Ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος ἐπίσκοπος Νικομήδειας
Ἔζησε τὸν 8ο αἰῶνα, στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Λέοντα τοῦ Δ´. Ἦταν ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς, καὶ ἡ μεγάλη του παιδεία τὸν ἔφερε στὴ Βασιλεύουσα. Ἐκεῖ δημιούργησε φιλικὲς σχέσεις μὲ πολλοὺς ἐπισήμους, μεταξὺ αὐτῶν καὶ μὲ τὸν ἔπειτα Πατριάρχη Ταράσιο. Ὅταν πλέον ἔγινε Πατριάρχης ὁ Ταράσιος, παρακίνησε τὸ Θεοφύλακτο καὶ ἔγινε μοναχός. Εἰσῆλθε σ᾿ ἕνα μοναστήρι στὸν Εὔξεινο Πόντο. Μετὰ ἀπὸ λίγο, ἀναδείχθηκε ἐπίσκοπος Νικομήδειας. Στὴ νέα του θέση ὁ Θεοφύλακτος διέπρεψε σ᾿ ὅλα τὰ καθήκοντά του. Διακρίθηκε κυρίως στὰ ἔργα τῆς ἐλεημοσύνης καὶ τῆς φιλανθρωπίας. Μὲ τὶς θερμές του προτροπὲς καὶ τὴν ἠθική του ἐπιβολή, ἵδρυσε πολλὰ νοσοκομεῖα. Δημιούργησε ταμεῖα γιὰ τὶς ἄπορες χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά. Ἀκολουθώντας τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ «ὁ δὲ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος», δηλαδή, ἐκεῖνος ποὺ μεταξύ σας εἶναι μεγαλύτερος στὴ γνώση καὶ τὸ ἀξίωμα, πρέπει νὰ ὑπηρετεῖ τοὺς ἄλλους καὶ μὲ κάθε τρόπο νὰ γίνεται χρήσιμος καὶ ὠφέλιμος σ᾿ αὐτούς. Ὁ Θεοφύλακτος πήγαινε πολλὲς φορὲς στὶς καλύβες τῶν δυστυχῶν οἰκογενειῶν καί, ἀφοῦ τὶς παρηγοροῦσε μὲ τὴν χριστιανικὴ ἐλπίδα καὶ μὲ τὴν παροχὴ χρηματικοῦ βοηθήματος, ἔκανε ὁ ἴδιος τὸν νοσοκόμο, περιποιούμενος τοὺς ἀῤῥώστους. Ὁ Θεοφύλακτος γιὰ τοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν εἰκονομάχων ἐξορίσθηκε στὸ Στρόβιλο, καὶ ἀπὸ τὶς πολλὲς κακουχίες παρέδωσε τὸ πνεῦμα του μετὰ 30 χρόνια ἐξορίας. Ἐπὶ βασιλίσσης ὅμως Θεοδώρας (842-857) καὶ πατριάρχου Μεθοδίου (842-846), μετακομίστηκε τὸ τίμιο λείψανό του στὴ Νικομήδεια καὶ κατετέθη στὸν Ἱερὸ νάο Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ὁμολογητὴς ἐπίσκοπος Πλουσιάδος
Ἔζησε καὶ αὐτὸς κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας καὶ διακρίθηκε μεταξὺ τῶν ἀκούραστων ὑπερασπιστῶν καὶ ἀτρόμητων φρουρῶν καὶ συνηγόρων τῆς Ὀρθοδοξίας. Πλήθη ὁμοφρόνων του διώκονταν, ἐξορίζονταν, βασανίζονταν, φυλακίζονταν, σκοτώνονταν, ἄλλοι ἦταν μὲ κομμένη τὴν μύτη καὶ τὴν γλῶσσα ἱερὰ θύματα τοῦ μαρτυρίου ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων. Ἀλλ᾿ ἡ πιθανότητα, ὅτι θὰ ἔπασχε καὶ αὐτὸς τὰ ἴδια, δὲν ἀναχαίτισε τὴν εὐσεβὴ ζέση τοῦ Παύλου. Πήγαινε λοιπὸν σὲ διάφορα μέρη καὶ ἐνεθάῤῥυνε τὴν ἀντίσταση κατὰ τῶν αὐτοκρατορικῶν διαταγῶν. Δίδασκε, ὅτι οἱ χριστιανοὶ κανένα σεβασμὸ δὲν ὀφείλουν καὶ καμιὰ ὑπακοὴ σὲ Πατριάρχες καὶ Ἐπισκόπους εἰκονομάχους καὶ διαμαρτυρόταν κατὰ τῆς ἀνίερης ἀνατροπῆς, ποὺ ἤθελαν νὰ ἐπιβάλουν στὴν Ἐκκλησία. Γιὰ τὴν διαγωγή του αὐτὴ καταδιώχθηκε, φυλακίστηκε καὶ ἐξορίστηκε. Ἀλλ᾿ αὐτὸς ἔμεινε ἀκλόνητος στὸν τίμιο ἀγῶνα του καὶ παρέδωσε τὴν πνοή του μαχόμενος μέχρι τελευταίας στιγμῆς.
Αὐτὸν ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του (ιστ´ 14). Κατὰ τὴν παράδοση ἔγινε ἐπίσκοπος Δαλματίας καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Στὸν Συναξαριστὴ Delehaye καλεῖται Ἑρμῦλος. Στὸν δὲ Παρισινὸ Κώδικα 13 φ. 296 ἡ μνήμη του φέρεται κατὰ τὴν 8η Ἀπριλίου μετὰ τοῦ Ἡρῳδίωνος, Ἀσύγκριτου, Φλέγοντος, Ρούφου, Ἔπαφρα καὶ Ἀγάβου.
Μαρτύρησε διὰ μαχαίρας.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.