Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητὴς συναθλητὴς τοῦ Ἁγίου Προκοπίου τοῦ Δεκαπολίτου
«Δι᾿ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν Προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα». Ἂς τρέχουμε μὲ ὑπομονὴ τὸν ἀγῶνα ποὺ προβάλλει μπροστά μας. Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀγωνίστηκε καὶ ὁ Ὅσιος Βασίλειος ἐνάντια στοὺς εἰκονομάχους, ἐπὶ Λέοντος Γ´ τοῦ Ἰσαύρου. Ὑπῆρξε μαθητὴς καὶ συναθλητὴς τοῦ Ἁγίου Προκοπίου τοῦ Δεκαπολίτου (†27 Φεβρουαρίου) σὲ ποιὰ μονὴ ὅμως, μᾶς εἶναι ἄγνωστο. Καταδιώχθηκε γιὰ τὴν ἄκαμπτη ἀντίστασή του καὶ τὴν θαῤῥαλέα συνηγορία του ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Βασανίστηκε ποικιλοτρόπως καὶ φυλακίστηκε. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Λέοντα Γ´, τοῦ δόθηκε ἡ ἐλευθερία του. Τότε ἐπιδόθηκε στὴ διδασκαλία τῆς πίστης, μὲ ὅλη τὴν θέρμη τῆς φιλοχρίστου ψυχῆς του. Ἀθλητὴς τοῦ ἀσκητηρίου του, κατάρτιζε πάντοτε πνευματικότερα τὸν ἑαυτό του. Μέγας ἀγωνιστὴς τῆς Ἐκκλησίας, στρατευόταν συνεχῶς γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῆς ὀρθόδοξης ἀλήθειας, γιὰ τὴν διαφώτιση τῶν αἱρετικῶν, γιὰ τὴν στερέωση τῶν πιστῶν καὶ γιὰ τὴν μετάνοια τῶν ἁμαρτωλῶν. Ὁ θάνατος τὸν πῆρε ἀπὸ τὸ πολύμοχθο αὐτὸ στάδιο, γιὰ νὰ τὸν μεταφέρει στὴ δόξα καὶ τὴν μακαριότητα τῶν δικαίων καὶ στεφανηφόρων ψυχῶν.
Ὁ Ἅγιος Προτέριος, ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
Ἦταν ἀρχιπρεσβύτερος καὶ πατριαρχικὸς ἐπίτροπος στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας, τὸ ἔτος 450, στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας. Ὅταν ἔγινε ἡ Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη (451), συμμετεῖχε σ᾿ αὐτὴ καὶ ὁ Προτέριος, καὶ μὲ τόλμη ἀγωνίστηκε κατὰ τῆς πλάνης τῶν μονοφυσιτῶν. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ καταδίκασε τὸν μονοφυσίτη Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Διόσκορο καὶ στὸ θρόνο ἀνέβασε τὸν Προτέριο (452-457). Οἱ μονοφυσῖτες, ὅμως, κατόρθωσαν νὰ δημιουργήσουν ταραχὲς στὴν Ἀλεξάνδρεια. Μὲ ἐπικεφαλῆς κάποιον μονοφυσίτη ἱερέα Ἀλεξανδρείας Τιμόθεο τὸν Αἴλουρο, ὁ ὁποῖος κατάφερε νὰ ξεγελάσει ἀκόμα καὶ τοὺς μοναχοὺς καὶ νὰ τοὺς πάρει μὲ τὸ μέρος του, ὁ μανιασμένος ὄχλος ἀνακήρυξε Πατριάρχη αὐτὸν τὸν ἱερέα. Ὁ Προτέριος γιὰ νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὴν λύσσα τῶν αἱρετικῶν, κρύφτηκε μέσα σὲ μία μεγάλη κολυμβήθρα τοῦ ναοῦ. Οἱ αἱρετικοὶ ὅμως τὸν ἀνακάλυψαν καὶ μέσα ἐκεῖ τὸν ἔσφαξαν. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἔγιναν τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, καὶ ὁ Τιμόθεος ὁ Αἴλουρος τελοῦσε τὶς ἀκολουθίες τῶν Παθῶν μὲ ματωμένα χέρια. Ἀργότερα ὁ Τιμόθεος αὐτὸς καταδικάσθηκε συνοδικὰ καὶ ἐξορίστηκε στὴ Γάγγρα. Ὁ δὲ Προτέριος ἀνακηρύχθηκε μέγας Ἅγιος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. (Ὁρισμένοι Συναξαριστὲς περιττῶς ἀναφέρουν τὴν μνήμη του καὶ τὴν 23η Φεβρουαρίου).
Ὁ Ὅσιος Βάρσος ἐπίσκοπος Δαμασκοῦ
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ διέδιδε θερμὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Τόσο δὲ τολμηρὸς ἦταν στὸ ἔργο του, ποὺ ἐξακολουθοῦσε ἄφοβα νὰ τὸ πράττει καὶ μετὰ τὰ διατάγματα τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ κατὰ τῶν χριστιανῶν. Ὁ Διοικητὴς τῆς Πέργης Εἰρήναρχος, τὸν συνέλαβε καὶ τὸν ἔστειλε στὸν ἔπαρχο τῆς Παμφυλίας Πόπλιο. Αὐτὸς μάταια προσπάθησε νὰ τὸν παρασύρει στὴν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν δὲ ἔχασε κάθε ἐλπίδα, διέταξε τὴν σταύρωσή του. Ὁ Νέστωρ ὑπέστη τὸ μαρτύριό του μὲ πολλὴ καρτερία. Καὶ ἀπὸ τὸ σταυρό, ἐνῷ οἱ πόνοι τὸν κατακεντοῦσαν, αὐτὸς ὑμνοῦσε τὸ Χριστό. (Τὸν Νέστορα αὐτὸν ὁ Πατμιακὸς Κώδικας 266 καλεῖ ἐπίσκοπο).
Οἱ Ὁσίες Μαράνα ἢ Μαριάννα καὶ Κύρα
Πατρίδα τους ἦταν ἡ Βέῤῥοια (τωρινὸ Χαλέπιο) τῆς Συρίας καὶ ἔζησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰῶνα μ.Χ. Ἡ καταγωγή τους ἦταν ἐπίσημη καὶ εὐγενική, ἀνάλογη δὲ καὶ ἡ μόρφωσή τους. Αὐτὲς ὅμως καταφρόνησαν τὴν λαμπρότητα καὶ τὰ ἄλλα θέλγητρα τῆς ζωῆς, καὶ ἔκτισαν ἕνα περιτείχισμα ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη ὅπου ἐκεῖ μέσα με αὐστηρὴ ἄσκηση προόδευαν στὶς ἀρετὲς τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. Ἡ Ὁσία ζωή τους προσείλκυσε καὶ τὶς ὑπηρέτριές τους. Ἐκεῖ μέσα πέρασαν ἀπομονωμένες 42 χρόνια. Ἔπειτα ἐπισκέφθηκαν τοὺς Ἁγίους Τόπους, κατόπιν τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Θέκλας στὴν Ἰσαυρία καὶ ἐπέστρεψαν πολὺ ὠφελημένες στὸ ἐρημητήριό τους. Ἔτσι μὲ τὴν ἐνάρετη πολιτεία τους ἀφοῦ στόλισαν τὸ γένος τῶν γυναικῶν, καὶ ἔγιναν παράδειγμα ἀρετῆς καὶ ἄσκησης στὶς ἄλλες γυναῖκες, παρέδωσαν τὸ πνεῦμα τους στὸν Νυμφίο Χριστό.
Οἱ Ἅγιοι ἕξι Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι Νυμφᾶς καὶ Εὔβουλος οἱ Ἀπόστολοι
Γι᾿ αὐτοὺς ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὶς Ἐπιστολές του, Κολ. δ´ 15 καὶ Β´ Τιμ. δ´ 21. Καὶ οἱ δυὸ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ἡ Ἁγία Κυράννα (ἢ Κυρήνη) ἡ Νεομάρτυς
Ἡ ἁγία αὐτὴ νύμφη τοῦ Χριστοῦ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀθυσσώκα τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς χριστιανούς. Ἦταν πολὺ ὄμορφη καὶ ἡ ζωή της ἦταν ἐνάρετη καὶ φρόνιμη. Κάποιος γενίτσαρος ποὺ ἦλθε στὸ χωριὸ τῆς Κυράννας νὰ εἰσπράξει φόρους, τὴν εἶδε, τὴν θαύμασε καὶ ἀποφάσισε νὰ τὴν ἐξισλαμίσει καὶ νὰ τὴν παντρευτεῖ. Παρὰ τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ γενίτσαρου, ἡ παρθένος αὐτή, ποὺ εἶχε ἀκέραιο τὸ χριστιανικό της φρόνημα, παρέμεινε ἀνένδοτη καὶ δὲν ὑπέκυψε στὶς προτάσεις τοῦ ἀπίστου. Ὁπότε ὁ γενίτσαρος αὐτός, μὲ τὴν βοήθεια τῶν συντρόφων του, τὴν ἅρπαξε καὶ τὴν πῆγε στὸν κριτὴ τῆς Θεσ/νίκης, ψευδομαρτυρῶντας ἐναντίον της, ὅτι δῆθεν τοῦ ὑποσχέθηκε ν᾿ ἀλλάξει τὴν πίστη της καὶ νὰ τὸν παντρευτεῖ. Ἡ Κυράννα μὲ σεμνότητα καὶ χωρὶς φόβο εἶπε, ὅτι εἶναι χριστιανὴ καὶ Νυμφίο της ἔχει τὸν Χριστό, τὸν ὁποῖο ποθεῖ ἀπὸ τὴν νεότητά της καὶ εἶναι ἕτοιμη γιὰ τὴν ἀγάπη της πρὸς Αὐτὸν νὰ χύσει καὶ τὸ αἷμα της. Οἱ Τοῦρκοι, μπροστὰ στὴν ἀμετάθετη γνώμη τῆς Κυράννας, τὴν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου ἀνελέητα καὶ ἄσπλαχνα τὴν ἔδερναν γιὰ πολλὲς μέρες. Αὐτή, ὅμως, ἀκράδαντα ὁμολογοῦσε τὸν Χριστό. Τότε τὰ βασανιστήρια συνεχίστηκαν, μέχρι ποὺ ἡ Ἁγία παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὶς 28 Φεβρουαρίου 1751. ᾈσματικὴ ἀκολουθία της, συνέγραψε ὁ Χριστοφόρος Προδρομίτης.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος τοῦ Πσκὼφ (Ρῶσος)
Διὰ Χριστὸν σαλός.