Κατὰ πασὰ πιθανότητα εἶναι οἱ ἴδιοι με αὐτοὺς τῆς 31ης Ἰανουαρίου.
Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ
Πρότυπο ἁγνῆς καὶ ταπεινῆς ψυχῆς μέσα στὶς νέες τῆς Θεσσαλονίκης ἡ Θεοδώρα, ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἔκανε ζωὴ ἁγία. Ὁ κόσμος μὲ τὶς ποικίλες ἡδονές του δὲν τὴν ἐνδιέφερε. Ἀνῆκε ὁλόψυχα στὸ Χριστό. Εἶχε μεγάλο πόθο νὰ βγεῖ ἐντελῶς ἔξω ἀπὸ τὸ ῥεῦμα τῶν κοσμικῶν θορύβων. Διότι ἀνῆκε στὴν ἐκλεκτὴ μερίδα τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς εἶπε, «οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου». Δὲν ἔχουν, δηλαδή, φρονήματα τοῦ κόσμου, ποὺ ζεῖ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, μέσα στὴν ἁμαρτία. Ὁ πόθος αὐτὸς τῆς Θεοδώρας τὴν ἔφερε στὴ μοναχικὴ ζωή, ὅπου μὲ προσευχές, ἀγρυπνίες καὶ μελέτη τοῦ θείου λόγου, σφυρηλατοῦσε ἀκόμη περισσότερο τὸν ἑαυτό της. Μὲ τὰ χρήματα δέ, ἀπὸ τὴν πώληση τῶν ἐργοχείρων της, χόρταινε τοὺς πεινασμένους συνανθρώπους της. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς ἀδελφὲς στὸ μοναστήρι, ἔζησε μὲ εἰρήνη, πραότητα καὶ μακροθυμία. Ἔτσι, ἔμεινε ζωντανὸ ὑπόδειγμα καὶ ὅταν ἀκόμα πέθανε. Μάλιστα, τόση μεγάλη ἐκτίμηση εἶχε ἀπὸ τὴν ἡγουμένη τοῦ μοναστηρίου, ὥστε, ὅταν αὐτὴ ἀπεβίωσε, σύμφωνα μὲ δική της ἐπιθυμία τὴν ἔθαψαν δίπλα στὴ Θεοδώρα. Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι, ὅταν οἱ μοναχὲς ἄνοιξαν τὸν τάφο, βρῆκαν τὸ λείψανο τῆς Θεοδώρας ἀκέραιο.
Πήραν καὶ οἱ δυὸ τὸ μαρτυρικὸ στεφάνι κατὰ τὸν πιὸ ἄγριο διωγμὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἐπὶ Διοκλητιανοῦ. Στὴν Ἀλεξάνδρεια λοιπόν, συνελήφθη καὶ ἡ Θεοδώρα ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Εὐστράτιο. Ἐπειδὴ ὅμως ὁμολόγησε θαῤῥαλέα τὴν πίστη της στὸ Χριστό, τὴν ἔδειραν καὶ τὴν φυλάκισαν. Αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε καὶ μετὰ μερικὲς ἡμέρες, ἀλλὰ μάταια. Ἡ χριστιανὴ παρθένος ἔμεινε ἀκλόνητη στὴν ὁμολογία της καὶ ἀπέλπισε ἔτσι τὸ ὠμὸ πεῖσμα τοῦ ἐπάρχου. Τότε αὐτός, γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ τὴν σεμνὴ παρθένο, τὴν ἔκλεισε σὲ πορνεῖο γιὰ νὰ σπιλωθεῖ τὸ σῶμα της. Μόλις πληροφορήθηκε αὐτὸ ἕνας ἐπίσημος τῆς Ἀλεξάνδρειας, ὁ Δίδυμος, ἀποφάσισε νὰ ῥιψοκινδυνεύσει, γιὰ ν᾿ ἀπαλλάξει τὴν Θεοδώρα ἀπὸ ἐνδεχόμενο αἶσχος. Ντύθηκε λοιπὸν τὴν στολή του, πῆγε στὸ πορνεῖο καὶ ζήτησε νὰ δεῖ ἰδιαίτερα τὴν Θεοδώρα. Ἐπωφελούμενος τὸ σκοτάδι, ἔντυσε τὴν Θεοδώρα μὲ τὴν στολή του καὶ ἔτσι διευκόλυνε τὴν φυγή της. Ὅταν ἔμαθε τὸ γεγονὸς ὁ Εὐστράτιος, κόχλασε ἀπὸ ὀργή. Διέταξε λοιπὸν νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν Δίδυμο καὶ κατόπιν τὸ σῶμα του τὸ ἔριξαν στὴ φωτιά. Ἡ Θεοδώρα ὅμως, δὲν θέλησε ἐγωϊστικὰ τὴν σωτηρία της. Ἔτσι, παρουσιάστηκε στὸν ἔπαρχο καὶ τὸν ἤλεγξε αὐστηρὰ γιὰ τὸ φόνο τοῦ Διδύμου. Θυμωμένος τότε αὐτός, διέταξε νὰ ῥίξουν καὶ τὴν Θεοδώρα στὶς φλόγες.
Μαρτύρησε διὰ πυρός.
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν ἄλειψαν μὲ πίσσα, στὴ συνέχεια τὸν ἔριξαν στὴ φωτιά καὶ κατόπιν τὸν θανάτωσαν, μέσα στὴ φωτιά, μὲ δόρυ.
Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος καὶ Τερέντιος
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Οἱ Ἁγίες Πέντε Κόρες ἀπὸ τὴν Λέσβο
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Τὴ μνήμη του συναντᾶμε ἐπιγραμματικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1959, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν συναντᾶμε τὴν μνήμη του.
Ἄγνωστη στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου καὶ τὰ ἔντυπα Μηναῖα. Ἡ μνήμη της σημειώνεται στὸν Βατοπαιδινὸ Κώδικα 1104 φ. 986, ὅπου καὶ ἡ Ἀκολουθία της, ποίημα τοῦ Θεοφάνη. Ὁ Κανόνας φέρει ἀκροστιχίδα: «τοὺς σοὺς ἀγῶνας, Ὑπομονή, θαυμάσω». Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται καὶ στὸν Συναξαριστὴ Delehaye τὴν 9η Ἀπριλίου χωρὶς βιογραφικὸ ὑπόμνημα.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀπὸ τὴν Ἐφεσο
Ὁ νεομάρτυρας Γεώργιος γεννήθηκε στὴν Ἔφεσο καὶ ἦταν παντρεμένος μὲ παιδιά. Τὸν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1798 καὶ ἐνῷ βρισκόταν σὲ κατάσταση μέθης, παρασύρθηκε στὸν Ἰσλαμισμό καὶ ἀπαρνήθηκε τὴν Χριστιανική του πίστη. Ὅταν ἀργότερα κατάλαβε τὸ μεγάλο του σφάλμα, ἀπαρνήθηκε τὸν Ἰσλαμισμό καὶ ἔφυγε στὴ Σάμο. Κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀπουσίας του, οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἐφέσου ἄρχισαν νὰ ἀνεγείρουν Ναὸ μὲ ἄδεια ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Οἱ συντοπίτες τους Τοῦρκοι τὸ ἔφεραν βαρέως, διότι μὲ βασιλικὴ ἄδεια κτιζόταν χριστιανικὸς Ναός, καὶ διέβαλαν τοὺς χριστιανοὺς ὅτι δῆθεν σκότωσαν τὸν Γεώργιο, ἐπειδὴ ἀπαρνήθηκε τὸν Χριστιανισμό καὶ ἔκρυψαν τὸ λείψανό του στὰ θεμέλια του ἀνεγειρόμενου Ναοῦ. Ὁ Γεώργιος ὅμως βρέθηκε καὶ ὁδηγήθηκε βίαια στὴν Ἔφεσο, ὅπου οἱ Τοῦρκοι τὸν πίεζαν νὰ ἐπανέλθει στὴ μωαμεθανικὴ θρησκεία. Κατόρθωσε νὰ διαφύγει καὶ πάλι στὴ Σάμο, ἀλλὰ συνελήφθη καὶ ἐπειδὴ ἐπέμενε στὴν χριστιανικὴ πίστη, κλείστηκε στὶς φυλακές. Μὲ τὴν μεσολάβηση τῶν δημογερόντων τῆς Σάμου, ἀφέθηκε ἐλεύθερος. Ἐν τῷ μεταξὺ ἐξακολουθοῦσαν οἱ ἀνωμαλίες γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ Ναοῦ στὴν Ἔφεσο. Τότε ὁ Γεώργιος, γιὰ νὰ σταματήσουν οἱ ἀνωμαλίες αὐτές, πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ μαρτυρήσει καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἔφεσο. Ἀφοῦ ἀπομάκρυνε τὴν οἰκογένειά του γιὰ νὰ τὴν προφυλάξει ἀπὸ τὸν φανατισμὸ τῶν Τούρκων, παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν Τοῦρκο ἱεροδικαστή καὶ μὲ θάῤῥος ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό, καὶ ἐπειδὴ δὲν ὑπέκυψε στὶς κολακείες καὶ τὰ βασανιστήρια τῶν Τούρκων, τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 5 Ἀπριλίου 1801, ἡμέρα Παρασκευή. Τὸ ἱερό του λείψανο παρέλαβαν οἱ Χριστιανοί καὶ μὲ πολλὲς τιμὲς τὸ ἔθαψαν στὸν τάφο τοῦ νεομάρτυρα Πολυδώρου.
Ἡ νεομάρτυς αὐτὴ γεννήθηκε στὴν Προῦσα τὸ 1688 καὶ ἦταν ὄμορφη στὸ σῶμα ἀλλά καὶ στὴν κατὰ Χριστὸν ἀρετή. Νεόνυμφη ἀκόμα, ἀγαπήθηκε ἀπὸ κάποιον Τοῦρκο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ δὲν μπόρεσε νὰ τὴν διαφθείρει, ψευδομαρτύρησε στὸν κριτὴ τῆς Προῦσας, ὅτι δῆθεν ἡ Ἀργυρὴ εἶπε ὅτι θὰ γίνει Τούρκισσα. Ὁ κριτὴς φυλάκισε ἀμέσως τὴν Ἁγία. Ὁ σύζυγός της ἐνήργησε καὶ πέτυχε νὰ γίνει ἡ δίκη της στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ὅμως, ἦλθε καὶ ὁ ἐν λόγῳ Τούρκος καὶ ψευδομαρτύρησε καὶ πάλι ἐναντίον της. Ἡ Ἀργυρὴ στὴν ἀπολογία της, διακήρυξε μὲ γενναιότητα τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Ὁπότε μὲ διαταγὴ τοῦ κριτῆ ῥίχτηκε στὶς φυλακὲς τοῦ Χάσκιοϊ, ὅπου, μετὰ ἀπὸ μακροχρόνια βασανιστήρια, παρέδωσε τὴν ψυχή της στὸν Θεὸ στὶς 5 Ἀπριλίου 1721. Τὴν 30η Ἀπριλίου 1725 ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων της.
Ὁ Ἅγιος Παναγιώτης ποὺ μαρτύρησε στὴν Ἱερουσαλήμ
Ὁ νεομάρτυρας Παναγιώτης ἦταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο καὶ μαρτύρησε στὴν Ἱερουσαλὴμ στὶς 5 Ἀπριλίου 1820. Σύμφωνα μὲ τὴν διήγηση τοῦ Ἄγγλου ἱεραποστόλου Ἰωσὴφ Wolff, ποὺ γράφτηκε στὶς 2 Ἀπριλίου 1839, ἕνας νεαρὸς Ἕλληνας, ποὺ ὀνομαζόταν Παναγιώτης, ὑπηρετοῦσε κοντὰ σ᾿ ἕναν Τοῦρκο εὐγενῆ, ποὺ ὀνομαζόταν Ὀσμὰν Ἐφέντης. Ὅταν κάποτε ὁ Τοῦρκος αὐτὸς πῆγε στὸ Τέμενος τοῦ Ὀμάρ, ποὺ βρίσκεται στὴν Ἱερουσαλήμ, τὸν ἀκολούθησε μέσα σ᾿ αὐτό καὶ ὁ Παναγιώτης. Οἱ φανατικοὶ Τοῦρκοι, θεώρησαν ὅτι ὁ Παναγιώτης μὲ τὴν εἴσοδό του μίανε τὸ Τέμενός τους καὶ τὸν κατηγόρησαν στὸν Πασὰ τῆς Δαμασκοῦ. Ὁ πασὰς ζήτησε ἀπὸ τὸν νέο, προκειμένου νὰ ἀποφύγει τὸν θάνατο, νὰ δεχθεῖ τὸν Μουσουλμανισμό. Ὁ Παναγιώτης μόλις τὸ ἄκουσε αὐτό, μὲ θάῤῥος φώναξε μπροστὰ στὸν ἄρχοντα: «Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, θανάτωσέ με, δὲν φοβᾶμαι. Χριστὸς ἀνέστη» μπροστὰ σὲ πλῆθος μουσουλμάνων. Ἐκεῖ τότε τὸν ἀποκεφάλισαν. Σύμφωνα πάντα μὲ τὶς πληροφορίες τοῦ Ἄγγλου Ἱεραποστόλου, ποὺ παρακολούθησε τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου, τὸ «Ἑλληνικὸν Μοναστήριον» τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀγόρασε ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ λείψανο τοῦ νεομάρτυρα ἀντὶ 5.000 γροσίων καὶ τὸ ἔθαψε μὲ τιμές.
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστοφόρου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.