Οἱ Ἅγιοι Ἀγάπιος, Πλήσιος, Ῥωμῦλος, Τιμόλαος, δυὸ Ἀλέξανδροι καὶ δυὸ Διονύσιοι
Ἔζησαν καὶ κέρδισαν τὰ ἀθάνατα βραβεῖα, κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-304) ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀγάπιος ἦταν ἀπὸ τὴν Γάζα τῆς Παλαιστίνης, ὁ Τιμόλαος ἀπὸ τὴν Μαύρη Θάλασσα, οἱ δυὸ Διονύσιοι ἀπὸ τὴν Τρίπολη τῆς Φοινίκης, ὁ Ρωμύλος -ὑποδιάκονος- ἀπὸ τὴν Λύδδα ἢ Διόσπολη, ὁ Πλήσιος καὶ οἱ δυὸ Ἀλέξανδροι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Κατηγορήθηκαν ὅτι εἶναι χριστιανοὶ καὶ ὁδηγήθηκαν μπροστὰ στὸν ἔπαρχο τῆς Καισαρείας Οὐρβανό, ὅπου μὲ παῤῥησία ὁμολόγησαν τὸ Χριστό. Μάταιες ἀπόπειρες ἔκανε ἐκεῖνος γιὰ νὰ τοὺς δελεάσει ἢ καὶ νὰ τοὺς ἐκφοβίσει. Διότι στὸ μυαλὸ ὅλων ἐπικρατοῦσε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «Τὸν φόβον αὐτῶν μὴ φοβηθῆτε μηδὲ ταραχθῆτε». Δηλαδή, μὴ φοβηθεῖτε τὸ φόβο μὲ τὸν ὁποῖο ζητοῦν οἱ ἄπιστοι νὰ σᾶς πτοήσουν καὶ μὴ ταραχθεῖτε καθόλου ἀπ᾿ αὐτόν. Πέθαναν ὅλοι μαρτυρικὰ μὲ ἀποκεφαλισμό, δίνοντας σ᾿ ὅλους τοὺς ἀγωνιστὲς χριστιανοὺς μήνυμα θάῤῥους καὶ ἐλπίδας.
Ὁ Ἅγιος Ἀριστόβουλος ἐπίσκοπος Βρετανίας
Ἀνῆκε στὸ χορὸ τῶν 70 ἀποστόλων καὶ ἀκολούθησε σὲ μερικὲς περιοδεῖες τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ἐκτιμώντας δὲ αὐτὸς τὴν διδακτικὴ ἱκανότητα τοῦ Ἀριστοβούλου, καθὼς καὶ τὰ διοικητικά του χαρίσματα ποὺ συνοδεύονταν μὲ γνήσιο ζῆλο γιὰ τὴν πίστη, τὸν ἔκανε ἐπίσκοπο τῆς Βρετανίας. Οἱ τότε κάτοικοί της ἦσαν ἐντελῶς ἀπολίτιστοι καὶ βάρβαροι, προσκολλημένοι τυφλὰ στὶς χυδαῖες καὶ ἀνόητες δεισιδαιμονίες τους. Γι᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο τοῦ Ἀριστοβούλου, συνάντησε μεγάλη ἀντίσταση. Πολλὲς φορὲς κινδύνευσε ἡ ζωή του, ὑπέφερε δὲ ἀμέτρητα βάσανα καὶ θλίψεις. Ἀλλ᾿ ἡ θεία χάρη, δὲν ἄφησε χωρὶς ἀποτέλεσμα τὶς προσπάθειές του. Ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους πίστεψαν στὸ Χριστό, καὶ στὰ ἄγρια ἐκεῖνα μέρη ἱδρύθηκε χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Αὐτὴν καλλιεργώντας μὲ ἄγρυπνη ἐπιμέλεια καὶ ἐπεκτείνοντας μὲ ἀκούραστη φιλοπονία πέθανε ὁ ἅγιος Ἀριστόβουλος, σ᾿ ὅλα ἀντάξιος τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ Ἀποστόλου ἐπίσης Βαρνάβα. (Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 31η Ὀκτωβρίου, μαζὶ μὲ ἄλλους ἀποστόλους ἐκ τῶν 70).
Ὁ Ἅγιος Νίκανδρος ὁ ἐν Αἰγύπτῳ
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-305). Θερμὸς ζηλωτὴς τῆς πίστης, θαύμαζε μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ ἐκείνους, ποὺ ἔχυναν γι᾿ αὐτὴν τὸ αἷμα τους. Καὶ ὅσες φορὲς μάθαινε τὸν θάνατο μαρτύρων, πήγαινε ἐπὶ τόπου, παραλάμβανε τὰ Ἅγια λείψανά τους καὶ τὰ ἔθαβε καταβρέχοντας αὐτὰ μὲ τὰ δάκρυά του. Στὴν ἐκτέλεση τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ ἔργου συνελήφθη καὶ δικάστηκε. Ἐπειδὴ ὅμως ἔμεινε πιστὸς στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, καταδικάστηκε σὲ σκληρότατο θάνατο. Μὲ διαταγὴ τοῦ τυράννου, ἔγδαραν τὸ δέρμα του καὶ ἔπειτα τὸ ἔκαψαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες.
Ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς γεννήθηκε στὰ Σφακιὰ τῆς Κρήτης, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Σὲ μικρὴ ἡλικία αἰχμαλωτίστηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, μὲ τὴν βία ἐξισλαμίστηκε καὶ στὴ συνέχεια παρέμεινε στὴν ὑπηρεσία τους. Βρῆκε ὅμως τὴν εὐκαιρία καὶ δραπέτευσε ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν κυρίων του, καὶ πῆγε στὴ Μύκονο, ὅπου ἐξομολογήθηκε καὶ ζοῦσε μὲ χριστιανοπρέπεια. Ἐκεῖ παντρεύτηκε καὶ ἀπόκτησε ἕξι παιδιά. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ σύζυγός του πρόδωσε τὴν συζυγική της τιμή, μετακόμισε αὐτὸς μὲ τὰ ἕξι παιδιά του σὲ ἄλλο σπίτι χωρὶς νὰ τὴν διαπομπεύσει. Ἀλλ᾿ ὁ ἀδελφὸς τῆς ἄπιστης συζύγου του, ποὺ ὑπηρετοῦσε στὸν Τουρκικὸ στόλο, κατάγγειλε τὸν Μανουὴλ στὸν Τοῦρκο πλοίαρχο ὅτι, ἐνῷ εἶχε γίνει μουσουλμάνος, ἐπανῆλθε στὴ χριστιανικὴ θρησκεία. Ὅταν συνελήφθη ἀπὸ τὸν Τοῦρκο πλοίαρχο, ὁ Μανουὴλ μὲ θάῤῥος ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, παραδόθηκε στὸν Τοῦρκο Ναύαρχο, ποὺ βρισκόταν στὴ Χίο. Αὐτὸς τὸν ἀνέκρινε καὶ ἐξέδωσε θανατικὴ ἀπόφαση. Ὁπότε οἱ ὑπηρέτες τοῦ Ναυάρχου, πῆραν τὸν Μανουὴλ καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, ποὺ ὀνομαζόταν Παλαιὰ Βρύση. Καὶ ἐνῷ ὁ μάρτυρας ἔσκυψε τὸ κεφάλι του, ὁ δήμιος, ποὺ εἶχε ὁρισθεῖ νὰ τὸν ἐκτελέσει, δείλιασε, πέταξε τὸ σπαθὶ καὶ ἀπομακρύνθηκε. Τότε ἅρπαξε τὸ σπαθὶ κάποιος ὑπαξιωματικός, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ δὲν μπόρεσε μετὰ ἀπὸ πολλὰ κτυπήματα στὸ λαιμὸ τοῦ μάρτυρα νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει, τὸν ἔριξε κάτω καὶ τὸν ἔσφαξε μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο σὰν πρόβατο. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν στὴ Χίο, στὶς 15 Μαρτίου 1792, ἡμέρα Δευτέρα καὶ ὥρα τέσσερις μ.μ. Τὸ δὲ τίμιο λείψανό του, οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸ ἔδεσαν μὲ ὀγκόλιθους τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα. Χειρόγραφο μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ, βρίσκεται στὴ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς Ξενοφῶντος τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν τῷ φρέατι
Βλέπε βιογραφία του τὴν 30η Μαρτίου.
Ὁ Ὅσιος Ἀγάπιος ὁ ἐν Σκήτῃ Κολιτζοῦ
Διάκονος ἐν Διδυμοτείχῳ (†18ος αἰ.).