Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἦταν ἐπίσκοπος στὰ χρόνια του Μ. Κων/νου. Μία μέρα, κινούμενος ἀπὸ θεῖο ζῆλο, γκρέμισε ἕνα ναὸ τῶν εἰδώλων καὶ τὸν ἔκανε ἐκκλησία. Ὅταν ὅμως ἀνέλαβε αὐτοκράτωρ ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, συνέλαβε τὸ Μάρκο, διότι γκρέμισε τὸν εἰδωλολατρικὸ ναό. Τότε οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ τὸν γύμνωσαν καὶ τὸν μαστίγωσαν ἀλύπητα, τὸν ἔριξαν μέσα σὲ χαντάκια μὲ βρώμικο νερό. Μετὰ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ τὸν παρέδωσαν σὲ μικρὰ παιδιά, νὰ τὸν τρυποῦν μὲ βελόνες. Ἔπειτα, ἔβρεξαν τὸ σῶμα του μὲ ἅλμη. Κατόπιν τὸν ἄλειψαν μὲ μέλι καὶ τὸν κρέμασαν ἀνάποδα στὸν ἥλιο, γιὰ νὰ εἶναι τροφὴ στὶς μέλισσες καὶ στὶς σφῆκες. Ὅλα αὐτὰ τὰ βάσανα ὁ Μᾶρκος τὰ ὑπέστη μὲ ἀνδρεία καὶ πολλὴ ὑπομονή. Ὁπότε, βλέποντας οἱ εἰδωλολάτρες αὐτὴ τὴν ἀνδρεία καὶ μεγαλοψυχία τοῦ γέροντα Μάρκου, ἔγινε στὶς ψυχὲς τοὺς μέγα θαῦμα. Ἀφοῦ τὸν κατέβασαν ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ τὸν εἶχαν κρεμασμένον, μετενόησαν, ἔγινε διδάσκαλός τους καὶ ἔμαθαν ἀπ᾿ αὐτὸν τὴν ἀληθινὴ πίστη. Ἔρχεται, ἔτσι, νὰ μᾶς ὑπενθυμίσει ὁ Ἅγιος Μᾶρκος τὸ θεόπνευστο λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε, μὴ φοβοῦ μηδὲ δειλιάσῃς μηδὲ πτοηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν». Νὰ ἔχεις, δηλαδή, ἀνδρεία καὶ θάῤῥος. Μὴ φοβᾶσαι, οὔτε νὰ δειλιάσεις. Οὔτε νὰ τρομάξεις μπροστὰ στοὺς ἐχθρούς σου.
Ἐπὶ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη ἔλαμψε καὶ ὁ Διάκονος Κύριλλος, καύχημα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Φοινίκης. Ἐπειδὴ στάθηκε ἀμετακίνητος στὴ χριστιανικὴ ὁμολογία καὶ κήρυττε κατὰ τῶν εἰδώλων, κίνησε τὴν μανία τῶν εἰδωλολατρῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ ξίφη ἄνοιξαν τὴν κοιλιά του καὶ χύθηκαν τὰ σπλάχνα του. Μὲ τὸν ἴδιο θάνατο τελείωσαν τὴν ζωή τους καὶ ἀρκετὲς παρθένες γυναῖκες στὴν Ἀσκάλωνα καὶ τὴν Γάζα, καθὼς καὶ μερικοὶ ἱερωμένοι, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη συνεορτάζεται τὴν ἡμέρα αὐτή.
Οἱ Ἅγιοι Ἰωνᾶς, Βαραχήσιος καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς Ζανιθᾶς, Λάζαρος, Μαρουθᾶς, Ναρσῆς, Ἠλίας, Μαρῆ (κατ᾿ ἄλλους Μαρής), Ἄβιβος, Σιμιάθη (κατ᾿ ἄλλους Σιμιάθης) καὶ Σάβα ἢ Σώθα (κατ᾿ ἄλλους Σάββας)
Ἦταν ἀσκητὲς καὶ μαρτύρησαν περίπου τὸ 330 μ.Χ., ὅταν βασιλιὰς τῶν Περσῶν ἦταν ὁ Σαβώριος καὶ τῶν Ῥωμαίων ὁ Μέγας Κων/νος. Αὐτοὶ λοιπόν, ἀναχώρησαν ἀπὸ τὴν Μονὴ ποὺ μόναζαν καὶ πῆγαν σὲ κάποια κωμόπολη, ποὺ ὀνομαζόταν Μαρβιαβὼχ (ἢ Μαρμιαβώχ). Ἐκεῖ ἐπισκέφθηκαν ἐννιὰ κρατούμενους Μάρτυρες στὴν εἱρκτή, τὸν Ζανιθά, Λάζαρο, Μαρουθά, Ναρσή, Ἠλία, Μαρῆ, Ἄβιβο, Σιμιάθη καὶ Σάβα (ἢ Σώβα) καὶ τοὺς ἐνθάῤῥυναν στὸ μαρτύριο. Ἀμέσως τότε συνέλαβαν καὶ αὐτοὺς καὶ τοὺς ὁδήγησαν μπροστὰ σὲ τρεῖς ἄρχοντες τῶν Περσῶν, τὸν Μασδράθ, τὸν Σιρῶ καὶ Μαρμισή. Αὐτοὶ συμβούλευσαν τοὺς Ἰωνᾶ καὶ Βαραχήσιο ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ προσκυνήσουν τὴν φωτιά, τὸ νερὸ καὶ τὸν ἥλιο. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ Ἅγιοι στάθηκαν σταθεροὶ στὴν πίστη τους, τοὺς βασάνισαν φρικτὰ καὶ τοὺς θανάτωσαν ἀφοῦ κατατεμάχισαν τὰ σώματά τους. Τὰ ἅγια λείψανά τους τὰ ἀγόρασε κάποιος χριστιανὸς καὶ τὰ ἔθαψαν μαζὶ μὲ αὐτὰ τῶν ἐννιὰ προαναφερθέντων Μαρτύρων.
Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ὁ Ὁμολογητὴς ἐπίσκοπος Χίου Βιθυνίας
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ μακροῦ καὶ πολυθόρυβου ἀγῶνα τῆς εἰκονομαχίας. Ἀπὸ νέος βάδισε τὸ δρόμο τῆς εὐσέβειας, στολισμένος μὲ βαθειὰ καὶ ἔνθερμη πίστη. Ἦταν συγχρόνως καὶ ἀκριβὴς τηρητὴς τῶν ἐντολῶν, τὶς ὁποῖες δὲν γνώριζε μόνο ἀλλὰ καὶ ἐφάρμοζε. Τὴ ζωντανὴ αὐτὴ εὐσέβειά του καλλιέργησε ἀκόμα περισσότερο, ὅταν ἔγινε μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε ὕστερα Ἱερέας. Ἡ κοινὴ ἀναγνώριση τῶν προτερημάτων αὐτῶν, τὸν ἀνέβασε στὴν ἐπισκοπὴ τῆς Κίου στὴ Βιθυνία. Στὴ νέα του αὐτὴ διακονία, ἔδειξε περισσότερα ποιμαντικὰ χαρίσματα καὶ ἐργάστηκε μὲ μεγαλύτερη ἀφοσίωση στὴ φιλανθρωπικὴ ἀποστολή του. Ἀπέναντι στοὺς εἰκονομάχους, ὁ εἰρηνικὸς ποιμενάρχης φάνηκε δυναμικὸς καὶ ἀκοίμητος φρουρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας. Οὔτε πτοήθηκε, ὅταν εἶδε μπροστὰ τοῦ τὸν ἄγριο διωγμό. Φυλακίστηκε καὶ στὴ συνέχεια ἐξορίστηκε. Ἀλλ᾿ ἀπὸ παντοῦ συμμετεῖχε στὴν ἄμυνα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὑπέμεινε δὲ ἀπερίγραπτες στερήσεις πείνας, γυμνότητας καὶ ἄλλων κακουχιῶν. Τελικὰ παρέδωσε τὸ πνεῦμα τοῦ στὸ Θεό, τοῦ ὁποίου ἔλαμψε πιστὸς καὶ γνήσιος ὑπηρέτης, ποὺ προτίμησε τὶς ταλαιπωρίες καὶ τὸ θάνατο ἀπὸ τὴν ἐγωϊστικὴ διατήρηση τοῦ ἀξιώματός του.
Ὁ Ἅγιος Διάδοχος ἐπίσκοπος Φωτικῆς
Δὲν τὸν ἀναφέρουν οἱ Συναξαριστές. Συναντᾶται στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Δ 34 φ. 68α, μαζὶ μὲ τὸν πρεσβύτερο Μᾶρκο τὸν μεγάλο ἀσκητὴ (†5 Μαρτίου), ὅπου ὑπάρχει καὶ κοινὸς Κανόνας τῶν δυὸ μὴ ὁλοκληρωμένος. Ὁ Ἅγιος Διάδοχος, ἐπίσκοπος Φωτικῆς τῆς Παλαιᾶς Ἠπείρου, ἔζησε τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ εἶχε τὸ χάρισμα τῆς εὐγλωττίας, ἀλλὰ καὶ τῆς συναρπαστικῆς συγγραφῆς. Τὰ 100 γνωστικὰ ἀσκητικὰ κεφάλαια ποὺ ἔγραψε, διαβάζονταν μὲ ἀπληστία ἀπὸ τοὺς μοναχούς. Ἐπίσης ἔγραψε καὶ ἄλλα, ὅπως τὴν «Ὅραση» καὶ λόγο στὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου.
(Ῥώσοι, +15ος αἰ.).
Ὁ Σιναΐτης Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Σινᾶ (†7ος αἰ.).