Ἁγιολόγιον - Ἰούνιος 06


Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ὁ νέος, ἡγούμενος Μονῆς Δαλματῶν

Ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ ἔζησε τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ. (γεννήθηκε περὶ τὸ 775). Ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Θεοδοσία, ὁ δὲ πατέρας του Πέτρος, καὶ ἦταν προμηθευτὴς ἄρτου τῶν ἀνακτόρων. Εὐσεβεῖς γονεῖς καθὼς ἦταν, ἀνάλογα ἀνέθρεψαν καὶ τὸ γιό τους. Ὅταν ὁ Ἱλαρίων ἐνηλικιώθηκε, μὲ τὴν φλόγα τῆς πίστεως στὴν καρδιά του, πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Ξηρονησίου στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἀφοσιώθηκε στὴν μελέτη καὶ τὴν πνευματικὴ ἄσκηση. Κατόπιν πῆγε στὴ Μονὴ Δαλματῶν, ὅπου ἔγινε μεγαλόσχημος καί, γιὰ μία δεκαετία ποὺ πέρασε ἐκεῖ, ὑπῆρξε παράδειγμα ταπεινοφροσύνης καὶ μεγαλοψυχίας. Μάλιστα, μὲ κοινὴ ψῆφο τὸν ἀνέδειξαν ἡγούμενο τῆς Μονῆς. Ἀλλὰ μεγάλη καταιγίδα ξέσπασε στὴν Ἐκκλησία μὲ τοὺς εἰκονομάχους, καὶ ὁ Λέων ὁ Ἀρμένιος μὲ τὸν Πατριάρχη Θεόδοτο τὸ Μελισσηνὸ προσπάθησαν νὰ κάμψουν τὸ φρόνημα τοῦ Ἱλαρίωνα. Ἀλλὰ αὐτός, μὲ χαρακτηριστικὸ θάῤῥος, στάθηκε στὸ ὕψος τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματός του. Τότε ἄρχισε ὁ διωγμὸς τοῦ Ἁγίου με περιορισμοὺς σὲ μοναστήρια, φυλακίσεις, ξυλοδαρμοὺς καὶ ἐξορίες, ὅπου πέρασε ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια. Τελικά, σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς δοκιμασίες ἄντεξε, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ θεοκίνητου Ἀποστόλου Παύλου: «Σὺ οὖν κακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ... ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ». Σύ, λοιπόν, κακοπάθησε σὰν καλὸς στρατιώτης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔπειτα, ὅταν παίρνει κανεὶς μέρος σὲ ἀθλητικοὺς ἀγῶνες, δὲ στεφανώνεται, ἂν δὲν ἀγωνιστεῖ σύμφωνα μὲ τοὺς ἀθλητικοὺς κανόνες. Ὁ Ἱλαρίων μετὰ τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐπανῆλθε στὴ Μονή του. Ἔζησε ἄλλα τρία χρόνια καὶ πέθανε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 70 χρονῶν (τὸ 845).


Ὁ Ὅσιος Ἄτταλος ὁ Θαυματουργός

Ἔλαμψε στὶς μοναχικὲς τάξεις, καὶ φρόντισε νὰ γνωρίσει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ τὸν φυλάξει μὲ κάθε προσοχὴ καὶ ἀκρίβεια. Καὶ ἤξερε νὰ λατρεύει ἐν ἀληθείᾳ καὶ νὰ προσεύχεται ἐν πνεύματι. Ἦταν ὑπερβολικὰ ἐλεήμων καὶ ἐγκρατής. Ποτὲ δὲν ἔτρωγε δυὸ φορὲς τὴν ἡμέρα, μάλιστα εὐχαρίστησή του ἦταν νὰ τρώει μία φορὰ στὶς δυὸ μέρες. Στὸν ὕπνο του ἦταν ἀκόμα πιὸ ἐγκρατής. Τὸ κρεβάτι, ἔλεγε, εἶναι ἕνα εἶδος φερέτρου, γι᾿ αὐτὸ περισσότερες ὧρες ὕπνου εἶναι περισσότερες ὧρες νεκρότητος. Καὶ ἐνῷ εἶχε τόσο σκληρὴ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ μορφή, μέσα του φώλευε ψυχὴ πολὺ τρυφερή. Κάθε πρωὶ τὰ πουλιά, ἐρχόταν ἄφοβα κοντά του καὶ μαζὶ ἔστελναν ὀρθρινὴ δοξολογία στὸν πλάστη Θεό. Ὁ Θεὸς χάρισε στὸν Ἄτταλο καὶ τὴν δύναμη νὰ θαυματουργεῖ. Ἡ προσευχή του θεράπευε ἀσθένειες σωμάτων καὶ πνευμάτων. Ὅταν προαισθάνθηκε τὸ θάνατό του ζήτησε ζωντανὸς ἀκόμα, τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ ἀπὸ τοὺς συμμοναστές του. Ὁ θάνατος τὸν βρῆκε μέσα σὲ πνευματικὸ φῶς.


Οἱ Ἅγιες πέντε Παρθένες, Μάρθα, Μαρία, Κυρία (ἢ Κυρά), Βαρερία (ἢ Βαλερία) καὶ Μαρκία

Ὅλες καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης. Ἀφοῦ διδάχτηκαν τὴν χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ ἕναν εὐσεβὴ χριστιανό, κατόπιν δέχτηκαν τὸ Ἅγιο Βάπτισμα. Ἀπὸ τότε κάθονταν ὅλες μαζὶ σ᾿ ἕνα σπίτι καὶ περνοῦσαν τὴν ζωή τους μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχή, γιὰ νὰ λάμψει ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Κάποιοι ὅμως τὶς πρόδωσαν στὸν ἄρχοντα τῆς Καισαρείας καὶ ἐπειδὴ δὲν δέχτηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, βασανίστηκαν τόσο σκληρά, ὥστε ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη, παρέδωσαν τὴν ἁγία τους ψυχὴ στὸν στεφανοδότη Χριστό.


Ὁ Ἅγιος Γελάσιος

Ὁ Ἅγιος αὐτός, ὅταν ἄρχισε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, μοίρασε ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα στοὺς φτωχούς, φόρεσε λευκὸ ῥοῦχο καὶ πήγαινε στοὺς Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ. Βλέποντας τὰ φρικτά τους βασανιστήρια, φιλοῦσε τὶς πληγές τους, ζητοῦσε τὶς εὐχές τους καὶ τοὺς παρακινοῦσε νὰ σταθοῦν ἀνδρεῖοι στὸ μαρτύριο. Ὁπότε τὸν συνέλαβαν οἱ εἰδωλολάτρες καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα. Ἐκεῖ ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὸν Χριστὸ καὶ κήρυξε τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων. Στὴν ἀρχὴ ὁ ἄρχοντας τὸν περιφρόνησε, ἀλλὰ κατόπιν πρόσταξε καὶ τὸν ἔδειραν καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἀποκεφάλισαν.


Ὁ Ὅσιος Ἀνοὺβ ὁ σημειοφόρος

Ἀπὸ τοὺς διάσημους ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου, τοῦ ὁποίου σοφὰ ἀποφθέγματα βρίσκονται στὸ Λαυσαϊκὸ καὶ στὸν Εὐεργετινό. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ὅσιος Φωτᾶς

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς ἐπίσκοπος Ῥῶσος (†1470)


Ὁ Ἅγιος Gudwall (Οὐαλλός)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστοφόρου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.