Ἡ πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἔγινε στὸ Μεγάλο Κωνσταντῖνο, μὲ τὸ θριαμβευτικὸ ἔμβλημα τῆς νίκης: «ἐν τούτῳ νίκα». Ἐδῶ ἔχουμε μία ἄλλη ἐμφάνιση, ποὺ ἔγινε στὴν Ἱερουσαλήμ, περίπου τὸ 346 μ.Χ. Τότε ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων ἦταν ὁ Κύριλλος καὶ βασιλιὰς ὁ Κωνσταντῖνος, γιὸς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ ἔγινε στὶς 7 Μαΐου. Ἦταν ἡ ὥρα (βυζαντινή) τρίτη, ὅταν ξαφνικὰ στὸν οὐρανὸ φάνηκε ὁ Τίμιος καὶ Ζωοποιὸς Σταυρός, σχηματισμένος ἀπὸ ἐκθαμβωτικὸ φῶς, πάνω ἀπὸ τὸ Γολγοθᾶ, μέχρι καὶ τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Τὸ ὑπερφυσικὸ αὐτὸ θέαμα προκάλεσε μεγάλο θαυμασμὸ καὶ συγκίνηση σὲ ὅλους τοὺς εὑρισκομένους στὴν Ἱερουσαλήμ. Νέοι καὶ γέροι, γυναῖκες καὶ παιδιά, ὅλοι μαζί, ἔτρεξαν στὴν ἐκκλησία καὶ μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ θερμὴ κατάνυξη εὐχαρίστησαν καὶ δόξασαν τὸ Θεό, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ ἁγίασε τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ καὶ κατέστησε τὸ σημεῖο αὐτοῦ ἰσχυρότατο ὅπλο τῶν ἀγωνιζομένων χριστιανῶν κατὰ τοῦ διαβόλου.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰῶνα. Ἔλαμψε καὶ αὐτὸς μεταξὺ τῶν ἀπειραρίθμων ἡρῴων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, στὸν διωγμὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ Γαλερίου Μαξιμιανοῦ. Ὑπηρετοῦσε στὶς στρατιωτικὲς τάξεις, καὶ εἶχε διοικητὴ τὸν ἑκατόνταρχο Φῆρμο. Κάποια μέρα αὐτός, μὲ ἀνωτέρα διαταγή, ἀνέκρινε τοὺς στρατιῶτες του γιὰ νὰ ἐξακριβώσει, πόσοι καὶ ποιοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν χριστιανοί. Μεταξὺ αὐτῶν ποὺ ὁμολόγησαν τὸ Χριστό, ἦταν καὶ ὁ Ἀκάκιος. Ὁ Φῆρμος προσπάθησε νὰ τὸν μεταπείσει, ἀλλ᾿ ὁ Ἀκάκιος ἀπάντησε μεγαλόφωνα: «Ἐγὼ χριστιανὸς γεννήθηκα, καὶ εἶμαι καὶ θὰ εἶμαι. Διότι ἔτσι μὲ διατάσσει καὶ ἔτσι τὸ θέλει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Καὶ καυχῶμαι μάλιστα, ποὺ κατάγομαι ἀπὸ γενιὰ χριστιανική». Ὁ Φῆρμος τότε, τὸν ἔστειλε στὸν ἀνθύπατο Βιβιανό. Αὐτὸς προσπάθησε μὲ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους - καλοὺς καὶ σκληρούς- νὰ ἀλλαξοπιστήσει τὸν Ἀκάκιο. Μάταια ὅμως. Τὸν ἔστειλε τότε στὴν πιὸ σκοτεινὴ φυλακὴ τοῦ Βυζαντίου, ἀφοῦ ἀνελέητα τὸν μαστίγωσε. Ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν κατάφερε τίποτα. Κατόπιν, ἀνέλαβε τὸν Ἀκάκιο ὁ ἀνθύπατος Φλακκῖνος. Αὐτὸς στὴν ἀρχὴ τὸν φυλάκισε, ἀλλ᾿ ὅταν εἶδε τὴν ἄκαμπτη ἐμμονή του, διέταξε καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἦταν ὁ Ἀκάκιος τότε 25 χρονῶν.
Ὁ Ἅγιος Κοδρᾶτος καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν μαρτυρήσαντες
Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Δεκίου (249-251) καὶ Οὐαλεριανοῦ (251-259) στὴ Νικομήδεια. Συνελήφθη σὰν Χριστιανός, ὁδηγήθηκε στὸν ἀνθύπατο Περίνιο καὶ ὅταν τὸν ἀνέκρινε, ὁ Κοδρᾶτος, ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος ὅτι εἶναι χριστιανός. Τότε τὸν ἅπλωσαν κατὰ γῆς, τὸν μαστίγωσαν μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν καὶ αἱμόφυρτο τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Ἀπὸ τὴν Νικομήδεια, μὲ προσταγὴ τοῦ ἀνθυπάτου, μεταφέρθηκε στὴ Νίκαια, ὅπου δι᾿ αὐτοῦ πολλοὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ θανατώθηκαν ἄλλοι μὲ φωτιὰ καὶ ἄλλοι μὲ μαχαίρια. Ἐκεῖ ἀφοῦ τὸν κρέμασαν, ἔγδαραν τὶς σάρκες του, τὸν μαστίγωσαν καὶ τὸν ἔστειλαν στὴν Ἀπάμεια, ὅπου καὶ ἐκεῖ ὑπέστη πολλὰ καὶ ποικίλα μαρτύρια. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ ἀνθύπατος τὸν ὁδηγοῦσε δέσμιο στὴν Καισάρεια. Στὸ δρόμο, πολλὲς φορὲς προσπάθησε νὰ πείσει τὸν Κοδρᾶτο νὰ προσφέρει θυσία στοὺς θεούς, ἀλλὰ ὁ μάρτυρας παρέμεινε ἄκαμπτος στὴν πίστη του. Τότε κοντὰ στὴν Ἑρμούπολη, διέταξε νὰ τὸν βάλουν ἐπάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα καὶ ἔπειτα τὸν ἀποκεφάλισαν. Τελεῖται δὲ ἡ σύναξή του κοντὰ στὴν Ξηροκίρκου.
Οἱ Ἅγιοι Ῥουφῖνος καὶ Σατορνῖνος
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους στὴν Καισάρεια (τῆς Καππαδοκίας), τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ ἀνθύπατος Νικομήδειας Περίνιος, ὁδηγοῦσε ἐκεῖ τὸν μάρτυρα Κοδράτο.
Ἔλαμψε στὰ χρόνια της σκληρῆς πάλης γιὰ τὶς ἅγιες εἰκόνες. Ἀσκητικότατος στὴ ζωή, εἶχε φοβερὸ ψυχικὸ σθένος καὶ μεγάλη τόλμη. Ἡ ἐμφάνισή του κλόνιζε τοὺς ἀντιπάλους καὶ στερέωνε τοὺς φίλους καὶ ὁμόδοξους. Οἱ εἰκονομάχοι αὐτοκράτορες τὸν καταδίωξαν. Ἔτσι πέρασε πολλὲς περιπέτειες, τὶς ὁποῖες ὑπερνίκησε καὶ κατέβαλε. Μετὰ ἀπὸ κάθε διωγμὸ ἐπανερχόταν ὁρμητικότερος. Ἐπίσης ἦταν προικισμένος καὶ μὲ θαυματουργικὴ χάρη. Ὁ θάνατος τὸν βρῆκε ὄρθιο στὸ στάδιο τῶν ἱερῶν ἀγώνων καὶ τὸν ἔφερε στὰ ἀθάνατα σκηνώματα τῶν δικαίων.
Ἔζησε στὰ σκληρά, ἀλλὰ ἔνδοξα χρόνια τῶν διωγμῶν ποὺ ὑπέστη ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Πιστὸς γνήσιος, πῆρε στοὺς ὤμους τὸν σταυρό του, κήρυττε παντοῦ τὸν Χριστὸ καὶ ἔφερε σ᾿ Αὐτὸν πολυάριθμους εἰδωλολάτρες. Γι᾿ αὐτὸ διώχτηκε καὶ ταλαιπωρήθηκε. Πέρασε δὲ τὴν ζωή του μέσα σὲ διαρκῆ κίνδυνο καὶ μάχη. Τέλος ἔπεσε, ἀφοῦ λιθοβολήθηκε ἀπὸ φανατικοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ἔτσι φόρεσε τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ὅσιος Ταράσιος ὁ θαυματουργὸς «ὁ ἐν Λυκαονίᾳ»
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸν Συναξαριστὴ Delehaye στὶς 8 Μαΐου καὶ ὀτον Λαυρωτικὸ Κώδικα 70 φ. 2176 στὶς 7 Μαΐου μὲ τὸ ἀκόλουθο ὑπόμνημα: «Οὗτος ὁ ἅγιος πατὴρ ἡμῶν ἐκ βρέφους σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ἀνάθημα γέγονε, σκληραγωγίᾳ, νηστείᾳ, προσευχῇ, δάκρυσι, χαμευνίᾳ ἑαυτὸν ἐκδώσας καὶ πάσῃ κακουχίᾳ καὶ ταλαιπωρίᾳ καὶ διὰ τὴν ἄκραν αὐτοῦ ἀρετὴν ἠξιώθη θαυματουργιῶν μεγίστων ἐκ Θεοῦ, δαίμονας ἀποσοβεῖν, νεκροὺς ἐγείρειν, λεπροὺς καθαίρειν, πάθη ἀνίατα θεραπεύειν καὶ ἁπλῶς πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἴωμενος· καὶ ἐν τούτοις τοῖς ἀγαθοῖς πᾶσιν ἐπαγωνιζόμενος μετὰ μικρὸν νοσήσας καὶ προεγνωκὼς τὴν αὐτοῦ πρὸς Θεὸν ἐκδημίαν πρὸς Κύριον, ἀπῆλθε χαριεντιζόμενος μετὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων, τῶν λαβόντων αὐτοῦ τὴν τιμίαν ψυχήν».
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὁ Νέος, ὁ Μυροβλύτης (Εὕρεση τιμίων λειψάνων του)
Προφητεία τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Νέου τοῦ καὶ Μυροβλύτου, τοῦ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθωνος ἀσκήσαντος, πρὸ 600 ἐτῶν, περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ τῶν ἐν τέλει τοῦ αἰῶνος ἀνθρώπων.
«Κατὰ τὸ 1900 ἔτος βαδίζοντες πρὸς τὸν μεσασμὸν τοῦ 8ου αἰῶνος ἄρχεται ὁ κόσμος τοῦ καιροῦ ἐκείνου, νὰ γίνεται ἀγνώριστος. Ὅταν πλησιάσῃ ὁ καιρὸς τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου θὰ σκοτισθῇ ἡ διάνοια τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ πάθη τὰ τῆς σαρκὸς καὶ θὰ πληθυνθῆ σφόδρα ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ ἀνομία. Τότε ἔρχεται ὁ κόσμος νὰ γίνεται ἀγνώριστος, μετασχηματίζωνται αἱ μορφαὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν θὰ γνωρίζωνται οἱ ἄνδρες ἀπὸ τὰς γυναῖκας διὰ τῆς ἀναισχύντου ἐνδυμασίας καὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς· οἱ τότε ἄνθρωποι θὰ ἀγριέψουν καὶ θὰ γενοῦν ὡσὰν θηρία ἀπὸ τὴν πλάνην τοῦ Ἀντιχρίστου. Δὲν θὰ ὑπάρχει σεβασμὸς εἰς τοὺς γονεῖς καὶ γεροντότερους, ἡ ἀγάπη θὰ ἐκλείψη, οἱ δὲ Ποιμένες τῶν Χριστιανῶν, Ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, θὰ εἶναι τότε ἄνδρες κενόδοξοι, παντελῶς μὴ γνωρίζοντες τὴν δεξιὰν ὁδὸν ἀπὸ τὴν ἀριστεράν, θὰ ἀλλάξουν τὰ ἤθη, αἱ παραδόσεις τῶν Χριστιανῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σωφροσύνη θὰ ἀπολεσθῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ βασιλεύσῃ ἡ ἀσωτεία. Τὸ ψεῦδος καὶ ἡ φιλαργυρία θὰ φθάσουν εἰς τὸν μέγιστον βαθμόν, καὶ οὐαὶ εἰς τοὺς θησαυρίζοντας ἀργύρια. Αἱ πορνεῖαι, μοιχείαι, ἀρσενοκοιτίαι, κλοπαὶ καὶ φόνοι, θὰ πολιτεύωνται, ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ διὰ τὴν ἐνέργειαν τῆς μεγίστης ἁμαρτίας καὶ ἀσελγείας, οἱ ἄνθρωποι θέλουν στερηθῇ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅπου ἔλαβον εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα ὡς καὶ τὴν τύψιν τῆς συνειδήσεως.
Αἱ Ἐκκλησίαι δὲ τοῦ Θεοῦ θὰ στερηθοῦν εὐλαβῶν καὶ εὐσεβῶν Ποιμένων καὶ ἀλλοίμονον τότε εἰς τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ εὑρισκομένους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι θὰ στερηθοῦν τελείως τὴν πίστιν, διότι θὰ ἀναχωροῦν ἀπὸ τὸν κόσμον εἰς τὰ ἱερὰ Καταφύγια διὰ νὰ εὕρουν ψυχικὴν ἀνακούφισιν τῶν θλίψεών των καὶ παντοῦ θὰ εὑρίσκουν ἐμπόδια καὶ στενοχώριας. Κὰ πάντα ταῦτα γεννήσονται διὰ τὸ ὅτι ὁ Ἀντίχριστος θέλει κυριεύσῃ τὰ πάντα, καὶ γεννήσεται ἐξουσιαστὴς πάσης τῆς Οἰκουμένης καὶ θὰ ποιῇ τέρατα καὶ σημεῖα κατὰ φαντασίαν, θέλῃ δὲ δώσῃ πονηρᾶν σοφίαν εἰς τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον, διὰ νὰ ἐφεύρῃ, νὰ ὁμιλῇ ὁ εἷς πρὸς τὸν ἄλλον, ἀπὸ τὴν μίαν ἄκραν της γῆς, ἕως τὴν ἄλλην, τότε θὰ πέτανται στὸν ἀέρα ὡς πτηνὰ καὶ διασχίζοντες τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης ὡς ἰχθύες.
Καὶ ταῦτα πάντα ποιοῦντες οἱ δυστυχεῖς ἄνθρωποι, διαβιοῦντες ἐν ἀνέσει, μὴ γνωρίζοντες οἱ ταλαίπωροι ὅτι ταῦτα ἐστὶ πλάνη τοῦ Ἀντιχρίστου. Καὶ τόσον θὰ προοδεύση τὴν ἐπιστήμην κατὰ φαντασίαν ὁ πονηρός, ὥστε ἀποπλανῆσαι τοὺς ἀνθρώπους καὶ μὴ πιστεύῃ εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ τρισυποστάτου Θεοῦ.
Τότε βλέπων ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὴν ἀπώλειαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, θέλει κωλοβώσῃ τὰς ἡμέρας, διὰ τοὺς ὀλίγους σῳζόμενους, διότι θέλει πλανῆσαι εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. Τότε αἰφνιδίως θέλει ἔλθῃ ἡ δύστομος ῥομφαῖα καὶ θὰ θανατώσῃ τὸν πλάνον καὶ τοὺς ὀπαδοὺς αὐτοῦ».
Καταγόταν - σύμφωνα μὲ τὴν Ἀκολουθία του, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1847 - ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πέτρο τῆς Κυνουρίας. Ὅταν ὁ Νεῖλος ἦλθε σὲ κατάλληλη ἡλικία, μαζὶ μὲ τὸν θεῖο του Μακάριο (ποὺ ἦταν καὶ δάσκαλός του στὰ ἱερὰ γράμματα), ἐντάχθηκαν στὸ Μοναστήρι τῆς Μαλεβῆς.
Ἐκεῖ ὁ Νεῖλος χειροτονήθηκε ἱεροδιάκονος καὶ στὴ συνέχεια ἱερομόναχος. Κατόπιν πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἀσκήτευσε στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτη (στὸ Καραβοστάσι) ἐπὶ πολλὰ χρόνια καὶ εἶναι ἄγνωστο πὼς τρεφόταν ἀφοῦ τὸ σπήλαιο εἶναι ἀπρόσιτο. Πέθανε εἰρηνικὰ στὶς 12 Νοεμβρίου 1651. Ὁ τάφος του βρέθηκε στὶς 7 Μαΐου 1845 ἀπὸ μοναχὸ ὀνόματι Αἰχμάλωτο ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει τὸν τόπο στὸν ὕπνο του ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος. Κατὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ τάφου ἔγιναν πολλὰ θαύματα. Ἀπὸ τὸν τάφο του ἀνάβλυζε μύρο ποὺ γιάτρευε τοὺς πιστούς.
Τὸ λείψανό του βρίσκεται στὸ μοναστήρι τῆς Λαύρας. Τιμᾶται ὡς προστάτης Κυνουρίας. Ὁ Φώτης Κόντογλου ἔχει ζωγραφίσει τὴν σεπτή του εἰκόνα στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Κάτω Πατησίων-Ἀχαρνῶν.
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ὁ νέος ὁσιομάρτυρας
Βλέπε βιογραφία του 21 Μαΐου.
Μνήμη μεταθέσεως τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου
Σ᾿ ἄλλους Συναξαριστές, (Deleyaye σ. 406), κατὰ τὴν 19η Ἰανουαρίου, «ἐπάνοδος τοῦ λειψάνου τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Εὐθυμίου».