Ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος ἦταν γιὸς τοῦ μεγαλοκτηματία Σαφάτ, ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀελμοὺθ ἢ Ἀβελμεόλα. Τὸν Ἐλισσαῖο συναντᾶμε μέσα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη σὰν ὑπηρέτη τοῦ Προφήτη Ἠλία. Ὅταν ἐκεῖνος μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἔφυγε πρὸς τὸν Κύριο, ὁ Ἐλισσαῖος συνέχισε τὸ προφητικὸ ἔργο τοῦ Ἠλία, καὶ μάλιστα μὲ πολλὰ θαύματα. Ἐνδεικτικὰ ἐδῶ θὰ ἀναφέρουμε ἕνα. Κάποτε ἦλθε στὸν Ἐλισσαῖο μία χήρα γυναῖκα, ποὺ πρὶν λίγο εἶχε χάσει τὸν ἄνδρα της, καὶ τοῦ λέει: «Ὁ ἄνδρας μου πέθανε καὶ σὺ γνωρίζεις ὅτι σεβόταν τὸ Θεό. Καὶ ὅμως, ἕνας ἄσπλαγχνος δανειστής του ἦλθε τώρα καί, ἐπειδὴ δὲν ἔχουμε νὰ τὸν πληρώσουμε, ζητάει νὰ πάρει τοὺς γιούς μου δούλους του». Ὁ Ἐλισσαῖος συγκινημένος τῆς εἶπε: «Τί μπορῶ νὰ σοῦ κάνω; Πές μου, τί ἔχεις στὸ σπίτι σου;». Ἡ χήρα τοῦ ἀπάντησε: «Τίποτα. Μόνο ἕνα ἀγγεῖο λάδι». Τότε ὁ Ἐλισσαῖος τῆς λέει νὰ πάει νὰ δανειστεῖ ἀπὸ τοὺς γείτονες ὅσα μπορεῖ περισσότερα ἄδεια ἀγγεῖα. Ἔπειτα, νὰ κλείσει τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ της, καὶ μαζὶ μὲ τοὺς γιούς της νὰ γεμίσουν τὰ ἀγγεῖα αὐτὰ ἀπὸ τὸ δικό τους ἀγγεῖο μὲ λάδι. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἀφοῦ δανείστηκε πολλὰ ἄδεια ἀγγεῖα, τὰ γέμισε μὲ λάδι ἀπὸ τὸ δικό της, ποὺ στὸ τέλος βρέθηκε καὶ αὐτὸ γεμάτο! Ἔτσι, πούλησε τὴν ἄφθονη ἐκείνη ποσότητα λαδιοῦ, πλήρωσε τὸ χρέος καὶ ἔμειναν ἀρκετὰ χρήματα γι᾿ αὐτὴν καὶ τὰ παιδιά της. Ὁ Ἐλισσαῖος πέθανε ἐπὶ βασιλέως Ἰωὰς καὶ τὸν ἔθαψε μὲ πολὺ θρῆνο ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ στὴ Σεβαστούπολη τῆς Σαμάρειας.
Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ὁ ὁμολογητὴς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Μεθόδιος καταγόταν ἀπὸ μεγάλη καὶ εὐσεβὴ οἰκογένεια, μέσα στὴν ὁποία ἀνατράφηκε σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ πνεύματος. Γεννήθηκε στὶς Συρακοῦσες τῆς Σικελίας καὶ ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ε´, γιὰ ν᾿ ἀναλάβει κάποια πολιτικὴ ὑπηρεσία, ἄξια της ὑψηλῆς παιδείας καὶ ἱκανότητάς του. Τότε στὴ Βασιλεύουσα, ἐπικρατοῦσε τὸ ζήτημα τῆς προσκύνησης τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ὁ Βασιλιὰς Θεόφιλος, ἐπειδὴ ἐκτιμοῦσε τὴν παιδεία τοῦ Μεθοδίου, προσπαθοῦσε μὲ διάφορες περιποιήσεις νὰ τὸν πάρει μὲ τὸ μέρος του. Ἀλλ᾿ ὁ Μεθόδιος τὸν παρατήρησε σκληρὰ καὶ εὐθέως γιὰ τὴν ἀνόητη στάση του ἀπέναντι στὶς ἅγιες εἰκόνες. Ὁ Θεόφιλος ἐξοργισμένος, τὸν φυλάκισε μέσα σ᾿ ἕνα τάφο μαζὶ μὲ δυὸ λῃστές. Ἀργότερα ὅμως, ἐπειδὴ τοῦ ἐξήγησε κάποιο δύσκολο χωρίο, σχετικὰ μὲ τὶς ἀπόκρυφες ἐπιστῆμες, τὸν ἀποφυλάκισε ὑπὸ ἐπιτήρηση. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοφίλου, στὶς 12 Φεβρουαρίου 842, ὁ Μεθόδιος ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπὶ τῆς πατριαρχίας του, καθιερώθηκε ἡ γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν νηστειῶν, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ πατριάρχη Νικηφόρου καὶ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, καὶ γενικά, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἐπὶ Μεθοδίου παγιώθηκε ἡ νίκη τῆςὈρθοδοξίας. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὴν 14η Ἰουνίου τοῦ 846.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱερομάρτυρας ἐπίσκοπος Γορτύνης Κρήτης
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀφοῦ πέρασε τὴν ζωή του ὅσια καὶ ἀσκητικά, χειροτονήθηκε στὸ 68ο ἔτος τῆς ζωῆς του ἐπίσκοπος Γορτύνης στὴν Κρήτη. Ἀφοῦ κυβέρνησε τὸ ποίμνιό του 25 χρόνια, παρουσιάστηκε στὸν ἡγεμόνα Ἀγριανὸ τὸ ἔτος 299, στὰ χρόνια τῶν Βασιλέων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, καὶ ἐπειδὴ μὲ θάῤῥος κήρυξε τὸν Χριστό, ῥίχτηκε μέσα στὴ φωτιά. Ἀλλὰ ἐνῷ τὰ δεσμὰ κάηκαν καὶ τὰ ξύλα ὅλα της φωτιᾶς ἔγιναν στάχτη, ὁ Ἅγιος ἔμεινε ἐντελῶς ἀβλαβής. Τότε ἀφέθηκε ἐλεύθερος. Ἀργότερα ὅμως, ἐπειδὴ ἐπέστρεφε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ πολλοὺς εἰδωλολάτρες, καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Τότε τοῦ ἔβαλαν χαλινάρι στὸ στόμα καὶ τὸν φόρτωσαν ἐπάνω σὲ ἅμαξα, ἐπειδὴ ἦταν 93 χρονῶν καὶ δὲν μποροῦσε νὰ βαδίσει. Ὅταν ἔφτασαν σὲ μία τοποθεσία ποὺ ὀνομαζόταν Ῥάξο, τὰ βόδια σταμάτησαν μόνα τους καὶ ἐκεῖ ὁ ἄξιος Ἱεράρχης καὶ ἀθλητὴς τοῦ Κυρίου, ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου μὲ ἀποκεφαλισμό.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς ἦταν γιὸς Ἱερέα καὶ γεννήθηκε στὸ χωριὸ Λουκόβη τοῦ Ἀργυροκάστρου. Νεαρὸς στὴν ἡλικία, εἰσῆλθε στὴ Μονὴ τοῦ Μεσοποτάμου, ὅπου ἐκπαιδεύτηκε καὶ χειροτονήθηκε ἱερέας. Ἔπειτα ἀναχώρησε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου στὰ ὅρια τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἀφοῦ ἄλλαξε ἀρκετὰ κελιά, κατέληξε στὰ Βουλευτήρια καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευε περὶ τὸ 1330. Κατόπιν πῆγε καὶ κατοίκησε στὴ Μεταμόρφωση, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐρχόταν πολλοὶ μοναχοί, ἔφυγε ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο καὶ πῆγε σὰν ὑποτακτικὸς στὸν Ὅσιο Μάξιμο τὸν Καυσοκαλυβίτη. Μετὰ ἀπὸ μικρὸ χρονικὰ διάστημα καὶ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ γέροντά του, ἐγκαταστάθηκε σὲ σπηλιὰ κοντὰ στὰ Καυσοκαλύβια, ὅπου μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση πέρασε τὸ ὑπόλοιπό της ζωῆς του. Ἔζησε συνολικὰ 96 χρόνια.