Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων
Γεννήθηκε στὴ Δαμασκὸ τῆς Συρίας, περίπου τὸ 575, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Πλινθᾶ καὶ τὴν Μύρω (κατὰ τοὺς Συναξαριστές). Λόγω τῆς ὑψηλῆς εὐφυΐας του σπούδασε πολλὲς ἐπιστῆμες. Δὲν ἄργησε, ὅμως, νὰ ἐπικρατήσει μέσα του ἡ θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ κλίση. Πῆγε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου μόνασε στὴ Μονὴ τοῦ Ἀββᾶ Θεοδοσίου. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὶς θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς μελέτες. Μαζὶ μὲ τὸ συμμοναστή του Ἰωάννη Μόσχο, ἐπισκέφθηκε διάφορα ἀσκητικὰ καὶ μοναχικὰ κέντρα τῆς Παλαιστίνης. Πολέμιος τῆς αἵρεσης τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ἀγωνίστηκε σκληρὰ ἐναντίον του στὶς πόλεις - κέντρα Ἀλεξάνδρεια καὶ Κωνσταντινούπολη. Τὸ 634 ἐκλέγεται Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, σὲ διαδοχὴ τοῦ ἀποθανόντος Μοδέστου. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτή, ὁ Σωφρόνιος ἐξακολουθεῖ τὸν ἀγῶνα του κατὰ τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Γράφει πολλοὺς ὕμνους καὶ λόγους ποὺ τοὺς διακρίνει ἀξιόλογη λογοτεχνικὴ ἀξία. Ὡς Πατριάρχης, ἔζησε τὴν δυσάρεστη ἐμπειρία νὰ πολιορκηθεῖ ἡ Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸ χαλίφη τῶν Ἀράβων Ὀμάρ. Ὅταν παραδόθηκε ἡ πόλη (637), ἡ πολλή του θλίψη μετριάσθηκε λίγο ἀπὸ τὸ ὅτι παρέλαβε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ κατακτητῆ τὸν ἱστορικὸ Ἀχτιναμέ, μὲ τὸν ὁποῖο προστατεύθηκαν ὑπὲρ τῶν Ὀρθόδοξων τὰ ἱερὰ χριστιανικὰ προσκυνήματα. Ἡ ψυχή του, ὅμως, εἶχε πάθει βαθὺ τραῦμα, καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ἀπεβίωσε (638).
Ὁ Ἅγιος Πιόνιος ὁ Πρεσβύτερος καὶ ἡ Ἁγία Σαβίνα
Ἔζησε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Δεκίου, τοῦ σκληροῦ διώκτη τῶν χριστιανῶν κατὰ τὰ μέσα τοῦ τρίτου αἰῶνα. Ὅταν συνελήφθη ἔμεινε ἀμετακίνητος στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅταν συζήτησε μὲ τοὺς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων Πολέμονα καὶ Ἐλπίδιο, κατέδειξε τὴν πλάνη τῆς πολυθεϊστικῆς θρησκείας. Μάταια ζήτησε ἔπειτα ὁ ἀνθύπατος Κιντιλιανὸς νὰ τὸν κερδίσει μὲ ὑποσχέσεις, καὶ νὰ τὸν πειθαναγκάσει μὲ ἀπειλές. Ὁ Πιόνιος, ὁ πιστὸς ἱερέας τοῦ Χριστοῦ, ἐξακολουθοῦσε νὰ Τὸν ὁμολογεῖ. Καταδικάστηκε τότε νὰ ριχθεῖ στὴ φωτιὰ καὶ μέσα στὶς φλόγες της βρῆκε τὸ μαρτυρικὸ θάνατο. Γιὰ δὲ τὴν Ἁγία Σαβίνα βλέπε Α.Χ.Ε.Χ. (Ἡ μνήμη τους, ἀπὸ ὁρισμένα Ἁγιολόγια περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται στὶς 14 καὶ 15 Μαρτίου).
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Νεοφανής, ὁ θαυματουργός
Ἔζησε στὴν Ἀνατολὴ στὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνα. Ἐγκατέλειψε γυναῖκα, παιδιὰ καὶ συγγενεῖς, γιὰ νὰ γίνει μοναχός. Ἀφοῦ ντύθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα, γύριζε πόλεις, χωριὰ καὶ ἐρήμους, στερούμενος, θλιβόμενος καὶ κακουχούμενος. Ὅταν τοῦ ἀποκάλυψε ὁ Θεὸς τὸν θάνατό του, ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ, στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ποὺ βρίσκεται στὴν τοποθεσία Διίπειον, ἀσκήτεψε ἑπτὰ ἡμέρες καὶ ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ. Ὅταν οἱ χριστιανοὶ πῆγαν νὰ τὸν θάψουν, εἶδαν ἔκπληκτοι ὅτι ὁ Γεώργιος ἔφερε πάνω του βαρύτατα σίδερα. Ἀφοῦ τὸν ἔβαλαν σὲ μαρμάρινη θήκη τὸν ἔθαψαν στὸν Νάρθηκα τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου. Ἀπὸ τότε τὸ μέρος ἐκεῖνο ἀνάβλυζε μύρο, ποὺ θεράπευε διάφορες ἀσθένειες καὶ ἔκανε πολλὰ ἄλλα θαύματα.
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ἰουστινιανοῦ τοῦ Α´ (527-565) καὶ ὅταν Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἦταν ὁ Πέτρος ὁ Α´ (524-552). Ὁ Γεώργιος μόναζε στὸ ὄρος Σινᾶ καὶ ἦταν νηστευτὴς καὶ πολὺ ἐνάρετος. Λέγεται μάλιστα ὅτι κάποτε ἐπεθύμησε νὰ μεταλάβει στὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἱερουσαλήμ. Τότε, μὲ θαυματουργικὸ τρόπο βρέθηκε ἀμέσως, ἀπὸ τὸ Σινᾶ, στὴ θεία Λειτουργία τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, καὶ κοινώνησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Πατριάρχη Πέτρου. Μετὰ τὴν κοινωνία ὁ Πατριάρχης ρώτησε τὸν οἰκονόμο του Μηνᾶ, πότε ἦλθε αὐτὸς ὁ Ἀββᾶς Σιναΐτης, διότι δὲν τὸν εἶχε δεῖ προηγουμένως. Ἀλλὰ καὶ ὁ οἰκονόμος του δὲν γνώριζε. Τότε ὁ Πατριάρχης εἶπε στὸν Μηνᾶ νὰ πεῖ στὸν Ἀββᾶ νὰ καθίσει στὸ τραπέζι γιὰ νὰ συμφάγουν. Ὁ οἰκονόμος προσκάλεσε τὸν Γεώργιο, ἀλλὰ αὐτός, ἀφοῦ προσευχήθηκε, βρέθηκε ἀμέσως πάλι στὸ κελλί του στὸ Σινᾶ. Ὁ Πατριάρχης θίχτηκε διότι ὁ Γεώργιος δὲν παρακάθισε στὸ τραπέζι του καὶ ἔστειλε γράμμα στοὺς Πατέρες τοῦ Σινᾶ γιὰ τὸ συμβάν. Ἀλλ᾿ ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν βγῆκε ποτὲ ἀπὸ τὸ κελλί του, τότε κατάλαβε ὅτι πρόκειται περὶ ἁγίου ἀνδρὸς καὶ δόξασε τὸν Θεό. Λέγεται ὅτι, ὁ Ὅσιος Γεώργιος καὶ ὁ Πατριάρχης Πέτρος Α´, ἀπεβίωσαν εἰρηνικὰ μαζὶ μετὰ ἀπὸ ἕξι μῆνες, γεγονὸς ποὺ εἶχε προφητέψει ὁ Ὅσιος Γεώργιος.
Οἱ Ἅγιοι Τρόφιμος καὶ Θαλλὸς ποὺ μαρτύρησαν στὴ Λαοδικεία
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ (284-305). Κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη Στρατονίκη ἢ Στρατονίκεια, ποὺ βρισκόταν στὴν ἐπαρχία Καριᾶς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ σήμερα τούρκικα ὀνομάζεται Ἀιδενέλλι. Τὸν καιρὸ λοιπὸν ἐκεῖνο, κατὰ τὸν διωγμὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, συνελήφθησαν καὶ οἱ Ἅγιοι αὐτοί, ἐπειδὴ ὁμολόγησαν τὸν Χριστό, καὶ λιθοβολήθηκαν γιὰ ἀρκετὴ ὥρα. Μὲ ἐνέργεια τῆς θείας χάριτος ὅμως, ἔμειναν ἀβλαβεῖς. Βλέποντας αὐτὸ ὁ ἡγεμόνας τῆς Λαοδικείας Ἀσκληπιός, τοὺς ἄφησε ἐλεύθερους. Ἀλλ᾿ ἀργότερα καὶ πάλι τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς πίεζαν ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Αὐτοὶ ὅμως, μὲ ἀκόμα περισσότερο θάῤῥος ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους καὶ μπροστὰ σ᾿ ὅλους ἐνέπαιξαν τὰ εἴδωλα καὶ τοὺς προστάτες τους. Αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ ἐρεθίσει πολὺ τὸν τύραννο καὶ ἔδωσε διαταγὴ νὰ τοὺς δέσουν γυμνοὺς σὲ ξύλο καὶ νὰ σχίσουν τὶς σάρκες τους. Τελικὰ μαρτύρησαν μὲ σταυρικὸ θάνατο καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὰ ἔνδοξα στεφάνια τοῦ μαρτυρίου. Εὐσεβεῖς χριστιανοί, πῆραν τὰ ἅγια λείψανά τους καὶ τὰ ἔθαψαν σὲ τόπο ἱερό. Τότε καὶ ἡ γυναῖκα τοῦ ἄρχοντα Ἀσκληπιοῦ, πῆγε καὶ ράντισε μὲ μύρα τὴν θήκη τῶν ἁγίων λειψάνων καὶ ἅπλωσε πάνω σ᾿ αὐτὸ πολύτιμο σεντόνι. Τέλος, οἱ εὐλαβεῖς καὶ πιστοὶ χριστιανοὶ συμπατριῶτες τῶν Ἁγίων, Ζώσιμος καὶ Ἀρτέμιος, πῆραν τὴν θήκη τῶν ἁγίων λειψάνων καὶ τὴν μετέφεραν στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τους Στρατονίκη, καὶ τὴν ἀποθησαύρισαν ἕνα μίλι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στὴν τοποθεσία Λατομεῖα.
Ἀνακομιδὴ Λειψάνων Ἁγίου Ἐπιμάχου στὴν Κωνσταντινούπολη
Ἡ κυρίως μνήμη του τελεῖται τὴν 31η Ὀκτωβρίου.
Ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Πετραλίφη, ποὺ ἐπὶ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ εἶχε διοριστεῖ ἄρχοντας τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ μητέρα της καταγόταν ἀπὸ μία τῶν εὐγενεστέρων οἰκογενειῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ Θεοδώρα ἦταν πολὺ ὄμορφη στὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή. Πῆρε σύζυγο τὸν Μιχαὴλ Δούκα, ποὺ ἀναδείχτηκε ἄρχοντας τῆς Ἠπείρου. Καὶ στὸ ἀξίωμά της αὐτό, ἡ Θεοδώρα, διατήρησε ὅλη τὴν ταπεινοφροσύνη της καὶ τὴν χριστιανικὴ ἁπλότητα. Ἀγαποῦσε νὰ καταγίνεται μὲ φροντίδες γιὰ τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀσθενεῖς, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά. Ἀλλὰ μεγάλη δοκιμασία περίμενε τὴν ἁγία αὐτὴ ψυχή. Ὁ σύζυγός της Μιχαὴλ Δούκας, μπλέχτηκε μὲ μία πόρνη, ποὺ ὀνομαζόταν Γαγρίνη. Τόσο πολὺ ξεμυαλίστηκε ἀπ᾿ αὐτή, ὥστε παραγκώνισε ἐντελῶς τὴν Θεοδώρα καὶ γλεντοκοποῦσε χωρὶς φειδὼ μὲ τὴν Γαγρίνη. Ἡ Θεοδώρα, ἐδῶ ἔδειξε τὸ ψυχικό της μεγαλεῖο καὶ ἔμεινε ἀτάραχη, προσευχομένη στὸν Θεὸ γιὰ τὸν σύζυγό της. Καὶ ὁ Θεὸς εὐλόγησε, ὥστε ὁ Μιχαήλ, κάτω ἀπὸ τὴν πίεση τῆς ἀγανάκτησης τοῦ λαοῦ καὶ τῶν προκρίτων τῆς Ἠπείρου, νὰ συνέλθει καὶ νὰ διώξει τὴν πόρνη ἀπὸ κοντά του. Μὲ δάκρυα ζήτησε συγγνώμη ἀπὸ τὴν Θεοδώρα καὶ ἀπὸ τότε ἔζησαν μὲ πνεῦμα Θεοῦ μέσα στὸ παλάτι. Ὅταν μετὰ ἀπὸ καιρὸ πέθανε ὁ Μιχαήλ, ἡ Θεοδώρα ἀποσύρθηκε στὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου Γεωργίου, ποὺ ἡ ἴδια εἶχε κτίσει, καὶ ἐκεῖ παρέδωσε τὴν ἁγία της ψυχή.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Θαυματουργὸς Ῥῶσος
Ἀρχιεπίσκοπος Νοβογοροδίας.
Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ὁ ἔγκλειστος
Ῥῶσος, 13ος αἰ.