Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 09


Οἱ Ἅγιοι σαράντα Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴ Σεβάστεια

Καὶ οἱ 40 αὐτοὶ Ἅγιοι ἦταν στρατιῶτες στὸ πιὸ ἐπίλεκτο τάγμα τοῦ στρατοῦ τοῦ Λικινίου. Ὅταν αὐτὸς ἐξαπέλυσε διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, οἱ Ἅγιοι 40 συλλαμβάνονται ἀμέσως ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Ἀγρικόλα (στὴ Σεβάστεια). Στὴν ἀρχὴ τοὺς ἐπαινεῖ καὶ τοὺς ὑπόσχεται ἀμοιβὲς καὶ ἀξιώματα, γιὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους. Τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς 40, ὁ Κάνδιδος, ἀπαντᾷ: «Εὐχαριστοῦμε γιὰ τοὺς ἐπαίνους τῆς ἀνδρείας μας. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, στὸν ὁποῖο πιστεύουμε, μᾶς διδάσκει ὅτι στὸν καθένα ἄρχοντα πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουμε ὅ,τι τοῦ ἀνήκει. Καὶ γι᾿ αὐτὸ στὸ βασιλέα προσφέρουμε τὴν στρατιωτικὴ ὑπακοή. Ἄν, ὅμως, ἐνῷ ἀκολουθοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν ζημιώνουμε τὸ κράτος, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ ὠφελοῦμε μὲ τὴν ὑπηρεσία μας, γιατὶ μᾶς ἀνακρίνεις γιὰ τὴν πίστη ποὺ μορφώνει τέτοιους χαρακτῆρες καὶ ὁδηγεῖ σὲ τέτοια ἔργα;». Ὁ Ἀγρικόλας κατάλαβε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς ἐπιβληθεῖ μὲ ἤρεμο τρόπο καὶ διέταξε νὰ τοὺς βασανίσουν. Ὁπότε, μία παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, τοὺς ρίχνουν στὰ κρύα νερὰ μίας λίμνης. Τὸ μαρτύριο ἦταν φρικτό. Τὰ σώματα ἄρχισαν νὰ μελανιάζουν. Ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἐνθάῤῥυναν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, λέγοντας: «Δριμὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος. Λίγο ἂς ὑπομείνουμε καὶ σὲ μία νύχτα θὰ κερδίσουμε ὁλόκληρη τὴν αἰωνιότητα». Ἐνῷ προχωροῦσε τὸ μαρτύριο, ἕνας μόνο λιποψύχησε καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴν λίμνη. Τὸν ἀντικατέστησε ὅμως ὁ φρουρὸς (Ἀγλάιος), ποὺ εἶδε τὰ στεφάνια πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους. Ὁμολόγησε τὸ Χριστό, μπῆκε στὴ λίμνη καὶ μαζί με τοὺς 39 παίρνει καὶ αὐτὸς τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ μισοπεθαμένους τοὺς ἔβγαλαν τὸ πρωὶ ἀπὸ τὴν λίμνη καὶ τοὺς συνέτριψαν τὰ σκέλη.

Κατὰ τοὺς Παρισινοὺς Κώδικες 1575 καὶ 1476 τὰ ὀνόματά τους ἦταν: Κυρίων, Κάνδιδος (ἢ Κλαύδιος), Δόμνας, Εὐτύχιος (ἢ Εὐτυχής), Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός, Ἀγγίας, Ἡσύχιος, Εὐνοϊκός, Μελίτων, Ἠλιάδης (ἢ Ἠλίας), Ἀλέξανδρος, Σακεδὼν (ἢ Σακερδών), Οὐάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ἡράκλειος, Ἐκδίκιος, (ἢ Εὐδίκιος), Ἰωάννης, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Ξάνθιος, (ἢ Ξανθίας), Οὐαλέριος, Νικόλαος, Ἀθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάϊος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Ἀέτιος, Ἀκάκιος, Δομετιανὸς (ἢ Δομέτιος), 2 Γοργόνιοι, Ἰουλιανός, (ἢ Ἐλιανὸς ἢ Ἠλιανός), καὶ Ἀγλάιος ὁ καπικλάριος. (Ὁρισμένοι Κώδικες ἀναφέρουν καὶ ἐπιπλέον τῶν 40 ὀνόματα, ὅπως αὐτὰ τῶν Ἁγίων Ἀειθαλᾶ, ἄλλου Γοργονίου κ.λπ.).


Ὁ Ἅγιος Οὐρπασιανός

Ἀνῆκε στὴν τάξη τῶν συγκλητικῶν, καὶ ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα στὸ σφοδρὸ διωγμὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς ἐξαπέλυσε τὸ διάταγμά του κατὰ τῶν χριστιανῶν, προσκάλεσε πρῶτα τοὺς συγκλητικοὺς καὶ δήλωσε ὅτι, ἂν κανεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν χριστιανός, θὰ τὸν συγχωροῦσε, ἀφοῦ τὸ δηλώσει ἀμέσως καὶ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Οὐρπασιανὸς ἄκουσε τὴν δήλωση τοῦ βασιλιᾶ, στὸ τέλος δέ, ἀντὶ ἄλλης ἀπάντησης, ἀφαίρεσε μόνος του τὰ σήματα τοῦ ἀξιώματός του καὶ τὰ παρέδωσε σ᾿ αὐτόν. Ὁ Διοκλητιανὸς θύμωσε καὶ διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν. Στὴν ἀρχὴ τὸν μαστίγωσαν μὲ νεῦρα ἀπὸ βόδι καὶ μισοπεθαμένο τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Κατόπιν διάφοροι φίλοι του συγκλητικοί, προσπάθησαν νὰ τὸν πείσουν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ νὰ κρατήσει τὸ ἀξίωμά του. Ἀλλ᾿ ὁ Οὐρπασιανὸς ἔμεινε πιστὸς στὴν ἀπόφασή του. Τότε ἀποφασίστηκε ὁ θάνατός του. Τοῦ ἄνοιξαν λοιπὸν τὶς πλευρὲς μὲ σιδερένια ὄργανα, καὶ ὕστερα ἔβαλαν στὶς πληγές του ἀναμμένες λαμπάδες. Τόσο δὲ τὰ ἐγκαύματα ὅσο καὶ ὁ καπνὸς ἐπέφεραν τὸ μαρτυρικό του τέλος.


Ὁ Ἅγιος Καισάριος ἀδελφὸς Γρηγορίου Θεολόγου

Ἦταν ὁ μικρότερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ γεννήθηκε στὴ Ναζιανζὸ τῆς Καππαδοκίας τὸ ἔτος 330. Γονεῖς του ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ Γρηγόριος καὶ ἡ εὐσεβέστατη Νόννα. Μεγαλύτερη ἀδελφή του ἦταν ἡ ἁγία Γοργονία. Μετὰ τὴν βασική του ἐκπαίδευση, ὁ Καισάριος ἀκολούθησε τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του γιὰ ἀνώτερες σπουδὲς στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ τῆς Παλαιστίνης καὶ κατόπιν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου σπούδασε μαθηματικά, ἀστρονομία, φιλοσοφία, ῥητορικὴ καὶ ἰδιαίτερα ἰατρική, ποὺ ἀγάπησε καὶ περισσότερο. Ἔπειτα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ὁ βασιλιὰς Κωνστάντιος καὶ ὁ λαὸς τὸν δέχτηκαν μὲ τιμές, καὶ διορίστηκε γιατρὸς τῶν ἀνακτόρων. Οἱ εὐεργεσίες ποὺ πρόσφερε σ᾿ ὅλους ἦταν μεγάλες. Ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, ὁ Καισάριος δὲν συμβιβάστηκε μαζί του καὶ ἀφοῦ ἐγκατέλειψε ὅλες τὶς τιμὲς καὶ τὶς ἐξουσίες ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ Ἰουλιανός, ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του Ναζιανζό, ὅπου ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γιατροῦ, εὐεργετώντας πλῆθος συνανθρώπων του. Ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία ὁ Οὐάλης (364), ὁ Καισάριος ἐπέστρεψε πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀναδείχθηκε «ἐπιμελητὴς θησαυρῶν καὶ ταμίας τῶν δημοσίων χρημάτων» στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε σὲ νέες εὐεργεσίες πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντες. Ἡ ἀσκητική του ἐγκράτεια ὅμως, καθὼς καὶ οἱ πολλὲς μέριμνες καὶ δοκιμασίες, προσέβαλαν τὴν ὑγεία του. Ἀῤῥώστησε βαριὰ καὶ στὶς 10 Μαρτίου 368 πέθανε. Τὸ ἱερό του λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Ἀριανζὸ καὶ ἐναποτέθηκε σὲ τάφο, ποὺ εἶχε λατομηθεῖ γιὰ τοὺς γονεῖς του.


Οἱ Ἅγιοι παππούς, γιαγιά, πατέρας, μητέρα καὶ τὰ Δύο παιδιά τους

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.