ὅτι αὐτὸς ἕνα Θεὸ ἀληθινὸ ἀναγνωρίζει καὶ λατρεύει, τὸν Θεὸ τῶν χριστιανῶν. Βέβαια δὲν τὸν τιμώρησαν ἀμέσως, χάρη τοῦ ἀνδραγαθήματός του. Ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὰ ἕξι ἀδέλφια του, τοὺς ἔστειλαν δυσμενῆ μετάθεση στὴν Ἀρμενία. Ἐκεῖ μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο, ὑποβλήθηκαν σὲ ἀνάκριση. Καὶ οἱ ἑπτὰ μ᾿ ἕνα στόμα δήλωσαν, ὅτι μέχρι τὴν τελευταία τους πνοὴ θὰ μείνουν πιστοὶ στὸν ἀρχηγὸ τῆς σωτηρίας τους, καὶ κριτή τους κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς παγκόσμιας ἀνάστασης καὶ ἀνταπόδοσης. Μετὰ τὴν δήλωσή τους αὐτή, καταδικάστηκαν σὲ ἐξορία μακρινῶν καὶ σκληρῶν τόπων. Καὶ οἱ ἑπτὰ πέθαναν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὶς ταλαιπωρίες, ἀλλὰ χωρὶς κανένα γογγυσμό.


Ἡ Ἀνάμνηση τῆς σωτηρίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως πρεσβείαις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Βλέπε καὶ 15 Αὐγούστου.


Οἱ Ἅγιες Λεωνίδα, Λιβύη καὶ Εὐτροπία οἱ Ὁσιομάρτυρες

Μαρτύρησαν, ἡ μὲν πρώτη διὰ πυρός, οἱ δὲ δυὸ ἄλλες διὰ ξίφους.


Ὁ Ὅσιος Μαρτύριος ὁ ἐπίσκοπος

Ἄγνωστο ποιᾶς ἐπισκοπῆς ἦταν ἐπίσκοπος. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο (σ. 96).


Ὁ Ὅσιος Σίμων

Ἔργα τοῦ ἀσκητῆ αὐτοῦ, γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη, βρίσκονται στὸν Εὐεργετινό. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ὅσιος Διονύσιος κτήτορας τῆς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Ἁγίου Ὄρους

Ὁ Ὅσιος Διονύσιος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κορησσὸ τῆς Καστοριᾶς, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς γεωργούς. Σὲ νεαρὴ ἡλικία πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, κοντὰ στὸν ἀδελφό του Θεοδόσιο. Ὁ Διονύσιος, μὲ δάσκαλο τὸν ἴδιο του τὸν ἀδελφό, ἔμαθε νὰ μελετᾷ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ γρήγορα διακρίθηκε γιὰ τὸ ταπεινό του φρόνημα καὶ γιὰ τὸν φιλάνθρωπο χαρακτῆρα του. Μετὰ λίγα χρόνια, ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Κομνηνοῦ τοῦ Γ´ (1350-1390) ὁ Θεοδόσιος ἔγινε Μητροπολίτης στὴν Τραπεζοῦντα. Ὁ Διονύσιος, ὅταν τὸ ἔμαθε χάρηκε πολύ, πρῶτα ἀπὸ ἀδελφικὴ ἀγάπη καὶ δεύτερο διότι θὰ μποροῦσε τώρα νὰ πραγματοποιήσει πιὸ εὔκολα ἕνα δικό του σχέδιο. Μετὰ τὴν χειροτονία του σὲ Πρεσβύτερο, ὁ Διονύσιος μετέφερε τὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του σ᾿ ἕνα ἀπότομο βουνὸ τοῦ μικροῦ Ἄθωνος ἢ Ἀντιάθωνος, τὸ ὀνομαζόμενο Παλαιὸς Πρόδρομος καὶ Παναγία. Καὶ λίγο πιὸ κάτω ἤθελε νὰ κτίσει Ναὸ καὶ εὐπρεπῆ Μονή, πρᾶγμα ποὺ τελικά, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, κατόρθωσε. Ἔτσι, τὸ 1375 ὁ Ἀλέξιος Γ´, μὲ τὴν μεσιτεία τοῦ ἀδελφοῦ του Μητροπολίτη Θεοδοσίου, ἐνέκρινε τὴν ἀνέγερση τῆς Μονῆς μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου. Ἔδωσε γιὰ τὸ ἔργο αὐτὸ ὁ αὐτοκράτορας στὸν Διονύσιο, 50 σώμια (400.000 γρόσια) καὶ μετὰ τρία χρόνια 1000 Κομνηνάτα. Ἔτσι ὁ μοναχὸς Διονύσιος ἔκτισε τὴν Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, γνωστὴ κατόπιν μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα ποὺ τῆς ἔδωσε ὁ κτήτοράς της. Ὁ Διονύσιος πέθανε στὴν Τραπεζοῦντα, ὅπου εἶχε πάει γιὰ νὰ ζητήσει καὶ ἄλλο βοήθημα ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα γιὰ τὴν ἁγιογράφηση τοῦ ναοῦ τῆς Μονῆς.


Ὁ Ὅσιος Δομέτιος

Αὐτὸς ἦταν φίλος καὶ συνασκητὴς τοῦ Ὁσίου Διονυσίου, κτήτορα τῆς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔκανε καὶ ἡγούμενός της. Ὁ Ὅσιος Δομέτιος ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ἅγιος Προκόπιος ποὺ μαρτύρησε στὴ Σμύρνη

Ὁ νεομάρτυρας Προκόπιος, καταγόταν ἀπὸ χωριὸ ποὺ ἦταν κοντὰ στὴ Βάρνα, καὶ ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Σὲ ἡλικία 20 χρονῶν, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μόνασε στὴ Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὑποτακτικὸς στὸν γέροντα Διονύσιο. Σὰν μοναχὸς διακρίθηκε γιὰ τὶς μοναχικές του ἀρετές. Ἀργότερα, ἐγκατέλειψε τὴν μοναχικὴ ζωή, ἔφθασε στὴ Σμύρνη καὶ βρισκόμενος σὲ ἀπόγνωση, ἐξισλαμίστηκε. Κατόπιν ὅμως, οἱ τύψεις συνειδήσεως ποὺ εἶχε γιὰ τὸ βαρὺ ὀλίσθημά του, τὸν ἔφεραν μὲ δάκρυα μετανοίας σὲ κάποιο πνευματικό, στὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε καὶ πῆρε τὶς ἀνάλογες συμβουλὲς παρηγοριᾶς. Κατόπιν προσευχήθηκε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸν κριτὴ τῆς πόλης. Μόλις ἔφτασε μπροστὰ στὸν κριτή, πέταξε τὸ τούρκικο σαρίκι ποὺ φοροῦσε στὸ κεφάλι του καὶ φόρεσε τὸν μοναχικὸ σκοῦφο. Ἔπειτα ἤλεγξε μὲ τόλμη τὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία καὶ ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὸν Χριστό. Οἱ Τοῦρκοι, ὅταν εἶδαν τὸ ἀμετάθετο τῆς γνώμης τοῦ μάρτυρα, τὸν ὁδήγησαν μὲ χλευασμοὺς στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης. Ἀλλ᾿ ὅταν διαπίστωσαν τὴν χαρὰ μὲ τὴν ὁποία πήγαινε στὸ μαρτύριο, οἱ δήμιοι φοβήθηκαν καὶ ἀρνήθηκαν νὰ τὸν ἐκτελέσουν. Τότε ἀνέλαβε καὶ τὸν ἀποκεφάλισε κάποιος ἀρνησίχριστος, ποὺ κλήθηκε ἐπὶ τούτου, στὶς 25 Ἰουνίου 1810, ἡμέρα Σάββατο.


Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀπὸ τὴν Ἀττάλεια

Ὁ Νεομάρτυρας Γεώργιος γεννήθηκε στὰ μέρη τῆς Ἀττάλειας ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς. Νήπιο ἀκόμα, ὁ Γεώργιος, ἁρπάχτηκε ἀπὸ τὸν Ἀγὰ Προύσαλη, κατὰ τὶς συνηθισμένες ἁρπαγὲς χριστιανόπουλων ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐξισλαμίστηκε καὶ ὀνομάστηκε Μεχμέτ. Ὅταν ἦλθε σὲ ἡλικία γάμου, παντρεύτηκε τὴν κόρη τοῦ Ἀγὰ αὐτοῦ. Μὲ τὴν προτροπὴ τῶν θεοσεβῶν γονέων, μία χριστιανὴ ὑπηρέτρια τοῦ Γεωργίου, ὀνομαζόμενη Μαρία, ἀποκάλυψε σ᾿ αὐτὸν γιὰ τὴν καταγωγή του καὶ τὸν τρόπο τοῦ ἐξισλαμισμοῦ του. Μὲ τὴν πρόφαση ὅτι θὰ πήγαινε γιὰ προσκύνημα στὴ Μέκκα, ὁ Γεώργιος μαζὶ μὲ τὴν Μαρία, ἦλθε στοὺς Ἁγίους Τόπους, ὅπου παρέμεινε γιὰ δυὸ χρόνια. Κατόπιν ἔφτασε στὴν πόλη Κρήνη τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου παντρεύτηκε τὴν Ἑλένη Μαυρογιάννη. Ἐπιζητῶντας τὸ μαρτύριο ὁ Γεώργιος, πῆγε στὸ Διοικητήριο καὶ βοήθησε νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ ἄλογο, ὁ διερχόμενος ἀπὸ τὴν Κρήνη, πρώην πενθερός του, στὸν ὁποῖο μετὰ ἀπὸ λίγο ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Τότε οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου τὸν ἔδειραν σκληρὰ καὶ ἔβαλαν στὰ πόδια του φάλαγγα, καὶ στὴ συνέχεια πυρακτωμένο χάλκινο σκεῦος στὸ κεφάλι του. Τελικὰ στὶς 25 Ἰουνίου 1823, τὸν κρέμασαν στὸν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ἐπισήμου Παντελάκη Φαρμάκη καὶ τὸν ἀπαγχόνισαν.


Μνήμη τῶν ἁγίων καὶ θαυματουργῶν δουκῶν Μουρόμης Πέτρου καὶ Φεβρωνίας τῶν διὰ τοῦ Ἀγγελικοῦ σχήματος μετονομασθέντων Δαβὶδ καὶ Εὐφροσύνης τῶν Ῥώσων


Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος μάρτυρας (†1419)


Ὁ Ὅσιος Μεθόδιος Νίθρητος Καινουργίου, τοῦ ἐν Γορτύνῃ