«Εὐαγγελικὸς προφήτης» ὀνομάστηκε ὁ προφήτης Ἡσαΐας ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὸ βιβλίο τῶν προφητειῶν του, «κατὰ Ἡσαΐαν Εὐαγγέλιον», διότι μὲ καταπληκτικὴ ἀκρίβεια προφητεύει τὴν ἔλευση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τὰ πάθη Του καὶ τὴν θριαμβευτικὴ αἰώνια βασιλεία Του. Εἶναι ὁ πρῶτος μεταξὺ τῶν τεσσάρων μεγάλων προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Γεννήθηκε στὴν Ἱερουσαλὴμ τὸ 774 καὶ πέθανε τὸ 690 π.Χ. Πατέρας του ἦταν ὁ Ἀμώς. Προφήτευσε ὅταν βασιλεῖς ἦταν οἱ Ὀζίας, Ἰωάθαμ, Ἄχαζ καὶ Ἐζεκίας. Ὁ Ἡσαΐας, ἐκτὸς ἀπὸ προφητεῖες, ἀναφέρει καὶ περὶ μετανοίας: «Ζητήσατε τὸν Κύριον καὶ ἐν τῷ εὑρίσκειν αὐτὸν ἐπικαλέσασθε ἤνικα δ᾿ ἂν ἐγγίζῃ ἡμῖν, ἀπολιπέτω ὁ ἀσεβὴς τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ ἀνὴρ ἄνομος τὰς βουλὰς αὐτοῦ καὶ ἐπιστραφήτω ἐπὶ Κύριον, καὶ ἐλεηθήσεται, ὅτι ἐπὶ πολὺ ἀφήσει τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν». Δηλαδή, ἀναζητῆστε τὸν Κύριό με προθυμία, καὶ ὅταν τὸν βρεῖτε, ἐπικαλεσθεῖτε μὲ πίστη τὴν βοήθειά του. Ὅταν δὲ ὁ Κύριος σᾶς πλησιάζει, ὁ ἀσεβὴς ἂς ἐγκαταλείψει τοὺς ἁμαρτωλούς του δρόμους καὶ ὁ παράνομος ἄνθρωπος ἂς ἐπιστρέψει μὲ μετάνοια πρὸς τὸν Κύριο. Καὶ τότε ὁ Κύριος θὰ τὸν ἐλεήσει, διότι σὲ μεγάλη ἔκταση θὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες ἐκείνου καὶ ὅλων σας.
Ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος ὁ Μεγαλομάρτυρας
Ἔζησε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Δεκίου. Τὸ παρουσιαστικό του, φαίνεται ὅτι ἦταν ὑπερβολικὰ ἄσχημο, διότι ἀνῆκε σὲ φυλὴ ἀνθρωποφάγων. Συνελήφθη ὅμως αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους, καὶ ἐπειδὴ κατὰ βάθος εἶχε ἀγαθὴ προαίρεση, ὁ ἄγριος ἐκεῖνος δὲν ἄργησε νὰ ἀναδειχτεῖ ἀνθρωπινότερος ἀπὸ τοὺς πολιτισμένους, ἀλλὰ καὶ αἰμοδιψεῖς τότε κυρίους του. Ὁ Ῥέπροβος - ἔτσι ὀνομαζόταν ὁ αἰχμάλωτος ἄγριος - δέχτηκε τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία, βαπτίστηκε καὶ μετονομάστηκε Χριστοφόρος. Κάποια μέρα λοιπόν, εἶδε χριστιανοὺς ποὺ τοὺς κακοποιοῦσαν εἰδωλολάτρες. Ἀγανακτισμένος, ἔκανε αὐστηρὲς παρατηρήσεις πρὸς αὐτούς. Μετὰ βίας διέφυγε τὴν σύλληψη, χάρη στὸ γιγαντιαῖο καὶ ῥωμαλέο ἀνάστημά του, ποὺ προκάλεσε φόβο στοὺς κακοποιούς. Τότε οἱ ἄλλοι χριστιανοί, τὸν συμβούλεψαν νὰ φύγει σὲ ἀκατοίκητα μέρη, διότι ἀργότερα οἱ εἰδωλολάτρες σίγουρα θὰ τὸν συνελάμβαναν. Πράγματι ἡ καταγγελία ἔγινε, καὶ ἕνα ἀπόσπασμα στρατιωτῶν ξεκίνησε νὰ τὸν βρεῖ καὶ νὰ τὸν συλλάβει. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς μέρες, ἀποκαμωμένοι καὶ νηστικοὶ τὸν βρῆκαν. Ἐπειδὴ ὅμως διὰ τῆς προσευχῆς κατάφερε μὲ ἕνα ξεροκόμματο ψωμιοῦ νὰ χορτάσει ὅλους τοὺς στρατιῶτες, κατόρθωσε καὶ τοὺς ἔκανε ὅλους χριστιανούς. Ἀργότερα ὁ Χριστοφόρος ἔπεσε στὰ χέρια τοῦ Δεκίου, ὅπου μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια τὸν ἀποκεφάλισε. Ἔτσι, ὁ ἄλλοτε ἄγριος στὴ μορφή, μὲ τὴν πίστη του στὸ Χριστό, ἀνυψώθηκε σὲ ἅγιο καὶ μεγαλομάρτυρα.
Οἱ Ἁγίες Καλλινίκη καὶ Ἀκυλίνα
Πόρνες ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Δέκιο, γιὰ νὰ δελεάσουν καὶ νὰ ἑλκύσουν στὴν εἰδωλολατρία τὸν μάρτυρα Χριστόφορο. Πίστεψαν ὅμως στὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Χριστόφορου καὶ μαρτύρησαν, ἀφοῦ θανατώθηκαν μὲ σοῦβλες ποὺ διαπέρασαν ἀπὸ τὰ πόδια μέχρι τοὺς ὤμους τους.
Ὁ Ὁσιομάρτυς Νικόλαος ὁ ἐν Βουνένοις
Ἡ ζωή του ὁσιομάρτυρα αὐτοῦ, ποὺ ἄθλησε στὴ Θεσσαλία, εἶναι πολὺ συγκεχυμένη, γενικὴ καὶ χωρὶς τεκμηριωμένα ἱστορικὰ στοιχεῖα, ὅπως τουλάχιστον φαίνεται ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία του (ἔκδοση 1930 ἀπὸ τὸν Θεσσαλιώτιδος Ἰεζεκιὴλ σ. 37). Σύμφωνα μὲ τὸν ἀνώνυμο βιογράφο του, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ ἦταν στρατιωτικός. Προβιβάστηκε σὲ Δούκα ἀπὸ τὸν βασιλιά, ἐστάλη στὴ Θεσσαλία καὶ ἀπέτυχε. Ἔγινε μοναχὸς στὸ ὄρος τῆς Βουνένης (ἀρχαία πόλη τῆς Θεσσαλίας), ἀλλὰ σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Ἀβάρων (πότε;) αἰχμαλωτίσθηκε καὶ ἀποκεφαλίστηκε, ἐπειδὴ δὲν θέλησε νὰ ἐξωμόσει. Πότε ἔγιναν αὐτά, ἄγνωστο. Ὁ ἐκδότης τῆς Ἀκολουθίας του, Θεσσαλιώτιδος Ἰεζεκιήλ, στὸν πρόλογό του προσπαθεῖ νὰ βρεῖ τὰ ἴχνη τῆς ἐποχῆς τῆς ἀθλήσεώς του, ἀλλὰ λόγω πολλῶν δυσκολιῶν τὸ ζήτημα μένει ἄλυτο.
Οἱ Ἅγιοι Ἐπίμαχος καὶ Γορδιανός
ΟΙ Ἅγιοι αὐτοὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώμη καὶ μὲ θάῤῥος ὁμολογοῦσαν τὸν Χριστό. Συνελήφθησαν καὶ ὁ ἄρχοντας τοὺς πίεζε ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ ὅμως ἔμειναν ἀκλόνητοι στὴν πίστη τους, βασανίστηκαν σκληρὰ καὶ κατόπιν ἀποκεφαλίστηκαν, παίρνοντας ἔτσι τὰ στεφάνια τῆς ἀθλήσεως. Ἡ Σύναξή τους γίνεται στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Στρατονίκου.
Ὁ Ἅγιος Constantin (Σκωτσέζος)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστοφόρου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.